Fractal

Διήγημα: “Ραστώνη”

Του Αχιλλέα Τζορμακλιώτη // *

 

 

f1

 

Κείνα τα βράδια ήταν χαλιά ολόμαυρα που σκέπαζαν τον ύπνο μου και μ’ άφηναν από κάτω τους μουγγό, ανήμπορο, καθοδηγούμενο σ’ έναν δρόμο που αυτά τον όριζαν κι απ’ όπου δεν μπορούσα ν’ αποκλίνω. Κ’ είχαν παραμεγαλώσει μέσα μου τα σαράκια, τρόχιζαν την ξύλινη καρδιά μου και την έφτιαχναν σωστή λεπίδα, π’ έσχιζε τα σπλάχνα και τα ’κανε κομποσκοίνια. Μα ’ταν τα νεκρά πρόσωπα που μ’ έτρωγαν, αυτά π’ έστειλα ν’ ανταμώσουν τον θάνατο στα χρόνια π’ ήμουνα φονιάς και τ’ απόδιωξα από τούτον τον συρφετό ανθρώπων. Κ’ η φυλακή δεν με ’γιανε, παρά φούσκωσε μέσα μου τη μετάνοια∙ ήταν το βάρος που σήκωνα αλόγιστο, ατσάλινη πανοπλία – χυλωμένο σίδηρο στα χέρια που τα λέρωνε και κόλλαγε απάνω στο δέρμα σαν παραζεσταμένο λίπος.

Κ’ έτσι, σαν έπεφτε το φως, την ώρα π’ όλα έμοιαζαν ρημαγμένα, τότε π’ οι ώρες φάνταζαν αμέτρητες, έβγαινα σεργιάνι μόνος, πολύ μόνος, και το ’κοβα ίσα στον κάμπο, στα ξέφραγα χωράφια, που μύριζαν πάχνη και σκουλήκι. Τα ’νιωθα, βλέπεις, βράδια απολύτρωσης∙ ρουτίνα που μ’ έσφαζε γεμίζοντάς μου αέρα∙ ωδή στους αδικοχαμένους που φάνηκαν στο διάβα μου. Τα καλοκαιριάτικα χώματα γυάλιζαν, αστέρια εδάφια, πληγές τ’ ουρανού που πότιζαν το χώμα μύρο. Ο ουρανός δεν φέγγιζε, θαρρείς βαριότανε – καταραμένος έμοιαζε, αιώνια κοιμισμένος. Κι αν το φιλότιμο τον έπιανε και ξέβγαζε το φεγγάρι, το ’δινε στην πλάση μικρό κι αφώτιστο, μονάχα για να ξεγελάσει το μάτι. Κ’ έστεκα στ’ ανάμεσο απ’ όλα αυτά φέρνοντας στον νου τα χρόνια που μου ’μελλε να ζήσω. Ήταν στιγμές ατιμίας, φέρθηκα άντρας ντροπιασμένος, αφαίρεσα ζωές, γιατί είχε κ’ η δική μου αφαιρεθεί κ’ ήθελα έτσι να ρεφάρω. Η παιδική ηλικία πλήγιασε το σώμα μου, το ’κανε πηλό ραγισμένο, και μπρος δεν έβαλα ποτέ, παρ’ έμεινα πίσω να μαζεύω σκορπισμένα τρίμματα.

Αλλ’ όχι, κείνη τη νύχτα ποτέ δεν την περίμενα – μια συνηθισμένη βόλτα ήτανε. Περνούσα σιμά από το κτήμα ενός συγχωριανού σκυφτός, βαριεστημένος. Μονολογούσα κάτι αηδίες για συγγνώμες, όταν η νύχτα αντάμωσε μ’ ένα μαυράδι ξαπλωτό στη γη. Πλησίασα. Είδα ένα σώμα μικρό, γυναικείο, γυρισμένο μπρούμυτα. Στις πλάτες ήταν στρωμένα λίγα καφετιά μαλλιά, κ’ ίσα που κάλυπταν την ξεσκισμένη μπλούζα. Χτύπησα απαλά το πόδι στα πλευρά της∙ άσειστη∙ ασάλευτη. Τότε έβαλα το παπούτσι μου κάτω από το σώμα της, το σφήνωσα και με μια κίνηση τη γύρισα ανάσκελα. Το χώμα είχε στεγνώσει απάνω της κ’ έμοιαζε να ’χει χωθεί παντού: στ’ ασπράδια του ματιού∙ στ’ άβρεχτα χείλια∙ στους λοβούς των αφτιών της. Ήταν νεκρωμένη μ’ έναν μορφασμό πικρό, απόθητο, π’ έδινε στο πρόσωπό της μια λάμψη σκοτεινή, έτσι που σ’ εγκλώβιζε στον κόσμο της κ’ έκανε τη νύχτα να μοιάζει με ψηφιδωτό από μαύρα, αδιαπέραστα πετρώματα.

Είχα φύγει –απόμακρη ήμουνα απ’ όλα τα εγκόσμια–, κι όμως τον ένιωσα από πάνω μου να με κοιτάζει ανίσχυρα, σαν φύλλο πεθαμένο π’ αφήνει τη μοίρα του στον άνεμο. Και μέσα μου κάτι ξεχείλισε – ένα συναίσθημα ξεχασμένο, ερχόμενο από κόσμο έμβιο. Ένιωσα άξαφνα το χώμα π’ είχε πλατειάσει γύρω μου κ’ είχε καλύψει όλο το πρόσωπό μου∙ γεύτηκα την πικράδα του και τη μεταλλική του γεύση. Ήθελα να καθαρίσω το πρόσωπο μου με τα χέρια, όμως ήμουν βουτηγμένη σ’ ακαμψία, δίχως να μπορώ να κουνήσω δάχτυλο. Λες και κείνος από πάνω μου μ’ είχε αφυπνίσει, αλλά με μια δύναμη ιδιότροπη, που επέτρεπε μόνο στο πνεύμα να ζει και το σώμα τ’ άφηνε σαν έμψυχο λείψανο. Όσο περνούσε η ώρα η παρουσία του με κατέκλυζε, διότι ήξερα πως ήταν ορθός, σκεπτόμενος τι τάχα μπορεί να κάνει. Κι αν η ψυχή κατάφερε και ξέφυγε, το κουφάρι μου ήταν εκεί∙ θρασίμι έρμο, περιλουσμένο με θάνατο και μπόχα, που κάποτε έμοιαζε κορμί δικό μου∙ κ’ ήταν το βάσανο μεγάλο, πολύ μεγάλο, να αισθάνομαι τη μορφή του και να μην μπορώ να εισβάλλω στο μυαλό του.

Δεν ήταν η σαγήνη του νεκρωμένου κοριτσιού, μήτε κ’ η σκέψη για το τι θα την κάνω – ήταν η λύπηση γι’ αυτό που έβλεπα∙ η νέα κοπέλα είχε σαπίσει, την κατέτρωγε το χώμα και το σκουλήκι∙ κι αν παλιότερα τον θάνατο τον ένιωθα απελευθέρωση, τη στιγμή που την αντίκριζα ήμουν, θαρρώ, αλλαγμένος, κ’ η θέα του με στούμπωνε με στεναχώρια. Έσκυψα δίχως στοχασμό κ’ έμεινα να καθαρίζω το πρόσωπό της∙ το χώμα ήταν λασπωμένο, μπήγονταν στα νύχια μου και τα λέρωνε∙ και μες στη γλώσσα της είχαν μπει κάθε λογής ζωύφια και τα ’διωχνα με τα δάχτυλα. Όταν τελείωσα, έβαλα το ’να χέρι μου πίσω από το κεφάλι της, τ’ άλλο στον λαιμό της και τη σήκωσα απαλά. Την κοίταξα καλύτερα∙ το δέρμα είχε ξανοίξει σε μερικά σημεία και τα χείλια της είχαν σκιστεί∙ τα μάτια της ανοιχτά, στραμμένα στο τίποτα, με κόρες σαν αγάλματα μα γελαστές – συμμαχία θανάτου κι αθανασίας. Θα ’θελα να πω πως ήμουν άρρωστος, πως άδειασα από μέσα μου κ’ έμεινα σώμα ξέμπαρκο, αλλ’ ένιωθα γιατρεμένος, πιο γνωστικός από ποτέ, κ’ ήξερα πως το θράσεμα να κολλήσω τα χείλια μας, βγήκε μέσ’ απ’ τα έγκατα της καλοσύνης μου. Ήμουν απόλυτα σίγουρος.

Για μια στιγμή είπα πως είν’ ο αέρας∙ έπειτα σκέφτηκα πως είν’ έντομα πετούμενα∙ όμως ύστερα κατάλαβα πως τούτο που κόλλησε και βάρυνε στα χείλια μου, ήταν χείλια άλλου ανθρώπου, εκείνου που μ’ ανακάλυψε κ’ έστεκε μπροστά μου. Θα ’θελα να του πω Σταμάτα, τούτο που κάνεις είναι ντροπιαστικό, φιλούνε οι ζωντανοί τους πεθαμένους; Αλλ’ η κατάστασή μου δεν μ’ επέτρεπε ούτε μιλιά να βγάλω∙ κ’ έτσι ανεχόμουνα το παιχνίδισμά του: τα υγρά μυώδη μέρη του στόματός του χόρευαν επάνω στα δικά μου –έτσι που η ξέρα εξαλείφθηκε και πήραν μια χλωράδα– κ’ η ανάσα του ξέφευγε μες στον άδειο από χνώτα φάρυγγά μου. Όμως φοβήθηκα∙ η συνεχής κίνησή του ξυπνούσε πράγματα νεκρά σε μένα, κ’ ύστερα ό,τι έκανε άρχισα να το διασκεδάζω, αγνοώντας τι ’ναι λογικό και τι δεν είναι. Κ’ έτσι απόμεινα γυναίκα άπνοη μα ευτυχισμένη, μ’ ευτυχία που πήγαζε απ’ το τίποτα και στο τίποτα κατέληγε.

Αδυνατούσα να πάψω κείνη την πράξη μου. Τα ξερά χείλη της γρατζουνούσαν τα δικά μου απαλά, ερεθιστικά – καταρράχτες π’ έρεαν κ’ εγώ από κάτω τους να λούζομαι ολόγυμνος από ευτυχία. Ώσπου είδα το βαθύ σκοτάδι να ξασπρίζει και σκόρπιους θορύβους να ξετρυπώνουν απ’ άγνωστες μεριές. Επιλογές πολλές δεν είχα. Σκέφτηκα να την αφήσω, να καλέσω αστυνομικούς και να ερευνήσουν ό,τι της συνέβη, όμως τι διάολο με κυρίεψε δεν ξέρω, κ’ έτσι την άρπαξα στην αγκαλιά μου κι άρχισα να τρέχω, να προλάβω τη μέρα στην αρχή της, μην μάτι ξύπνιο δει το πλάσμα π’ είχα κρεμασμένο στα χέρια μου. Έφερνα γύρες σ’ απόμακρα στενά, με φόβο αλειμμένο απάνω μου∙ κι όπως έτρεχα την έβλεπα να τραντάζεται, έτσι που να μου μιλά και να μου λέει Βιάσου, θέλω να με κρύψεις και να ’μαι πάντοτε δικιά σου. Κ’ εγώ κουράγια έκλεβα απ’ τον ουρανό και τάχυνα τα βήματα ολοένα και πιο πολύ, μέχρι που είδα το σπίτι μου την ώρα που ο ουρανός ήταν ακόμη μωβ, κι όταν άνοιξα την πόρτα και μπήκα μέσα, την ξάπλωσα απαλά στον καναπέ, κλείδωσα, και κάθησα οκλαδόν στο προσκεφάλι της περιμένοντας να ξημερώσει.

Ζαλάδα ένιωθα και βάρος∙ μου φάνηκε οι σκέψεις του να παγώνουν και να ξεπεζεύουν πάνω μου ασήκωτες. Κατάλαβα από το τρέξιμο πως ήθελε να με πάρει μακριά. Κι ο αέρας έρχονταν και με χάιδευε στεγνός, άλιπος, δίχως διάθεση ν’ αναστήσει το νεκρό σώμα μου. Διότι εκείνο το φιλί μ’ έκανε να θέλω να ζήσω ξανά, ν’ αναστηλωθώ. Όμως με ξάπλωσε έπειτα σε κείνον τον μαλακό καναπέ κ’ ένιωσα μια ηρεμία μπερδεμένη γύρω μου. Και λίγα λεπτά μετά, το πρόσωπό μου ζέστανε πάλι από την ανάσα του, π’ έρχονταν απ’ τ’ αριστερά μου∙ κ’ ήταν ξανά η αίσθηση του κοιτάγματός του∙ και στα χείλη η χλωράδα δεν είχε αποσώσει∙ κ’ η ελπίδα γι’ ένα ακόμα φιλί του έγινε εμμονή – λαχτάρα αβάσταχτη και καρτερία. Κι όπως από ζωή δεν εννοούσα, μου φάνηκε σ’ εκείνον τον αιώνιο ξύπνιο μου να είδα τον θεό, και θυμάμαι πως ζύγωσα κοντά του λέγοντάς Θεέ μου, μην αφήσεις άλλο το σώμα μου να σαπίσει, κράτα τη σήψη του μακριά κι άσ’ το στη συντήρηση. Ψυγείο μου τότε έγιναν τα φιλιά του∙ και μοσκιά διέχυνε στο εξής το δέρμα μου.

 

Υ.Γ. Ανάθεμα τον χρόνο που μας αρπάζει άτσαλα δέρνοντάς μας. Και σε βλέπω τώρα ανέγγιχτη, πάντα νέα, κ’ εγώ από δίπλα σου σαπίζω – γέρος γίνομαι που ψάχνει για συμπόνοια. Μην μ’ αφήσεις όμως, σε παρακαλώ, γιατί ξεπάστρεψα από την αγάπη που σου ’δωκα κ’ είμαι έν’ αχνάρι ανθρώπου στερημένο, με μόνη αποστέρηση τα φιλιά σου, που νιώθω να με κρατάνε στη ζωή δίχως εκείνη να με θέλει. Αλλ’ απ’ αυτό το μέρος εγώ δεν φεύγω∙ κι όσα χρόνια μ’ απόμειναν μαζί σου θα τα περάσω∙ γιατί η ευωδιά σου είναι πνιγηρή κ’ αιχμάλωτο μ’ έχει ανάμεσα στα σκέλια και στα χέρια σου. Κι αν όλα στον κόσμο γκρεμίζονται σαν ρούχα πάνω στο σύρμα∙ κι αν άνθρωποι έρχονται και παρέρχονται κ’ η φθορά μένει λες κ’ είναι πληγή κατάβαθη∙ κι αν ο ουρανός πάνω από δύο-τρία χρώματα δεν αλλάζει∙ κι αν οι αράδες της ζωής μάς φυτεύουν σαν ρίζα ατέλειωτη π’ απλώνεται σ’ όλη την πλάση∙ κι αν είναι ζωντανές αμέτρητες ψυχές κατάσπαρτες από θαμπάδα∙ εγώ, νεκρή μου γυναίκα, φαροφύλακας θα στέκω στο κεφαλάρι σου, μαξιλάρι στα μαλλιά σου, μέχρι να ’ρθει ο θάνατος και να με πάρει και να με κάνει τότε ολότελα δικό σου.

 

* Ο Αχιλλέας Τζορμακλιώτης κατάγεται από τη Λάρισα, γεννήθηκε το 1989 κι είναι ιδιωτικός υπάλληλος.

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top