Fractal

Ραψάνη – τοπογραφία της Μητέρας

Γράφει η Ελένη Αλεξίου //

 

Σωτήρης Παστάκας «Ραψάνη», εκδ. Θράκα, 2014

 

Στη «Ραψάνη» του Σωτήρη Παστάκα, ένα από τα πρόσφατα αναγνώσματά μου και δώρο του ποιητή, αυτή που πρωταγωνιστεί είναι η Μητέρα. Ως γυναίκα, ως μήτρα εμπειριών και αναμνήσεων, ως γενέθλιος τόπος, ως  μάνα γη. Αυτό γίνεται αντιληπτό ήδη από το εξώφυλλο της πρώτης έκδοσης του ποιήματος (Θράκα, 2014). Στο ανθρώπινο σώμα της φωτογραφίας αρκούν τα στοιχεία των λεπτών δακτύλων, του μπράτσου που κρύβει ή στηρίζει το στήθος για να προσδιορίσουν το φύλο: ΘΗΛΥ και της φαρδιάς, φιλόξενης λεκάνης για να τονίσουν την ιδιότητα: ΜΗΤΗΡ.

Η αφιέρωση «στη μαμά» και ο τελευταίος στίχος «στη Ραψάνη» δείχνουν πώς υποσυνείδητα ή/και συνειδητά οι δυο έννοιες μάνα-γενέτειρα ταυτίζονται στο μυαλό του ποιητή. Άλλωστε σε όλη την έκταση του ποιήματος η μάνα-πλάσμα και η μάνα-τόπος-πλάση αλληλοεμπλέκονται κι ανταλλάσσουν ιδιότητες.

Ενδιαφέρουσα η εισαγωγή του ποιήματος, όπου το βλέμμα του ποιητή κινείται στο χώρο παρασύροντας ομοιότητες και διαφορές. Έξω η Καβασάκι, μέσα η μαμά. Έξω το μηχανοκίνητο θηρίο ξαποσταίνει θαρρείς κάτω από το καραγάτσι. Μέσα η μητέρα αφοπλισμένη κι εκείνη από τα γηρατειά, καθηλωμένη στο κρεβάτι του νοσοκομείου. Κι όπως η μηχανή στηρίζεται στο πεντάλ της, έτσι στέκει εύθραυστη και η μάνα μεταξύ ζωής και θανάτου υποβοηθούμενη από μάσκες οξυγόνου, ορούς, καθετήρες.

Ολόκληρη η εξέλιξη του ποιήματος βασίζεται σε αυτό το πρώτο εισαγωγικό μοτίβο της εναλλαγής εικόνων, από το έξω στο μέσα, από το πριν στο τώρα. Μπορεί, άραγε, να ερμηνευθεί σαν εναγώνια προσπάθεια του παιδιού να απαλλαγεί από τη θλίψη που του προκαλεί το χαροπάλεμα της μάνας;

Σε μια πρώτη κι εκτενή αναδρομή στο παρελθόν, η μάνα εμφανίζεται γυμνή, όμως τα παιδιά της δεν βλέπουν απλώς το σώμα. Το θέαμα τροφοδοτεί το μυαλό τους με πληθώρα ερεθισμάτων οπτικών, ακουστικών, οσφρητικών. Η μάνα φέρνει επάνω της τις εποχές με τα φρούτα τους και τα ζαρζαβατικά, την εξοχή με τα ζουζούνια και τις φτέρες, «ανάμεσα στα μπούτια της οσμή από καλαμιές και ξεραμένα άχυρα…οσμή νιόκοπου χιονιού…η φρέσκια φραντζόλα, η ντομάτα». Αίσθηση δροσιάς κι ανεμελιάς το σώμα της μητέρας.

Αδύναμη στη συνέχεια, στο κρεβάτι του πόνου, διασωληνωμένη και κάπως δύστροπη. Και πάλι, όμως, στο σώμα της αντανακλώνται χαρές μια άλλης περιόδου της ζωής. Έθιμα, απλές συνήθειες της καθημερινότητας,  γιορτές, σπιτικά εδέσματα, μελομακάρονα, κουραμπιέδες βουτύρου και πιο εμφαντικά δηλωμένο το απλούστερο: φέτα ψωμί πασπαλισμένη ζάχαρη και λάδι, ενίοτε με κακάο, στρωματσάδα στο πάτωμα.

Η τοπογραφία της μορφής της μητέρας συνεχίζεται με την αναφορά στις καλοκαιρινές αποδράσεις στα παράλια των Νομών Λάρισας και Κατερίνης. Από την καλύβα πλάι στο κύμα ως την εποποιία της εξοχικής κατοικίας, οι τόποι αλλάζουν όψη, οι άνθρωποι συνήθειες κι ανάγκες. Μόνο οι μάνες μοιάζουν να συμπεριφέρονται το ίδιο όσο κι αν μεταβάλλεται γύρω τους ο κόσμος. Κουβαλούν τα σημάδια του χρόνου, της γέννας, όμως παράλληλα φροντίζουν όσο μπορούν τον εαυτό τους. Διεκδικούν το δικαίωμά τους  στην αυταρέσκεια και τη ματαιοδοξία. Από τη μια κυτταρίτιδα και κοιλίτσες, από την άλλη κόκκινα νύχια, μανταρισμένα καλσόν, κομμώτριες που έρχονται στο σπίτι.

Λίγο πιο κάτω στο ποίημα, αναγνωρίζει κανείς κι άλλα μητρικά γνωρίσματα. Την αντοχή και την πολυπραγμοσύνη. Ακάματη η μάνα ράβει, ξηλώνει, κεντάει, διαφεντεύει στο νοικοκυριό, αναθρέφει τα παιδιά, τα μεγαλώνει με ξυλιές. Όμως, μπορεί να απολαύσει και το γλυκό της Κυριακής κι αργότερα το τσίπουρο με την παρέα των ενήλικων πια τέκνων της.

 

Σωτήρης Παστάκας

 

Το σπουδαίο είναι ότι καθόλου δεν επιχειρεί ο ποιητής την ωραιοποίηση της μητέρας.  Σε όλη την έκταση του κειμένου είναι αισθητό το ανθρώπινο, το επίγειο, το τρωτό. Από τη  φθορά της σάρκας, που τόσο ρεαλιστικά την παραθέτει ο ποιητής, δεν εξαιρείται κανείς.

Κι όμως, στο δωμάτιο των ψυχορραγούντων ακόμη συμβαίνουν μικρά θαύματα, καθώς οι μάνες φεύγουν. Τις τελευταίες στιγμές, η ζωή περνά όχι μπροστά από τα μάτια τους, αλλά μέσα από τα χέρια τους. Πριν το ύστατο χαίρε η μαμά η δικιά μας και οι μαμάδες των άλλων  κρατούν δώρα κι αγαθά για τους δικούς τους: πευκοβελόνες, άχυρα, καπνά, το ταψί απ’ το φούρνο, ρίγανη, ρόδια…

Όταν το ποίημα κλείνει, η μητέρα έχει χαθεί. Τυχαία η τελευταία αναφορά στην αναστάσιμη λαμπάδα; Αμελητέα η μετενσάρκωση της μαμάς σε μύγα που παίζει κρυφτούλι; Στους τελευταίους στίχους ο ποιητής μοιάζει να έχει γίνει πάλι παιδί. Ανέμελο και ράθυμο, ξυπνά το μεσημέρι. Ησυχία στο χωριό, η μάνα πεθαμένη.

Δεύτερη γέννα. Σα να αρχίζουμε από την αρχή.

Εμείς, χωρίς τους αγαπημένους.

 

Τα λόγια με τους πλάγιους χαρακτήρες είναι στίχοι από το ποίημα «Ραψάνη» του Σωτήρη Παστάκα, που κυκλοφόρησε πρώτη φορά από τις εκδόσεις Θράκα και συμπεριλαμβάνεται στη συλλογή «Τόποι Τόπι» των εκδόσεων bibliotheque (2014).

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top