Fractal

Το πάθος χιλιάδες φορές

Γράφει η Μάριον Χωρεάνθη // 

 

 

«Έλα μαζί μου αν μ’ αγαπάς» (QUI M’AIME ME SUIVE, 2006), Σενάριο: Μπενουά Κοέν & Ελεονόρ Πουριά – Σκηνοθεσία: Μπενουά Κοέν

 

Ο Μαξ Μαρεσάλ (Ματιέ Ντεμί), τριανταπεντάρης διευθυντής κλινικής, σύζυγος της εύπορης δικηγόρου Άννα (Ρομάν Μπορενγκέ) και τελματωμένος σε μια “ιδανική” ζωή, τα τινάζει όλα στον αέρα προκειμένου να ακολουθήσει τις καλλιτεχνικές του ανησυχίες. Η γνωριμία του με τη Σιν (Ελεονόρ Πουριά), γοητευτική και αρκετά μεγαλύτερή του τραγουδίστρια της ροκ, του δίνει την αφορμή και την ευκαιρία να (ξανα)δημιουργήσει το μουσικό συγκρότημα των εφηβικών του ονείρων. Αποφασισμένος να νικήσει κάθε εμπόδιο, παρασέρνει τη συντηρητική οικογένεια, τους βολεμένους αστούς φίλους του, ακόμα και την ακλόνητα αμετάπειστη γυναίκα του σ’ ένα ξέφρενο ταξίδι ψυχής, από κείνα που άλλους μπορεί να οδηγήσουν στη λύτρωση και άλλους στην καταστροφή.

Με τη βοήθεια της παιδικής του φίλης Πραλίν (Ζιλί Ντεπαρντιέ), που του δανείζει το υπόγειο του σπιτιού της για πρόβες, ο Μαξ αφιερώνεται ψυχή τε και σώματι στη μουσική, λογαριάζοντας όμως χωρίς τον ξενοδόχο. Η Άννα, άτεγκτη καριερίστα που θεωρεί αδιανόητη οποιαδήποτε ενασχόληση με τα καλλιτεχνικά, είναι σίγουρη πως ο Μαξ την απατά – μα η αποκάλυψη της αλήθειας είναι ακόμα πιο οδυνηρή γι’ αυτήν. Μπροστά στο ενδεχόμενο να χάσει τον άντρα της και σε μια απελπισμένη προσπάθεια να συμβιβάσει τα πράγματα, αποφασίζει να φιλοξενήσει το μποέμικο συγκρότημα του Μαξ και μερικούς κοινούς τους φίλους στο πολυτελές εξοχικό της. Ύστερα από μια “μαγεμένη” νύχτα όπου πέφτουν τα προσωπεία και οι ενδοιασμοί κι όλοι, λίγο πολύ, ανακαλύπτουν και φανερώνουν πτυχές του εαυτού τους που ούτε οι ίδιοι τις υποψιάζονταν, το φως της μέρας φέρνει ξανά στην επιφάνεια τις αγεφύρωτες αντιθέσεις, με μια καθαρότητα που κανέναν δεν θα αφήσει εντελώς ανεπηρέαστο. Είναι η κρίσιμη στιγμή που ο καθένας πρέπει να αποφασίσει αν θα επιστρέψει στο “παχνί” ή θα βρει το κουράγιο να ακολουθήσει τον δρόμο που του έδειξε η καρδιά του.

 

 

Εμπνευσμένη από την πραγματική ιστορία του Λεό Βιντρί, βοηθού σκηνοθέτη ο οποίος εγκατέλειψε τη δουλειά του για να ασχοληθεί με τη μεγάλη του αγάπη, τη μουσική (έχει γράψει και το σάουντρακ του φιλμ) και με σαφείς παραπομπές στη ζωή του ίδιου του σκηνοθέτη Μπενουά Κοέν, πρώην αρχιτέκτονα που αφοσιώθηκε τελικά στη σκηνοθεσία, η ταινία είναι γυρισμένη με την αυθεντικότητα ενός ντοκιμαντέρ (θα λέγαμε ότι ανταποκρίνεται στον αγγλικό νεολογιστικό όρο mockumentary, δηλαδή “ψευδοντοκιμαντέρ”) αλλά και με την ευαίσθητη αφαιρετικότητα μιας συναισθηματικής βιογραφίας. Ο πρωτότυπος γαλλικός τίτλος, ιστορική φράση (“Όποιος μ’ αγαπά, ας με ακολουθήσει”) που αποδίδεται στον βασιλιά της Γαλλίας Φίλιππο ΣΤ΄ του Βαλουά, δεν θα μπορούσε να είναι πιο ταιριαστός – και σε μια πιο ελεύθερη απόδοση, “όποιος με καταλαβαίνει, ας μη με εμποδίσει να κυνηγήσω το όνειρό μου”. Γιατί μια ξαφνική, σχεδόν παρορμητική απόφαση που γκρεμίζει, κυριολεκτικά εν μια νυκτί, τη φαινομενικά αξιοζήλευτη συζυγική ζωή και “στρωμένη” καριέρα ενός ανθρώπου στο κατώφλι της μέσης ηλικίας, δεν μπορεί να γίνει εύκολα δεκτή από το περιβάλλον του, ακόμα κι από κείνους που όντως τον αγαπούν και νοιάζονται γι’ αυτόν. Στην ουσία, κανείς τους δεν τον καταλαβαίνει ούτε εκτιμά πραγματικά το ταλέντο του – η στάση όλων απέναντί του είναι ως το τέλος αμήχανη και κατά βάθος αποδοκιμαστική.

 

 

Ο κόσμος όπου ανήκει ο Μαξ έρχεται σε βίαιη σύγκρουση μ’ εκείνον στον οποίο λαχταρά να ενταχθεί. Οι εντάσεις αυτές καθρεφτίζονται τόσο στους επανειλημμένους διαπληκτισμούς του με την Άννα, όσο και στους χαρακτήρες των δυο γυναικών που εκπροσωπούν τους αντικρουόμενους τρόπους ζωής. Κάτω απ’ την επίφαση της “καλής” καταγωγής, της καλλιέργειας και της κοινωνικής επιφάνειας, η Άννα είναι ένα κακομαθημένο, νευρωτικό, αρρωστημένα κτητικό πλουσιοκόριτσο, το οποίο δεν μπορεί ούτε θέλει να δει τίποτα πέρα απ’ την κατάσταση των πραγμάτων που έχει συνηθίσει: ό,τι παρεκκλίνει απ’ τα αυστηρά προκαθορισμένα σχέδιά της για το μέλλον, είναι εξ ορισμού μεμπτό και απορριπτέο. Στον αντίποδά της, η Σιν είναι μια γυναίκα ώριμη, χωρίς ταμπού, πληθωρική και “ψημένη” στη ζωή, ανοιχτόμυαλη και με κατανόηση για τις συναισθηματικές παλινδρομήσεις του Μαξ. Αυτές ακριβώς οι αντιθέσεις αντικατοπτρίζονται στην κάπως “στεγνή” φυσιογνωμία της Μπορενγκέ και τα ζεστά μεσογειακά χαρακτηριστικά της Πουριά. Και οι δυο είναι γεμάτες πάθος, το οποίο για την Άννα εκδηλώνεται με ακραία υστερικά ξεσπάσματα και για τη Σιν μέσα απ’ την καλλιτεχνική έκφραση, τη σύνθεση και την ερμηνεία των τραγουδιών της.

Ο ελκυστικός κόσμος της Σιν επιδρά έτσι κι αλλιώς διαβρωτικά στη ζωή των αστών που μαστίζεται απ’ την ψυχοφθόρα ρουτίνα των συμβάσεων – όμως η επίδραση αυτή δεν είναι τελικά για κανέναν τους τόσο καταλυτική ώστε να αναθεωρήσουν ριζικά τη στάση τους απέναντι στα πράγματα. Μετά το ανορθόδοξο διάλειμμα, την πρόσκαιρα λυτρωτική ή οδυνηρή μικρή “επανάστασή” τους, οι πιο πολλοί θα κλείσουν την παρένθεση και θα συνεχίσουν από κει όπου είχαν σταματήσει – ίσως με λίγο πλατύτερο ορίζοντα σκέψης και περισσότερες επιλογές δράσης, αλλά στην πραγματικότητα χωρίς να λοξοδρομήσουν από την προδιαγεγραμμένη πορεία τους. Ο μόνος που θα τολμήσει να περάσει ολοκληρωτικά στην άλλη πλευρά είναι ο ίδιος ο Μαξ, ο οποίος και θα πληρώσει τη “βέβηλη” αυτήν υπέρβαση με το ανάλογο – το υπέρτατο – τίμημα: όπως ο Ίκαρος, θα πετάξει τόσο ψηλά ώστε ο ήλιος (ή η φωτιά που τον τρώει από μέσα) θα του κάψει τα φτερά. Το ίδιο το όνομά του, εξάλλου, δηλώνει το απόλυτο του χαρακτήρα του: Maxime, δηλαδή “μέγιστος” – ή του ύψους ή του βάθους, δίχως καμιά διάθεση παραχώρησης ή συμβιβασμού.

Το Έλα μαζί μου αν μ’ αγαπάς είναι κατά βάθος μια ταινία για τις πολύπλευρες εκφάνσεις του πάθους, για τις αιτίες και τις αφορμές που το πυροδοτούν. Πάθος φλογερό, δημιουργικό, ερωτικό, ζηλόφθονο, εκδικητικό, καταπιεσμένο, ανιδιοτελές, επιθετικό, γενεσιουργό αλλά και καταστροφικό, πάθος που άλλους τους απελευθερώνει κι άλλους τους κρατά βασανιστικά δέσμιους. Αξιοπρεπώς σκηνοθετημένο και με ιδιαίτερα πειστικές ερμηνείες – η Μπορενγκέ και η Ντεπαρντιέ “τα σπάνε” (στην κυριολεξία) – το ιδιόρρυθμα αλληγορικό αυτό φιλμ δεν είναι ίσως το αριστούργημα που θα έφερνε τα πάνω κάτω στον παγκόσμιο κινηματογράφο, έχει όμως μια εσωτερική, στοχαστική ομορφιά που δεν αφήνει τον θεατή αδιάφορο. Πλημμυρισμένο με κεφάτα, συμπαθέστατα πρωτότυπα τραγούδια, δεν θα απογοητεύσει τους φίλους των μουσικών βιογραφιών, είτε πραγματικών είτε φανταστικών. Αξίζει να το δει κανείς έστω και για τη σαγηνευτικά ρεαλιστική ατμόσφαιρα στις πρόβες του συγκροτήματος και τις συναυλίες (παρ’ όλο που οι περισσότεροι από τους ηθοποιούς δεν τραγουδούν, δυστυχώς, ούτε παίζουν μουσική “ζωντανά”).

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top