Fractal

«Μα όλα πρέπει να σημειώνονται για τη μέρα που οι πέτρες θα μιλήσουν»

Γράφει η Όλγα Ντέλλα // *

 

«Πυριτόλιθος. Ο τάφος του κυνηγού» του Daniel de Bruycker, Μετάφραση: Σουζάνα Καπελώνη, Εκδ. Λαγουδέρα, 2000, σελ. 182

 

Είναι το πρώτο του μυθιστόρημα, διαβάζεις. Το προχωράς αργά-αργά όπως όταν ένα αυθεντικό ποίημα που απαιτεί την απόλυτη εγρήγορσή σου. Που έχει την ικανότητα να σε βυθίσει στην κατακόμβη της ενδοχώρας, μιας ενδοχώρας παναθρώπινης, αφού πρώτα σε υποχρεώσει σε παύση ξανά και ξανά, προκειμένου να γευτείς το προσφερόμενο απόλυτα διαθέσιμος για τη συγκίνηση στην οποία εξαρχής σε υποβάλλει.

 

Μια κοιλάδα, ένας ποταμός, οι πρόποδες ενός όρους, υψόμετρο 1200 μέτρων, λουλούδια γεντιανής, η ώχρα, ο πυριτόλιθος, οι αίγαγροι, οι δεσποινίδες-γερανοί της Νουμιδίας, το Τατζικιστάν. Ένας τάφος 48.000 χρόνων πριν από το σήμερα, ένας κυνηγός ασκεπής εντός του θανάτου, ούτε σε σπήλαιο ούτε σε βραχοσκεπή ούτε και άταφος. Με την απόλυτη πρώτη ένδειξη της πίστης στο μετά. “Μήπως αυτός, ο άνθρωπος του Νεάντερταλ, δεν ήταν ο πρώτος που φρόντισε να θάψει τους νεκρούς του;”. Ο τάφος ενός κυνηγού από το τότε στο τώρα. Σε λήθαργο ή γαλήνη, ατάρακτος εντός της ανυπαρξίας του. Ένα χειρόγραφο που ανευρίσκεται μαρτυρεί την ύπαρξή του.

 

Τρεις άνθρωποι εισορμούν σε αναζήτησή του. Τρεις άνθρωποι και μια σιωπή. Χαμένοι μέσα στη μουστιαία περίοδο αναζητώντας απλά τον Άνθρωπο, τα ίχνη του μέσα στον κόσμο, στο πιο γυμνό του σχήμα και προπάντων άνευ των απορριμμάτων του σύγχρονου πολιτισμού. Ο άνθρωπος μόνο. Με τα ουσιώδη. Όλα τα άλλα ανύπαρκτα τα θεωρούν -και είναι.

 

“Ξαφνικά σκέπτομαι ότι, ακριβώς τρεις μήνες τώρα που είμαστε εδώ ούτε μια φορά δεν ανοίξαμε τον ασύρματο της κατασκήνωσης για να ακούσουμε μουσική ή να παρακολουθήσουμε την πορεία του κόσμου, αλλά μόνο για να πιάσουμε τα δελτία καιρού. Αλλόκοτη εντύπωση, όχι να ζεις εκτός χρόνου αλλά να έχεις αλλάξει, σε σχέση με αυτόν, διαστάσεις -λες και εδώ υπάρχουν δυο είδη χρόνου. Ο ένας, οριζόντιος, λεπτός σαν τον αέρα αλλά δυνατός σαν τον άνεμο, που το θόρυβό του μας στερεί προσωρινά το τείχος των χωμάτων γύρω από το χώρο κι ο άλλος κάθετος, ίδιος με το πυκνό αλλά ακίνητο αργιλόχωμα και στον οποίο αποφασίσαμε για κάποιο καιρό να χωθούμε”.

 

Ο χρόνος. Ο χρόνος μόνο. Αυτός που ζουν δίπλα του. Τον ανασκάπτουν όπως ανασκάπτεις για να εξορύξεις την ενδοχώρα. Σπαράγματα, απολεπίσματα, ίχνη ελάχιστα να οδηγούν στο σώμα. Στο σώμα του χρόνου, της μνήμης, της αιωνιότητας. Στον θάνατο. Τρεις άνθρωποι του τώρα, εγκαταλείποντάς το, εισβάλλοντας στο χώμα του παρελθόντος, προκειμένου να εκφύγουν από το εφιαλτικό παρόν που προβάλλεται ως κανονικό, “ένα παρόν που στερείτο εξίσου γοητείας και ειλικρίνειας”. “Είναι δύσκολο να σκεφτείς ότι παράλληλα με το εδώ συμβαίνει και το εκεί”.

 

“Η μέρα η πιο μεγάλη του χρόνου -αλλά κάθε μέρα, από τότε που είμαστε εδώ, φαίνεται συγχρόνως πολύ σύντομη και με μια διάρκεια άγνωστη μέχρι τώρα, με μια πυκνότητα που ακυρώνει την ίδια την ιδέα ότι μια μέρα μπορεί να είναι κάτι διαφορετικό από μια σελίδα αιωνιότητας!”.

 

Τίποτα κανονικό δεν τους συνδέει. Για κανέναν κανονικό λόγο δεν υπάρχουν εκεί, μες στη στέπα, από την άνοιξη ως το καλοκαίρι, χαμένοι σχεδόν από όλους, με μοναδικούς γείτονες τους νομάδες. Τρεις άνθρωποι. Ο ένας καταγράφει μέρα τη μέρα την ανασκαφή. Λόγια και σιωπές, ποιήματα στο τέλος. Ο Ντάνιελ Αντρέγιεβιτς, η Βέρα Πετρόβνα, ο Ολέγκ Παύλοβιτς, 34, 35 και 30 χρόνων. Παλαιανθρωπολόγοι και παλαιοντολόγοι. Άνθρωποι σε αναζήτηση ανθρώπου. “Συνδαιτημόνες στο σπίτι ενός κοινού φίλου που τον περιμένουν για να κάνει τις συστάσεις”. Ως τότε σιωπή. “Τα μουρμουρητά της κοιλάδας, του ποταμού, του ανέμου”. Η σιωπή.

 

Σιωπή μέχρι εδώ

μα όλα πρέπει να σημειώνονται

για τη μέρα που οι πέτρες θα μιλήσουν.

 

Ένας homo neandertalensis εν τέλει ενάντια στον homo sapiens sapiens. Η φωνή του πιστού και αδελφικού νεαντερντάλιου έναντι του αποτελεσματικού sapiens sapiens. Αν ήταν αυτοί με τον δεύτερο δεν θα έβγαιναν ποτέ σε αναζήτηση του πρώτου. Αν είχαν κάτι από την οξείδωση της σκέψης του δεύτερου, την παντοδυναμία του λογικού, δεν θα βρίσκονταν εκεί.

 

Αυτός ο άλλος, που χωρίς αυτόν όμως

δεν θα είχαμε γίνει ο εαυτός μας.

Αυτός ο πρόγονος, απαρχή

ενός δρόμου που δεν ακολουθήσαμε

και που όμως για να τον συναντήσουμε

μας οδηγούσε εδώ.

 

Δεν θα βρίσκονταν εκεί. Κάτω από το φως μιας λάμπας. Μέσα σε μια σκοτεινή και έρημη κοιλάδα. Ίδια όπως και πριν από 48.000 χρόνια. Στο πλάι ενός ποταμού και ενός τάφου. Κάτι το καρδιακό σε κρατά αλληλέγγυο με τους σαλούς ανασκαφείς.

 

Daniel de Bruycker

 

“Κάθε φτυαριά χώματος, κάθε κόκκος σκόνης που αφαιρέθηκε από εδώ τους δυο τελευταίους μήνες μάς ξαναβύθισε σιγά-σιγά στην κόκκινη λάμψη πριν από πάρα πολύ χρόνο, στην αντανάκλαση της μέρας που έλουσε τις τελευταίες στιγμές αυτού του άνδρα, του ίδιου του φωτός, που ατένιζε καθώς έσβηνε. […] Απόψε, λέει ο Ντάνιελ, είμαι σαράντα οχτώ χιλιάδων χρόνων”.

 

Ένας τάφος σε ανασκαφή. Ένα τάφος ανοίγει. Αντάμωση ή βεβήλωση; Το ερώτημα διασχίζει και τους τρεις τους ως το τέλος. “Χθες ο τύμβος έμοιαζε με ένα απαλό νυφικό μαξιλάρι, σήμερα ξεκοιλιασμένος, σημαδεμένος με μια μαυριδερή χαρακιά, μοιάζει βιασμένος”. Κι ωστόσο από αυτόν εξαρτάται η επιβίωσή τους.

 

“Δεν μοιάζουμε, λέει γεμάτη θαυμασμό η Βέρα, με Μάγους από τη Δύση, οι οποίοι αναζητούν λίγο εκτός εποχής, μια νέα Γέννηση, που δίνει νόημα στον ερχομό μας, στους κόπους μας, στις ζωές μας ίσως;”.

 

Ίσως; “Εμείς οι ίδιοι, λέει ο Ντάνιελ, επιλέγουμε να σταματήσουμε την ανασκαφή στο επίπεδο αυτό κάνοντας τον τάφο ορίζοντά μας, δηλαδή τον πυθμένα του δικού μας ορύγματος”. Καθώς το να τον ανταμώσουν έχει να κάνει με το να βρούνε τη ρίζα από το τώρα στο πριν και από εκείνο στο μετά. Έχει να κάνει με τη γεύση του θανάτου μες στη ζωή και τη ζωή μετά τον θάνατο.

 

“Μπροστά στα πενήντα χιλιάδες χρόνια του τάφου, τι σημασία έχει το δικό μας μοναδικό πέρασμα από αυτά τα μέρη; Η γη προ πολλού θα μας ξεχάσει, κι ακόμα πιο γρήγορα το ποτάμι, που μόλις πριν από λίγα λεπτά το περάσαμε πεζοί, έχει κιόλας σβήσει την ανάμνηση από τις μπότες μας. Αλλά η ανάμνηση της εδώ παρουσίας μου, της διάβασης αυτού του ποταμού, αυτών των λόγων που ανταλλάξαμε, τα σημάδια όλων αυτών που με διαπερνούν αυτή τη στιγμή πότε θα σβηστούν; Με το που έφτασα, μήπως δεν είμαι κιόλας σαν θαμμένος εδώ για πάντα;”

 

Τάφος. Όρυγμα κυκλικό. Χαράκωμα ή και δίοδος υπογείου. Είσοδος και έξοδος την ίδια ώρα.

 

Τριγύρω μαζεύονται τα χώματα

οι στρώσεις η μια πάνω στην άλλη: πάντα

υπάρχει και πιο μακριά να φτάσεις.

 

Όλα συμβαίνουν τόσο αργά.

Το πιο παράξενο είναι ακόμα

ότι πρέπει να περιμένεις μέχρι αύριο

για να μάθεις πόσο.

 

Ένα δάπεδο νεκρικό με ανεξίχνιαστους τους συμβολισμούς των κτερισμάτων. Έτσι. Να χάνονται μέσα στη μυθοπλασία των λαών που προϋπήρξαν. Τότε που γι’ αυτούς ο άνεμος ήταν άνεμος, ο ήλιος ήταν πρόσωπο, η σελήνη το ίδιο, και όλοι γυμνοί μέσα στην παντοδυναμία του σήμερα.

 

Το ίχνος μιας πατημασιάς μες στην ξεραμένη λάσπη.

Ναι: κάθε βήμα γίνεται για πάντα.

Όχι: δεν ξαναγυρίζουμε ποτέ.

 

Μια στέπα. Και νομάδες βοσκοί με το κοπάδι τους και τις μαύρες μάλλινες τόκες τους. Ο Οσμάν. Απόγονος ίσως αυτού του μεγάλου αγνώστου. Μια συνομιλία βουβή που οδηγεί σε μια ανόθευτη φιλία. Για να πει πόσο λίγο χρειάζεσαι τα λόγια όταν υπάρχει η αλήθεια. “Κάθε λέξη άλλωστε είναι άχρηστη” μεταξύ τους, γράφει κάπου στο τέλος.

 

“Έχει ένα βλέμμα εξεταστικό χωρίς ποτέ να γίνεται βαρύ, που ζυγίζει ήρεμα ανθρώπους και πράγματα, που βυθίζεται μέσα στα δικά μου μάτια, όπως σε τοπίο. Και καλά κάνει. Δεν θα πίστευε κανείς ότι ένα τέτοιο βλέμμα μπορεί να λέει ψέματα -ούτε κι εμείς, μπροστά σε ένα τέτοιο βλέμμα μπορούμε τίποτα να κρύψουμε”.

 

Η αλήθεια των ανθρώπων. Όταν και ο τόπος είναι καθαρός από τη βοή του τώρα. Όταν ο τόπος αμόλυντος του περιττού, καθ’ όλα ιερός.

 

“Αν μπορούσαν να υποψιαστούν σε ποιο βαθμό η απλή μου σκηνή, μέσα σ’ αυτή την κοιλάδα, μου φαίνεται σαν παλάτι σε μια γωνιά του παραδείσου, αντίθετα με το πένθιμο δωμάτιό μου στην εστία των ερευνητών στο Λένινγκραντ!”.

 

Ακόμα και όταν τους επισκέπτεται το αφγκάνιετς, που “επίμονο εισχωρεί μέσα στην ανασκαφή με δίνες σκόνης”. Τότε που υποχωρούν “αφήνοντας τον Θεό να σκουπίσει τη σκηνή του” κατά την έκφραση των νομάδων.

 

“Παίρνουμε το τσάι μέσα σε αυτή τη σιωπή, προσέχοντας την πυκνή και συνάμα ανάλαφρη παρουσία του [….] και της απλής ευχαρίστησης που αναβλύζει από τα βάθη της ψυχής μας, της ευχαρίστησης που βρισκόμαστε εδώ, της ήρεμης βεβαιότητας και της χαράς που ζούμε”.

 

Και πλάι τους αυτός. Αυτός ο άγνωστος ακόμη. Να συνοδεύει τα βήματά τους. Το βλέμμα του διαρκώς το νιώθουν στραμμένο απάνω τους. Μια ακατάπαυτη νοερή συνομιλία.

 

“Αυτός που κείται σ’ αυτόν εδώ τον τάφο, αν μας βλέπει έτσι καθισμένους κοντά στη φιλική φωτιά, δεν θα την ταύτιζε με ανθρώπους, ομοίους και δεν θα ερχόταν κι αυτός κοντά στον κύκλο του φωτός; Έτσι, το μαγκάλι μας ζεσταίνει κι αυτόν, η λάμψη του καίει και γι’ αυτόν και η νύχτα γίνεται σπηλιά γύρω μας”.

 

Ο άνθρωπος και η φωτιά. Σχέση πανάρχαια. Σχεδόν, σχεδόν ομφάλια. Σχέση γέφυρα με τον εαυτό και τον άλλο.

 

“Μέσα σε αυτή τη λάμψη είναι που ο άνθρωπος έγινε άνθρωπος. Ανακαλύπτοντας τον εαυτό του, όχι μέσα στην οσμή του ψημένου κρέατος ή στη θερμότητα που ζέσταινε τα δάκτυλά του αλλά μέσα στον ολέθριο φόβο μήπως χαθεί ξανά μέσα στην κρύα νύχτα, και τότε ξαφνικά τον διαπέρασε η ανάγκη και η αβεβαιότητα της ζωής”.

 

Η μοναξιά εντός τούτου του τόπου καταλύεται. “Παύει μόλις σηκώσω τα μάτια μου προς το στερέωμα και ο γαλαξίας ξαφνικά μου φαίνεται φτιαγμένος από τις φωτιές του καταυλισμού μιας μυριάδας φυλών που αιωρούνταν αργά από την ανατολή στη δύση, σαν ένα αργό πανοραμικό πλάνο της ανθρώπινης εξέλιξης”.

 

τόσο που καταλύοντας επιπλέον το θάνατο μετά τον θάνατο.

 

Ένα σχήμα κυκλικό που υποχρεώνει σε ανάγνωσή του. “Όλα είναι πιθανά. Τίποτα δεν φανερώνεται”. Ερωτήματα που ο Ντάνιελ απαντά καθ’ οδόν και για όλους, δίνοντας την εντύπωση ότι κονταροχτυπιέται διαρκώς με την άγνωστη αυτή γλώσσα, με τον άγνωστο αυτό οικείο κόσμο. Ο κύκλος. Ο κύκλος πάντα.

 

“Ένα κουβάρι από πορείες, περάσματα, ίχνη που περιβάλλουν ακτινωτά το καταφύγιό τους, απαρχή και τέλος όλων των διαδρομών. Η αντίληψη του χώρου ως ενός κόσμου χαραγμένου από ομόκεντρους κύκλους. Όπως σε ένα λαβύρινθο, στην αλληλουχία των βημάτων, των στροφών και των στάσεων ενός κυκλικού χορού, εντός του κόσμου των κυνηγών”.

 

“Τι ωραία να συλλογίζεσαι αυτόν τον χρόνο -τον πριν από το χρόνο-που-φεύγει, να ονειρεύεσαι ένα διάστημα και ένα χρόνο καμωμένα από συναρμολογημένους κύκλους, από το στρογγύλεμα της κοιλιάς της γυναίκας μέχρι την ουράνια σφαίρα, από τη ζώνη που φωτίζεται με τη φωτιά της φυλής μέχρι το δακτύλιο του ορίζοντα, του φευγαλέου κύκλου μιας μέρα μέχρι αυτό των γενεών που διαδέχονται η μια την άλλη”.

 

“Ή μήπως δεν κάνω τίποτα άλλο παρά να ξαναεπινοώ ένα τυπικό, να υπακούω θολά, κύκλο με κύκλο, σε αρχαίες εκφράσεις σεβασμού, να διαποτίζομαι σιγά-σιγά από ένα “σχήμα”, αυτό του τάφου συγκεκριμένα, με τη στρογγυλάδα του, που είναι τρούλος και μαστός γυναίκας, ουράνιος θόλος και κέλυφος αυγού, πρόσκληση ν’ ανοίξω τα φτερά μου και υπόσχεση μιας επανάληψης;”.

 

Τον ανασύρουν. Για να τον χάσουν έπειτα. Αξαφνα, σχεδόν βίαια, επιστρέφει στην αιωνόβια μοναξιά του. Μες σε μια νύχτα επιλέγει να βυθιστεί στην ανυπαρξία ξανά -ίσως και για πάντα. Κόβει τους δεσμούς. Φουσκώνει το ποτάμι, παρασύρει τα ευρήματά τους, τις μετρήσεις, τα σχεδιαγράμματα, τα κασάκια, τις επιμελημένες ετικέτες, το ασκί που φαντάζεται ο καθένας ότι κουβαλά για πάντα. Το ανοιχτό σώμα βυθίζεται εκ νέου. Κόβει τους δεσμούς. Τους κόβει όμως; Ή τους καλεί μαζί του, εκεί, στην άλλη όχθη της ανασκαφής, σε μια προμελετημένη αντάμωση;

 

Όλα εδώ είναι ηθελημένα:

η κάθε πέτρα, με φροντίδα επιλεγμένη:

η κίνηση να τοποθετηθεί, ώρα πολλή συλλογισμένη:

η στιγμή της κίνησης, είχε πια ωριμάσει…

 

Όλα αυτά είναι ηθελημένα:

εμείς οι ίδιοι, κληθέντες από πάντα:

τις προσδοκόμενες κινήσεις μας είχαν προβλέψει πολύ πιο πριν,

τη στιγμή του καθενός χαραγμένη στην αιωνιότητα.

 

Εκτός εαν…

 

Έπειτα από δυο μέρες η ανατίναξη του αεροπλάνου της επιστροφής, διαλύει και αυτούς στο φως όπου τον ανέσυραν, στη γέννηση μετά τον θάνατο, οδηγώντας τους στην πραγματική αντάμωση. “Το πιο παλιό από τα απολιθώματα είναι ο ουρανός”, έλεγε από μικρός ο Ντάνιελ. Και κλήθηκε, μικρός και πάλι, να εισέλθει εντός του. Να λουστεί αυτό το ίδιο φως που ατένιζε τον άντρα καθώς έσβηνε. Να γίνει ό,τι και αυτός. Άνθρωπος.

 

Ίσως όλοι οι άνθρωποι,

τελικά, είναι “κανείς”

και με το θάνατο μόνο

γίνονται αυτό: ένας άνθρωπος.

 

Ανάγνωση δύσβατη. Προσομοίωση ανασκαφής. Το ελάχιστο καθίσταται εξαιρετικά πολύτιμο. Όπως ακριβώς και εντός ενός παλαιοντολογικού ορύγματος. Και την ίδια ώρα ένας μονόλογος εν είδει ημερολογίου, μια αφήγηση εν είδει μυθοπλασίας, τόσο που παρασύρεσαι, λησμονάς την εκ προοιμίου συνθήκη, ψάχνεις να βρεις τα πρόσωπα και με το πέρας, που είναι σα να σε έχουν συντροφέψει -και σε έχουν. Αυτό μένει στο τέλος. Η συγκίνηση από τη συνάντηση. Από αυτές τις συναντήσεις που λαμβάνουν χώρα μόνο μέσα στις αράδες.

 

“Μια μέρα, δεν θα είμαι τίποτε παραπάνω από ένα ελάχιστο σημάδι μέσα στην απέραντη ακινητοποιημένη εικόνα αυτού που κάποτε υπήρξε σύμπαν, σαν μια φωτογραφία κάτω από ένα τζάμι, κρεμασμένη στον τοίχο του χάους χωρίς να υπάρχει κανείς για να αγναντέψει αυτό το μυστηριώδες κατάλοιπο. Πότε-πότε το ονειρεύτηκα”

 

Γι’ αυτό που διάβασα και λίγα έγραψα. Όχι μόνο η ανάγκη να μιλήσεις γι’ αυτό αλλά και ένα χρέος να μιλήσεις επιπλέον για κάτι σπάνιο. Ο Πυριτόλιθος σε ρέουσα μετάφραση της Σουζάνα Καπελώνη από τις εκδόσεις Ιστιοφόρο [Λαγουδέρα], έκδοση του 2000 και χάρισμα στην αρχή του έτους, κάπου τότε, του Σπύρου και του Αυγουστίνου του βιβλιοπωλείου “Λεμόνι”. Στην πρώτη σελίδα η ανάγλυφη σφραγίδα τους και χρόνια τακτοποιημένο επιμελώς μέσα στα αδιάβαστα. Αντιχάρισμά τους τούτο το κείμενο. Πώς να ευχαριστήσεις όμως κάποιον για ένα παράθυρο που σου άνοιξε;

 

“Και τι άλλο είναι ο πυθμένας ενός τάφου, αν όχι ένα σημείο για να δηλώσεις τον χρόνο τον μετά τον θάνατο; Και τι είναι το υπερπέραν, αν όχι το μέλλον που συμβολίζει τον τόπο που θα πάμε τότε;”

 

Ακούς διαρκώς κατά και μετά το Song of Time του Korzeniowski.

 

 

* Η Όλγα Ντέλλα γεννήθηκε το Νοέμβριο του 1973 στην Αθήνα. Σπούδασε Νεοελληνική Φιλολογία στη Θεσσαλονίκη. Εκπόνησε μεταπτυχιακή εργασία («Πίνακας λέξεων των ποιημάτων του Ανδρέα Εμπειρίκου») και διδακτορική διατριβή («Η μεταφυσική διάσταση στην ποίηση του Κώστα Μόντη»). Έχουν εκδοθεί οι ποιητικές συλλογές «Αθιβολές» (Το Ροδακιό, 2002), «Άκος ψυχής. Άκος;» (Το Ροδακιό, 2007), «Της αλυπίας είναι η χώρα» (Ιδαλγός, 2009), το παραμύθι «Της ιτιάς και του ποταμού» (Ιδαλγός, 2012) και το δοκίμιο «Η ελεημοσύνη της γραφής. Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης» (Ιδαλγός, 2014). Διδάσκει στη Μέση Εκπαίδευση από το 1999. Ζει περίπου μόνιμα στα δυτικά της Μακεδονίας.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top