Fractal

«Όμορφο σαν πίνακας ζωγραφικής. Σαν γυμνό».

Γράφει ο Βαγγέλης Γραμματικόπουλος //

 

Pulp, του Τσαρλς Μπουκόφσκι, Μετάφραση: Γιώργος Ίκαρος Μπαμπασάκης, Εκδ. Μεταίχμιο

 

Ο όρος Pulp παραπέμπει σε βιβλίο από φθηνό πολτοποιημένο χαρτί, μυθιστόρημα της πεντάρας κατά βάσιν αστυνομικό, αντιπροσωπευτικό των δημοφιλών λαϊκών αφηγημάτων που κατέκλυζαν τις Η.Π.Α την τριακονταετία 1920-1950. Με ένα παρόμοιο μυθιστόρημα ο Τσάρλς Μπουκόφσκι θα επιχειρήσει να αποδώσει ένα φόρο τιμής στην παράδοση και στα ανέμελα διαβάσματα της νιότης του, που τα πέρασε παρέα με παρόμοια βιβλιαράκια. Ιδού, λοιπόν, το τελευταίο ολοκληρωμένο συγγραφικό πόνημα του μεγάλου περιθωριακού συγγραφέα από το Λος Άντζελες, τρία χρόνια πριν την αποβίωσή του το 1991, που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Μεταίχμιο (Απρίλιος 2015) σε ευδόκιμη μεταφραστική προσέγγιση του Γιώργου – Ίκαρου Μπαμπασάκη.

Το Pulp δεν ανήκει στα αυτοβιογραφικά έργα του Μπουκόφσκι, όπως τα Γυναίκες, Τοστ Ζαμπόν και Χόλιγουντ. Είναι μια απόπειρα να συγγράψει ένα έργο με πλοκή αστυνομική, ένα ποστ νουάρ, όπου παρελαύνουν όλες οι εμμονές των pulp fiction μυθιστορημάτων: αλκοολικοί ντεντέκτιβς, αδίστακτοι κλέφτες, τερατόμορφοι γορίλες, εκθαμβωτικές κοκκινομάλλες, οξύθυμοι μπάρμεν και μπόλικο ανώφελο πιστολίδι. Ένα μυθιστόρημα που, όπως και τα περισσότερα του είδους του, δεν διακρίνεται για την ακλόνητη υπόθεση ή για την αληθοφάνεια των χαρακτήρων του – η αφιέρωση άλλωστε του Μπουκόφσκι στο κακό γράψιμο τα εξηγεί όλα – όμως μολαταύτα το ύφος δημιουργεί μια ακατανόητη εξοικείωση με πρόσωπα και καταστάσεις και κρατά το ενδιαφέρον του αναγνώστη στα ύψη. Ο Μπουκόφσκι, εξάλλου, αποδίδει με ακρίβεια αυτό το ζόρικο ύφος των μεγάλων μετρ του είδους Ρέιμοντ Τσάντλερ(Raymond Chandler) και Ντάσιελ Χάμετ (Dashiell Hammett), τις ιστορίες των οποίων διάβαζε με λαιμαργία στα νιάτα του.

Το κύκνειο άσμα του Μπουκόφσκι, ωστόσο, παρουσιάζει την ιδιαιτερότητα ότι συνδυάζει την παραπάνω αστυνομική δράση με ένα ευτράπελα σουρεαλιστικό περιεχόμενο. Πρωταγωνιστής του μυθιστορήματος είναι ο αθεράπευτα αλκοολικός πενηνταπεντάχρονος ιδιωτικός μπάτσος Νίκ Μπελέιν (Nick Belane), μια εμβληματική μορφή του παλιού Χόλιγουντ που αναλαμβάνει να φέρει εις πέρας παράδοξες, αν μη τι άλλο, υποθέσεις: Άλλοτε προσπαθεί να εντοπίσει τον διάσημο Γάλλο συγγραφέα Φερντιναντ Σελιν που είναι νεκρός από το 1961, άλλοτε επιχειρεί να εισβάλλει σε δωμάτια μοτέλ για ξεμπροστιάσει σαγηνευτικές άπιστες συζύγους, οι οποίες συνευρίσκονται με εξωγήινα όντα που έχουν έρθει στη γη για να την κατακτήσουν και άλλοτε καλείται να ανακαλύψει το μυστηριώδες και πρωτάκουστο κόκκινο σπουργίτι (αναφορά στο Black Sparrow Press, στον εκδοτικό οίκο που τον ανέδειξε)… Στη διάρκεια αυτής της ξέφρενης πορείας επανέρχονται στον Μπελέιν συνεχώς σκέψεις για τη ζωή και τον θάνατο που μοιάζουν να εκφέρονται απευθείας από το στόμα του ώριμου ιδιοσυγκρασιακού συγγραφέα μας.

Ο Μπουκόφσκι, που κατά τα φαινόμενα γνωρίζει ότι διανύει το τελικό στάδιο της φρενήρους πορείας που κατέγραψε η ζωή του, αντιμετωπίζει το φάσμα του θανάτου με θαρραλέο κυνισμό και δείχνει απόλυτα συμβιβασμένος με την θνητή φύση του και το επικείμενο τέλος. Φλερτάρει, επομένως, με την ιδέα όπως ο Νίκι Μπελέιν φλερτάρει με τη Λαίδη Θάνατος και συνεχίζει να κάνει αυτό που γνωρίζει να κάνει καλά, να γράφει δηλαδή τις ιστορίες του και με αυτόν τον τρόπο να νικάει το θάνατο μες τη ζωή. Αυτό μάλιστα το πετυχαίνει με τον πιο ατίθασο και σαρκαστικό τρόπο, δεδομένου ότι το Pulp βρίθει από βρώμικους σπαρταριστούς διαλόγους με έξυπνο και δηκτικό χιούμορ που μας βεβαιώνουν για το γεγονός ότι ο Μπουκόφσκι εξακολουθεί να κάνει το κέφι του ως την τελευταία σελίδα όντας ο εαυτός του και χωρίς να πτοείται από τίποτα. Το Pulp είναι μια παρωδία που αποτελεί τον ιδανικό αποχαιρετισμό του γνωστού βρωμόγερου στους αναγνώστες, κλείνοντάς τους το μάτι πριν αποχωρήσει για το αιώνιο ταξίδι.

Αποσπάσματα:

Πήγα και άνοιξα ένα φέρετρο από ξύλο πεύκου. Κοίταξα. Κι έμεινα κολλημένος να κοιτάζω. Δεν το πίστευα.

“Πρόκειται για κανένα καλαμπούρι, ρε Γκρόβερς; Δεν κάνουν τέτοια καλαμπούρια πια. Δεν είναι της μόδας”.

Αυτός που ήταν μέσα στο φέρετρο τεζαρισμένος δεν ήταν άλλος από εμένα τον ίδιο. Το φέρετρο ήταν φοδραρισμένο με βελούδο, κι εγώ ήμουν εκεί μ’ ένα πεθαμενατζίδικο χαμόγελο. Φορούσα σκούρο καφέ τσαλακωμένο κοστούμι και τα χέρια μου ήταν σταυρωμένα στο στήθος και κρατούσαν ένα λευκό γαρίφαλο.

(…) Ύστερα από δέκα λεπτά, ακούστηκε ένα χτύπημα στη πόρτα. Δυνατό χτύπημα. Όλη η πόρτα κροτάλισε και τραντάχτηκε. Κοίταξα στο συρτάρι του γραφείου μου για το λούγκερ. Εκεί ήταν. Όμορφο σαν πίνακας ζωγραφικής. Σαν γυμνό.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top