Fractal

Με ρήτρα αίματος εδόθη η ζωή

Από τον Γιώργο Ρούσκα // *

 

Προσέγγιση στην ποιητική συλλογή της Βίκυς Δερμάνη «Ψυχή πουθενά», εκδόσεις ΑΩ, 2017

 

Δεν υπάρχει περίπτωση να διαβάσεις ποίημα της Βίκυς Δερμάνη και να μην έρθεις σε επαφή με το μαύρο. Το διαβάζεις, το βλέπεις, το ακούς, το μυρίζεις, το ακουμπάς, το γεύεσαι. Το νιώθεις. Επικοινωνείς μαζί του. Αυτό που έχει σημασία είναι ότι όσο κι αν είσαι προσανατολισμένος στο φως, όσο κι αν τη στιγμή που ξεκινάς μια ανάγνωση προσδοκάς να διαβάσεις κάτι εύθυμο, έχοντας ανάγκη για κάτι χαρούμενο, να σε βγάλει από τη μιζέρια που σε τυλίγει σαν μπακαλόχαρτο, όσο κι αν μέσα σου μπορεί να ζητούσες κάτι άλλο, δύσκολα θ’ αφήσεις το βιβλίο της από τα χέρια σου. Γιατί;

Για πολλούς λόγους. Πρώτα πρώτα, κάτω από το μαύρο κρύβεται αυτούσια ποίηση, η οποία είναι τόσο γνήσια, που έχει την ικανότητα να ξεπηδά πάνω από το μαύρο και από όλα άλλα τα άλλα χρώματα και να φωνάζει: «είμαι εδώ».

Μετά γιατί το «μαύρο» αυτό, είναι ένα εντελώς ιδιαίτερο μαύρο. Έχει απορροφήσει μέσα του πολύ φως, έχει «χωνέψει» πολλά άλλα χρώματα, έχει μεγεθυνθεί σε ανοιχτό φόντο και δεν φέρει μόνο κραυγές απόγνωσης, θλίψης και απελπισίας, δεν κουβαλάει μόνο τρανά ερωτηματικά, αλλά πάνω από όλα, αν το ψάξεις καλά, θα δεις ότι κομίζει και λαχτάρα για ζωή. Δεν είναι μόνο το μαύρο του πένθους, το οποίο ποσοτικά όντως κυριαρχεί. Είναι και το μαύρο στα πρόσωπα των ανθρώπων, το μαύρο στις συμπεριφορές τους, το μαύρο στο πίσω μέρος της μάσκας με τη χιλιοστολισμένη μπροστινή όψη, το μαύρο στο ατσαλάκωτο παντελόνι του «παράγοντα», το γυαλιστερό μαύρο στις λιμουζίνες, το μαύρο στο γκράφιτι που έχει εγκατασταθεί ως καρκίνος στους γκρίζους τοίχους της πόλης. Το μαύρο αυτό που ρουφάει ανελέητα το φως από τα όνειρα και πνίγει εφιαλτικά στο διάβα του ό,τι βρει.

 

Μαύρο, όπως ίσως το ράσο ενός ιδιόρρυθμου καλόγερου, που συνεχίζει να υμνεί έναν θεό που γνωρίζει με βεβαιότητα πως δεν υπάρχει ή που μέσα του έχει πεθάνει  –αν κάποτε υπήρξε.

Ο χρωστήρας της Δερμάνη βάφει αφειδώς με μαύρη μπογιά το ποίημα, αλλά η τελική του πινελιά, αν τη δεις από απόσταση, είναι διαφορετική. Στο τελείωμά της, είναι πιο αχνή, πιο ξεθωριασμένη, πάει προς το γκρι και σβήνει προς το άσπρο. Ναι, το μαύρο τούτο, φέρει αυτούσια εντός του τη γνώση του άσπρου. Πώς θα μπορούσε να υπάρξει το ένα χωρίς το άλλο;

 

Το έχει ομολογήσει δημόσια η ίδια, τουλάχιστον τέσσερα χρόνια πριν1:

Το φως και το σκοτάδι

πάντα σφιχτά αγκαλιάζονται

σε τούτο το ταξίδι.

 

Δεν είχα πρόθεση να μακρηγορήσω εισαγωγικά, θεώρησα όμως σκόπιμο να πω αυτά που έχουν κατασταλάξει μέσα μου, παρακολουθώντας ανελλιπώς και από πολύ κοντά την ποιητική πορεία της Βίκυς Δερμάνη, από το 2009 που έκανε εκδοτικά την πρώτη της ποιητική εμφάνιση ως σήμερα, δηλαδή έχοντας δει με προσοχή και τις έξι προηγούμενες ποιητικές της συλλογές. Η μια καλύτερη από την άλλη. Όλο της το έργο, στις προσεγμένες εκδόσεις «ΑΩ».

 

Το βιβλίο που προσεγγίζω σήμερα, είναι ξεκάθαρο ως προς το περιεχόμενο ήδη από το εξώφυλλο, με μια φωτογραφία του φωτογράφου  Χρήστου Σασλόγλου, ο οποίος πριν λίγες ημέρες (11 – 17 Σεπτεμβρίου) εξέθεσε έργα του στη Δημοτική Πινακοθήκη Πειραιά.

Απεικονίζεται ένας άνθρωπος με το είδωλό του σε έναν μεγάλο καθρέφτη, τον οποίο κρατάνε ως αναρτήρες δυο ασώματα χέρια. Η σκηνή αυτή, έχει στηθεί σε έναν απροσδιόριστο χώρο, με τοίχους προφανώς από επιμήκη λεπτά τούβλα, θυμίζοντας αγγλική αρχιτεκτονική. Το σκοτάδι βασιλεύει με το μαύρο του στο κοστούμι, στο καβουράκι, στο κάτω τελείωμα της φωτογραφίας αντί για δάπεδο και στο κατάμαυρο άνω άπλωμά της, δίκην ουρανού ή ταβανιού. Επίτηδες ασαφές, επίτηδες αφαιρετικό, με ατμόσφαιρα καθαρά θρίλερ. Γύρω; «Ψυχή πουθενά», όπως και ο τίτλος της παρούσας ποιητικής συλλογής. Μόνο εκείνος και το είδωλό του, στον καθρέφτη, που μπορεί να είναι και πύλη κατοπτρισμού του άλλου κόσμου. Εκείνος και ο θάνατος; Ύλη και ψυχή; Ίσως.

 

Βίκυ Δερμάνη

 

Προσπερνώντας με αγωνία το μότο του Ηράκλειτου που στη νέα ελληνική λέει ότι «για τους ξύπνιους ένας και κοινός είναι ο υπαρκτός κόσμος, αλλά κάθε ένας από τους κοιμώμενους, ξαναγυρνά στο δικό του ξεχωριστό (ιδιαίτερο)  κόσμο» και αφήνοντάς το να δουλεύει παράλληλα μέσα μου καθώς προχωρώ στην ανάγνωση, έρχομαι αντιμέτωπος με «Τα νερά των βροχών» και βρέχομαι από το πρώτο ποίημα της συλλογής που φέρει αυτόν τον τίτλο.

Ξεκινάμε καλά, αντιθετικά, με «βροχές», «πηγές αναβλύζουσες», «άνθη πορφύρας», με «ελιές να χορεύουν», θυμίζοντας Ερωτόκριτο2:

Εφάν’  ολόχαρ’ η  αυγή  και  τη  δροσούλλα  ρίχνει,

σημάδια  τση  ξεφάντωσις  κείνη  την  ώρα  δείχνει.

Χορτάρια  βγήκασι  στη  γης,  τα  δενδρουλλάκι’ ανθίσα

και  από  τσ’ αγγάλες  τ’ ουρανού  γλυκύς  βορράς  εφύσα,

τα  περιγιάλια  ελάμπασι,  κ’  η  θάλασσα  κοιμάτο,

γλυκύς  σκοπός  εις  τα  δενδρά  κι  εις  τα  νερά  γρικάτο

 

αλλά και Διονύσιο Σολωμό3

Λευκό βουνάκι πρόβατα κινούμενο βελάζει,

Και μες στη θάλασσα βαθιά ξαναπετιέται πάλι,

Κι ολόλευκο εσύσμιξε με τ’ ουρανού τα κάλλη.

Και μες στης λίμνης τα νερά, όπ’ έφθασε μ’ ασπούδα,…

Μάγεμα η φύσις κι όνειρο στην ομορφιά και χάρη,

Η μαύρη πέτρα ολόχρυση και το ξερό χορτάρι·

Με χίλιες βρύσες χύνεται, με χίλιες γλώσσες κρένει.

 

Για να μην ξεχνιόμαστε όμως, ο λυρισμός τελειώνει απότομα εδώ. Έρχονται αμέσως απροειδοποίητα να μας προσγειώσουν: «λόγια μυστήρια», «φίδι» που «τυλίγεται σ’ αφίλητο λαιμό», η «παγωνιά ενός δάσους κατάλευκου» όπου κλείνοντας

νύφες επτά με πέπλα σχισμένα και πόδια γυμνά

έναν ήλιο σακάτη νυμφεύονται.

 

Ξεκινάει από τη χαρά της ζωής, από τον προορισμό του ανθρώπου, από τον Παράδεισο, για να φτάσει εκεί που κατέληξαν οι πρωτόπλαστοι, στη γη του πόνου και των πληγών, καταδικασμένοι να πορεύονται με πόδια γυμνά.

Ξεκινάει με «τα νερά», αυτή είναι η πρώτη φράση της ποιητικής συλλογής, σαν να θέλει να βαπτισθεί με ένα άλλου είδους βάπτισμα. Τελειώνει το βιβλίο με τη λέξη «πουθενά». Πληγωμένη, διαπιστώνει πως «ψυχή πουθενά». Ίσως κάπου να διαισθάνεται ότι και «νερά» «πουθενά».

 

Το επτά, στο πρώτο ποίημα έρχεται να ενισχύσει ως σύμβολο τη δυναμική της συλλογής. Το σημαδεύει με τη φράση «νύφες επτά». Τι υπονοεί όμως; Ποιές αυτές οι νύφες;

Οι επτά σοφοί, (Βίας, Θαλής, Χίλων, Κλεόβουλος, Περίανδρος, Πιττακός, Σόλων) που έχουν τόσο ξεχαστεί σήμερα ώστε να μην αντλούμε από το φως τους αλλά να είμαστε κάτω από τον «σακάτη ήλιο» του τεχνολογικού πολιτισμού των οικονομικών και πολιτικών συμφερόντων με τα «άγρια και επιτακτικά ένστικτα» του ανθρώπου να κυριαρχούν; Πού ο Άνθρωπος; Πουθενά. Αριθμοί, μονάδες, καρτέλες, υπολογιστές, και πάει λέγοντας. Γύρω, με λέξεις και φράσεις της συλλογής, «λύκοι», «ταύροι», «πεινασμένοι», «αγράμματοι», «πληβείοι», «δήμιοι», «όντα κοινωνικά», «πρόσωπα θλιβερά», «σώματα βέβηλα», «κάργιες», «φίδια», «νεκροί». Πουθενά ψυχή Ανθρώπου.

Μήπως το επτά είναι οι επτά προσδοκίες της ποιήτριας που δεν ευοδώθηκαν ή που έγιναν κάτω από ένα άρρωστο φως; Οι επτά μετρημένες απόπειρες να πετάξει; Τα επτά βιβλία της σε ένα κόσμο που φωτίζεται από ανάπηρο φως; Οι επτά ουσιαστικές και σε βάθος ανθρώπινες σχέσεις της (φιλικές – ερωτικές – γονεϊκές); Οι τρεις Μοίρες, τα τρία δώρα των Μάγων (ας κρατήσουμε και τον αριθμό τρία) συν το Ένα της ύπαρξης, σύνολο επτά;

 

Απάντηση διαφορετική μπορεί να δώσει ο κάθε αναγνώστης, αν το κατορθώσει, μετά τη μελέτη όλων των ποιημάτων. Η δική μου εκδοχή, ως προσωπική, δεν έχει θέση εδώ, γιατί κάτι τέτοιο θα εμπόδιζε την ελεύθερη διαμόρφωση άποψης και θα κατεύθυνε σε οδούς ανελεύθερες, με επιλογές επηρεασμένες. Σε κάθε ανάγνωση, αναδύεται η αλήθεια του αναγνώστη, η οποία είναι μοναδική, αφού γίνεται με τις δικές του αισθήσεις. Δεν εννοώ φυσικά, μόνο τις γνωστές πέντε πρώτες.

 

Επισημαίνω εδώ την ιδιαίτερη σχέση της ποιήτριας με τον αριθμό επτά (π.χ. σε ποίημα του 2014)4:

κάθε που σε γεννώ

γίνομαι το έβδομο των θαυμάτων κλειδί

μ’ ευλάβεια και κατάνυξη βαθιά

τις άρρηκτες πόρτες σου ανοίγω.

 

Ακολουθούν «μαύρες τουλούπες καπνού» και αναφορά σε παιδικό ομαδικό παιχνίδι-τραγούδι, που πιθανότατα -έστω και ασυνείδητα- φέρνει στο φως τραύματα της παιδικής ηλικίας:

η μικρή Ελένη κάθεται και κλαίει

τώρα που έγινε κομμάτια

 

όπως συμβαίνει και με παραμύθια που παλινδρομούν μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας, μεταξύ μεγέθυνσης και σμίκρυνσης, τραυματίζοντας κάποιες φορές τις αγγελικές παιδικές ψυχές. Η Αλίκη από τη χώρα των θαυμάτων βρίσκεται νεκρή «στη χώρα των τραυμάτων»:

θυμάσαι πως εδώ δεν είναι η χώρα των θαυμάτων

σαν ξημερώματα τα μάτια σου ληθαργικά περνάνε

από το πτώμα της Αλίκης στη χώρα των τραυμάτων.

 

Ο πειρασμός είναι μεγάλος και θα υποκύψω, σχετικά με την Αλίκη και το πόσο μπορεί ένα παραμύθι να σημαδέψει μια ευαίσθητη ψυχή, με λόγια του ΤΟΥΜΑΣ ΤΡΑΝΣΤΡΕΜΕΡ5:

Μόλις όμως ανακάλυπτα ποιός Είμαι

εξαφανιζόταν το ποιός Είμαι και μια τρύπα άνοιγε

κι έπεφτα μέσα της σαν την Αλίκη.

 

Στη συλλογή, σκόρπια οστά νεκρών ή νεκροζώντανων, μνημονεύονται με τρόπο συγκλονιστικό:

  • στα πιάτα σερβιρίστηκαν οστά πενθούντα (ποίημα «Όντα κοινωνικά»)

 

  • όταν σε ξανασυναντήσω

ως οστά ξηρέα και σφόδρα

στις πεδιάδες του κόσμου

θα είμαστε σπαρμένοι (ποίημα «Όταν σε ξανασυναντήσω»).

 

 

Η βία, πανταχού παρούσα, με τρόπο ρεαλιστικά ωμό. Κυρίαρχη η αναφορά στη «σφαγή». Αντλώ από διάφορα ποιήματα

  • όνειρα σφαγμένα για επιδόρπιο σερβίρανε
  • με μαύρο θα σκεπάζει του πένθους πανί

ένα φεγγάρι σφαγιασμένο

  • ανάμεσα από βωμούς και σφάγια …

ένας άνθρωπος αγιάτρευτος γίνομαι

  • σαν όλα κάτω σαν όλα απλωμένα

σαν ήρθε η ώρα όλα να σφαχτούν

  • τότε που ως βορά δοθήκαμε στης αγέλης την πείνα

τότε που της κόλασης οι πύλες άνοιξαν

και ράγισε η γη απ’ τις κραυγές των σφαγμένων.

 

Σφαγή αναίμακτη γίνεται; Ας δούμε και λίγο αίμα, ήρθε η ώρα:

  • ηχούν οι σάλπιγγες στου αίματος τη θέα
  • μάτωνε κάθε φορά σαν τα σκεφτότανε
  • ένα κορίτσι με φιλντισένια δάχτυλα

            κλαράκια ματωμένα κρατά

  • γιατί ρίχνεται του άδικου η σφαίρα

            πώς κόκκινο το πάτωμα βάφεται

  • τούτες του αίματος τις νύχτες τις άγριες

            του θρήνου βασίλισσα-μέδουσα στέφομαι

            με βλέμμα θολό και λεηλατημένο

  • οι ασπίδες σπασμένες κομίζοντας

            του αίματος τον ιερό το θρήνο

  • κουράστηκαν τα δάχτυλα

κόπηκαν μάτωσαν περέλυσαν

  • οι φλέβες κομματιάζονται

δραπετεύει το αίμα.

 

Συνεπής, χρόνια τώρα, από το πρώτο κιόλας ποίημα της πρώτης της ποιητικής συλλογής6:

            Η αγάπη μια βρύση αίμα.

       …

       Μη ρωτάς πόσα χρόνια ακόμα

       Μοίρα του προμηθέα – Μοίρα της Περσεφόνης

            της ψυχής μου μοίρα.

 

 

Το φεγγάρι, παρηγοριά, αν και ματωμένο, υπάρχει και έμμεσα διαλαλεί την αξία του να υπάρχεις, έστω και με το χλωμό σου φως

τα κοφτερά τους δόντια δείχνανε (αναφ. στους ανθρώπους-λύκους)

σ’ ένα φεγγάρι φοβισμένο και χλωμό

 

έστω και ματωμένο

       ένα φεγγάρι ματωμένο στο κρεβάτι βρήκα.

 

 

Τα φίδια, οι άνθρωποι φίδια, σέρνονται παντού, έρπουν σιχαμερά, από το λαιμό

       σ’ αφίλητο λαιμό φίδι τυλίγεται συρίζοντας

 

στους δρόμους

τους δρόμους κατέλαβαν

έχιδνες καιροφυλακτούσες

 

και ξανά στους δρόμους,

φωνές ερπετές ξέσκιζαν το γαλακτώδη αέρα

φίδια φοβισμένα απολεπίζονταν

γέμισαν φολίδες οι κίτρινοι δρόμοι

 

ως τα σεντόνια

       ουρές ερπετών στα σεντόνια να σέρνονται

 

μέχρι να καταφέρουν να φωλιάσουν μέσα μας:

            τότε που άρχισα να εκδύω

            το δέρμα μου σαν φίδι.

 

 

Τα δάκρυα μαύρα, πριν προφτάσουν να πέσουν στο χώμα, έχουν γίνει χιόνι από την επικρατούσα παγωνιά και μάλιστα χιόνι μαύρο [κατά την προσφιλή συνήθεια και άλλων ποιητών (π.χ. Γιώργος Γεωργούσης, Μίλτος Σαχτούρης, Γιώργος Δάγλας), στιχουργών (π.χ. τραγούδι «Μαύρο χιόνι» της Λίνας Νικολακοπούλου) και θεατρικών συγγραφέων (π.χ. Michail Af. Bulgakov)]:

τότε που απ’ τα μάτια

χιόνι μαύρο έπεφτε

και θλιμμένη στο χώμα

έσταζε η σιωπή.

 

 

Ελπίδα; Λύτρωση; Υπάρχει; Τρείς καταφυγές εντόπισα στη συλλογή, που είναι άλλοτε στηρίγματα και άλλοτε μονοπάτια πορείας.

 

Στήριγμα πρώτο και κύριο, οι λέξεις, αυτές που είναι παρηγοριά και μόνο επειδή υφίστανται, έστω και σαν διακοσμητικά στοιχεία, έστω και ως κομμένα λουλούδια ανάνθιστα:

       λέξεις ανάνθιστες τα βάζα γεμίσανε.

 

Έχουν αξία, κι ας απαιτούν μεγάλη προσπάθεια, τόση που για τη διατύπωσή τους

   πληγώθηκαν τα δάχτυλα

   να βάζουν λέξεις στη σειρά.

 

Η επαφή με τις λέξεις, από την επίπονη αναζήτηση (τις συλλέγουν ακέραιες /  από του μυαλού τη δίνη) έως την εύρεση και την εκφορά ή τη γραφή τους, είναι ευεργετική, θεραπευτική, όπως ρητά ομολογείται με την άκρως ποιητική  μέθοδο των αντιθέτων, του αντίθετου δηλαδή αποτελέσματος που προκύπτει από μια αντίθετη πράξη. Συγκεκριμένα εδώ, με την απογοήτευση που βιώνουν τα δάχτυλα (ενν. οι άνθρωποι) αν παραμείνουν:

       δίχως των λέξεων να βρουν τη θεραπεία.

 

Τι είναι οι λέξεις για τη Βίκυ Δερμάνη; Το 2010 έλεγε:

λέξεις βρύα της ψυχής

έρπουν τα βρύα στη φωτιά

λυγμοί διεκδικούν τις κρύπτες

κρύπτες οι λέξεις της ψυχής

 

ψυχή – ποτέ οι λέξεις χωρίς7.

 

Ποτέ οι λέξεις χωρίς ψυχή. Επομένως η σύνδεση της φράσης «ψυχή πουθενά» με τη φράση «λέξεις πουθενά», είναι πλέον φανερή.

Όταν οι λέξεις κατορθώσουν να γίνουν ποίημα, τότε γίνονται στήριγμα  ακλόνητο και παντοδύναμο, που μπορεί να φτάσει ως τη θέωση:

εκεί που ο θεός δεν υπάρχει

η ποίηση βρίσκεται.

 

Σε σχέση με τους στίχους αυτούς, ο αείμνηστος Γιώργος Γεωργούσης, συνδέει τη ζωή, το θάνατο, την ποίηση και το θεό, με τον δικό του μοναδικό τρόπο8:

Αδίδακτη ύλη η ζωή

κι ο θάνατος κόλα λευκή.

Κι έτσι περνάει απαρατήρητο

το άγραφο ποίημα που είναι ο θεός.

 

Η ποίηση είναι στήριγμα, είναι χαρά, είναι λύτρωση. Κατά την ΒΙΣΟΥΑΒΑ ΣΙΜΠΟΡΣΚΑ, είναι χαρά και αθανασία9:

Η χαρά της γραφής.

Η δύναμη να διασώζεις.

Η εκδίκηση από ένα θνητό χέρι.

 

Βίκυ Δερμάνη

 

Στις εποχές της χαράς, του έρωτα, του «μαζί», η Βίκυ Δερμάνη τρία χρόνια πριν έχει διακηρύξει10 ότι η ποίηση βρίσκεται πρωτίστως στο σώμα του (ή της) συντρόφου (συμφωνώ απόλυτα):

     Στο σώμα σου πάνω

     την ποίηση όλου του κόσμου διαβάζω.

 

Επόμενη διέξοδος, είναι το ανοιχτό παράθυρο. Όσο κι αν έχει ρίσκο, σου επιτρέπει να έχεις, με την ασφάλεια της απόστασης, επαφή με τη σκληρή πραγματικότητα έξω

απ’ το παράθυρο εν μέσω της νυκτός μια κόρη

τα ποδοβολητά άκουγε των μανιασμένων ταύρων

 

παρ’ όλο που έχοντας το παράθυρο ανοιχτό, κινδυνεύεις να μπουν μέσα ανεπιθύμητες οντότητες, όπως λ.χ. ο φόβος και ο τρόμος:

       λίγο μετά απ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο

       χέρι έρημο πήδηξε στο δωμάτιο

 

οι οποίοι μπορεί να εξελιχτούν και σε πανικό

       βιαστικά κλείνετε τα πικραμένα σας παράθυρα

       ωσάν να κρύψετε θέλετε στο σκοτεινό δωμάτιο.

 

Ακόμα όμως και αν το ανοιχτό παράθυρο είναι μια πύλη εισόδου των στοιχειών

       μια νύχτα ύπουλη

       απ’ τ’ ανοιχτά παράθυρα

       κάργιες μπήκαν απρόσκλητες

       και στοίχειωσαν το σπίτι

 

δεν παύει να είναι μια πύλη παρατήρησης, συνειδητοποίησης, κατανόησης, ένα άνοιγμα ζωής μέσα από το καθρέφτισμα των δυο κόσμων («εντός» – «εκτός») και μια πηγή ηρεμίας όταν βεβαιωθείς πως είσαι ζωντανός:

       πλησίασε το σπίτι μου ο θάνατος

       απ’ το παράθυρο με μάτια ήρεμα

       τον έβλεπα να τριγυρνά απ’ έξω.

 

Παράθυρα ανοιχτά, σε αντίθεση με την πόρτα που είναι καλά κλεισμένη:

       κρατώντας ένα κλειδί μικρό και μονάκριβο

       που κλειδώνει κι αφήνει τη σκόνη απ’ έξω

       τα ψίχουλα αφήνει απ’ το χαλάκι κάτω

       μιας πόρτας κλειστής σχεδόν σφραγισμένης.

 

Από το 2012 την απασχολούσε το θέμα. Από τότε ήθελε η ποιήτρια να κατακτήσει το «ανοιχτό» παράθυρο11

       ξεδιψούσα με δάκρυα

       τις απέραντες στέπες της ψυχής μου

       αθρυμμάτιστα τούτα τα σφαλιστά παράθυρα.

 

Με πόρτες και παράθυρα κλειστά, συναντιέται με ανάλογη διάθεση με την σύγχρονη ποίηση, όπως π.χ. με την ποιήτρια Ασημίνα Ξηρογιάννη12:

       Στο κλειστό δωμάτιο

       Με τους μαύρους καθρέφτες

       Εκεί. Υπάρχει μια αίσθηση

       Θανάτου απελπιστικά βαριά.

 

 

Η τρίτη καταφυγή, είναι η μετάβαση από την κυριαρχία του επτά, στην ευελιξία του πανίσχυρου αριθμού τρία, όπως φαίνεται από τρία αποσπάσματα που έχω διαλέξει από ισάριθμα ποιήματα

 

  • στην κορφή ενός βουνού τρεις ταύροι

       πέτρες και χώμα με το αίμα τους πότιζαν

       κοιτάζοντας αδιάφορα την καταιγίδα που ξεσπούσε

 

  • φορές τρεις γυρισμένο

       της πόρτας το κλειδί

 

  • επάνω στο τραπέζι τρία ανάβουνε κεριά

       τρία κεφάλια από σώματα ορφανά

       πάνω σε καρέκλες κάθονται ραγισμένες.

 

 

Με τι καταπιάνεται εν τέλει η συλλογή τούτη; Τι γεύση αφήνει; Τι δείχνει; Από τι καταστάσεις περνά;

Η ποιήτρια συνομιλεί μέσω εξομολογητικών μονολόγων με τον θάνατο όχι μόνο των ανθρώπων ως παρουσία, αλλά και των καταστάσεων και των σχέσεων. Η μνήμη, σε πρώτο πλάνο, πρωταγωνίστρια σε κάθε πράξη. Με αναφορές στους νεκρούς, προσπαθεί να συμφιλιωθεί εκτός από τον ίδιο τον θάνατο και με πολλούς επί μέρους θανάτους, όπως της ερημίας, της σιγής, της σιωπής, του πόνου, των δακρύων, των πληγών, της σκιάς, της μοναξιάς.

Στο ποίημα με τίτλο «Όλα όσα άκουσα – όλα όσα είδα», μας αποκαλύπτει επιπλέον το πώς έφτασε ο άνθρωπος στον πόνο.

Αμφιβάλλει για την ανατροφή πολιτισμένων και πεπαιδευμένων (έστω και κοινωνικά) ανθρώπων από γονείς απολίτιστους-απαίδευτους (ποίημα με τίτλο «Το γάλα») και ξεσπά.

 

Μεταξύ άλλων, στηλιτεύεται ο καθωσπρεπισμός, η βρωμιά, ο φαρισαϊσμός, το  δήθεν, το φαίνεσθαι, η αιμοδιψία κυριολεκτικά και μεταφορικά (π.χ. ποίημα με τίτλο «Αλαλαγμοί»). Περιγράφεται η βασιλεία των αδυσώπητων ανθρώπινων ενστίκτων και η κοινωνία που έχει μεταλλαχθεί σε αγέλη λύκων.

 

Η φωνή του ποιητικού υποκειμένου είναι σε διαρκή διάλογο ή ορισμένες φορές σε πάλη με τα όνειρα. Έχει στενή επαφή με προαισθήματα και διαισθήσεις. Λαχταρά τη φυγή (ομότιτλο ποίημα) από την πραγματικότητα του πόνου και των απωλειών, και ως παρηγοριά επιθυμεί να συναντήσει σημαντικά για τη ζωή της πρόσωπα που έφυγαν. Θέλει τη χαρά και την ασφάλεια της επαφής. Γνωρίζοντας όμως το φυσικά αδύνατον του πράγματος, στρέφεται στη μεταθανάτια συνάντηση, ακόμη και αν είναι συνάντηση οστών, όσων και όποιων θα έχουν και από εκείνη απομείνει (ποίημα με τίτλο «Όταν σε ξανασυναντήσω»).

 

Σκάπτει ένδον και ψάχνει το ποια τελικά είναι (ποίημα με τίτλο «Η άγνωστη»). Μπαίνει κάποτε με ενσυναίσθηση σε άλλους ανθρώπους -αδιευκρίνιστο αν ζουν ή όχι- σε μια προσπάθεια δικής της αυτογνωσίας. Στη διαδρομή, συνειδητά στέφεται βασίλισσα-μέδουσα του θρήνου (ποίημα με τίτλο «Βασίλισσα»), γνωρίζει τις δυσκολίες του ταξιδιού, αλλά ως ένας σύγχρονος μα εντελώς διαφορετικός Οδυσσέας (ποίημα με τίτλο «Σπασμένο ιστίο») δεν πτοείται. Συνεχίζει την περιπλάνηση, όχι στη θάλασσα αλλά στο χάος των δρόμων της μεταλλαγμένης πόλης.

 

Το αστικό τοπίο έχει «μεταμορφωθεί». Κοινή διαπίστωση. Επηρεάζει όχι μόνο τους κατοίκους αλλά και τους θεούς τους, οι οποίοι «φτεροκοπούν»

       σε τερατόμορφες πόλεις

       ζοφερές και άγριες

       ρακένδυτοι και διψασμένοι.

 

Η πόλη, ως περιβάλλον και ως φορέας μνήμης, πάντα σύνθλιβε από πολλές μεριές τη χαρά της ποιήτριας. Διαβάζουμε στην αμέσως προηγούμενη ποιητική της συλλογή13:

Το κεφάλι μου φεύγει…  Στους δρόμους μιας πόλης που τις πληγές της γλύφει ανάμεσα σε δολοφόνους-σωτήρες σε συσσίτια κατοχικά σε υποσχέσεις δοσίλογων σε σταυρούς αγκυλωτούς αποχρώσεων πολλών σε καπνογόνα και μάρμαρα σπασμένα.

 

Στο απόσπασμα από το τραγούδι του Νίκου Γκάτσου «Η μικρή Ραλλού» που ακολουθεί

Σαράντα παλληκάρια με λιονταριού καρδιά

ερίξανε στα ζάρια μια τρελή βραδιά

ζηλεύει το φεγγάρι και στέλνει απ’ τα βουνά

το μαύρο καβαλάρη που μας κυβερνά

 

Κι ο χάροντας σαν φίδι τραβάει την κοπελιά

σ’ αγύριστο ταξίδι σ’ ανήλιαγη σπηλιά

σαράντα παλληκάρια στην άκρη του γιαλού

εχάσανε στα ζάρια τη μικρή Ραλλού

 

φαίνεται η σύνδεσή του με το ποίημα «Ρακοσυλλέκτρια» της συλλογής και το πώς η Βίκυ Δερμάνη, πήγε ακόμα παραπέρα.

 

Συναντιέται με άλλη μια σύγχρονη ποιήτρια (και παρά δύο χρόνια συνομήλική της -το αναφέρω απλώς για πληρέστερη εικόνα, αφού η ποίηση όπως και ο έρωτας, χρόνια δεν κοιτά), τη Χλόη Κουτσούμπελη, σε αρκετά θέματα, όπως π.χ. στο απόσπασμα από το ποίημα «Η ΘΥΣΙΑ»14 :

            Στο βωμό τυφλός ιερέας θυσίαζε ελάφι

οι καλεσμένοι ετοιμάζονταν να φάνε

ανθρώπινα κόκκαλα και σάρκα

καλυμμένα περίτεχνα από ρίζες

ένα φίδι ξεπήδησε από παλιά βιβλία

η γυναίκα φοβισμένη σκέπασε το φύλο της

ένα ξύλινο φέρετρο με ζώα και πουλιά

διασχίζει τη βροχή

η γυναίκα πονάει, γεννάει ένοχα παιδιά.

 

Από τα πρώτα της κιόλας ποιητικά βήματα, έχει συναντηθεί με τον Μίλτο Σαχτούρη και νομίζω πως έχει μαγευτεί από την ποίησή του. Πέρα από ένα ποίημα της συλλογής (Η Βασιλική), όπου υποσημειώνεται με αστερίσκο ότι γράφτηκε με αφορμή το ποίημα του Σαχτούρη «Η Μαρία», ο εσωτερικός διάλογος με εκείνον, είναι εμφανής και συνεχίζεται χωρίς διακοπή ως σήμερα.

Παραθέτω το ποίημα με τίτλο «ΣΑΒΒΑΤΟ» 15, ένα αντιπροσωπευτικό ποίημα του σημαντικού μεταπολεμικού ποιητή, για να συσχετιστεί το ποιητικό κλίμα:

Οι νεκροί δυό βήματα πλάι μας

ησυχάζουν

ή κάθονται ήσυχα

στα σκαλοπάτια

με μια σκούπα ματωμένη στο χέρι

όμως οι ζωντανοί

έχουν κάτι τεράστια κεφάλια

γεμάτα πετρέλαιο

και τα χέρια τους λιγδωμένα

με λίπος

φτιάχνουν βάρκες με μαύρα χαρτιά

που φεύγουν

μια-μια

και δίχως ήλιο

για το μαύρο ουρανό.

 

 

Η Βίκυ Δερμάνη, μέσα από τον ποιητικό της λόγο, αποκαλύπτει πως έχει περάσει πολλά, έχει γνωρίσει πρώτο χέρι τον πόνο, την αδικία, το φαρμάκι. Φαίνεται να έχει νιώσει στο πετσί της την υποκρισία, τη βία, τον εγωισμό, την απώλεια, τον θάνατο. Ευαίσθητη καθώς είναι, αγωνίζεται να πορευτεί, αλλά με όλα αυτά στην πλάτη, είναι αδύνατον.

Έτσι, άλλες φορές κραυγάζει άηχα κάτι εκκωφαντικά «γιατί», άλλες φορές λούζεται για να εξαγνιστεί στα νερά της μαγικής λίμνης των λέξεων, άλλες πάλι, αφήνεται να παρασυρθεί από την ορμή του γλωσσικού ποταμού ως τη θάλασσα της ποίησης κι ας την πληγώνουν οι πέτρες και τα ξύλα στη διαδρομή. Άλλες, ζωντανεύει ονειρικές της επικοινωνίες με λέξεις, στης ποίησης το χαρτί.

Με τους τρόπους αυτούς, είτε απελευθερώνοντας προσωρινά φορτίο με τη γραφή, είτε με την εκμετάλλευση της άνωσης του ποιητικού νερού, είτε ξορκίζοντας τους εφιάλτες με λέξεις, καταφέρνει να συνεχίζει χωρίς να βουλιάζει.

 

Ξεκαθαρίζω εδώ πως δεν στεκόμαστε στο πρόσωπο του συγγραφέα, παρά μόνο όσο χρειάζεται για να δούμε αίτια και προθέσεις εξαιτίας βιωμάτων ή καταστάσεων, συνυπολογίζοντας οπωσδήποτε τη χρονική στιγμή και τις όποιες συγκυρίες. Μπορεί έτσι να κατανοήσουμε καλύτερα αυτό που θέλει να πει, στηριζόμενοι σε όσα ήδη έχουν από εκείνον λεχθεί και σε όσα εκείνος εκούσια ή ακούσια φανερώνει ή νομίζουμε πως φανερώνει, πάντα μέσα από τον γραπτό του λόγο. Αυτή η αυθαιρεσία της ανάγνωσης, μπορεί να είναι άλλοτε μαγεία, άλλοτε ελευθερία και άλλοτε να κυμανθεί από παραπλάνηση έως παρανόηση. Πάντοτε όμως είναι ταξίδι. Σαν προσωπική του καθενός ανάγνωση, έχει την αξία της και είναι αναφαίρετο δικαίωμά του.

Έτσι, με βάση τις εμπειρίες του ποιητικού αφηγητή ή τις εκφρασμένες οδηγίες του ποιητικού σκηνοθέτη, μπορώ να φανταστώ ότι η ποιήτρια, λυτρώνεται προσωρινά με τη γραφή. Το πρωί, την οραματίζομαι ξανά στη μάχη της καινούργιας μέρας.

 

Ο λόγος της είναι αυθεντικός, προσωπικός, αυτο-ψυχαναλυτικός.

Θα τολμήσω να πω ότι η ποίησή της εκτείνεται από τις παρυφές του συμβολισμού ως τα ερέβη της σκοτεινής πλευράς του υπερρεαλισμού. Τι λάμπει πασιφανώς μέσα σε τόσο μαύρο; Η μεγάλη της αγάπη για την ελληνική γλώσσα. Το αποτέλεσμα; Ένας λόγος, γνήσια ποιητικός.

 

Πέρα από το ότι έχει γνωρίσει το μαύρο, το ότι έχει κάνει αμέτρητες συνομιλίες μαζί του και έχει πια συμφιλιωθεί αρκετά με την ιδέα του, διαισθάνομαι ότι αξιώνεται κάποιες φορές «να μπορεί εν μέρει να μένει εκτός» και να γίνεται -έστω και υποκειμενικός- «παρατηρητής».

 

Μετέχει μεν ενεργά, ανιχνεύει το σκοτάδι, αλλά πλέον μπορεί ταυτόχρονα, να παρατηρεί το τι γίνεται μέσα σε αυτό. Αποδέχεται γενικά περισσότερα ζητήματα ως στάση ζωής, αλλά την ίδια στιγμή, επαναστατεί ενάντια σε ορισμένα φαινόμενα εντονότερα. Διαρκώς όμως καταγράφει, σημειώνει και λειτουργεί ποιητικά στην έκφραση των δρώμενων, τα οποία βλέπει με το διευρυμένο -σε σχέση με το μέσο όρο- φάσμα της όρασής της. Με μια πανέμορφη ελληνική λέξη: «ψυχανεμίζεται». Βλέπει τι υπάρχει και μπροστά και «πίσω από».

Τι; Μα, στα ποιήματα της εδώ, λέει:

  • ψυχή πουθενά
  • πλησίασε το σπίτι μου ο θάνατος
  • αδυσώπητο κι ανώφελο

     το χάραμα είναι

  • με ρήτρα αίματος εδόθη η ζωή
  • θλιμμένη στο χώμα

έσταζε η σιωπή

 

και πολλά άλλα.

 

Έχοντας αντέξει, ανεβαίνει σκαλί σκαλί πάνω από τις καταστάσεις, με νύχια και με δόντια, για να γλιτώσει. Από εκεί που στέκεται ανεβασμένη, έχω την αίσθηση ότι κάνει μια σημαντική επιλογή: παρά το «μαύρο», το «εντός» και το «εκτός», εκείνη, ΕΠΙΛΕΓΕΙ ΤΗ ΖΩΗ.

Αυτό, στο λόγο της φαίνεται (οι εντός παρενθέσεων επεξηγήσεις δικές μου) και από στίχους ή αναφορές, όπως

  • τα ψίχουλα αφήνει απ’ το χαλάκι κάτω (επιλέγει να δίνει σημασία στα ασήμαντα ή μπορεί να παραιτείται από αυτά, πάντως δρα, συνεπώς μέσα από τη δράση, τεκμαίρεται ζωή)
  • τους κίτρινους δρόμους, στο ποίημα «Εν πόλει». Από το γήινο χρώμα, διαφαίνεται επιθυμία παραμονής στη γη και στους δρόμους αυτής, δεν λέει «μαύροι» δρόμοι, έχει επαφή με τη ζεστή ώχρα της γης
  • κοιτάζοντας αδιάφορα την καταιγίδα που ξεσπούσε (παρατηρητής, αίσθηση πως δεν την αφορά)
  • πίσω μου έκλεισα πόρτα και βροχή (γιατί επιλέγει τη ζωή)
  • σε τσέπη διάτρητη τον έκρυψα (τον ήλιο, κι ας τον τσαλάκωσε για να χωρέσει, τον θέλει, τον πήρε)
  • κάποιον θα κατασπαράξω πάλι απόψε,

είπε ο χρόνος χαμογελώντας σαρδόνια (άλλον, όχι εκείνη, δεν την αφορά, είναι σε φάση ζωής)

  • η συχνή χρήση αίματος, εκτός από βία, υπόγεια υποδηλώνει ζωή, αφού είναι προϋπόθεση ζωής για τον άνθρωπο
  • το αίμα δεν εμφανίζεται πουθενά μαύρο, αφήνεται στον αναγνώστη το αν και το πόσο κόκκινο θα είναι, συμβολίζοντας και του καθενός την οπτική ζωής, άρα φέρει αιμοπετάλια προοπτικής ζωής.

 

Βέβαια, αυτή είναι μια ανάγνωση. Θα υπάρξουν πολλές διαφορετικές. Όμως είναι η δική μου, και την καταθέτω ευθαρσώς.

Πάνω από όλα, ο προσανατολισμός στη ζωή, φαίνεται -έστω και με χρήση τραγικής ειρωνείας- στο ποίημα με τίτλο «Ο θάνατος χθες βράδυ»:

Χθες βράδυ τα μεσάνυχτα

πλησίασε στο σπίτι μου ο θάνατος

απ’ το παράθυρο με μάτια ήρεμα

τον έβλεπα να τριγυρνά απ’ έξω

στο τέλος πολύ αγρίεψε ο θάνατος

άρχισε να μιλάει ακατάπαυστα

έκανε σαν δαιμονισμένος

 

τότε είναι που τον πλησίασα

τον πήρα αγκαλιά και του ψιθύρισα:

δεν είχες τύχη σήμερα

σαν θα ξανάρθεις αύριο ποιος ξέρει.

 

 

Εύχομαι για πολλές δεκαετίες ακόμη, να διαβάζουμε τις συνομιλίες τούτες με αυτόν τον ιδιαίτερο ποιητικό τρόπο, να ακούμε όσα αποσπάσματα θα μας καταθέτει στα βιβλία της, αλλά πάνω από όλα, όταν ο «θάνατος» θα έχει τύχη, η Βίκυ Δερμάνη να είναι σε βαθιά γεράματα, έχοντας ποσοτικά και ποιοτικά πλούσιο έργο πίσω της, με βιβλία καλοτάξιδα και χιλιοδιαβασμένα.

 

 

 

Αναφορές:

  1. Βίκυ Δερμάνη, Συνταξιδιώτες, Πικροί ως άψινθος καρποί, εκδόσεις ΑΩ, 2013, σελίδα 42
  2. Βιτζέντζος Κορνάρος, Ερωτόκριτος, [ΗΡΘΕΝ Η ΩΡΑ ΚΙ Ο ΚΑΙΡΟΣ], Ε’ μέρος, στίχοι 769 – 774, Έκδοσις Κριτική, υπό Στεφάνου Α. Ξανθουδίδου, εκ του τυπογραφείου Στυλ. Μ. Αλεξίου, Εν Ηρακλείω Κρήτης, 1915, σελίδα 337
  3. Διονύσιος Σολωμός, ΟΙ ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ ΠΟΛΙΟΡΚΙΣΜΕΝΟΙ, ΣΧΕΔΙΑΣΜΑ Α΄(Β΄), Ποιήματα και Πεζά, φιλολογική επιμέλεια Γιώργος Βελουδής, εκδόσεις Πατάκη, 2008, σελίδα 214
  4. Βίκυ Δερμάνη, Κάθε που σε γεννώ, Έρωτας κραταιός ως θάνατος, εκδόσεις ΑΩ, 2014, σελίδα 48
  5. ΤΟΥΜΑΣ ΤΡΑΝΣΤΡΕΜΕΡ, Προσωπογραφία με σχόλια, ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ, εκδόσεις PRINTA/ΠΟΙΗΣΗ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ, Εισαγωγή – μετάφραση Βασίλης Παπαγεωργίου, 2004, σελίδα 70
  6. Βίκυ Δερμάνη, Η ΟΜΟΡΦΗ ΨΥΧΗ ΕΙΝΑΙ ΤΡΑΓΙΚΗ, Πάνε χρόνια που σαν αγρίμι, εκδόσεις ΑΩ, 2009, σελίδα 11
  7. Βίκυ Δερμάνη, Λέξεις βρύα της ψυχής, συλλογή ΛΕΞΕΙΣ ΒΡΥΑ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ, εκδόσεις ΑΩ, 2010, σελίδα 12
  8. Γιώργος Γεωργούσης, ιβ, ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΛΗΛΟΓΡΑΦΙΑ ΜΕ ΤΟΝ ΕΡΜΟΓΕΝΗ, ΠΗΛΙΝΗ ΦΥΣΗ, εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2002, σελίδα 69
  9. ΒΙΣΟΥΑΒΑ ΣΙΜΠΟΡΣΚΑ. Η χαρά της γραφής, Μια ποιητική διαδρομή, εκδόσεις Σοκόλη, 2003, σελίδα 52
  10. Βίκυ Δερμάνη, Ποίηση, Έρωτας κραταιός ως θάνατος, εκδόσεις ΑΩ, 2014, σελίδα 20
  11. Βίκυ Δερμάνη, Διαδρομές, Με μια φλόγα όπως πάντα, εκδόσεις ΑΩ, 2012, σελίδα 27
  12. Ασημίνα Ξηρογιάννη, ΘΛΙΨΗ, Η προφητεία του ανέμου, εκδόσεις Δωδώνη, 2009, σελίδα 38
  13. Βίκυ Δερμάνη, Το κεφάλι μου, Ο πόνος μαύρος σκύλος π’ αλυχτά, εκδόσεις ΑΩ, 2016, σελίδα 44
  14. Χλόη Κουτσούμπελη, Η ΘΥΣΙΑ, συλλογή ΣΤΟΝ ΑΡΧΑΙΟ ΚΟΣΜΟ ΒΡΑΔΙΑΖΕΙ ΠΙΑ ΝΩΡΙΣ, εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2012, σελίδα 20
  15. Μίλτου Σαχτούρη , ΣΑΒΒΑΤΟ, ΜΕ ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΣΤΟΝ ΤΟΙΧΟ (1952), ΠΟΙΗΜΑΤΑ (1945-1971), ο.π., σελ. 89

 

 

* Ο Γιώργος Ρούσκας είναι ποιητής

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top