Fractal

Κάποτε στη γκατζολία, ένας δόκιμος θυμάται…

Γράφει ο Διονύσης Μαρίνος //

 

proves«Πρόβες Πολέμου» του Διονύση Χαριτόπουλου, Εκδ. Τόπος, σελ. 140

 

Επικά, δραματικά, ιδεολογικά τοποθετημένα, σκωπτικά, κυνικά, σουρεαλιστικά κι αλλά βουτηγμένα σε ένα ρεαλισμό που απογυμνώνει. Τα βιβλία που αναφέρονται με άμεσο ή έμμεσο τρόπο στα στρατιωτικά βιώματα συγγραφέων είναι τόσα πολλά (άραγε, τυχαίο;) που μπορούν να δημιουργήσουν από μόνα τους ένα ξεχωριστό και ευδιάκριτο σώμα στο συνολικό corpus της ελληνικής λογοτεχνίας.

Από την «Κάθοδο των Εννιά» του Θανάση Βαλτινού έως τους «Κεκαρμένους» του Νίκου Κάσδαγλη και από το «Πυραμίδα 67» του Ρένου Αποστολίδη έως την «Ξεχασμένη φρουρά» του Μένη Κουμανταρέα, ένας εξαίσιος σωρός από σελίδες βουτηγμένες σε ιδρωμένα αμπέχονα, λασπωμένες αρβύλες και κουρεμένους σβέρκους μπορεί να παρελάσει ανέτως από μπροστά μας. Παρεμπιπτόντως, για τους ρέκτες του είδους υπάρχει ένα άκρως εμβριθές ανάγνωσμα της Έλενας Χουζούρη (ναι, μια γυναίκα γράφει για… αντρικά πάθη) υπό τον τίτλο «Στρατός περνούσε… στη Νεοελληνική Λογοτεχνία» (εκδ. Μεταίχμιο, 2003), στο οποίο υπάρχει μια πλήρης αποδελτίωση των μυθιστορημάτων που αναφέρονται σε… χακί ιστορίες.

Στο θέμα μας: ο Διονύσης Χαριτόπουλος έχει δώσει ένα πρώτο δείγμα γραφής γύρω από τον τρόπο που αντιμετωπίσει τις στρατιωτικές του εμπειρίες με το μυθιστόρημα «525 Τάγμα Πεζικού» (Εξάντας, 2000). Πρόκειται για μια… χαριτοπουλικής υφής παρωδία σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο (στο Μηχανοκίνητο Τάγμα Πεζικού όπου πήγαιναν ανεπιθύμητοι κατά την περίοδο της χούντας). Τι σημαίνει «χαριτοπουλικό» ύφος; Δεν ξέρω αν μπορεί αυτό να εκφραστεί με λόγια. Τουλάχιστον, όχι με των άλλων, αλλά μόνο με του ίδιου του συγγραφέα. Άλλωστε, δεν πρέπει να ξεχνάμε στιγμή πως ο Διονύσης Χαριτόπουλος είναι μια ιδιαίτερη, ξεχωριστή, ιδιοσυγκρασιακή φωνή στα ελληνικά γράμματα. Παιδί του λιμανιού, μάγκας, ντόμπρος, αθυρόστομος, ευθύς, ηφαιστειώδης και πάνω από όλα αυθεντικός. Κάπως έτσι είναι και οι «Πρόβες Πολέμου». Πώς θα μπορούσε να είναι διαφορετικά;

Με τρόπο πρόδηλα αυτοβιογραφικό, κρατώντας αποσπασματικές σημειώσεις σε ένα μπλοκ, καταγράφει όσα έζησε ως δόκιμος στον Έβρο την πολιτικά ταραγμένη περίοδο του ’67. Σαν να λέμε: μέσα στη χούντα και ακόμη πιο μέσα. Η πορεία που ακολουθεί είναι συγκεκριμένη. Από την κόλαση της ΣΕΑΠ (Κέντρο Εκπαίδευσης Ανορθόδοξου Πολέμου) στο γολγοθά της Ρεντίνας και από εκεί δυσμενής μετάθεση στην Ορεστιάδα. Εν συνεχεία Διδυμότειχο, Αλεξανδρούπολη, πάλι πίσω Ορεστιάδα – αφού προηγουμένως έχει συμβεί η εμπλοκή με την Τουρκία (… για τα μάτια της Κύπρου) που δεν οδήγησε σε πολεμική εμπλοκή λόγω της υποχωρητικότητας του χουντικού καθεστώτος. Οι φαντάροι αυτή την πορεία την βλέπουν στους εφιάλτες τους: το να πας στη «γκατζολία», να χωθεί στην… πινέζα του χάρτη, σημαίνει πως κάποια γραμμάτια πληρώνεις. Ο ήρωας του παρόντος χρονικού, ο συγγραφέας, δεν δείχνει να νοιάζεται. Είναι αντράκι, άγουρο ακόμη, αλλά το λέει η καρδιά του. Πειραιώτης, δεν σηκώνει πολλά-πολλά, ευθύς και σπίρτο αναμμένο, ετοιμόλογος και φτιαγμένος για τα σκληρά και τα… ανορθόδοξα.

Τι είναι οι «Πρόβες Πολέμου»; Μια λεκτική έκρηξη, αυτό είναι. Μια περιδιάβαση στον κόσμο του στρατού. Ήτοι: στην επικράτεια όπου η λογική δεν έχει θέση. Με τρόπο οξύ και ευθύβολο (ίσως, το μόνο ευθύβολο στον ελληνικό στρατό εκείνης της εποχής), ο Χαριτόπουλος παρατάσσει στις σελίδες του βιβλίου όλη την πανίδα που γνώρισε σε εκείνο το κομμάτι της θητείας του. Και είναι τόσο ετερόκλιτο. Γι’ αυτό και θαυμαστό: στρατόκαβλοι, τυχοκυνηγοί, παρτάκηδες, ρεμπεσκέδες, μαμμόθρεφτα, παιδία τζιμάνια, αξιωματικοί με πλάκα τα γαλόνια και άλλοι που είναι της… πλάκας. Ντίκτα (εκείνοι που τάσσονταν υπέρ της δικτατορίας), αλλά και δημοκράτες. Και μέσα σε όλους αυτούς θάλλει ο παραλογισμός, το αστείο, τα καψώνια, οι πλάκες, τα μεθύσια, οι έρωτες, τα πάθη, το σεξ με πόρνες και… ντόπιες δεσποινίδες, η εφηβική τρέλα, οι τάσεις φυγής, η ανία, ο βασιλιάς, οι αμόρφωτοι δικτάτορες, οι γείτονες Τούρκοι και κάμποσοι άλλοι.

Ο Χαριτόπουλος βλέπει, ακούει, αφουγκράζεται, ζει και ενίοτε καταγράφει. Και τούτες οι καταγραφές έχουν διπλό χαρακτήρα: έναν εσωτερικό, όπως πρέπει να συμβαίνει με έναν συγγραφέα, απόλυτα καθοριστικό για την αυτογνωσία του και έναν εξωτερικό, αυτό που δεν περιορίζεται μόνο στην απλή καταγραφή αλλά στη δόμηση χαρακτήρων και πλοκής (έστω και αποσπασματικής). Από τον κυνισμό στο σκώμμα και από την εμβρίθεια στην ζωντανή απεικόνιση, ο Χαριτόπουλος κόβει και ράβει με τις λέξεις τους. Δεν αφήνει τίποτα όρθιο: ούτε καν τον ίδιο του τον εαυτό.

Το τελευταίο μέρος του βιβλίου είναι περισσότερο φορτισμένο, καθώς περιγράφει τις έντονες στιγμές που ένιωσαν οι βαθμοφόροι και οι στρατιώτες στην εμπλοκή του ’67 που όχι μόνο δεν καταλήγει σε πολεμική σύρραξη, αλλά σε ταπεινωτική αποχώρηση της ελληνικής Μεραρχίας από την Κύπρο, έπειτα από το τελεσίγραφο των Τούρκων. Το τι θα επακολουθήσει λίγο πολύ γνωστό: το στράτευμα θα χωριστεί στα δύο: στους στρατηγούς που τάσσονται με το παλάτι και τους κατώτερους αξιωματικούς που πηγαίνουν με το μέρος των πραξικοπηματιών. Νικητές ήταν οι τελευταίοι και όλα τα υπόλοιπα δεν είναι της παρούσης.

Η μοναδική στιγμή στο βιβλίο όπου ο Χαριτόπουλος αφήνει το συναίσθημα να τον «νικήσει» είναι σε αυτό το σημείο. Ο πρώην αντάρτης παραδέχεται πως τις στιγμές που βρισκόταν με το όπλο παρά πόδα, δεν δείλιασε, δεν έκανε δεύτερες σκέψεις, δεν ήθελε να ξεφτιλιστεί η πατρίδα του και δεν το έπαιξε… μπλαζέ και δεν με νοιάζει.

Το βιβλίο διαβάζεται απνευστί και δίχως σταματημό. Όπως συμβαίνει με όλα τα βιβλία του Χαριτόπουλου.

 

Διονύσης Χαριτόπουλος

Διονύσης Χαριτόπουλος

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top