Fractal

“Ο προδότης” του Γκράχαμ Γκρην και τα πρώιμα στάδια του συγγραφέα

Του Γεωργίου Νικ. Σχορετσανίτη //

 

(Μετ.: Ελένη Δεληγιάννη, Εκδόσεις Σ.Ι. Ζαχαρόπουλος, 1990)

 

Για σχεδόν εξήντα χρόνια ο Γκράχαμ Γκρην ως συγγραφέας ήταν συστηματικός στην προσπάθειά του να συσκοτίζει επανειλημμένως το αναγνωστικό κοινό σε διάφορα επίπεδα, κι αφήνοντάς το με αναπάντητα ερωτηματικά. Οι πρώτες δημοσιεύσεις  του, μια συλλογή ποιημάτων με τον τίτλο ‘Babbling April’ (1925), της οποίας είχαν τυπωθεί μόνο τριακόσια αντίτυπα, αποδείχθηκε αρκετά ενοχλητικό γι’ αυτόν στα επόμενα χρόνια ώστε να αγοράζει και  καταστρέφει τα αντίτυπα κάθε φορά που τα έβρισκε ενώπιόν του. Τα τρία πρώτα μυθιστορήματά του, γραμμένα από το 1929 έως το 1931, δεν είχαν την αναμενόμενη ανταπόκριση από κοινό και κριτικούς, και ο συγγραφέας φαίνεται πως τα αποκήρυξε. Επρόκειτο για τα γνωστά μας σήμερα, The Man Within (1929), The Name of Action (1930) και το  Rumour at Nightfall (1931). Ειδικότερα για τα δύο τελευταία, αρνήθηκε οποιαδήποτε ανατύπωση, κι έτσι εξασφάλισε ότι θα αποτελέσουν πλέον στο μέλλον συλλεκτικά αντικείμενα, άπιαστα και ακριβά, μόνο για πρόθυμους βιβλιόφιλους και σοβαρές και συστηματικές βιβλιοθήκες. Από την έκδοση του ‘Babbling April’, μόνο δώδεκα αντίτυπα δόθηκαν στο συγγραφέα και άλλα σαράντα στάλθηκαν σε σχολιαστές. Κατά το πρώτο έτος της κυκλοφορίας, πουλήθηκαν εξήντα δύο αντίτυπα και τα υπόλοιπα αποσύρθηκαν από την κυκλοφορία και το απόθεμα και πολτοποιήθηκαν.  Αλλά ο Γκράχαμ Γκρην φαίνεται πως θεωρούσε το πρώτο του μυθιστόρημα που δημοσιεύθηκε, ‘The Man Within’ (1929), ή  ‘Ο Προδότης’ στην ελληνική γλώσσα,  κάπως διαφορετικά από τα άλλα, παρά το γεγονός ότι προσφέρει μια απίθανη πλοκή.

 

green1

 

Εκεί μέσα αφηγείται την μελοδραματική ιστορία μιας ομάδας λαθρεμπόρων στις αρχές της δεκαετίας του 1800, με επικεφαλής τον χαρισματικό Κάρλιον, που απροσδόκητα προδόθηκε από ένα μέλος της δικής του εταιρείας.  Ο ‘Ιούδας’ που αναφέρεται στο βιβλίο, είναι ο νεαρός Άντριους στον οποίο είχε επιτραπεί ο απόπλους μαζί τους γιατί ο άφοβος και βάναυσος ταυτόχρονα  πατέρας του, πεθαμένος τώρα, αποτελούσε κάποτε μια ηρωική μορφή για όλους. Απελπισμένος από αυτόν τον επικίνδυνο τρόπο ζωής ο Άντριους, και για να ξεφύγει προειδοποιεί κρυφά τους Άγγλους   τελωνειακούς υπαλλήλους,   για την ακριβή ώρα και τον τόπο, που θα ξεφόρτωναν το παράνομο φορτίο των οινοπνευματωδών ποτών από τη Γαλλία. Σε μια περίεργη φασαρία και αναμέτρηση εκεί, ένας άνθρωπος σκοτώθηκε, ο Άντριους διαφεύγει και βρίσκεται προστατευμένος από μια ενάρετη νεαρή γυναίκα που ονομάζεται Ελίζαμπεθ. Μέσα από την επιρροή της συμφωνεί να καταθέσει εναντίον των έξι συλληφθέντων διακινητών, και μετά από πολλές αμφιταλαντεύσεις, εμφανίζεται τελικά στο δικαστήριο, κυρίως κατ’ εντολήν μιας ετερόκλητης γυναίκας που ονομαζόταν Λούσυ.

 

Η πρώτη έκδοση του βιβλίου στη Μεγάλη Βρεττανία το 1929.

Η πρώτη έκδοση του βιβλίου στη Μεγάλη Βρεττανία το 1929.

 

Η τελευταία συμφωνεί να έχει σεξουαλικές σχέσεις με τον Άντριους γα να διασφαλίσει ότι θα καταθέσει τελικά και ως εκ τούτου θα ευχαριστήσει τον ηλικιωμένο εραστή της, Sir Henry Merriman, ο οποίος στο κακουργιοδικείο επιθυμεί πολύ να πετύχει στην συγκεκριμένη περίπτωση τη δίωξη και τιμωρία των λαθρεμπόρων. Αλλά οι λαθρέμποροι εντελώς απροσδόκητα αθωώθηκαν και, μετά από μια τελική συνάντηση με την Ελίζαμπεθ στο εξοχικό της σπίτι, ο Άντριους πλημμυρίζεται από πανικό όταν συνειδητοποιεί ότι ο Κάρλιον και μερικοί από συμμορία του έρχονται για να τον βρουν στο ερημικό εξοχικό σπίτι. Η Ελισάβετ, ωστόσο, αυτοκτονεί με το μαχαίρι του Άντριους για να μην μπορέσουν εκείνοι βιαίως να την αναγκάσουν να τους ενημερώσει σχετικά με αυτόν που προστάτευε. Το μυθιστόρημα τελειώνει με την κράτηση του Άντριους την ίδια ώρα ακριβώς που ο ίδιος είναι έτοιμος να αρπάξει το ίδιο μαχαίρι και να προχωρήσει στη δική του αυτοκτονία.

Το συγκεκριμένο βιβλίο δημοσιεύθηκε στα 1929 και με την πάροδο του χρόνου, έτυχε σημαντικής αναγνώρισης και με εντυπωσιακά υψηλές πωλήσεις στην Αγγλία και στις Ηνωμένες Πολιτείες. Στη μετέπειτα ζωή, ο συγγραφέας παραδέχτηκε ότι η μελοδραματική ιστορία των λαθρεμπόρων στις αρχές του δέκατου ένατου αιώνα, ο Ιούδας, η προδοσία, και η καταδικασμένη αγάπη, ήταν το έργο ενός νεαρού και άπειρου συγγραφέα. Το μυθιστόρημα αυτό που είχε μάλλον απρόσμενη επιτυχία, χρησίμευσε αναμφίβολα ως ένα αποτελεσματικό εφαλτήριο για την άνθηση της καριέρας του ως συγγραφέα κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1930.

Παρόλο που οι σύγχρονοι κριτικοί λίγα βρίσκουν να θαυμάσουν στην πρώτη δημοσιευμένη προσπάθεια του Γκρην, το βιβλίο ‘Ο προδότης’ (The Man Within) κατέχει μια βαθύτερη σημασία για τον συγγραφέα, ο οποίος ασπάστηκε τον καθολικισμό το 1926, κυρίως επειδή αποτελεί το πρώτο δημοσιευμένο του έργο στο οποίο αρχίζει να διαφαίνεται η νεοαποκτηθείσα του πίστη, μαζί με τη δημιουργική ορμή του ως συγγραφέα. Τα παρακάτω σχόλια είναι χαρακτηριστικά για τον πρωτοεμφανιζόμενο συγγραφέα. Είναι η δουλειά, έλεγε ένας κριτικός, ενός μαθητευόμενου μυθιστοριογράφου ο οποίος στα είκοσί του ξέρει πώς να χειριστεί μια αφυπνιστική ιστορία, αλλά του οποίου η τέχνη δεν αγγίζει κανένα βάθος. Πρόκειται για ένα σκοτεινό μυθιστόρημα που φαίνεται σε μεγάλο βαθμό να είναι μια πράξη ψυχολογικής αυτοκάθαρσης.

Όπως συμβαίνει με κάποια άλλα από τα πιο γνωστά μυθιστορήματά του, κυρίως το ‘Brighton Rock’ και το ‘The Power and the Glory’, ο ‘Προδότης’ (The Man Within) αντλεί το ευρύ φάσμα των εικόνων, καθώς και τη γλώσσα του από θρησκευτικές πηγές. Ο δειλός ήρωας, Άντριους, με το διπλό ουσιαστικά παιχνίδι που έπαιξε, έχει χαρακτηριστεί επανειλημμένως ως ένα είδος Ιούδα, πληροφοριοδότη, προδότη. Η νεανική νοσηρή ενασχόληση με το χρόνο και τη θνητότητα, φαίνεται από τις εικόνες οι οποίες συχνά παρουσιάζουν ένα κοσμικό ύφος αρχικά και στη συνέχεια στρέφονται σε πιο δηκτικό και πνευματικό. Ένα τέτοιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι όταν ο Φράνσις Άντριους φθάνει για πρώτη φορά στο εξοχικό της Ελισάβετ στο Σάσεξ:

‘Ο χρόνος βρισκόταν εδώ στο εξοχικό σπίτι. Ρολόγια χτυπούσαν, δείκτες γύριζαν όπως παντού στον κόσμο. Είχε την αίσθηση πως ο χρόνος περνούσε σαν αστραπή από δίπλα του, πως ορμούσε σαν τους χοίρους στα Γάδαρα, προς την καταστροφή. Ο χρόνος του τσίριζε διαβαίνοντας με όλο και πιο γρήγορο βήμα την απότομη πλαγιά. Οι ποιητές του είχαν πει πως η ζωή είναι σύντομη. Τώρα για πρώτη φορά το καταλάβαινε αυτό σαν γεγονός αναμφισβήτητο..’.

Ο θάνατος του κηδεμόνα της Ελισάβετ, κ. Τζένινγκς, νωρίς στο μυθιστόρημα, δίνει επίσης τη δυνατότητα στον Γκρην να χαρεί τις ηχηρές λέξεις της Αγγλικανικής λειτουργίας για την ταφή των νεκρών: ‘Και αφού μετά το δέρμα μου το σώμα τούτο φθαρεί, πάλιν με τη σάρκα μου θέλω ιδεί τον Θεόν, τον οποίο αυτός εγώ θέλω ιδεί, και θέλουσι θεωρήσει οι οφθαλμοί μου και ουχί άλλος’. Και λίγο παρακάτω: ‘Διότι πάροικος είμαι παρά σοι, και παρεπίδημος, καθώς πάντες οι πατέρες μου. Παύσαι απ’ εμού, δια να αναλάβω δύναμιν, πριν αποδημήσω και δεν υπάρχω πλέον’.

Ο ‘προδότης’ αναμφίβολα περιέχει και ενσωματώνει στη φαντασία και τη μνήμη του Γκρην, εντυπωσιακές πράξεις και διάφορα άλλα στοιχεία από την πρώτη δημοσίευση του μυθιστορήματος ‘ο Καπετάνιος και ο Εχθρός’ (The Captain and the Enemy), το οποίο εμφανίστηκε σε έντυπη μορφή το 1988. Στον ‘Προδότη’, ο Άντριους προβαίνει σε μια σύντομη απόδραση από τη δυστυχισμένη ζωή του σχολείου και, για πρώτη φορά συναντά τον Κάρλιον, ο οποίος αποφασίζει να ανακοινώσει στο νεαρό αγόρι ότι ο βίαιος και μισητός πατέρας του, έχασε τη ζωή του στη θάλασσα. Στον ‘Καπετάνιο και τον Εχθρό’, ο νεαρός ήρωας, Jim Baxter, ομοίως συναντά μια μυστηριώδη φιγούρα που ονομάζεται ‘καπετάνιος’ και ο οποίος τον παίρνει μακριά από το τρομερό σχολείο του. Και τα δύο αυτά περιστατικά αντικατοπτρίζουν με εξαιρετική σαφήνεια τη συνεχόμενη δυσαρέσκεια του Γκρην για τη δική του δυστυχισμένη παιδική ηλικία στο σχολείο Berkhamstead, διευθυντής του οποίου ήταν ο απόμακρος και εσωστρεφής πατέρας του. Ο τρομερός Κάρλιον και ο, όχι λιγότερο εντυπωσιακός καπετάνιος, είναι αμφότεροι δυναμικοί λαθρέμποροι που ζουν μέσα σε κόσμους υποκρισίας και ηθικής ασάφειας, έστω και αν ο πρώτος δραστηριοποιείται κατά μήκος της ακτής του Σάσεξ της Αγγλίας στις αρχές του 1800, ενώ ο άλλος, στη Νικαράγουα των Σαντινίστας στις δεκαετίες του 1970 και του 1980. Έτσι λοιπόν και τα δύο μυθιστορήματα, επικεντρώνονται έντονα σε μη ικανοποιητικούς πατέρες. Και τα δύο μυθιστορήματα εξαρτώνται επίσης σε μεγάλο βαθμό από την ισχυρή ηθική και σεξουαλική παρουσία των δύο μυστηριωδών νεαρών γυναικών που κυριαρχούν και καθορίζουν τελικά την κατανόηση του Άντριους και του Jim Baxter, για τα προσωπικά τους κοινωνικά διλήμματα και τις πνευματικές τους πεποιθήσεις και ανησυχίες.

Στον ‘Προδότη’, η Ελίζαμπεθ είναι μια δυναμική, αυτοδύναμη και ηθικά αποφασιστική γυναίκα με απόρθητη αγιότητα και καθαρότητα που ζει στην ποιμαντική απομόνωση του Σάσεξ. Στον ‘Καπετάνιο και τον Εχθρό’, ο ρόλος της έχει αναληφθεί από τη Λίζα, μια εκσυγχρονισμένη εκδοχή του 1980 του ονόματος της ομολόγου της του 1920, που επίσης ζει μια μοναχική ζωή, αυτή τη φορά σε ένα αστικό υπόγειο διαμέρισμα στο Camden Town. Και οι δύο γυναίκες επιπλέουν μάλλον άβολα στην πλοκή των ιστοριών, αλλά αποτυπώνουν έντονα τους ρεαλιστικούς και πνευματικούς στόχους των αντίστοιχων μυθιστορημάτων, καταλαμβάνοντας αβίαστα μια υπερυψωμένη και σεβαστή θέση μέσα στον περίγυρο των ανδρών. Ομοίως, οι δύο γυναίκες, ενσαρκώνουν τη συναισθηματική ηρεμία και ηθική βεβαιότητα, στοιχεία χωρίς τα οποία οι αρσενικοί χαρακτήρες δεν θα μπορούσαν τελικά να συμβιβαστούν με τη δική τους συμπεριφορά στο πλαίσιο ενός κατεστραμμένου κόσμου. Στον ‘Προδότη’, η Ελίζαμπεθ επιδρά καθοριστικά στην αίσθηση της αυτογνωσίας και της αμαρτίας του Άντριους, έναν φοβισμένο νεαρό άντρα ευρισκόμενο σε πλήρη σύγχυση και αβέβαιο πνευματικά και σεξουαλικά, όπως αυτά φαίνονται και θεωρούνται από τη γενικότερη καθολική άποψη.

Από πνευματικής άποψης, ο νεαρός Γκράχαμ Γκρην βίωσε μια έντονη και ξέφρενη πορεία κατά το πρώτο εξάμηνο του 1920 στο σχολείο Berkhamstead, μέχρι και το φθινόπωρο του 1922 στο Balliol College της Οξφόρδης, μια περίοδο έντονων ομολογουμένως αμφισβητήσεων των θρησκευτικών του πεποιθήσεων, σε συνδυασμό πάντοτε με την εντυπωσιακά αποφασισμένη επιθυμία του να γίνει συγγραφέας, ενώ ακόμη ήταν ουσιαστικά προπτυχιακός φοιτητής. Ήδη από το Φεβρουάριο του 1923, δημοσίευσε για πρώτη φορά διήγημα και εμφανίστηκε με το όνομα “H.Graham Greene” σε ένα περιοδικό του πανεπιστημίου, το Oxford Outlook. Στη ‘Δίκη του Πανός’ (The Trial of Pan), μας αφηγείται πώς ο ειδωλολάτρης Παν, φέρνεται ενώπιον του τυραννικού και γελοίου δικαστηρίου του Θεού στον ουρανό για να τον κρίνει. Αυτή η ιδιόμορφη ‘εκδρομή’ ακολουθήθηκε από ένα όχι λιγότερο αλλόκοτο διήγημα “The Improbable Tale of the Archbishop of Canterbridge”, που δημοσιεύθηκε στις 15 Νοεμβρίου 1924 σε άλλο περιοδικό της Οξφόρδης, το ‘The Cherwell’. Εδώ, ο Σατανάς κατεβαίνει στη Βρεττανία για να ξεσηκώσει την επανάσταση και το μίσος, και ο αρχιεπίσκοπος αποφασίζει να τον πυροβολήσει, ακόμα κι αν φοβάται τα αντίποινα του Θεού για την πράξη της δολοφονίας. Αλλά, καθώς ο Σατανάς πεθαίνει, καθησυχάζει τον αρχιεπίσκοπο ότι δεν θα πρέπει να τον κυριεύει κανένας φόβος γιατί ο ίδιος είναι και Θεός.

Πολλοί κριτικοί οδηγήθηκαν στη σκέψη ότι ο Γκρην βρισκόταν κοντύτερα στον αθεϊσμό. Ένα τέτοιο συμπέρασμα, ωστόσο, είναι σε μεγάλο βαθμό παρακινδυνευμένο, γνωστής ούσης της χαρακτηριστικής γοητείας του Γκρην με τη δυαδικότητα και τη διπροσωπία σε διάφορες πτυχές της ζωής και των γραπτών του και φυσικά γιατί όχι, και των θρησκευτικών του απόψεων. Τον Ιανουάριο του 1925, ο υποτιθέμενος αθεϊσμός του Γκράχαμ Γκρην, επιβεβαιώθηκε κατά κάποιο τρόπο όταν προσχώρησε στο Βρεττανικό Κομμουνιστικό Κόμμα, αν και το κύριο κίνητρό του φαίνεται πως ήταν ο στόχος για να αποσπάσει και πραγματοποιήσει κάποια επιδοτούμενα ταξίδια στην τότε Σοβιετική Ένωση. Στο επόμενο Μάρτιο, ένα σκληρό και αμφιλεγόμενο άρθρο του περιοδικού Oxford Outlook, επιτέθηκε στην τρέχουσα ενασχόληση της γενιάς του με θρησκευτικά και σεξουαλικά υπονοούμενα, εις βάρος των καλλιτεχνικών ανησυχιών, ιδίως στον κινηματογράφο και το θέατρο. Να υπενθυμίσουμε ότι ο Γκράχαμ Γκρην (1904 -1991) ασπάστηκε την καθολική πίστη στις 26 Φεβρουαρίου 1926 και παντρεύτηκε την Vivien Dayrell-Browning (1904–2003) στις 15 Οκτωβρίου 1927, στην εκκλησία St Mary’s στο Hampstead, στο Βόρειο Λονδίνο.

 

green3

 

Η σημασία της Vivien στη γένεση και τη σύνταξη του ‘Προδότη’ (The Man Within), είναι αναμφισβήτητη, και η επιρροή της φαίνεται πως ήταν αποφασιστική στην απεικόνιση της ηρωίδας του μυθιστορήματος, της Ελίζαμπεθ, εξ ου και η αφιέρωση του βιβλίου σε αυτή, “For Vivienne / My Wife / In Wonder”… Όταν για πρώτη συναντάει την Ελισάβετ, την ηρωίδα του ‘Προδότη’, ο Άντριους που έχει μόλις μπει στο εξοχικό σπίτι της για να αναζητήσει καταφύγιο, ‘στην άλλη άκρη του δωματίου είδε μια γυναίκα που κουνιόταν πέρα δώθε, κάπως σαν τη λεπτή φλόγα ενός κεριού… κι ήταν το όπλο που σκόπευε σταθερά το στήθος του. Έβλεπε το δάχτυλο της γυναίκας έτοιμο να πιέσει τη σκανδάλη’. Τα κεριά σε αυτό το σημείο του μυθιστορήματος, ενεργούν ως όχι περισσότερο από μια μικρή τοπική λεπτομέρεια, αλλά η τοποθέτηση της νεαρής γυναίκας ανάμεσα σε τέτοια οικεία αντικείμενα των ναών, εκ των υστέρων όπως θα δούμε παρακάτω, είναι εντυπωσιακή. Λίγα κεφάλαια αργότερα, όταν ο προδομένος Κάρλιον έρχεται να βρει τον Άντριους, η Ελίζαμπεθ με γενναίο τρόπο του επιτρέπει να κρυφτεί σε ένα ντουλάπι, και γονατισμένος παρατηρεί την όλη δραματική δράση να ξεδιπλώνεται μέσα από μια κλειδαρότρυπα. Σε αυτό το σημείο, όπως εκείνη τον σώζει με ήρεμο τρόπο από την άγρια τιμωρία στα χέρια του πρώην προστάτη του και υποκατάστατου της πατρικής φιγούρας, η κοσμική ταυτότητα της Ελισάβετ ως ένα άγνωστο αγροτικό κορίτσι, ανυψώνεται σε μια ισχυρή πνευματική εικόνα γυναικείας αφοσίωσης, ή ακόμα και λατρείας: ‘Είχε γονατίζει για να αποκτήσει καλύτερη θέα από το δωμάτιο πέρα μακρυά, αλλά τώρα στην πραγματικότητα, γονάτιζε σε αυτήν. Είναι μια αγία, σκέφτηκε’. Στο εξής, η Ελίζαμπεθ υπάρχει στο μυθιστόρημα ως αντικείμενο λατρείας του Άντριους, που χρωματίζεται από την επίμονη επιθυμία να αυξήσει την ικανοποιητική ένταση των συναισθημάτων του, με τη λατρεία της φαινομενικά απόρθητης καθαρότητας και του θάρρους της Ελίζαμπεθ. Μόλις απομακρυνθεί ο Κάρλιον έντεχνα μακρυά από την Ελίζαμπεθ, ο Άντριους δυσκολευόταν να βγει από την κρυψώνα του, γιατί εκείνη ήταν απρόσιτη σαν μια εικόνα, ιερή σαν όραμα. Θυμήθηκε την πρώτη φορά που μπήκε στο εξοχικό σπίτι και την τελευταία στιγμή που την είδε, πριν βουλιάξει στην απελπισία, το χλωμό αποφασιστικό πρόσωπό της ανάμεσα στις δύο κίτρινες φλόγες’.

Όταν λίγο αργότερα, η Ελίζαμπεθ προσφέρεται να ακούσει την αντικειμενική πλευρά της ιστορίας του, χωρίς έκπληξη ή καταδίκη, ο Άντριους μπορεί να φτάσει πάλι σε ένα μόνο συμπέρασμα: ‘Είναι μια αγία’! Αυτή η ισχυρή εικόνα της γυναικείας αγιότητας είναι ζωγραφισμένη με όλο και περισσότερες λεπτομέρειες λατρείας, καθώς προχωράει η αφήγηση του μυθιστορήματος. Σε αυτό το σημείο είναι αναγκαίο να τονιστεί ότι η ολοένα και πολυπλοκότερη απεικόνιση από τον Γκρην του χαρακτήρα της Ελισάβετ, μέσα στο πρώτο του μυθιστόρημα, πιθανότατα αντανακλούσε σε σημαντικό βαθμό ένα είδος ιδιωτικού και πνευματικά έντονου διαλόγου μεταξύ του ιδίου και της Vivien. Ως εκ τούτου, ακόμη και αν οι γενικές προθέσεις του φαίνεται σαφείς, είναι μάλλον απίθανο ότι μπορεί ποτέ να αποκρυπτογραφηθεί τελείως το βαθύτερο νόημα της σημασίας των γραπτών του. Παρ’ όλα αυτά, οι προσεκτικά σκιαγραφημένες αναπαραστάσεις της Ελίζαμπεθ στο δεύτερο μισό του μυθιστορήματος, φαίνεται πως προσφέρουν συγκεκριμένες ενδείξεις για τη φαντασία και τις πνευματικές προθέσεις του Γκρην. Καθώς ο Άντριους φεύγει μακρυά από το εξοχικό σπίτι για να καταθέσει στη δίκη των λαθρεμπόρων ως μάρτυρας κατηγορίας, σκέφτεται διαρκώς την Ελίζαμπεθ που τον έχει πείσει για αυτή του την ενέργεια. Οι σκέψεις του, τόσο κοινές στις μεταφορές του Γκρην στο μυθιστόρημα, αρχίζει με τα συνήθη γνωστά πλαίσια που τοποθετεί. ‘Αυτή θα είναι ξύπνια τώρα, σκέφτηκε, και θα κατεβαίνει τις σκάλες για να πάει στην κουζίνα… Ατένιζε προσεκτικά την καλύβα, και σαν να ήταν ένα αναμνηστικό σημάδι γι αυτόν που βρισκόταν πάνω στο λόφο, κρεμάστηκε ολόκληρος για μια στιγμή στον ουρανό και στη συνέχεια έσπασε σε κομμάτια…’. Αλλά τότε αυτός ο γνωστός τόνος του κλιμακώνεται σε πιο συγκεκριμένο και λατρευτικό: ‘… Μερικά από αυτά τα άρπαξε ο ήλιος, και φαίνονταν σαν περαστικά πουλιά που κυλούσαν κι έλαμπαν με τα άσπρα φτερά τους. Σε μιαν άκρη του μυαλού του, εκεί όπου φύλαγε την παιδική του ηλικία, βρήκε τη σβησμένη εικόνα μιας αγίας, ενός νεαρού κοριτσιού με ωχρό και σφιγμένο πρόσωπο, που γύρω από το κεφάλι του πετούσαν σμήνος περιστέρια και στριφογύριζαν…’. Αυτή η εικόνα επανεμφανίζεται επίμονα στον Άντριους στο τελικό στάδιο του μυθιστορήματος.

Τώρα είναι δυνατόν να προβούμε σε μερικές εικασίες σχετικά με την πηγή της έμπνευσης του Γκρην για αυτή την ιδεώδη άγια νεαρή γυναίκα. Όπως είναι γνωστό, το 1925, η Saint Thérèse του Lisieux (1873-1897), μια απλή μοναχή των Καρμελιτών, αγιοποιήθηκε. Η ιστορία της ζωής της ήταν ήδη γνωστή μέσα από μια συλλογή επιστολών που δημοσιεύτηκαν για πρώτη φορά το 1898 υπό τον τίτλο ‘Ιστορία μιας Ψυχής’ (Histoire d’une âme). Το 1925, έγινε κάποια αναταραχή των λατρευτικών δημοσιεύσεων στα Αγγλικά για τη ζωή και τα γραπτά της. Όλα αυτά είχαν προκαλέσει βαθιά εντύπωση στην Vivien η οποία είχε ασπασθεί τον καθολικισμό το 1922, γι αυτό και η αφοσίωση της στην Αγία Τερέζα παρέμεινε ισχυρή για το υπόλοιπο της ζωής της, όπως αποδεικνύεται από πολλές σχετικές δημοσιεύσεις. Σήμερα, το πορτραίτο της Αγίας Τερέζας του Lisieux ταιριάζει καλά με την αγία νεαρή κοπέλα με το απαλό πρόσωπο, που παρουσιάζεται στο βιβλίο του Γκρην. Δεδομένου ότι ο Γκρην είχε γνωρίσει την Vivien κατά το έτος της αγιοποίησης της Αγίας Τερέζας (1925) και, στη συνέχεια, σχεδόν αμέσως, άρχισε η δική του καθολική διδασκαλία και κατήχηση ενώ βρισκόταν στο Νόττινχαμ, φαίνεται λογικό να υποθέσουμε ότι θα έδειχνε ιδιαίτερο ενδιαφέρον στη συγκεκριμένη διαδικασία αγιοποίησης, πιθανώς το πιο σημαντικό γεγονός στην καθολική αγιογραφία κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1920. Για την αγιοποίηση της, τον Μάιο του 1925, στον Άγιο Πέτρο στη Ρώμη, οι μοναχές του μοναστηριού της έφτιαξαν ένα τεράστιο ζωγραφισμένο πανό, που απεικόνιζε την αγία Τερέζα η οποία περιβάλλεται από ένα ημικύκλιο αγγέλων, παράσταση που στα μάτια ενός θεατή έχει εντυπωσιακή ομοιότητα με τα φτερά των περιστεριών που τόσο συχνά αναφέρονται στον ‘Προδότη’ του Γκράχαμ Γκρην. Ο Γκρην βαφτίστηκε στον καθεδρικό ναό του Νόττινχαμ στις 28 Φεβρουαρίου του 1926, και τον επόμενο Μάρτιο ανέλαβε μια θέση στους Times του Λονδίνου ως βοηθός εκδότη, εργαζόμενος για επτά ώρες κάθε απόγευμα τις καθημερινές, ένα πρόγραμμα που του επέτρεπε αρκετό ελεύθερο χρόνο κατά τη διάρκεια της υπόλοιπης ημέρας να ασχολείται με αυτό που αργότερα εξελίχτηκε στο μυθιστόρημα ο ‘Προδότης’ (The Man Within).

 

Το Νοσοκομείο Westminster στο κέντρο του Λονδίνου,  σε φωτογραφία του 1992. Σήμερα δεν υφίσταται, αφού μεταφέρθηκε στην περιοχή του Τσέλσι. Η νοσηλεία του συγγραφέα σε αυτό, του έδωσε αρκετό χρόνο για να συγκεντρώσει   ιδέες και υλικό για τη συγγραφή του παραπάνω μυθιστορήματος (Η φωτογραφία ανήκει στην προσωπική μας συλλογή).

Το Νοσοκομείο Westminster στο κέντρο του Λονδίνου, σε φωτογραφία του 1992. Σήμερα δεν υφίσταται, αφού μεταφέρθηκε στην περιοχή του Τσέλσι. Η νοσηλεία του συγγραφέα σε αυτό, του έδωσε αρκετό χρόνο για να συγκεντρώσει ιδέες και υλικό για τη συγγραφή του παραπάνω μυθιστορήματος (Η φωτογραφία ανήκει στην προσωπική μας συλλογή).

 

Ο Γκρην όμως είχε προηγουμένως κάνει δύο σημαντικές προσπάθειες για συγγραφή ενός μυθιστορήματος. Η πρώτη, προικισμένη με λατρευτικούς και κοσμικούς τίτλους, όπως “Prologue to Pilgrimage” και “Anthony Sant”, είχε ολοκληρωθεί πριν φύγει από την Οξφόρδη τον Ιούνιο του 1925, αλλά απορρίφθηκε για δημοσίευση από τον Basil Blackwell. Η δεύτερη προσπάθεια, “The Episode”, ήταν ένα ιστορικό ειδύλλιο για Ισπανούς αντάρτες, επηρεασμένο σε μεγάλο βαθμό από το στυλ του βιβλίου ‘Βέλος του Χρυσού’ (1919) του Γιόζεφ Κόνραντ και από τη ‘ζωή του Τζον Στήρλινγκ’ (1851), του Τόμας Καρλάιλ. Αυτή η δεύτερη προσπάθεια γραφής μυθιστορήματος ξεκίνησε στο Νόττινχαμ και τελείωσε ενώ εργαζόταν στους Times.

Κατά την περίοδο αυτή η γνώμη της Vivien επηρέασε τα μέγιστα τον Γκρην και από τον Οκτώβριο του 1926, το μυαλό του επικεντρώθηκε σταθερά σε αυτό που στη συνέχεια θα γινόταν ‘The Man Within’ (ο Προδότης). Για άλλη μια φορά, ο Γκρην ζήτησε την πολύ αξιόλογη γνώμη της Vivien επί του αρχικού σχεδίου του νέου μυθιστορήματος, ενώ βρισκόταν νοσηλευόμενος στο Νοσοκομείο Westminster με οξεία σκωληκοειδίτιδα. Αυτή η νοσηλεία του και μη αναμενόμενη διακοπή εργασίας του από τους Times, του έδωσαν αρκετό χρόνο για να συγκεντρώσει τις δημιουργικές ιδέες του και όλο το απαραίτητο υλικό που τόσο απαραίτητο ήταν για τη συγγραφή του.

 

green5

 

Όπως έχουν αναγνωρίσει διάφοροι κριτικοί, ο Γκρην φαίνεται πως έχει εξιδανικεύσει  διάφορα   σεξουαλικά και  άλλα προσωπικά του προβλήματα στην ύφανση αυτού του  μυθιστορήματος. Ορισμένοι κριτικοί, ήταν ξεκάθαροι με το γεγονός ότι ο Γκρην ήταν διατεθειμένος ακόμα και   να της προτείνει ένα γάμο με αποχή αρχικά από τις σεξουαλικές σχέσεις, για θρησκευτικούς λόγους, ενώ κατά την ίδια περίοδο, ήταν συχνός επισκέπτης στις πόρνες του Λονδίνου. Στην αντίθεση φυσικά της ‘καθαρής’ Ελίζαμπεθ βρίσκεται η ‘βρωμερή’ αλλά αισθησιακά σαγηνευτική Λούσυ, με τις δύο γυναίκες να συμμετέχουν αποτελεσματικά στην μονομαχία των αγγέλων για την ψυχή του Άντριους. Σε ψυχολογικό και πνευματικό επίπεδο, η εξίσωση είναι ξεκάθαρη. Η Λούσυ  αντικατοπτρίζει   τον πειρασμό και μια αναπαράσταση της πτώσης του Άντριους, ενώ η αγία Ελίζαμπεθ παρέχει σύντομες στιγμές λογικής και αυτογνωσίας, μαζί με το επίμονο μοτίβο της χριστιανικής ελπίδας για  δυνατότητα λύτρωσης. Η Λούσυ, παρά τα επιφανειακά σωματικά της προσόντα, συμβολίζει την απαραίτητη δύναμη εξαναγκασμού των ανθρώπων σε επανειλημμένη βάση  για αμαρτία  μέσα από την αδυναμία και την σφοδρή επιθυμία του αντίθετου φύλλου,   “Are you a devil as well as a harlot?’ . . . He felt no fear of death, but a terror of life, of going on soiling himself and repenting and soiling himself again. There was, he felt, no escape. He had no will left”, εκμυστηρεύεται σε κάποιο σημείο ο Άντριους. Αλλά τα περιστέρια, στη συνέχεια, ίσως συμβολίζουν την πολυπόθητη αλλά τελικά ματαιωμένη επιθυμία του Άντριους για ευτυχισμένη, συζυγική ένωση με την Ελίζαμπεθ.

 

green6

 

Μέχρι το τέλος του 1928, ο Γκρην είχε υποβάλει το κείμενο του ‘The Man Within’ στον Charles Evans, του εκδοτικού οίκου Heinemann, και τελικά δημοσιεύτηκε, σημειώνοντας σημαντική αναγνώριση, τον Ιούνιο του 1929. Σημειωτέον ότι, όπως κι άλλα πολλά βιβλία του Γκράχαμ Γκρην, έτσι και τούτο γυρίστηκε σε κινηματογραφική ταινία το 1947.

Ένα μυθιστόρημα που ασχολείται με την αμαρτία, τη μετάνοια, το θάνατο και τη λύτρωση.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top