Fractal

✔ Προδημοσίευση: Ελένη Γκίκα «Η ωραία της νύχτας»

 

✔ Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Διάπλαση στις 12 Φεβρουαρίου 2018

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

 

Η ωραία της νύχτας (Το μυθιστόρημα)

 

Σε καταδιώκει ο τόπος.

Αυτό σκέφτεται έντρομη εκεί που νόμιζε πως πια είχε φύγει απ’ όλους και όλα, βλέποντας στο περίπτερο πενήντα τρία χρόνια μετά, ξαφνικά, τον παλιό εαυτό της. Ασπρόμαυρο, με μια γκριμάτσα απόγνωσης θορυβημένου ζώου που έχει βγει για τα καλά έξω απ’ το μαντρί. Κλαίει, γελάει, πονάει, όλα ένας σωρός.

Ακόμα κι οι παλιές εφημερίδες βρικολάκιασαν: ΤΟΝ ΠΕΡΙΕΒΡΕΞΕ ΜΕ ΒΕΝΖΙΝΗΝ ΕΝΩ ΕΚΟΙΜΑΤΟ ΚΑΙ ΕΘΕΣΕΝ ΠΥΡ. – ΧΩΡΙΚΗ ΕΙΣ ΤΟ ΚΟΡΩΠΙΟΝ ΕΚΑΥΣΕΝ ΤΟΝ ΑΝΔΡΑ ΤΗΣ. – Η ΔΡΑΣΤΙΣ ΛΕΓΕΙ ΟΤΙ ΤΟ ΘΥΜΑ ΤΗΝ ΕΖΗΛΕΥΕ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΔΕΡΝΕ.

Κορμπέλο, όπως Κατάρα, Κάρμα, Κουσούρι, Κόλαση, η Κόλασή της που ταξίδεψε χιλιόμετρα βόρεια κι έφτασε εδώ. Διέλυσε τη θεραπευτική ομίχλη, ανέβασε τη δροσερή θερμοκρασία, την έκανε πάλι καζάνι που βράζει, ποιος είπε ότι μπορεί κανείς να ξεφύγει από το παρελθόν; Το παρελθόν είναι το καύκαλό μας, το σαμάρι που έγινε ένα και με το κρέας αλλά και με το κόκαλο. Δεύτερο δέρμα μας είναι, μ’ εκείνη την καταραμένη ικανότητα να εισβάλλει στο σώμα σου και να γίνεται η ραχοκοκαλιά.

Εγώ είμαι! Εγώ όπως τότε! Εγώ τότε πάλι, όχι πάλι, Θεέ μου, ξανά!

«Δεν μετανοώ, έκανα το κέφι μου», τους θυμάται να της το χρεώνουν, όχι δεν το είπα, αυτό που τους είπα είναι ότι «δεν άντεχα πια, δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς», αλλά δεν μ’ άκουγαν, κανείς τους δεν μ’ άκουγε, και τόσες πολλές φορές που το είπαν σκέφτηκα ότι δεν γίνεται, τελικά θα το είπα κι εγώ.

«Βεντέτα με μια νεκρή και δύο τραυματίες στο Κορμπέλο. Τι σχέση έχει με τη Φόνισσα του Κορωπίου που έκαψε ζωντανό το 1966 τον άντρα της;»

Κι ένα κορίτσι ασπρόμαυρο σε μια φωτογραφία με χρώμα. Κρατά μια μαύρη τσάντα στο πρόσωπο, παρά τις χειροπέδες το κατορθώνει και κρύβει το πρόσωπο, δεν γίνεται να τη δω, κρύβεται ακόμα κι από μένα, κρύβεται καλά.

«Η δραματική εξέλιξη που πήρε η οικογενειακή αντιδικία στο Κορμπέλο οδήγησε σε ένα άγριο έγκλημα πάθους. Θύμα της άγριας δολοφονίας με πολλαπλά χτυπήματα από κουζινομάχαιρο ήταν η 38χρονη Μ.Θ., μητέρα δύο ανήλικων αγοριών. Η γυναίκα που τη σκότωσε ήταν η νυν σύντροφος του πρώην συζύγου της, με τον οποίο το θύμα βρισκόταν σε διάσταση επί σειρά ετών».

Το πρώτο που σκέφτηκε ήταν η ηλικία. Είκοσι έξι χρονών ήμουν κι εγώ. Όλα τα κακά τότε ξεσπούν, όταν είσαι νέα, πολύ νέα, με αποκορύφωμα όταν γίνεσαι είκοσι έξι χρονών. Είκοσι έξι χρονών, μια ξοφλημένη που δεν αντέχει πια.

«Ο σύζυγος είχε αφήσει τη γυναίκα του και τα παιδιά του και ζούσε με την 26χρονη, και έκτοτε είχε ξεσπάσει ένας ανηλεής πόλεμος με εξυβρίσεις, απειλές και βροχή αλληλομηνύσεων μεταξύ των δύο γυναικών, που συχνά τσακώνονταν για τον άντρα που και οι δύο διεκδικούσαν. Ο 41χρονος ειδοποιήθηκε από γείτονες για το αιματηρό συμβάν, έτρεξε στο σπίτι και τη μετέφερε στο Κέντρο Υγείας, όπου παρά τις προσπάθειες των γιατρών η άτυχη γυναίκα κατέληξε. Στη συνέχεια ο άντρας, σε κατάσταση αμόκ, μπήκε στο σπίτι της 26χρονης και πυροβόλησε και τραυμάτισε τον πατέρα της και τη γυναίκα με την οποία συζούσε. Στο επίκεντρο της τραγωδίας είναι τέσσερα παιδιά, καθώς και οι δύο γυναίκες είχαν αποκτήσει από δύο παιδιά με τον 41χρονο. Η υπόθεση παίρνει μυθιστορηματικές διαστάσεις μετά την κατάθεση του δράστη της διπλής επίθεσης ότι η 26χρονη σύντροφός του είναι εγγονή μιας διάσημης φόνισσας της δεκαετίας του ’60. Η γιαγιά της δράστιδας φέρεται να ήταν η Ε.Π., επονομαζόμενη και “Τίγρη του Κορωπίου”, η οποία είχε συγκλονίσει το πανελλήνιο όταν τον Αύγουστο του 1966 έκαψε ζωντανό τον σύζυγό της. Και οι δύο γυναίκες είχαν την ίδια ηλικία, είχαν και δύο παιδιά, και η αιματηρή κατάληξη των οικογενειακών τους υποθέσεων είχε ερωτικό περιεχόμενο…»

Όμως εσύ είσαι σχεδόν παιδί, φαίνεσαι παιδί, πώς να σκεφτείς τα παιδιά.

Το πρώτο που σκέφτομαι πανικόβλητη είναι να εξαφανίσω όλες τις εφημερίδες από το περίπτερο του Φώτη, ανοίγω μηχανικά το φθαρμένο μου πορτοφόλι και κάνω να βγάλω τα λεφτά. Να μην το δουν στο χωριό, να μην το μάθουν, τόσα χρόνια το έθαψα, τόσα χρόνια το άντεξα, ήμουν μια άλλη, έγινα τελικά μια άλλη όλον αυτόν τον καιρό. Και τώρα σαν να μαυρίζουν ξαφνικά τα μαλλιά. Έχω την γκριμάτσα της, με βλέπω στο τζάμι δεξιά, τον ίδιο πόνο, την ίδια ανακούφιση, την ίδια απόγνωση μισόν αιώνα μετά, λες κι ήταν μάσκα και κόλλησε στο δέρμα μου, πώς να ξεριζώσεις τα χείλη και τα μάγουλα, πώς να ξεριζώσεις το βλέμμα, το μαύρο γέλιο, τη μαυρισμένη καρδιά.

Μαύρο γέλιο, μαύρο κλάμα, μαύρο γάλα, μαύρα τα ρούχα μου κι ότι τα ξάνοιξα, μαύρα ξανά.

Ο τόπος τελικά σε καταδιώκει, μάλλον δεν γίνεται διαφορετικά.

Κι εγώ που σήμερα είχα σκεφτεί να πάω στη θάλασσα. Με διώχνει η θάλασσα, με καταπίνει ο καπνός, όχι, δεν είναι η δική μου ομίχλη, είναι από το κάρβουνο που κουβαλάω αναμμένο τόσα χρόνια στην καρδιά. Τρεις θ’ αγοράσω. Και πάλι θα φανώ ύποπτη, ποτέ ξανά δεν αγόρασα εφημερίδα από τότε. Αλλά τελικά υπάρχει στη ζωή «ποτέ ξανά»; Όλα επαναλαμβάνονται: τα ξεχασμένα, τα πληρωμένα, τα εκπληρωμένα, λες και γυρίζεις δεμένος στον ίδιο τον σιδερένιο σου πάσσαλο, καταδικασμένη να ξαναζείς εκείνο για το οποίο γεννήθηκες, μερικοί άνθρωποι ήρθαμε με το στίγμα, θα σκοτώσεις, θες δεν θες, σ’ αυτή τη ζωή. Δεκαεννιά χρόνια αυτό ακριβώς σκεφτόμουν μέρα και νύχτα, νύχτα και μέρα στη φυλακή. Όταν ήρθα ως εδώ, άρχισα πάλι να ελπίζω, πώς τόλμησα, δεν έπρεπε, είχα τα τελευταία χρόνια αποξεχαστεί. Να φύγω θέλω, δεν με χωράει ο τόπος ούτε κι εδώ.

 

 

Η καταδικασμένη να εξιστορεί

 

Η περιοχή μου είναι μια παράφορη και αλλόκοτη περιοχή. Πηγάδια, λάμιες, νεράιδες, σπηλιές, ξωκλήσια, αρχαία μονοπάτια, ο Σφηττός, αγιογραφίες Κόντογλου, καμαρόσπιτα που γίνονται πανεπιστημιακή διατριβή και θυμίζουν νησί, φαντάσματα, ιστορίες, μύθοι, θρύλοι, μυστικά που τα κρύβει όλος ο κόσμος, αρχαιολογικά ευρήματα σε κάθε βήμα, αυτοθυσίες και εγκλήματα πάθους, όλα, όλα μαζί. Άντε να εξηγήσεις σε φίλο σου Κερκυραίο ότι εδώ έχουμε ακόμα εγκλήματα πάθους, ναι, ακόμα, σ’ αυτήν εδώ την εποχή. Τα πρώτα παραμύθια τα άκουσα από τη θεία μου την Κουλιώ, αυτοσχέδια και τρομακτικά, πάνω κι από τον Άντερσεν. Μεγάλωσα και συνήθισα έτσι στα «θαυμαστά», μόνο η Ογκάουα μου φαινόταν ισάξια. κι όσο κι αν έλεγε η μικρή Νεφέλη: «Όμως, νονά, εδώ είναι πολύ κοτεινά», αυτό το σκοτεινό το συνήθισα και ενίοτε, στα πολύ νιάτα μου, ήταν και αξιοθαύμαστο, αξιοζήλευτο, θα μπορούσα με κάθε ειλικρίνεια να πω. Ό,τι κι αν έγραφα –παρότι ήταν «πολύ κοτεινό»– ήταν πάντα λιγότερο σκοτεινό απ’ το αληθινό, αφαιρούσα πάντοτε απ’ το αληθινό για να το κάνω αληθινά πιστευτό, και να που τώρα, πάνω που υποσχέθηκα στους συμμαθητές μου να γράψω για μας και γράφω, είναι η αλήθεια, για μας, να μιλήσω για του τόπου μας όλη αυτή την παραφορά, έρχεται για μια ακόμα φορά η πραγματικότητα και μου τη βγαίνει με κόκκινο. Η μαμά του κοριτσιού που σκότωσε ήταν αγαπημένη μου συμμαθήτρια, το πιο γελαστό κορίτσι, το σπίτι όπου συμβαίνει εκείνη η αιώνια σκοτεινή επανάληψη το καθημερινό μου πέρασμα για το σχολείο, δυο τετράγωνα κάτω απ’ το σπίτι μου, γι’ αυτό δεν ξέρω πια για ποιον να σκάσω, ποιον να πρωτοσπλαχνιστώ, αλλ’ είναι όλο εκείνο το πάθος κι η εγκράτεια, η μεγάλη εξωτερική πόρτα που αποκρύπτει ακόμα κι από μας τη μέσα μας σκοτεινιά, που εκρήγνυται ενίοτε εφιαλτικά, κι εκεί που έχεις ξεχάσει, ενδεχομένως δεν έχεις μάθει καν, σου σκάει σχεδόν στα χέρια σου πενήντα τρία χρόνια μετά. Έτσι περήφανα αλλόκοτος και παθιασμένος ο τόπος μου, μερικές φορές σού επιβάλλεται ακόμα και… φονικά. Φαρμακώνεις και φαρμακώνεσαι, δεν γίνεται, δεν μπορείς διαφορετικά. Μου είπε ο Στράτος να γράψω. «Το μεγάλο και το ακατανόητο το ζεις». Φραγκοδίφραγκα θα είναι πάντοτε εκείνα που γράφω. Καταλαβαίνω λοιπόν ακόμα και τη σιωπή. Είναι η μόνη παράφορα εύγλωττη, η θεία μου που πάντοτε μ’ έβρισκε φλύαρη θα την έλεγε «η μόνη αξιοπρεπής». Δεν μπορώ να πάρω ανάσα, σαν να ’χει ανοίξει ο χρόνος και να ’χουν γίνει ένα κουβάρι ό,τι θυμάμαι, ό,τι συμβαίνει, εκείνο που κρύβεται αινιγματικά παρακάτω και μας κάνει σπασμωδικά φλύαρους. Τον πονώ τον τόπο μου. Είμαι ξερολιθιά στις ξερολιθιές του.

Κι όσο κι αν φεύγω δεν του ξεφεύγω, σκέφτομαι ξεφυλλίζοντας τις εφημερίδες, ένα ρομάντζο ήρθα να γράψω ερωτικό και με καλό τέλος σ’ αυτό το χωριό. Και ξαφνικά ξέσπασε αυτό. Από την ώρα εκείνη μόνο αυτό σκέφτομαι, σαν να ’χω κάνει τον φόνο εγώ. Και τους δυο φόνους μάλιστα. Κι εκείνον τον παλιό. Ειδικά εκείνον τον παλιό. Κι ας ήμουν αγέννητη τότε, ας τρόμαξα τόσο πολύ εκ των υστέρων. Ας το ξανάζησα πάλι και πάλι όταν περνούσα απ’ έξω, γιατί παρά τον ασβέστη τον έβλεπα τον καρβουνιασμένο παλιό τοίχο, κι υπήρξαν μέρες που όρκο παίρνω ότι άκουσα και τα κλάματά της και τα ουρλιαχτά του. Τα σπίτια θυμούνται, τα σπίτια κλείνουν στους τοίχους και στα θεμέλια τους δικούς τους θανάτους, διασώζοντας έτσι μια αιωνιότητα που σε σημαδεύει για πάντα, δεν συνηθίζεται αυτό, συνηθίζεται; Πάντα πονά, πάντα είναι εκείνη η πρώτη φορά. Αιμάσσουσα. Να κοχλάζει σε απίθανους βαθμούς τήξης, σαν Χιροσίμα την ημέρα της βόμβας, σε δευτερόλεπτα. Κι ύστερα πάλι και πάλι. Σινεμασκόπ ώσπου να γίνεις η ίδια πόνος, φωτιά, στάχτη και ξανά πληγή, πυρκαγιά. Καίγομαι. Κι ίσως και ν’ αρχίζω να καταλαβαίνω γιατί φοβόμουν τα σπίρτα, εγώ η άκαπνη και άφλογη ως τα δεκαεννιά.

Τρεις φορές τηλεφώνησαν από την εφημερίδα.

«Τίποτα δεν θυμάσαι; Ποτέ δεν τους γνώρισες; Είναι κοντά σου το σπίτι; Εκείνη εκεί τη φόνισσα την έχει ξαναδεί κανείς σας ξανά; Το κορίτσι το γνώρισες;»

Ήταν κι η Μάρω:

«Τουλάχιστον εκείνος το άξιζε; Άξιζε όλο αυτό το φονικό;»

Αλλά το φονικό αξίζει κι ανήκει πάντα σ’ εκείνη που το διέπραξε, σκέφτομαι. Το πάθος είναι του υποκειμένου. Το αντικείμενο είναι άνευ αξίας, παίρνει ό,τι αξία έχουν τα μάτια που τον έκαναν «τα πάντα», δίχως αυτές τις γυναίκες θα ήταν ο Κανένας. Εκείνες τον έκαναν την αιτία και την εστία της πυρκαγιάς.

Ήρθα για να τελειώσω επιτέλους με τις παλιές μου αγάπες και ξανάνοιξαν δυστυχώς οι αρχαίες πληγές. Ο τόπος είναι τρόπος, μου είχε πει όταν ήμουν μικρή η γιαγιά.

Ο τρόπος μου. Κι οφείλω πια να τον ψάξω. Αν θέλω να συνεχίσω ν’ αντέχω και να ζω. Δεν υπάρχει χειρότερο απ’ το να σε μετρούν με τους επιζώντες. Ή μάλλον υπάρχει. Να γεννήθηκες για να εξιστορείς. Να είσαι εκείνη που οφείλει να γράψει την ιστορία. Δεν έχεις άλλον τρόπο, δεν ξέρεις άλλη ζωή, δεν έχεις καμία άλλη επιλογή.

Σκέφτομαι: Θ’ αρχίσω απ’ αυτήν. Μόνο εκείνη λυπάμαι, δεν την αφήνουν να ξεχάσει, δεν θα μπορέσει ποτέ να ξεχαστεί. Κι αν αυτό δεν είναι η κόλαση επί της γης…

 

 

Μιράμπιλις Τζαλάπα

 

«Μιράμπιλις Τζαλάπα», έτσι τη λέω την κυρα-Φωτεινή, και είναι ο παράδεισος επί της γης.

Τον πρώτο Αύγουστο που τη μύρισα έμενα ακόμα στο μικρό πανδοχείο κι αναζητούσα μια απομονωμένη παλιά μονοκατοικία. Είχε νυχτώσει κι είχα πάρει τους δρόμους προς το βουνό. Στα τελευταία σπίτια του χωριού ο δρόμος γινόταν από άσφαλτος καρόδρομος.

«Να γυρίσουμε», είπε η φίλη μου η Ντέμη, που δεν της άρεσαν καθόλου όλ’ αυτά. «Αφήνεις τ’ ωραίο σου γραφείο και ξενιτεύεσαι στα κατσάβραχα, να πήγαινες τουλάχιστον σ’ ένα νησί ή σε μια παραθαλάσσια πόλη, μπορείς να μου πεις τι χούγια είναι αυτά;»

Τα ίδια επαναλάμβανε και σήμερα πάνω-κάτω, όταν γέμισε το σούρουπο νυχτολούλουδο, βαθιά αναπνοή, εκπνοή, εισπνοή, να μπει εκείνο το παραδεισένιο που έχω γνωρίσει –δεν γίνεται να μην έχω γνωρίσει– κι έχω ξεχάσει βαθιά στην ψυχή. Πήρα τον χωματόδρομο αγνοώντας τη, δεν έπρεπε να την κουβαλήσω μαζί μου, ακολουθώντας αυτή τη θεϊκά γνώριμη, ουράνια μυρωδιά, που όσο πύκνωνε το σκοτάδι τόσο μεγάλωνε, μεγάλωνε μέχρι εκείνο εκεί το μικρό καταπράσινο πορτάκι που ήταν γεμάτο κισσούς, ρολογιές, αγιόκλημα, γιασεμιά.

«Μυρίζει αγιόκλημα», ψιθύρισε μαλακωμένη η Ντέμη.

«Είναι Μιράμπιλις Τζαλάπα», της είπα επίτηδες για να την τσαντίσω.

«Καλώς ορίσατε», ακούστηκε μέσ’ από τις πικροδάφνες και τους κατιφέδες μια φωνή μαλακή, μαμαδίστικη και βαθιά. «Ακολουθήστε τα νυχτολούλουδα», μας είπε απολαμβάνοντας τη δική της αρωματισμένη ατμόσφαιρα, «κοπιάστε να δείτε τον κήπο μου, αν και πιο πολύ θα τον μυρίσετε έτσι στα σκοτεινά».

Μπήκα και χάθηκα. Μόνο ανέπνεα. Μια γνώριμη, μυστική, παλιά, πολύ παλιά μυρωδιά. Πόσα χρόνια έχω ν’ αναπνεύσω νυχτολούλουδα; Αν έβρισκα νυχτολούλουδο στον τόπο μου, δεν θα χρειαζόταν για να γράψω να παίρνω κάθε φορά τα βουνά.

Μας έφερε νεραντζάκι και παγωμένο νερό μπούζι, μας έβαλε λεμονάδα δική της, «Πιες, πιείτε, παιδιά μου», καθόμαστε κάτω από μια κρεβατίνα, τσαμπιά τα σταφύλια.

«Πεινάτε; Έχω κάνει σπανακόπιτα», λέει και ξαφνικά σηκώνεται ξανά.

Επιστρέφοντας κρατά ένα ματσάκι γαρδένιες, μια πιατέλα με μουσούντα.*

«Αν έρθετε αύριο, θα σας δώσω και βασιλικά».

«Πού μάθατε εσείς τη μουσούντα;»

Δεν μου απάντησε, απ’ ό,τι θυμάμαι, δεν ξαναρώτησα, όμως έκτοτε και για δύο ολόκληρα χρόνια μού την έφτιαχνε συχνά.

Φορά ένα γκρίζο βατιστένιο φουστάνι με μικρά άσπρα ανθάκια, άσπρα σαν την κοτσίδα που έχει πλέξει σε κότσο, μ’ αρέσουν οι μεγάλες γυναίκες που μεγαλώνουν κανονικά, φυσικά.

Δεν έχει γεννηθεί στο χωριό, αλλά είναι σαν να γεννήθηκε.

«Ήρθα και ρίζωσα, η αρίζωτη, τώρα είμαι τόσων χρονών όσο και τα φυτά».

Δίπλα στο παλιό πέτρινο σπίτι μοιάζει σχεδόν αιωνόβια μια ελιά.

«Τη βρήκα και με βρήκε μεγάλη».

Η Φωτεινή πιάνει το βλέμμα μου κι έτσι θα επικοινωνούμε σε όλη μας τη συνέχεια, με τη σκέψη, σαν του Στάμπλετον τον «παράξενο Τζον». Εξάλλου δεν μ’ αφορούσαν ποτέ των ανθρώπων τα λόγια, κάτι άλλο δικό τους έφτανε και μ’ έγδερνε ή με χάϊδευε, κι εκείνο εκεί ερχόταν αλλιώς, σαν νυχτολούλουδο, από κοντά μα ωστόσο ταυτοχρόνως και μακριά.

Με τις γαρδένιες, δυο κλωναράκια γιασεμιά και τέσσερις σπανακόπιτες στο αλουμινόχαρτο, που μου θυμίζανε γιαγιά και χρόνια παιδικά, πήραμε τα μεσάνυχτα τον χωματόδρομο, «σε τετρακόσια μέτρα αρχίζει η άσφαλτος», την άλλη μέρα θα μάθαινα ότι νοικιάζεται μια αποθήκη σ’ ένα παλιό περιβόλι εκεί κοντά. Η πέτρινη αποθήκη που θα γίνει τα δυο τελευταία χρόνια «το σπίτι μου», εδώ θα βρίσκομαι όταν θα μαθευτεί ο φόνος, απ’ αυτό εδώ το σπιτάκι θα επιστρέψω πίσω στον χρόνο, τόσο κοντά σ’ εκείνον τον τόπο, τον τόπο μου, απ’ αυτό εδώ το σημείο που φρόντισα ακριβώς να είναι τόσο πολύ μακριά.

Στο μεταξύ, με το φως της ημέρας ο κήπος της Φωτεινής είναι το όγδοο θαύμα, έτσι την πείραζα, κλωνάρι έβαζε κι εκείνο έβγαζε ρίζες, τέσσερα στρέμματα πράσινο, «Μα πόσα πράσινα», τη ρωτούσα έκπληκτη, «έχουμε πια;», πορτοκαλιές, λεμονιές, μανταρινιές, ροδακινιές, συκιές, κερασιές, ευκάλυπτοι, λεύκες και καστανιές, μουριές, αχλαδιές, μηλιές, μυγδαλιές, «Υπάρχει καρπός που δεν μεγαλώνει εδώ πάνω;» την πείραζα, και πίσω, σ’ ένα αυτοσχέδιο μποστάνι, ντοματιές, πιπεριές, μελιτζάνες και κολοκύθια, φασολάκια και μπάμιες, αγκινάρες μαύρες σαν εκείνες του μπαρμπα-Κώστα, μικρές.

«Από τους καρπούς και τα άνθη, από τα φύλλα των δέντρων καταλαβαίνω εδώ τις εποχές».

Έμεινα τρία χωράφια πιο κει, στον νοτιά. Κι ήταν η Φωτεινή που με πρωτοπήγε στο σπίτι, που με βοήθησε να βάψω, ν’ ασβεστώσω και να καθαρίσω μετά.

«Θα βγεις στη βεράντα σου και θα βγάλεις φωνή κι εγώ σ’ άκουσα», υποσχέθηκε.

Κι όταν εγκαταστάθηκα, εξάλλου τι είχα να μεταφέρω, δυο βαλίτσες με ρούχα κι άλλες τρεις με βιβλία και χαρτιά, ήρθε και μου τη γέμισε αυτή τη βεράντα με βασιλικά κι αρωματικά. Τι δυόσμο, τι λεβάντες, τι θυμάρια, τι ρίγανη, τι μαϊντανό και άνηθο, φασκόμηλο, μαντζουράνα, λουίζα, εστραγκόν, βαλεριάνα, αρμπαρόριζα, σχοινόπρασο και δεντρολίβανο και δάφνη, όλα φυτρώσαν και θεριέψαν εδώ. Έκανε μια μικρογραφία του κήπου της στο σπιτάκι μου. Ένα δεν δέχτηκα να φυτέψει, αναγνωρίζοντάς το δικό της: Μιράμπιλις Τζαλάπα. Της το ξέκοψα:

«Φωτεινούλα, τα νυχτολούλουδα είναι αποκλειστικά δικό σου προνόμιο, δική σου δουλειά».

Εξάλλου έφταναν μέχρι εδώ τις καλοκαιρινές νύχτες τ’ αρώματα. Και μ’ έπνιγαν σαν νοσταλγία για κάτι χαμένο, για κάτι που δεν θυμάμαι, για κείνο ακριβώς που μια ζωή γράφω και μια ζωή αγωνίζομαι να θυμηθώ. Κι έτσι έγινε η Φωτεινούλα η δική μου Μιράμπιλις Τζαλάπα.

«Θα σε φωνάζω Μιράμπιλις», το ’πα και το ’κανα. «Μιράμπιλις!» της φώναζα επίσημα από το μικρό καταπράσινο πορτάκι της πριν μπω στον κήπο του παραδείσου ξανά.

 

 

Το κορίτσι που το είπαν φόνισσα

 

Μου έκανε εντύπωση, γιατί έτσι την πρωτοδείξανε στην τηλεόραση, πνιγμένη στα γιασεμιά.

Τόσο νέα, σχεδόν παιδί, τόσο χαμένη κι αθώα, τόσο αμετάκλητα ένοχη, σχεδόν απροστάτευτη, κρατούσε τις μικρές χούφτες της με τις χειροπέδες ψηλά.

Δεν έχει καταλάβει τίποτα, αυτό σκέφτηκα όταν την άκουσα να μιλά. Φοβήθηκα για τη μάνα της, είχα κάποτε μια συμμαθήτρια, Ρούλα τη λέγανε και τραγουδούσε το «Δεσποινάκι», που είχε παντρευτεί τον γιο εκείνης της γυναίκας, αμέσως το σκέφτηκα, λες να;

Ήτανε πάνω από τέσσερα χρόνια μαζί του, μαζί του έμενε, είχαν και δυο παιδιά. Κι όμως μπόρεσε, με το μωρό της στ’ αμάξι την έσφαξε, έτσι ακριβώς είπανε, μπροστά στα δικά της παιδιά.

«Τρέχα, μπαμπά, σφάζουν τη μαμά!» έτσι του είπαν.

«Μα ζούσε! Δεν πήγα για να τη σκοτώσω, με προκάλεσε και φούντωσα, τι θ’ απογίνουν τώρα τόσα παιδιά», παιδί ακόμα και ρωτούσε σαν να μην είχε καταλάβει απολύτως τίποτα για τα παιδιά.

Κι εκείνος να επιμένει:

«Με τα παιδιά με φοβέριζε, αν φύγεις θα σκοτώσω, θα κάψω τα παιδιά».

Πώς μπορεί μια μάνα να μην αγαπάει τα παιδιά; αναρωτιέται ο ρεπόρτερ, κάθε γυναίκα όμως γνωρίζει ότι η αγάπη προς τα παιδιά έρχεται κάπως αργά, μετά την παραφορά.

Πρώτα ερωτεύεσαι ή δεν ερωτεύεσαι παράφορα τον πατέρα. Τότε, εκείνη τη σκοτεινή εποχή, τα παιδιά είναι το αξεσουάρ. Αλλά είμαι η τελευταία που μπορώ να μιλάω γι’ αυτά, δεν έχω παιδιά. Αλήθεια, η δική μου Μιράμπιλις, δεν την έχω ρωτήσει, έχει παιδιά;

Μπα.

 

 

Ελένη Γκίκα “Η ωραία της νύχτας”

 

Οπισθόφυλλο

 

Το μεγάλο και το ακατανόητο το ζεις. Φραγκοδίφραγκα θα είναι πάντοτε εκείνα που γράφω. Καταλαβαίνω καλύτερα τη σιωπή. Είναι η μόνη παράφορα εύγλωττη, η μόνη αξιοπρεπής. Αλλ’ άνοιξε ο χρόνος κι έχουν γίνει κουβάρι ό,τι θυμάμαι, ό,τι συμβαίνει κι εκείνο που κρύβεται αινιγματικά μια ζωή. Τον πονάω τον τόπο μου. Είμαι ο τόπος. Ξερολιθιά στις ξερολιθιές.

 

Είναι η είδηση του καλοκαιριού: ένα νέο κορίτσι, 27 χρονών, σκοτώνει την πρώην γυναίκα του συντρόφου της. Η γιαγιά της, επίσης στα 27 της, είχε κάψει τον άντρα της πάνω από μισόν αιώνα πριν. Η αφηγήτρια, που περνούσε έξω «από το σπίτι της φόνισσας» για να πάει στο σχολείο όταν ήταν παιδί, θα προσπαθήσει να συναντήσει τη γιαγιά-φόνισσα με τον μόνο τρόπο που ξέρει: στο χαρτί.

Μέσα από τις παράλληλες και αλληλοσυμπληρούμενες αφηγήσεις τριών γυναικών, αλλά και με εγκιβωτισμένα ντοκουμέντα από εφημερίδες και σημειώσεις για θεραπευτικά βοτάνια για τις ασθένειες της καρδιάς, ξετυλίγονται τα μυστικά ενός πανάρχαιου τόπου, η σχέση μάνας-κόρης, η μοίρα της γυναίκας, η αρρώστια του έρωτα, η επιθυμία, η ενοχή, και μια προσωπική ιστορία που εντέλει γίνεται οικουμενική.

Το χρονικό δύο φόνων, μια οικογενειακή σάγκα, και η οργανική σχέση του συγγραφέα με τους ήρωές του. Ή αλλιώς: δυο φόνοι, δυο έρωτες, ένα μυθιστόρημα, ένας κήπος και ένας Τόπος — ένας Τρόπος ζωής.

 

 

Η ωραία της νύχτας -Mirabilis J.

Στο εργαστήρι της συγγραφέως.

 

Μια γυναίκα, η αφηγήτρια, «η Νόρα από το Κουκλόσπιτο του Ιψεν, η Λώρα από τον Γυάλινο κόσμο του Τενεσή Ουίλιαμς μετά»,  «εκείνη που είναι καταδικασμένη να εξιστορεί» όπως συνηθίζει να λέει, βρίσκεται σ’ ένα χωριό στη μέση του πουθενά, προσπαθώντας να ξεφύγει από τον Τόπο της, τη ζωή της δηλαδή, αλλά θα έρθει να την βρει ακόμα κι εκεί.

Είναι η είδηση του Καλοκαιριού: Ένα νέο κορίτσι, 27 χρονών, σκοτώνει την πρώην γυναίκα του συντρόφου της, αλλά για κακή της τύχη είναι Αύγουστος, τα δελτία δεν έχουν ειδήσεις κι αυτή έχει ήδη δεδικασμένο παρελθόν. Η γιαγιά της στα 27 της έκαψε τον άντρα της 53 χρόνια πριν. Η ιστορία επαναλαμβάνεται κάπως σαν την επανάληψη της αιώνιας σκηνής.

Η αφηγήτρια, «περνώντας από το σπίτι της φόνισσας» για να πάει στο σχολείο της όταν ήταν παιδί, θα προσπαθήσει να συναντήσει τη γιαγιά – φόνισσα που την στοίχειωσε με την ιστορία της, με τον μόνο τρόπο που ξέρει, δηλαδή, γράφοντας, «στο χαρτί».

«Η ωραία της νύχτας» θα αποκαλέσει την ιστορία της. Από την λαϊκή ονομασία του νυχτολούλουδου, μυρωδιά για τον τόπο, το στοιχειωμένο σπίτι, καθοριστική.

Στο μεταξύ θα γνωρίσει «τυχαία», ακολουθώντας τη μυρωδιά από τα νυχτολούλουδα, μιαν άλλη γυναίκα που έχει χτίσει την δική της Εδέμ κάπου εκεί. Εκείνη την φωνάζουνε Φωτεινή αλλά θα την αποκαλεί Μιράμπιλις Τζ. από την επιστημονική ονομασία του νυχτολούλουδου Μιράμπιλις Τζαλάπα, θα γίνει η Μιραμπιλίτσα της, εκείνη που θα την φροντίσει σα τη μάνα που δεν είχε ποτέ [είχε πεθάνει στην γέννα, ήταν εκείνη που σκότωσε αυτή που την έφερε στη ζωή], θα της κεντά ό,τι θα θέλει να της πει, θα ετοιμάσει τον δικό της επίγειο παράδεισο στην μικρή της βεράντα και θα της μαγειρεύει φαγάκια που έχουνε ξεχαστεί. Θα της χαρίσει τα γυάλινα ζωάκια της για να μεγαλώσει έτσι την ήδη υπάρχουσα δική της συλλογή.

Έτσι οι μέρες της θα χωριστούν στα δυο: στη ζωή της στους ανθισμένους κήπους της Μιραμπιλίτσας- Φωτεινής και στην άλλη ζωή της μυθιστορηματικής φόνισσας που θα την συναντά στο χαρτί.

Για να μη την προδώσει, θα επιστρέψει ως και στον Τόπο της κάποια στιγμή: θα την αναζητήσει στο στοιχειωμένο σπίτι και στο πατρικό της, στα γράμματα του απόντος πατέρα, στα νυχτολούλουδα της δικής της αυλής. Στο πρόσωπο εκείνο του νέου κοριτσιού που επανέλαβε το κρίμα της γιαγιάς της και σήμερα βρίσκεται στη φυλακή.

Η αφήγηση είναι πολυπρισματική, σε πρώτο και τρίτο πρόσωπο.

Το μυθιστόρημα χωρίζεται σε τρία μέρη. Κάθε μέρος περιλαμβάνει έντεκα κεφάλαια, κάθε κεφάλαιο τέσσερα υποκεφάλαια, χωρισμένα με υπότιτλους για να είναι πιο ευκρινή.

είναι

«Η ωραία της νύχτας»: που είναι το μυθιστόρημα, αποτελώντας ένα μυθιστόρημα μέσα στο μυθιστόρημα, είναι η φόνισσα όπως την συναντά η αφηγήτρια καθημερινά στο χαρτί.

είναι

«Εκείνη που είναι καταδικασμένη να εξιστορεί», έτσι έμαθε, να είναι παρατηρητής μια ζωή της ζωής, δεν έχει, δεν ξέρει άλλον τρόπο ζωής,

Είναι η

«Μιράμπιλις Τζαλάπα» η γήινη μαμαδίστικη δική της Φωτεινή, με τους κήπους και τα παράξενα φυτά της, με τα αρχετυπικά κεντητά της, τα παραδοσιακά φαγητά της, τα θεραπευτικά βότανα που της ξαναμαθαίνει τη ζωή.

Και είναι και

«Εκείνο το κορίτσι που το είπαν φόνισσα», η Νικολέτα η εγγονή της φόνισσας, έγκλειστη που προσπαθεί να καταλάβει και να θυμηθεί. Το πώς τον γνώρισε μέσα από το συμβολισμό που είχαν τα λουλούδια στο ανθοπωλείο όπου δούλευε κι εκείνος της χάριζε, τι είναι ο Τόπος της που ευνοεί το Κακό κι όλη αυτή την παραφορά μια ζωή. Τη γιαγιά της, που ποτέ δεν συνάντησε.

Τρόπος γραφής:

«Η ωραία της νύχτας» και «εκείνη που είναι καταδικασμένη να εξιστορεί» είναι γραμμένα πρωτοπρόσωπα, η ηρωίδα στο μυθιστόρημα και η αφηγήτρια στο βιβλίο μιλούν οι ίδιες, τις ακούμε με την δική τους φωνή.

Η «Μιράμπιλις Τζαλάπα» ή Φωτεινή και «Εκείνο το κορίτσι που το είπαν φόνισσα» είναι σε τριτοπρόσωπη αφήγηση, τις γνωρίζουμε πιο πολύ απ’ εκείνα που κάνουν, την Μιράμπιλις από τα κεντήματα και τους κήπους, το κορίτσι από τα λουλούδια, το πλεκτό της και την ιστορία που μαζεύει κομμάτι κομμάτι της δικής της περιοχής. Ας γνωρίσει τον Τόπο της, συνηθίζει να λέει, αφού δεν μπόρεσε ποτέ να γνωρίσει τη γιαγιά της και να μάθει τι συνέβη τότε κι εκεί.

Τι είναι:

Είναι το χρονικό δυο φόνων, μια μικρή οικογενειακή σάγκα, η ιστορία ενός τόπου, το τι ακριβώς σημαίνει «υποθηκευμένη ζωή». Μέσα από τις αφηγήσεις και τις ιστορίες αναδύεται η σχέση μάνας- κόρης, η μοίρα της γυναίκας, η αρρώστια του έρωτα, η επιθυμία, η ενοχή, η προσωπική ιστορία που σχεδόν καθορίζεται από τον τόπο και τον χρόνο για να γίνει μετά από επεξεργασία εσωτερική κι εξωτερική, οικουμενική.

Είναι η οργανική σχέση του συγγραφέα με τους ήρωες και το βιβλίο του, ένα παράλληλο σύμπαν με τους δικούς του νόμους και κανόνες, τη δική του δυναμική.

Πώς είναι:

Με εγκιβωτισμένα ντοκουμέντα από τις εφημερίδες, αποκόμματα και σημειώσεις για θεραπευτικά φυτά και βοτάνια, για ασθένειες έρωτα, και πάνω απ’ όλα τα μυστικά ενός τόπου που χρονολογείται από παμπάλαια εποχή, την αρχαία Σφηττό την συναντάμε στον Παυσανία, με καθημερινότητα και επιστολές, περιγραφικά άλλοτε κι άλλοτε εξομολογητικά, αναδύεται η ζωή τεσσάρων γυναικών [οι τρεις πραγματικές και η μία μυθιστορηματική], η ιστορία ενός επαναλαμβανόμενου φόνου και μιας περιοχής.

Με μυστήριο και σασπένς σε πρώτο επίπεδο, «η ωραία της νύχτας» θα γίνει η «Μιράμπιλις» κάποια στιγμή, εξάλλου είναι η μόνη που πραγματικά μπορεί να αφηγηθεί την ιστορία όπως θα φανεί, και με το παρελθόν τους αλληλένδετο, θα πρέπει η μία να γνωρίσει την άλλη, για να την βοηθήσει να γίνει από κάμπια πεταλούδα, εξάλλου έτσι «σε σχέση» δεν είναι και η όντως ζωή;

Γιατί γράφτηκε:

Το ζητούμενο ήταν να καταλάβω τον Τόπο μου μέσα από το κάρμα του, ό,τι τον βαραίνει, με αφετηρία έναν φόνο με προϊστορία, το παρελθόν που όσο κι αν απομακρυνθείς είναι όπως κι ο Τόπος [η πόλη του Καβάφη] μαζί σου, και σε ακολουθεί.

Αλλά πάνω απ’ όλα είναι ένα μεγάλο κομμάτι ζωής: όπου παντού μπορεί να αγιάσει κανείς. Ας μη ξεχνάμε ότι υπάρχουν σκλάβοι στην Ομόνοια και ελεύθεροι στη φυλακή. Η ελευθερία όπως και η ευτυχία είναι κατάσταση, δεν είναι συνθήκες. Την δική του Εδέμ ο καθένας μπορεί να την κτίσει άμα θέλει, όπως η Μιράμπιλις- Φωτεινή, εκείνη που εξιστορεί, η ωραία της νύχτας και εκείνο το κορίτσι που το είπανε φόνισσα και είναι στη φυλακή.

Τον Παράδεισο, άλλωστε, ή θα τον βρούμε εδώ και θα τον πάρουμε μαζί ή δεν υπάρχει, δεν θα το συναντήσουμε αν δεν τον συναντήσαμε εδώ, ούτε στην άλλη ζωή.

Θα μπορούσα να πω ότι είναι δυό φόνοι, δυο έρωτες, ένα μυθιστόρημα, ένας κήπος και ένας Τόπος. Ένας τρόπος ζωής.

ελένη γκίκα

 

 

Βιογραφικό:

 

Η Ελένη Γκίκα γεννήθηκε το 1959 στο Κορωπί. Δημοσιογράφος και βιβλιοκριτικός στο Αντί, στις Εικόνες, στο Έθνος και στο  Έθνος της Κυριακής από το 1983 έως το 2017, έχει ασχοληθεί με το μυθιστόρημα, το διήγημα, την ποίηση, το παραμύθι, έχει συμμετάσχει σε συλλογικές εκδόσεις και έχει επιμεληθεί βιβλία και σειρές. Κυκλοφορούν 37 βιβλία της. Δεκαπέντε μυθιστορήματα, δώδεκα ποιητικές συλλογές, τρεις συλλογές με διηγήματα, ένας τόμος με συνεντεύξεις και έξι παραμύθια. Ανάμεσα στα έργα της: «Το αίνιγμα του άλλου», «Υγρός Χρόνος», «Αιώνια επιστροφή», «Η γυναίκα της Βορινής Κουζίνας» [υποψήφιο για το βραβείο Αναγνωστών το 2012], «Το μπολερό δεν ήταν του Ραβέλ», «Λίλιθ- από Γράμμα σε γράμμα», «Το γράμμα που λείπει», «Η αρχιτεκτονική της ύπαρξης», «Εν ύπνω» κ.α. Τα παραμύθια «Το μυστικό της μαγικής τσαγιέρας», «Η Νεφέλη στο νησί του Παντός», «Η ζωγραφιά που ταξιδεύει», «Οι μουσικές της Αρασέλης», «Η κούκλα που ονειρεύτηκε την Έλενα».

Από τις εκδόσεις Διάπλαση κυκλοφορεί το 16ο μυθιστόρημά της «Η ωραία της νύχτας» που είναι και το 38ο βιβλίο της.

Άρθρα, συνεντεύξεις και κριτικές της έχουν δημοσιευθεί σε πολλά περιοδικά [Περίπλους, Διαβάζω, Νέα Ευθύνη, diastixo, diavasame, Literature κ.α.]

Ανήκει στην εκδοτική ομάδα του διαδικτυακού περιοδικού Fractal.

 

Εργογραφία (Ελένη Γκίκα):

 

Ποίηση:

«Σηματοδότες», 1984, Ζερβός (με το όνομα Ελένη Σωτήρχου)

«Δρασκελιές», 1988, Θεωρία

«Είκοσι δυο χρωματικές μεταμφιέσεις και έντεκα αιρετικά ποιήματα», 1992, Δωδώνη

«Μέλι, μελό, μέλισσα, μάλιστα», 1996, Φιλιππότη

«Έως, εαρινός, έρημος, έρχομαι», 1997, Φιλιππότη

«Σώμα, σταυρός, σάρκα, σταυρώθηκα», 1998, Φιλιππότη

«Θόλωσα, θύελλα, θάμβος, θυμήθηκα», 2000, Άγκυρα

«Άβυσσος, άλγος, άλμα, αρχίζω…» 2002, Άγκυρα

«Εν αταξίαις εύτακτοι όντες», 2006, Άγκυρα

«Το γράμμα που λείπει», 2009, Άγκυρα

«Άδεια δωμάτια», 2014, Καλέντης

«Εν ύπνω», 2016, ΑΩ

 

Μυθιστορήματα:

«Αλήθεια, τα τρως ακόμα τα νύχια σου;» 1997, Φιλιππότη

«Αναζητώντας τη Μαρία», 1998, Άγκυρα

«Να τα μετράω ή να μη τα μετράω τα χρόνια;» 1999, Άγκυρα

«Μετεβλήθη εντός μου ο ρυθμός του κόσμου», 2001, Άγκυρα

«Το αίνιγμα του άλλου», 2003, Άγκυρα

«Οι κούκλες δεν κλαίνε», 2004, Άγκυρα

«Χαίρε παραμύθι μου», 2005, Άγκυρα

«Αν μ’ αγαπάς, μη μ’ αγαπάς», 2006, Άγκυρα

«Αύριο να θυμηθώ να σε φιλήσω», 2007, Άγκυρα

«Υγρός Χρόνος», 2008, Άγκυρα

«Πλήθος είμαι», 2009, Άγκυρα

«Αιώνια επιστροφή», 2010, Ψυχογιός

«Η γυναίκα της βορινής κουζίνας», 2011, Καλέντης

«Το μπολερό δεν ήταν του Ραβέλ», 2013, Καλέντης

«Λίλιθ», 2014, Καλέντης

«Η ωραία της νύχτας», 2018, Διάπλαση

 

Παραμύθια:

«Το κοριτσάκι που πίστευε στα θαύματα», 2007, Άγκυρα

«Η Νεφέλη στο νησί του Παντός», 2011, Ψυχογιός

«Το μυστικό της μαγικής τσαγιέρας», 2011, Καλέντης

«Η ζωγραφιά που ταξιδεύει», 2013, Καλέντης

«Οι μουσικές της Αρασέλης», 2015, Καλέντης

«Η κούκλα που ονειρεύτηκε την Έλενα», 2017, Mamaya

 

Συνεντεύξεις:

«Δι’ εσόπτρου εν αινίγματι», 1999, Φιλιππότη

 

 

Διηγήματα:

«Όνειρα από toplexil», 1997, Φιλιππότη

«Εάν ο Καρυωτάκης παντρευότανε την Πολυδούρη», 1998, Άγκυρα

«Ιδεολογικά ύποπτη», 2016, Καλέντη

 

Συμμετοχές:

«Τα ποιήματα του 2006», εκδ. Κοινωνία των (δε)κάτων, 2007

«Οικοεγκλήματα», εκδ. Κέδρος, 2008

«Το βιβλίο του κακού», εκδ. Μαγικό Κουτί, 2009

«Τα ποιήματα του 2009», εκδ. Κοινωνία των (δε)κάτων, 2010

«Η απουσία του έρωτα», εκδ. Modern Times, 2011

«Ιστορίες βιβλίων», 2014, Καστανιώτης

 

Ανθολόγηση και επιμέλεια:

«Τα θαύματα θυμώνουν όταν δεν τα πιστεύεις», 1998, Άγκυρα

«Ρίξε λίγο φως στις γωνιές της ψυχής μου», 1998, Άγκυρα

«Ευτυχώς που υπάρχει ο έρωτας», 1998, Άγκυρα

«Τέλος κακό, όλα καλά», 2012, Καστανιώτη

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top