Fractal

Προδημοσίευση από το μυθιστόρημα της Νοέλ Μπάξερ «Το χνάρι που δεν έσβησε», εκδ. Διόπτρα

 

noel«Το χνάρι που δεν έσβησε»

Στο νέο της μυθιστόρημα, η Νόελ Μπάξερ πλάθει χαρακτήρες που άλλοτε μοιάζει να βγήκαν από παλιούς ξεχασμένους θρύλους και άλλοτε να ζουν δίπλα μας. Η ιστορία της, ένα χρωματιστό κουβάρι, μας υπενθυμίζει την Ελλάδα των προηγούμενων δεκαετιών, τη ζωή στα αστικά κέντρα και τις βαθιά ριζωμένες παραδόσεις της επαρχίας. Η εναλλαγή του απόκοσμου με το οικείο ταξιδεύουν τον αναγνώστη και τον κάνουν συνένοχο στα μυστικά των ηρώων.

 

Προδημοσίευση:

 

«Τι έχει βάλει η Λεώνη πάνω στο καπέλο της;», έπιασα που ρώτησε τη γιαγιά ψιθυριστά η κυρία Γιώτα.

«Ό,τι σκουπίδι βρήκε», της απάντησε εκείνη μέσα από τα δόντια της.

Περιφρονούσε τα έργα τέχνης της μαμάς. «Χάνεις τον καιρό σου, Λεώνη μου», τη μάλωνε όταν την έβλεπε να δημιουργεί. Στην πραγματικότητα, αυτό που εννοούσε ήταν πως εξαιτίας των χειροτεχνιών, η ίδια έχανε ώρες που θα τις περνούσε μαζί της. Εφεύρισκε λόγους να χώνεται στα πόδια της και ξεφυσούσε ηχηρά για να δείξει τη δυσαρέσκειά της.

«Φέρε μου ένα καυτό χαμομήλι και κοίτα να καθυστερήσεις», της έλεγε η μαμά χωρίς να σηκώσει κεφάλι, και την έδιωχνε.

Επέστρεφε με το χαμομήλι. «Εγκαταλείπεις μόνο του το παιδί», έριχνε μετά το βάρος σε μένα. «Αμαρτία είναι, κοριτσάκι μου. Δεν κάνεις καλά».

Όταν την παρασκότιζε, σηκωνόταν η μαμά και, πάνω που χαιρόταν η γιαγιά πως την έπεισε να τα παρατήσει, έβαζε ένα δίσκο στο πικάπ κι επέστρεφε στη θέση της. Έπνιγε τα παράπονα της γιαγιάς στη μουσική και στα τραγούδια. Βαριά λαϊκά, έντεχνα κι αμανέδες, ανάλογα με τη διάθεσή της.

«Έβαλε πάλι τραγούδια» συγχυσμένη η γιαγιά το ανακοίνωνε στην κουζίνα στη Σαβέλλα, λες και η ίδια δεν άκουγε. Τρίζανε τα τζάμια από την ένταση του ήχου. «Πονάνε τα αφτάκια μου», διαμαρτυρόταν θεατρινίστικα η γιαγιά.

Εκείνη την περίοδο που συνέβαιναν αυτά, πλέον η μαμά προσφωνούσε τη γιαγιά μου με το όνομά της. «Έχω μεγαλώσει, Υπατία. Σε έχω φτάσει», της είχε πει σιβυλλικά μια φορά και δεν την αποκάλεσε ποτέ «μαμά» έκτοτε. Δεν έβγαζα νόημα πώς την είχε φτάσει, αφού ούτε σε ηλικία ούτε σε ύψος ήταν όμοιες. Η γιαγιά όμως είχε βγάλει νόημα, γιατί την είδα που κιτρίνισε.

Ήταν φανερό πως υπήρχαν πολλά που δεν γνώριζα. Ως παιδί θεωρούσα λογικό κι αναμενόμενο να αγνοώ πράγματα από τον κόσμο των ενηλίκων. Δεν υποψιαζόμουν κρυμμένα μυστικά. Η ενασχόληση όμως της μητέρας μου με τις χειροτεχνίες της το καταλάβαινα και τότε πως ήταν κάτι διαφορετικό. Είχα απόλυτη συναίσθηση, ήταν ξεκάθαρο και σε μένα, πως αποτελούσε ένα τελετουργικό.

Μυσταγωγικό. Μυστηριακό. Μυστικιστικό.

Πάλι, τίποτα, κανένα μυστικό.

 

 

Η Λεώνη, όταν είχε επιστρέψει από την Αγγλία στην πόλη που ακούμπησε τη θάλασσα, είχε φέρει μαζί της, εκτός από τον Σπάρτακο, μια βαλίτσα βιβλία και λευκώματα με οδηγίες για χειροτεχνίες: κολλάζ, κατασκευές, μακραμέ, πρες παπιέ, ψηφιδωτά…

Ανεξάρτητα αν με τον καιρό οι άλλες της αγάπες έσβησαν, η αγάπη να δημιουργεί με τα χέρια της εξελίχθηκε. Κορυφώθηκε μάλιστα. Έτρεφε μια ανεξήγητη έλξη για τα ταπεινά πράγματα που όλοι περιφρονούσαν, όπως το ξερό φύλλο που το απέδιωξε το δέντρο ή ένα κομμάτι σπάγκο για πέταμα. Αυτά ήταν τα υλικά της. Η Υπατία τα θεωρούσε σκουπίδια και το τραπέζι εργασίας της Λεώνης, χωματερή. Εκείνη όμως έβλεπε στη χωματερή της έναν γοητευτικό κόσμο, αυτάρκη κι αφοσιωμένο. Ήταν ποταπά υλικά, της τα συγχωρούσαν όλα. Την άφηναν να τα τσαλακώνει. Μέχρι και να τα πετσοκόβει.

Στον κόσμο αυτόν ήταν βασίλισσα.

Της άρεσε η βασιλεία.

«Σε αυτό έχω μοιάσει στον πατέρα μου», θα κρυφογέλαγε αν το είχε σκεφτεί η ίδια.

Όσην ώρα τακτοποιούσε τα υλικά της σε γυάλινα βάζα και μεγάλους ξύλινους δίσκους, της άρεσε να διασχίζει αυτήν την παραμυθένια νεκρή φύση, που κραύγαζε το όνομά της με τη φωνή του αέρα, ικετεύοντας να ξαναποκτήσει αξία. Την καλούσε. Απαιτούσε μια αχτίδα φως από τη ματιά της.

Αυτή αποφάσιζε πότε θα τους τη χαρίσει.

Ένα συνονθύλευμα αποτυχημένων και τελειωμένων αντικειμένων την περίμενε πάνω στο τραπέζι της. «Φτωχά μου» τα αποκαλούσε με τρυφερότητα. Όταν έβαζε τα χέρια της μέσα στις λεκάνες και τα ανακάτευε, ή όταν τα τοποθετούσε στη σειρά ένα ένα φρόνιμα στις τάβλες, ήταν βέβαιη πως έκανε κάτι καλό στο σύμπαν, γιατί ένιωθε πλήρης. Έπαιρνε κι έδινε απόλαυση. Η σχέση με τα αποξηραμένα ανθάκια και τα τρύπια κοχύλια ήταν ολοκληρωμένη.

Η ώρα της χειροτεχνίας αναμφίβολα ήταν η ώρα της λατρείας. Το μόνο στον κόσμο που υπηρετούσε ήταν η τέχνη. Ένιωθε θεραπαινίδα της. Τον χρόνο η Λεώνη ευχαρίστως τον έβγαζε από πάνω της και της τον έδινε. Ειδώλιο από λευκό μάρμαρο, τοτέμ από ξύλο, ένα φτερό στον άνεμο, οποιαδήποτε κι αν ήταν η μορφή της θεάς, η Λεώνη τής ακουμπούσε την προσφορά της. Αρχέγονο το έθιμο της προσφοράς· έδινε η Λεώνη για να πάρει. Συγχώρεση δεν είχε ανάγκη. Απόλαυση ζητούσε. Με το κιλό και γρήγορα. Κατολίσθηση από κόκκινα χώματα. Με την ορμή της θάλασσας. Έτσι υγρή. Μουσκεμένη. Ηδονιζόταν στη σκέψη πως είναι σαν να κολυμπάει γυμνή. Ξετσίπωτη. Ελεύθερη. Μόνη.

Έγινε η Λεώνη κυνηγός.

Κυνηγώντας την ηδονή, αφιέρωνε ολοένα και περισσότερο χρόνο κάθε μέρα. Άπλωνε τον καμβά της στο τραπέζι, τον μουσαμά της, το πανί της, ό,τι είχε να στρώσει για σεντόνι, κατά προτίμηση λευκό, παρθένο. Το θώπευε με τη ματιά της σαν ένα σώμα που αποζητούσε εδώ και τώρα χάδι, σαν μια παρθένα που σκιρτάει. Το χάιδευε. Το φρόντιζε με στοργή, με ερωτισμό. Το ικανοποιούσε με έρωτα. Έχυνε τη στάλα κόλλα και πίεζε μαλακά με το δάχτυλό της. Μετρούσε τα δευτερόλεπτα που τα δύο υλικά χρειάζονταν για να ζευγαρώσουν, να δέσουν, κι ύστερα απομάκρυνε το δάχτυλό της αργά, να μην τα ενοχλήσει. Προξενήτρα αισθανόταν. Και πόρνη ένιωσε.

Δεν υπήρχε περίπτωση να εγκαταλείψει αυτή την ιεροτελεστία επειδή η Υπατία και ο πατέρας της γκρίνιαζαν.

Αψηφώντας τον, φυλλομετρούσε τα βαριά νομικά βιβλία και τις εγκυκλοπαίδειες στη βιβλιοθήκη του και παράχωνε αγριολούλουδα να συνθλιβούν, για να λάβουν μέρος αργότερα στην παράσταση ενός κάδρου. Με φρίκη ο πατέρας της ανακάλυπτε μέσα στα επιστημονικά συγγράμματα κεφαλάκια από ανεμώνες και κυκλάμινα.

Αυτό το πολύπλοκο παιχνίδι με τις χειροτεχνίες είχε καταλήξει σε ένα τελετουργικό στο οποίο η Λεώνη είχε τη σημαίνουσα θέση της νύφης. Τριγυρίζοντας στην πόλη για να μαζέψει τα υλικά της, σε ξεχασμένα καταστήματα, σκιερά υπόγεια και σε σκονισμένες τρύπες ανακάλυπτε κι έφερνε μαζί της στο σπίτι νυφικά από τον περασμένο αιώνα. Προπολεμικά. Της εποχής του τσάρλεστον κι ακόμα παλαιότερα. Το στρίφωμα έδειχνε το σημάδι από το ύψος ενός άλλου κορμιού, μιας ανώνυμης γυναίκας, παλιάς όσο τα χρόνια που ο πατέρας της ακόμα ήταν δίδυμος κι άλλο παραπίσω.

Τα έπλενε στο χέρι με προσοχή στη σκάφη, όπως τον παλιό καιρό, και τα στέγνωνε στον ήλιο. Τα σιδέρωνε στη συνέχεια με σίδερο φερμένο από την εποχή τους, αντίκα, που το αναγνώριζαν τα υφάσματα και το δέχονταν φιλικά. Η Υπατία τής το είχε φέρει από το κλειστό σπίτι των παλιών σπιτονοικοκυρών της. Η Σαβέλλα απορούσε, δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί η Λεώνη προτιμούσε το παλιό σίδερο με τα κάρβουνα κι όχι το μοντέρνο σίδερο με τις ευκολίες του. Αυτό μουρμούραγε όποτε έβλεπε την ανιψιά της να σιδερώνει τα ρομαντικά φουστάνια της, αλλά υπογείως θαύμαζε τη δεξιοτεχνία της Λεώνης. Σχολίαζε αρνητικά τη μανία της, αλλού επαινούσε τη νοικοκυροσύνη της.

«Δες την! Δες την!» τραβούσε από την μπλούζα την Υπατία να τη δει κι αυτή.

Την κοίταζε ήδη. Βλοσυρή.

«Σαν οργισμένος Δίας δείχνεις. Ηρέμησε», από την πολυθρόνα του, ευχαριστημένος, τη νουθετούσε με ειρωνεία ο Σίλας. «Μη μας έρθει κατακούτελα κανένας κεραυνός που πηγαίνει γι’ αλλού».

 

Νοέλ Μπάξερ

Νοέλ Μπάξερ

 

Φορώντας η Λεώνη ένα από τα νυφικά της συλλογής της κατέβαινε ξυπόλητη τη σκάλα, χωνόταν στο γραφείο του πατέρα της που το είχε μεταμορφώσει σε άντρο των χειροτεχνιών της –όχι ακόμη ιερομαντείο– έκλεινε τη συρταρωτή πόρτα με τα ημιδιαφανή τζάμια και ξεκινούσε την καταβύθιση. Χωρίς σκάφανδρο, έτσι της άρεσε. Ριψοκίνδυνα. Εν γνώσει της ο κίνδυνος. Μια υποσχόμενη ηδονή. Ο κίνδυνος ήταν γι’ αυτήν η υπόσχεση μιας ηδονής.

Περνώντας απέξω από το γραφείο του ο Σίλας διέκρινε το σώμα της κόρης του σκυμμένο πάνω από το τραπέζι και το κύμα των μαλλιών της να χύνεται από ψηλά σαν τα νερά ενός καταρράκτη. Απομακρυνόταν. Αντίθετα, η Υπατία έμενε εκεί και παρακολουθούσε.

Όταν μπούκωνε η Λεώνη από ηδονή, σηκωνόταν και πήγαινε στο παράθυρο να πάρει αέρα. Κοιτούσε έξω χαλαρά σαν να πλέει. Ντυμένη παράταιρα με τη χρονολογία που έδειχναν τα ημερολόγια, με το προπολεμικό της νυφικό, ήταν η θηλυκή μορφή που συμπλήρωνε τις δύο πέτρινες που βαστούσαν τον εξώστη. Οι λυπημένες γυναίκες του σπιτιού γίνονταν τρεις. Στην πραγματικότητα ήταν τέσσερις. Υπήρχε και μία, ισοβίως καθισμένη, που τραγουδούσε στην κουζίνα.

Σαν χόρταινε κι από αυτό, έσκυβε απέξω για να φτάσει τα παλιά παραθυρόφυλλα και τα έφερνε προς το μέρος της για να τα κλείσει. Τα άφηνε κουφωτά, με μισάνοιχτες τις περσίδες. Το φως στο δωμάτιο αυτομάτως γλύκαινε, ιδιαίτερα όταν τα ρολόγια έδειχναν απογευματάκι.

Στο γλυκό φως, που είχε κούραση αλλά και την προσμονή της νύχτας, που η μέρα περίμενε την επαφή του σκοταδιού, η Λεώνη γινόταν άυλη. Μίκραινε, ένιωθε, και γινόταν σαν το σωματίδιο που αιωρείται και στριφογυρίζει μαζί με τις σκόνες. Άρχιζε να στριφογυρίζει γύρω από το σώμα της με ανοιγμένα τα χέρια, ελεύθερα. Όσο το έκανε, σταδιακά ελάφραινε το σώμα της, μαλάκωνε η ψυχή της, στρογγύλευε η διάθεσή της. Αισθανόταν υπέροχα. Στο βάθος μέσα της συνέχιζε όμως να υπάρχει ένα μαύρο καρβουνάκι που σιγόκαιε. Αταίριαστο ομολογουμένως για ένα αγγελοκόριτσο. Ήταν κολλημένο μέσα στην ψυχή της, στα ενδότερα, και σιγόκαιε ό,τι κι αν έκανε η Λεώνη, όσην ώρα κι αν γύρναγε γύρω γύρω από το σώμα της. Έσβηνε μόνο όταν ικανοποιούνταν. Για να το ικανοποιήσει, αιχμάλωτή του, έβαζε στο πικάπ τραγούδια που υμνούσαν τον έρωτα, βραχνές φωνές από τσιγάρα και κραιπάλη. Και χόρευε. Μερακλωμένη έφερνε γύρες στο άντρο της. Τα ανάξια υλικά, τα μεταχειρισμένα του πεταματού μεταμορφώνονταν σε θεατές της. Τότε μόνο η Λεώνη δεν ένιωθε την κάψα του.

 

Εμείς, η ομήγυρη του τσιμεντένιου κήπου, με άλλα ικανοποιούμασταν.

«Σήκω χόρεψε κουκλί μου να σε δω να σε χαρώ» τραγουδούσαν η θεία Σαβέλλα, η γιαγιά και η κυρία Γιώτα και χτυπούσαν παλαμάκια στον ρυθμό του τραγουδιού, συνοδεύοντας τη Μαργαρίτα που χόρευε. Λίκνιζε το κορμί της εκείνη, ασχημάτιστο ακόμη τότε· δεν είχε και τίποτα να κουνήσει. Τι ήταν; Ένα κοριτσάκι με φουστάνι ξεβαμμένο από τις μπουγάδες. Πετούσε πλάι τις σαγιονάρες της η Μαργαρίτα και σηκωνόταν στις μύτες για να ψηλώσει και να βοηθήσει το κορμί της να αποκτήσει χάρη. Μου άρεσε να παρακολουθώ τα δαχτυλάκια στα πόδια της που πάσχιζαν να κρατηθούν στο έδαφος αλλά ήθελαν και να πετάξουν.

«Τσιφτετέλι τούρκικο νινανάι, γιαβρούμ, νινανάι νάινα», τραγουδούσαμε.

Έκανε περιστροφές η Μαργαρίτα και μας κοιτούσε στα μάτια να δει αν το κάνει καλά. Κουνούσε το κεφάλι της καταφατικά η μαμά της και χαμογελούσε χαρούμενη. Λίγο ο ήλιος, λίγο ο χορός, το κορμί της Μαργαρίτας σύντομα άρχιζε να γυαλίζει. Δεν καθόταν όμως κάτω, ήθελε κι άλλο. Ο ιδρώτας την έκανε περισσότερο γυναίκα. Περνούσε το χέρι της από το σβέρκο και ανασήκωνε τα μαλλιά της. Κουνούσε τα χέρια της χαριτωμένα, τα τίναζε να δροσιστεί. Ήταν όμορφη, έβρισκα. Χειροκροτούσα ενθουσιασμένος. Σφύριζα κιόλας, όπως έβλεπα να κάνει ο παππούς. Με είχε μάθει πώς να βάζω δύο δάχτυλα στο στόμα και να σφυρίζω. Έτσι κάνουν οι άντρες, μου είχε πει, κι επέμενε να το μάθω καλά.

Ήμουν το αρσενικό της συντροφιάς του τσιμεντένιου κήπου. Ήθελα να σκέφτομαι πως για μένα χόρευε, πως είμαι ο παραλήπτης του θολού μηνύματος που έστελνε με τον χορό της, αποδέκτης και εκτιμητής.

«Μπράβο!», φώναζα σαν άντρας. Έστω, ως ο άντρας της παρέας.

Αυτά μας ικανοποιούσαν εμάς.

Η Σαβέλλα πήγαινε μέσα κι έφτιαχνε καφέ στη χόβολη. Κρατούσε αναμμένα καρβουνάκια να ’χουμε, ήθελε τον καφέ του μερακλίδικο ο αδελφός της, ψημένο στην άμμο. Στο σπίτι μας πάντοτε υπήρχε ένα καρβουνάκι που σιγόκαιε.

Έφτιαχνε καφέ και για τη γιαγιά και για την κυρία Γιώτα. Άμα ήταν στις καλές της, από μόνη της. Αλλιώς, έπρεπε να την παρακαλέσουν.

«Σαβέλλα μου, να είσαι καλά, κάνε μου να χαρείς ένα καφεδάκι ωραίο όπως το φτιάχνεις».

Δεν ήθελε και πολλά παρακάλια. Εμφανιζόταν από την κουζίνα με τους καφέδες σε δισκάκι στα γόνατα. Ήταν τόσο επιδέξια που δεν τον έχυνε στη μεταφορά. Είχε μάθει. Ήταν αυτό ένα από τα επτά αξιοθαύμαστα που έλεγε η γιαγιά γι’ αυτήν. Δύσκολα πράγματα που τα κατάφερνε χωρίς βοήθεια.

Ερχόταν λοιπόν έξω στον κήπο ο καφές χωρίς να χαθεί το καϊμάκι. Είχε σημασία αυτό. Τη Σαβέλλα την ενδιέφερε μήπως κάποιος καφές είχε σχηματισμένο στην επιφάνεια ένα μάτι. Τον έπιναν με τσιγάρο.

«Δεν φέρνεις να πιούμε ένα τσιγάρο;» Έτσι είχε να το λέει από τον τόπο της η μητέρα της Μαργαρίτας.

«Καπνίζω είναι το ρήμα. Πες το σωστά για να σου φέρω», τη διόρθωνε η γιαγιά, λες κι ήταν η κυρία Γιώτα παιδάκι.

Η ώρα του καφέ ήταν η δική τους μυστικιστική ώρα. Με τη Μαργαρίτα τη λέγαμε ώρα των συνωμοσιών. Μιλούσαν χαμηλόφωνα οι τρεις τους γύρω από το μικρό τραπεζάκι που χωρούσε ίσα ίσα το δισκάκι και δεν μας ήθελαν μαζί τους. Βλέπαμε με τη Μαργαρίτα τις πλάτες τους και ακούγαμε ένα ακατάληπτο μουρμουρητό δίχως να ξεχωρίζουν λέξεις. Ξέραμε πως μιλάνε για μας. Για τη Γωγώ τα έλεγαν φωναχτά. Λέγαμε αντίο, πως πηγαίναμε στον κάτω κήπο τάχα, και στήναμε αφτί κρυμμένοι στη γωνία.

«Εσύ Σαβέλλα μου, που είσαι πιο μαλακιά, πες μου, λες να παντρευτούν τα παιδιά άμα μεγαλώσουν;», τη ρωτούσε η κυρία Γιώτα, περίεργη να το μάθει πριν από την ώρα του.

«Γιατί δεν ρωτάς εμένα;», απορούσε η γιαγιά Υπατία.

Η Σαβέλλα μόλις το άκουγε αυτό αρχίνιζε πρώτη τα γέλια. Την ακολουθούσε η κυρία Γιώτα κατακόκκινη σαν ντομάτα. «Ντροπή, Σαβέλλα. Θα παρεξηγηθεί». Ούτε αυτή όμως μπορούσε να κρατηθεί, κάλυπτε με το χέρι της το στόμα και γελούσε. Στο τέλος μέχρι και η γιαγιά γελούσε.

«Άι στο καλό σας! Με κοροϊδεύετε και γελάω!»

 

noel_cover

 

Οπισθόφυλλο

Στην Πόλη που Κύλησε στη Θάλασσα, στο παλιό αρχοντικό με το μεγάλο πεύκο που έκρυψε αναστεναγμούς, μυστικά, προδοσίες και λάθος έρωτες, μια γυναίκα φορώντας παλιά νυφικά στριφογυρίζει σαν τους δερβίσηδες σε έναν χορό που ενώνει τους χρόνους. Ένα μαργαριτάρι θα κυλήσει ανάμεσα στο στήθος δύο γυναικών από διαφορετικές γενιές, μαρτυρώντας πως τα ανθρώπινα λάθη, όπως τα πάθη, δυστυχώς επαναλαμβάνονται.

Η μαύρη πέτρα που έριξε στη θάλασσα ένας άντρας φορτωμένος με όνειρο βαρύ κατέληξε στον βυθό που δεν ξέπλυνε ούτε ξεθώριασε ούτε έσβησε τις μνήμες και τις αδικίες μιας χώρας η οποία βάδισε σπαρταρώντας από τον Μεταξά ως τη Χούντα. Σε αυτή την Ελλάδα περιφέρεται μια κοπέλα σέρνοντας τη βαλίτσα της γεμάτη αγιογραφίες της Παναγίας, κι ένας αριστερός νέος, ανίδεος τι τον περιμένει, μπαίνει σώγαμπρος στο σπίτι χουντικών, παλιών βασιλοφρόνων.

Επί δεκαεπτά χρόνια, ένα αντρικό πανωφόρι περίμενε υπομονετικά σε ένα παλιό υπόγειο το γνώριμο σώμα, αυτόν που θα πατήσει το χνάρι που δεν έσβησε. Ένα αγόρι, το 1990 πια, στον δρόμο προς την επώδυνη άνδρωση.

…Όλα αυτά και πολλά ακόμη συναρπαστικά σε ένα πληθωρικό πολυπρόσωπο μυθιστόρημα, γραμμένο με ψυχή και με την ιδιαίτερη χαρακτηριστική γραφή της αγαπημένης συγγραφέως που, για μία ακόμη φορά, μπλέκοντας έξοχα τη μυθιστορία με την ελληνική ιστορία, ανιχνεύει τις μύχιες πτυχές της ανθρώπινης φύσης.

 

Η συγγραφέας

Η Νοέλ Μπάξερ γεννήθηκε στην Αθήνα από Ελληνίδα μητέρα και Βρετανό πατέρα. Τα παιδικά της χρόνια τα έζησε στην Καβάλα. Σπούδασε Ελληνική Φιλολογία και Αρχαιολογία στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων και στη συνέχεια έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στην Αγγλία. Από τότε ζει κι εργάζεται στην Αθήνα.

Έχουν δημοσιευτεί ως σήμερα τα μυθιστορήματά της Από δρυ παλιά κι από πέτρα, Τη νύχτα που γύρισε ο χρόνος και Ακολουθώντας τη γραμμή της θάλασσας από τις εκδόσεις Ψυχογιός. Προηγήθηκε μια σειρά διηγημάτων από τις εκδόσεις Ανατολικός, με τίτλο Μια φορά κι έναν καιρό… σήμερα.

Στα βιβλία της η συγγραφέας δεν κρύβει το ενδιαφέρον της για την ελληνική ιστορία ούτε τη σχέση της με την Καβάλα και την επαρχία. Οι ήρωες των βιβλίων της ξεπηδούν μέσα από την ελληνική πραγματικότητα και διακρίνονται για τον πηγαίο λόγο τους.

Παράλληλα με τη συγγραφή, αρθρογραφεί. Επιφυλλίδες της με θέμα την κρίση και την ανεργία κυκλοφορούν στο διαδίκτυο.

Για μια προσωπική επικοινωνία με τη συγγραφέα: noellebaxer@gmail.com και Noelle Baxer στο facebook.

 

Κριτικές για «Το χνάρι που δεν έσβησε»

Η συγγραφέας υφαίνει τις πάλλουσες, θαυμαστές τοιχογραφίες της, με φόντο την Ιστορία. Οι πρωταγωνιστές της, όμως, δεν είναι γρανάζια. Η αγάπη της για τον Άνθρωπο και η παραμυθένια πένα της- με τη διπλή έννοια του παραμυθιού και της παραμυθίας- δίνουν φτερά στη  φαντασία της ώστε οι ήρωες να ζήσουν μέσα στα Όνειρα και τα Πάθη τους, δοκιμάζοντας τις ψυχές τους στη δίνη των μεγάλων και συνήθως καταστροφικών γεγονότων που έχει περάσει η πατρίδα.

Αγγελική Κώττη, δημοσιογράφος & συγγραφέας

 

Με τη γνωστή  γλαφυρή πένα της η Νοέλ Μπάξερ μάς δίνει «Στο χνάρι που δεν έσβησε» ένα μεγαλόπνοο πολυπρόσωπο μυθιστόρημα που βαδίζει στο δρόμο της μεγάλης λογοτεχνίας. Με μαεστρία και ευαισθησία, αλλά και με  πιστότητα και σεβασμό στην Ιστορία, η συγγραφέας στήνει το μύθο της πάνω στα πάθη και τα λάθη που σημάδεψαν πρόσφατο παρελθόν της Ελλάδας. Με διεισδυτική ματιά  η Νοέλ Μπάξερ  ανατέμνει καρδιές και  χαρακτήρες ανθρώπων  με αδυναμίες και πάθη, με ελαττώματα και προτερήματα που αγωνίζονται να βρουν την ταυτότητά τους κόντρα στο χρόνο και τις συνθήκες που ορίζουν κάθε φορά τη ζωή τους. Ένα θαυμάσιο βιβλίο  που αξίζει να διαβαστεί και είμαι σίγουρη πως θα αγαπηθεί.

Ελένη Κ. Τσαμαδού, συγγραφέας

 

Η «μεγάλη» Ιστορία και οι ιστορίες των ανθρώπων χρειάζεται να φιλιώσουν.  Κι ένας εξαιρετικά αποτελεσματικός τρόπος είναι η καλογραμμένη και απαιτητική από τον εαυτό της λογοτεχνία. Η γραφή της Νοέλ Μπάξερ με πείθει -γι’ άλλη μια φορά, με «Το χνάρι που δεν έσβησε»- πως λειτουργεί και κινείται σε αυτή την κατεύθυνση.

Νίκος Ε. Καραγιαννακίδης, ιστορικός

 

Η Νοέλ Μπάξερ επιβεβαιώνει ακόμα μια φορά ότι, αν δεν ήταν μια πολύ καλή συγγραφέας, θα μπορούσε να είναι μια πολύ καλή σεναριογράφος. Η μυθιστορία της έχει κινηματογραφική δομή και προκαλεί εικόνες που εισβάλουν μέσα μας. Η φαντασιακή σκηνοθεσία της μυθοπλασίας της προκαλεί τον αναγνώστη σε εκπληκτικό δημιουργικό ταξίδι!

Γιάννης Μαργαρίτης, σκηνοθέτης & θεατρικός συγγραφέας

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top