Fractal

✔ Προδημοσίευση από το καινούργιο μυθιστόρημα του Μιχάλη Φακίνου

 

«Φύλακας στην πισίνα», Εκδόσεις Κέδρος

fylakas-stin-pisinaΤώρα σκέφτεται μια παράξενη συνάντηση στην οδό Καπνοκοπτηρίου

 

Εποχή: τέλος του χειμώνα, Φλεβάρης μάλλον… Ώρα: 6 και 37 πρωινή… Καιρός: μουντός, σκοτεινιά ακόμη, λίγο ψιλόβροχο, αεράκι τσουχτερό που φέρνει στάχτες από κάπου που κάτι καίγεται… Οδός Καπνοκοπτηρίου, ερημιά, κτίρια έτοιμα να καταρρεύσουν, λεηλατημένα, παρατημένα, με παλιοσανίδες καρφωμένες σε πόρτες και παράθυρα, ξεχαρβαλωμένες ταμπέλες μαγαζιών, ξεθωριασμένα ενοικιαστήρια, μπάζα, ξεκοιλιασμένα έπιπλα που κανένας παλιατζής δεν τα θεώρησε άξια προσοχής, ένα στρώμα καταμεσής του δρόμου με σημάδια σωμάτων, βροχής κι ελαστικών αυτοκινήτων, λίγος ουρανός φαίνεται ψηλά, μοιάζει με συνέχεια τούτης της ερημιάς, μαυρίλα, σαν να σώθηκαν τα χρώματα από την ανθρωπότητα. Άραγε έχουν δει ποτέ ουράνιο τόξο στην οδό Καπνοκοπτηρίου;

Ένας άντρας στέκεται μπροστά σ’ έναν τοίχο. Κανονικού αναστήματος, φοράει παπούτσια μυτερά από δέρμα κροκοδείλου μάλλον, το παντελόνι του καρό, μαύρο και κόκκινο, σακάκι στο χρώμα της φωτιάς, μοβ πουκάμισο και στο λαιμό παπιγιόν πουά. Τα ρούχα, παρά την εξαιρετική ποιότητά τους, παραπέμπουν σε κλόουν, όμως το πρόσωπο τούτου του άντρα δε μοιάζει να έχει σχέση με κωμωδία· σκληρό, αγέλαστο, όλο γωνίες, γενάκι μυτερό στο σαγόνι, λευκό, γκρίζοι κρόταφοι, φαλάκρα γυαλιστερή στο κέντρο, μάτια παράξενα που αλλάζουν διάθεση από τη μια στιγμή στην άλλη, κι έτσι καθώς είναι σκυμμένος μπροστά μοιάζει σαν να μυρίζει τον τοίχο. Στο αριστερό γαντοφορεμένο χέρι του κρατάει ένα λευκό μπαστουνάκι, σαν εκείνο των τυφλών, που τη λαβή του κοσμεί ασημένια κεφαλή λύκου. Με το μπαστουνάκι χτυπάει νευρικά, ρυθμικά, την αριστερή του κνήμη, σαν κάτι να τον απασχολεί, ίσως το περιεχόμενο των συνθημάτων που είναι γραμμένα στον τοίχο.

Τότε ορθώνεται ξαφνικά, λες και πήρε κάποια σημαντική απόφαση, χώνει το δεξί του χέρι στην εξωτερική τσέπη του σακακιού και βγάζει ένα σπρέι μπογιάς. Το ανακινεί καλά και σχηματίζει στον τοίχο αυτό το ακαταλαβίστικο σχήμα:

Ορθώνεται πάλι και κοιτάζει για ώρα πολλή το έργο των χεριών του. Μα ξαφνικά ένα ρίγος διαπερνά το κορμί του, λες και μόλις τούτη τη στιγμή κατάλαβε το πρωινό ψύχος, πως έπρεπε να φοράει το πανωφόρι και τον μάλλινο σκούφο του μια τέτοια μέρα, και αργά αργά στρέφει το κεφάλι του πίσω σαν να αναζητεί την προέλευση του ψυχρού ρεύματος, και τότε αντικρίζει, στο απέναντι πεζοδρόμιο, έναν άντρα να τον παρατηρεί.

Ο άντρας, απέναντι, ευθυτενής, έχει γλυκό, νεανικό πρόσωπο, όμως τα μαλλιά του είναι κάτασπρα, μακριά, πιασμένα πίσω αλογοουρά, με λαστιχάκι. Παραδόξως για τέτοιες καιρικές συνθήκες, ο άντρας απέναντι μοιάζει να επιστρέφει από την πλαζ. Φοράει μόνο λευκό πουκάμισο χωρίς γιακά, κατεβασμένα τα μανίκια, παντελόνι λευκό, λινό, μαλακά μοκασίνια λευκά, ακάλτσωτος, σακίδιο στην πλάτη, λευκό κι αυτό. Δε δείχνει να κρυώνει και θυμίζει μπάρμαν που βγήκε από το μπαρ του ν’ ανασάνει λίγο αέρα και να κάνει τσιγάρο. Δεν καπνίζει όμως, τα χέρια του είναι σταυρωμένα στο στήθος, σαν σε στάση αναμονής, και ξαφνικά, χωρίς βιασύνη, αρχίζει να βαδίζει αέρινα προς τον τοίχο με τα συνθήματα, αποφεύγοντας μάλιστα να πατήσει πάνω στο στρώμα που βρίσκεται καταμεσής του δρόμου. Στέκεται πλάι στον άντρα με το κόκκινο σακάκι, παίρνει από το χέρι του το σπρέι και μ’ ένα φσιιιτ προσθέτει μια τελεία στο φρέσκο ακαταλαβίστικο σχήμα:

Ο άντρας με το κόκκινο σακάκι στρέφει την προσοχή του στη νέα εκδοχή του σχήματος. Σκύβει πάλι προς τον τοίχο· δε μοιάζει να μυρίζει, κουνάει με περίσκεψη το κεφάλι του, προβληματισμένος δείχνει σαν να μελετάει τη θεωρία της σχετικότητας του Αϊνστάιν, την έννοια του χώρου και του χρόνου που εξαρτώνται από τη θέση του παρατηρητή.

«Αχά», κάνει κουνώντας συνεχώς το κεφάλι του και βάζει τον γαντοφορεμένο δείκτη του δεξιού του χεριού πάνω στη νέα τελεία. «Πρόσθεσες μια τελεία, και μάλιστα… Ναι, σε τέτοιο σημείο που μου ανατρέπει τελείως τα δεδομένα. Λοιπόν…»

Σκέφτεται. Νιώθει πίσω του την παρουσία του λευκοντυμένου άντρα. Αρχίζει να μιλάει με την πλάτη γυρισμένη, κοιτάζοντας συνεχώς τον τοίχο:

«Δάσκαλος είσαι! Ναι, σίγουρα, εσύ πρέπει να είσαι δάσκαλος. Και μάλιστα δάσκαλος ξένων γλωσσών. Ανατολικών, για την ακρίβεια».

Σκύβει απότομα πιο κοντά στον τοίχο. Η μύτη του σχεδόν έχει κολλήσει πάνω στην τελεία, τώρα, ναι, μοιάζει να τη μυρίζει.

«Λοιπόν…» αρχίζει πάλι να μιλάει σαν να απευθύνεται στον τοίχο, στην τελεία. «Λοιπόν, όπως σε έκοψα αμέσως, με την πρώτη ματιά, εσύ στα νιάτα σου πρέπει να ήσουν χίπης. Να οδηγούσες μοτοσικλέτα Χάρλεϊ. Σίγουρα πάνω στο κορμί σου θα έχεις κάποιο τατουάζ. Και μια παλιά πληγή, θα έλεγα, στα πλευρά σου. Πρέπει να έχεις πέσει με τη Χάρλεϊ και το τιμόνι της να χώθηκε στα πλευρά σου, συνηθισμένα πράγματα για κείνη την εποχή, ναι, σίγουρα, έτσι είναι, βάζω στοίχημα εκατό χρυσές λίρες Αγγλίας πως έχεις αυτό το σημάδι», και ορθώνεται, παίρνει μειλίχιο ύφος, τραβάει μια κάρτα του απ’ το τσεπάκι του σακακιού του και δείχνοντας την κάρτα του «Είμαι ο Μεσιέ Μπεγκουά», λέει.

Όμως ο λευκοντυμένος άντρας δε βρίσκεται πίσω του. Φευγαλέα νομίζει πως βλέπει μια λευκή φιγούρα να στρίβει πέρα, μακριά, στη γωνία της οδού Καπνοκοπτηρίου.

«Δάσκαλε», φωνάζει, «πού πας; Διπλασιάζω το στοίχημα. Διακόσιες λίρες Αγγλίας».__

Οπισθόφυλλο:

Ένα πλακάκι ξεκολλάει και σπάει με κρότο στον πάτο της άδειας πισίνας. Ο φύλακας ξυπνάει… Και το παιχνίδι της λήθης με τη μνήμη αρχίζει. Τα «ξυλοπάπουτσα της Μνήμης» βροντούν σ’ αυτό το μυθιστόρημα και ξυπνούν τα κοιμισμένα όνειρα και τα «κρυμμένα τιμαλφή» εκεί ψηλά, στην κορυφή του Λόφου των Λύκων, όπου, λησμονημένος και παντελώς μόνος, ο φύλακας χρόνια περιμένει το νερό που θα γεμίσει την άδεια πισίνα.

Κάτω από το Λόφο, στην ταραγμένη πόλη, δύο αινιγματικοί άντρες, ο Μεσιέ με τα πολλά ονόματα και ο σιωπηλός Δάσκαλος, παρατηρούν ένα ακαταλαβίστικο σχήμα γραμμένο στον τοίχο με τα συνθήματα…

Όμως, όση στάχτη κι αν πέσει στη μνήμη, η Ιστορία και η αλήθεια παραμονεύουν σε δυο φωτογραφίες: Μια σειρά με στρατιώτες τυφλωμένους από τα αέρια του Α’ Παγκόσμιου πολέμου, και μια τσίτσιδη γυναίκα, κουρεμένη γουλί, που τη διαπομπεύουν με τη λήξη του Β ’ Παγκόσμιου πολέμου. Και μετά ο Γ’ Παγκόσμιος πόλεμος…

Όλα σαν ένας μακρύς επικήδειος γραμμένος μέσα στο αλχημικό εργαστήριο κάποιου πωλητή αναμνήσεων.

 

«Ο Μιχάλης Φακίνος δοκιμάζει στα περισσότερα βιβλία του ένα είδος διακωμώδησης της πραγματικότητας, με τη διαφορά ότι εκείνο που προκύπτει κάθε φορά δεν είναι μια ακριβώς αστεία εκδοχή της. Μέσα από τα αντεστραμμένα είδωλα και τους κρυφούς παραμορφωτικούς του καθρέφτες ο συγγραφέας αποκαλύπτει ένα ειρωνικό και ταυτοχρόνως διακριτικά σπαραγμένο τοπίο, που δεν μπορεί και δεν θέλει να αρνηθεί τα μελαγχολικά του χρώματα. Εκείνο που κυριαρχεί εν προκειμένω είναι το αναπόφευκτο κενό της ύπαρξης καθώς βαδίζει χωρίς εμφανή σκοπό στον κόσμο: έναν κόσμο τα δεινά του οποίου θα προσπαθήσει να υπερκεράσει με την καταφυγή στην παράνοια». – Βαγγέλης Χατζηβασιλείου

 

fakinos_mΟ Μιχάλης Φακίνος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1940. Εργάστηκε ως δημοσιογράφος. Έχει εκδώσει δέκα μυθιστορήματα, τρεις συλλογές διηγημάτων και έναν τόμο με χρονογραφήματα. Δύο θεατρικά του έργα, Το ματ (1985) και Περιμένοντας τον Μπέκετ (2000), έχουν παιχτεί στο θέατρο Στοά. Διηγήματά του έχουν γίνει τηλεταινίες και έχουν μεταφραστεί στα γαλλικά, γερμανικά και ολλανδικά.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top