Fractal

Προδημοσίευση από το καινούργιο ανέκδοτο μυθιστόρημα της ΜΑΡΙΑΣ ΛΙΑΚΟΥ

 

Περίληψη:

 

Μια  γυναίκα πενήντα χρονών ψυχολογικά τσακισμένη μέσα σε μια  λάθος συμβίωση αποφασίζει μια παγωμένη νύχτα του χειμώνα να περάσει  για πρώτη φορά την νύχτα της «στον δρόμο».

 Εκεί στον κόσμο των αστέγων συναντά μια ποιήτρια και αναπτύσσεται ένας “δεσμός” ανάμεσά τους με αφορμή την κοινής τους αγάπη  για  το βιβλίο. 

 Μια απρόσμενη εξέλιξη βίας στον κόσμο των αστέγων γίνεται η αφορμή η ηρωίδα του μυθιστορήματος να αναλάβει δράση. Κάνει δημόσιες αναγνώσεις βιβλίων στο  μικρό πάρκο του σιδηροδρομικού σταθμού όπου περνάνε την νύχτα τους οι άστεγοι.

Μια τυχαία νυκτερινή περιπλάνηση του Δημάρχου στο στέκι των αστέγων γίνεται η αφορμή ο Δήμος να ανοίξει την Κεντρική  Βιβλιοθήκη και στους αστέγους επιτρέποντας τους να περνάνε δημιουργικά την νύχτα τους στον χώρο της Βιβλιοθήκης. Με την δύναμη της Λογοτεχνίας προσεγγίζει δημιουργικά αυτήν την κοινωνική ομάδα.

 Μυθιστορία ή μια καλή πρόταση?

 

Maria_liakou

 

«Πάει πολύς καιρός που δεν είμαι εγώ» Φ.Πεσσόα

 

(απόσπασμα μυθιστορήματος- δεν έχει εκδοθεί)

 

Κι όμως, ενώ αντιμετωπίζεις την κάθε μέρα σαν να είναι προβλέψιμη  και  όμοια με όλες τις άλλες , έρχεται μια μέρα που είναι αυτή που θα  σε ταρακουνήσει. Θα σου αλλάξει  την ζωή σου. Λες και μπαίνεις σε έναν ορμητικό  χείμαρρο και θα πρέπει να βρεις τρόπο πάση θυσία  να βγεις. Έστω και σαν βρεγμένη γάτα.

Δεν φαντάζεσαι καν ότι θα ζήσεις τέτοιες απρόβλεπτες καταστάσεις.  Ότι αλλάζει η πορεία του κόσμου σου.

Το αιφνίδιο είναι το ζήτημα και όχι οι τυχόν αλλαγές στη ζωή σου.

Αυτή είναι η νέα σου πραγματικότητα, ψιθυρίζω. Για να σώσω τον εαυτό μου- στα πενήντα μου -χρειάζεται να μείνω μακριά από τους άλλους και μακριά από εμένα.  «Πάει πολύς καιρός που δεν είμαι εγώ» που λέει και ο  Φερνάντο Πεσσόα.Τουλάχιστον για απόψε!

Κλείνω  το μπουφάν μου μέχρι τον λαιμό για να προφυλαχτώ από τον παγωμένο αέρα που λυσσομανά απόψε στην πόλη. Τα αυτιά μου παγωμένα. Δεν τα νιώθω καν ότι υπάρχουν.

Η ποιο κρύα νύχτα του φετινού χειμώνα και της τελευταίας εικοσαετίας είπαν στο δελτίο καιρού.

Σιβηρία η πόλη. Μπρος στα μάτια μου προβάλλει αλλιώτικη σήμερα.

Ώρες ατελείωτες περιφέρομαι δεξιά και αριστερά. Ξέμεινα από δυνάμεις. Μια αδύναμη γυναίκα είμαι εξ άλλου.

Προορισμός μου πλέον ο Σιδηροδρομικός Σταθμός. Εκεί που έβλεπα στα ρεπορτάζ της τηλεόρασης ότι περνούν την νύχτα τους οι άστεγοι.

Το τελευταίο τραίνο έχει αποβιβάσει τους επιβάτες του εδώ και δυο ώρες. Βιαστικοί όλοι τους και φορτωμένοι με τις αποσκευές τους μπήκαν στο μετρό και στα ταξί και έφυγαν για τον προορισμό τους.

Ο  χώρος του σταθμού με τέτοια παγωνιά άδειασε σε χρόνο ρεκόρ.

Βαθειά σιωπή παντού. Μια σιωπή που παγώνει .

Ακόμα και τα αδέσποτα σκυλιά της περιοχής έχουν εξαφανιστεί. Έχουν  βρει ένα καταφύγιο και αυτά.

Το μόνο που ακούω είναι οι χτύποι της καρδιάς μου .

Πρώτη μέρα «στον δρόμο» και για μένα.

Μακριά από ένα σπίτι που με έπνιξε, από έναν λάθος σύντροφο, από μια μίζερη συζυγική ζωή αλλά κυρίως  μακριά από μένα και ότι με περιείχε μέχρι σήμερα . Απογοητευμένη και από τον εαυτό μου.

Αλλαγή πορείας λοιπόν σε τούτη την ζωή την μετρημένη. Κομμάτια σκόρπια εδώ και εκεί που καλούμε να συναρμολογήσω.

Μια βραδιά είναι θα περάσει. Το λέω και το ξαναλέω μέσα μου για να το αποδεχτώ.

Είχα ακούσει ότι στο μικρό πάρκο- απέναντι από τον σταθμό -έχει πολλούς άστεγους και επέλεξα αυτό  το σημείο για να περάσω  και εγώ την νύχτα μου.

Όμως απόψε λόγω του παγετού ο Δήμος έχε ανοίξει Κέντρα Υποδοχής για προσωρινή φιλοξενία και οι άστεγοι έχουν πάει να περάσουν την κρύα νύχτα εκεί.

Όχι εγώ δεν θα πάω.  Δεν είμαι  ακριβώς άστεγη… Μια νύχτα θα χρειαστεί να περάσω στον δρόμο. Αύριο κάποια λύση θα βρω !

«Πήγαινε δίπλα σε κάποιον, αλλά ζήσε μόνη» είπα στον εαυτό μου.

Η έννοια της γειτνίασης με μια ανθρώπινη παρουσία ίσως να είναι ανακουφιστική. Θαρρώ πως μειώνει τον φόβο που με διακατέχει.

Στ αλήθεια, τώρα, δεν θέλω  να τα πω σε εσένα όλα αυτά. Σε εμένα ήθελα….

Χώνομαι στις φυλλωσιές του μικρού πάρκου να προστατευτώ από το δυνατό κρύο και να καταλήξω στο σημείο της αποψινής διαμονή μου .

Ναι φοβάμαι πολύ.

Σε λίγο μια κινούμενη φιγούρα – το μόνο ζωντανό πλάσμα-που βλέπω απόψε στον Σταθμό Λαρίσης έρχεται προς την κρυψώνα μου. Το θρόισμα των βημάτων με γεμίζει φόβο.

Και αν κρατάει μαχαίρι. Και αν είναι σαλεμένος. Και αν είναι μεθυσμένος. Και αν… και αν..

Από το σκοτάδι και τον φόβο μου η όρασή μου  είναι ελλιπής. Δεν μπορώ να διακρίνω το πρόσωπό του. Δεν έχω καμιά αίσθηση κίνησης. Δεν μπορώ να τρέξω. Παγώνω περισσότερο θαρρώ από τον φόβο και λιγότερο από το κρύο.

Με έχει δει είμαι βέβαιη.

Όμως χωρίς να πει κουβέντα _σαν να μην υπάρχω-  σηκώνει ένα κλαδί δέντρου και χώνεται κάπου απόμερα – «στο σπιτικό του». Τυλίγει τα χέρια στους ώμους χιαστή και κλείνει  τα μάτια.

Είναι γυναίκα γύρω στα πενήντα με πρόσωπο ταλαιπωρημένο .

Δεν μίλησε. Δεν μίλησα. Την κοιτάζω επίμονα. Η αίσθηση του κινδύνου με κρατάει σε θέρμη.

Μετά από ένα δίωρο σιωπής ανάμεσα μας ξαφνικά την βλέπω να  ψάχνει το σακίδιο της. Παγώνω από τον φόβο.

Θα βγάλει μαχαίρι??

Σηκώνει το βλέμμα της και με κοιτάζει. Να σιγουρευτεί ότι είμαι ακόμα εκεί ή να δει αν έχω φύγει άραγε.

Βγάζει έναν φακό και ευτυχώς…  ένα βιβλίο. Ολιγοσέλιδο.

Δεν βλέπω τίτλο.

Αρχίζει να διαβάζει . Γυρίζει αργά αργά τις σελίδες

Ουφ.. ευτυχώς λέω.

Μια λάμψη φωτός στον ουρανό με βοηθάει να δω καλύτερα τα χαρακτηριστικά της.

Μετρίου αναστήματος, λιπόσαρκη, σχεδόν ένα κλαράκι και με στρογγυλό πρόσωπο. Σκοτεινόχρωμη σε ρούχα και πρόσωπο.

Η κάπου την ξέρω ή κάποια μου θυμίζει σκέφτομαι.

«Με συγχωρείτε είστε..» λέω

«Αυτή που βλέπεις είμαι. Δεν είναι ώρα για συστάσεις» λέει και χάνεται στις σελίδες του βιβλίου και στον κόσμο της.

Λιγόλογος άνθρωπος, παγερός.

Χαμένος χρόνος είμαι για κείνη.

Αναρωτιέμαι που την ξέρω. Μοιάζει εμφανισιακά με κάποια που γνωρίζω ή κάπου έχουμε ξανασυναντηθεί Οικείο πρόσωπο μου φαίνεται.

Άραγε εκείνη με αναγνώρισε ή δεν την ενδιαφέρουν πλέον οι συνομιλίες. Έχει φτιάξει τον δικό της κόσμο.

Όλα γύρω μου γύρω μου δείχνουν ξένα. Τα χέρια μου, τα πόδια μου έχουν ένα αβάσταχτο βάρος, σαν να μην είναι δικά μου μέλη. Μήπως έχω χάσει τον έλεγχο μου και έχω πάρει λάθος δρόμο και βαδίζω κατευθείαν στον γκρεμό. Μήπως με εκθέτω σε κίνδυνο.

Νέος φόβος με καταβάλει. Όχι δεν πρέπει να με πάρει ο ύπνος ούτε στιγμή. Αλλιώς αύριο μπορεί να είμαι πρωτοσέλιδο.

Αρχίζει να χαράζει.

Εκείνη σηκώνεται από την θέση της και μου λέει με αδύναμη φωνή

«Αύριο πήγαινε στο κτίριο απέναντι εκεί που βλέπεις (και μου το δείχνει με το χέρι της) να πάρεις ένα βιβλίο για να βγάζεις τις νύχτες σου. Είναι η βιβλιοθήκη του Δήμου» .

Με ξάφνιασε. Με νοιάστηκε. Η τρανοσύνη της με αιφνιδίασε. Εκείνη που λίγο πριν δεν ήθελε παρτίδες με μια νέα άστεγη.

«Το βιβλίο είναι η πανοπλία σου αλλιώς εδώ θα μολυνθείς από την αρρώστια των αστέγων  –την αδράνεια. Αν μείνεις για πολύ καιρό θα σαπίσεις», είπε

‘Έφυγε με μιας, σαν ένα φτερούγισμα πουλιού.

Έμεινα με απορίες.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top