Fractal

✔ ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ: Η Μαρία Λαμπαδαρίδου – Πόθου γράφει στο Fractal για το καινούργιο βιβλίο της

 

monopatia_aggelou«Τα μονοπάτια του Αγγέλου μου. Τα φιλντισένια μονοπάτια της ζωής μου», Εκδόσεις Πατάκη

 

Σε αυτά τα ίδια μονοπάτια θα περπατήσω ξανά. Αυτό το βιβλίο που ετοιμάζεται στις εκδόσεις Πατάκη και θα κυκλοφορήσει σε λίγες μέρες είναι τα μονοπάτια του Αγγέλου μου, αυτά που ο πόνος της μύησης, ο άσωτος πόνος της αγάπης τα έκανε φίλντισι και φως αειρρόω της μνήμης. Κι εγώ πρέπει να βρω τις ίδιες πατημασιές μου, τα ίδια σημεία όπου πέρασα και να ακουμπήσω πάνω τους την ψυχή μου, έτσι για να βεβαιωθώ πως αυτά που έζησα αυτά που ζούμε είναι δικά μας και είναι εκεί που τα αφήσαμε απαρασάλευτα και ακοίμητα και μας κοιτάζουν στα μάτια.

Ήταν τα ημερολόγια μου που κρατούσα μια ζωή. Δυο πάνινοι σάκοι γεμάτοι από στιγμές της ζωής μου μετέωρες μέσα στον χρόνο στιγμές καταργημένες και μαζί παρούσες, ακοίμητες όπως ο χρόνος, σταθμοί βροχεροί και ποιητικοί σχεδιασμοί ενός πάντα νέου βιβλίου και αποχαιρετισμοί χαμένοι στην ομίχλη της μνήμης.

Είπα να τα κάψω όπως είναι πριν τα δω. Τις στιγμές που έζησες δεν τις μοιράζεσαι με τους αναγνώστες, είπα. Και τα άπλωσα πάνω στο γραφείο μου και πάνω στο πάτωμα να τα δω για τελευταία φορά. Να τα αποχαιρετήσω. Όμως αυτό που έζησες δεν είναι μόνο πάνω στις γραμμένες σελίδες τις ξεχασμένες, είναι μετέωρο μέσα στον χρόνο σου και μέσα στην ψυχή σου, εισβάλλει στην παρούσα στιγμή που ζεις, την εξουσιάζει και την ανατρέπει. Πράγματα που τα ξέχασες, στιγμές που τις θεωρούσες καταργημένες αναδύονται από τα βάθη ενός παρελθόντος ακοίμητου και σε αιφνιδιάζουν.

Σε μια παρόμοια κατάσταση βρισκόμουν, όταν πήρα να ανοίξω ένα ημερολόγια να δω τι έγραφα – είναι κάποια χρόνια που δεν γράφω πια. Και δεν το άφησα από τα χέρια μου. Η ζωή μου, είπα. Αυτή που τη νόμιζα χαμένη ή καταργημένη, επικαλυμμένη από τον άσωτο χρόνο τον πανδαμάτορα. Η ζωή μου ολόφωτη. Με όλες τις αγωνίες μου τις ιερές. Με τη μία μεγάλη αγωνία μου να βρω κάθε φορά το σωστό μονοπάτι, αυτό που το περπάτησε ο Άγγελός μου πριν από μένα. Να το βγάλω από την καταχνιά και την ομίχλη που το τύλιγε. Να το κάνω φίλντισι και φως σαν τον Άγγελό μου.

Και αντί να τα κάψω, έκανα κάτι καλύτερο. Διάλεξα τις σελίδες που μιλούν για τα βιβλία μου. Πώς τα έγραψα. Ποια γεγονότα της ζωής μου με έβγαλαν σε εκείνο ή στο άλλο μονοπάτι. Βρήκα αυτά που με πόνεσαν και πάντα ό,τι  μας πονά, μας διαμορφώνει. Μας κάνει δυνατούς μπρος στο άδικο. Μας κάνει να δεχόμαστε με ταπεινότητα το άδικο αυτό που περισσεύει σε όλους τους καιρούς.

Βρήκα αμέτρητες φορές τον εαυτό μου σε μια γωνιά μέσα στην Αγιά Σοφιά, τα χρόνια που έγραφα το βιβλίο μου “Πήραν την Πόλη, πήραν την”, όταν είχα ανάγκη να βγω από τα ιστορικά γεγονότα και να ζήσω τις ίδιες τις αντηχήσεις, τον κραδασμό του σπαραγμού  τον κύκλιο που μου έφερναν τα βάθη του χρόνου.

Και πόσο χαίρομαι που αυτό το βιβλίο μου αγαπήθηκε από τόσο πολλούς αναγνώστες. Όπως και ο Άγγελός μου. “Ο Άγγελος της Στάχτης”. Μπορεί να μην αγαπήθηκε από τόσο πολλούς. Όμως αγαπήθηκε παράφορα, όπως τον αγάπησα κι εγώ και τον είπα επαλήθευση της ψυχής μου.

Στις ημερολογιακές σελίδες μιλώ περισσότερο για τα μυθιστορήματα του πρώτου κύκλου της ζωής μου. Όταν προσπαθούσα να γνωρίσω το πρόσωπό μου. Τότε που ακόμα οι δρόμοι μπροστά μου ήταν λευκοί και άγραφοι. Μιλώ για τους συγγραφείς, τους ποιητές που αγάπησα.

Τον Σάμουελ Μπέκετ και τον Οδυσσέα Ελύτη. Τον T.S.Eliot που η ποίησή του είχε γίνει ένα με τη σκέψη μου. Όπως αργότερα είχε γίνει του Ελύτη και του Μπέκετ. Τότε κατάλαβα πως η ποίηση είναι μεγάλη όταν αναδύεται μέσα στην καθημερινότητά σου. Για να σε φέρει σε μιαν άλλη παράλληλο με την πραγματικότητα που ζεις. Να δημιουργήσει έναν υπερρεαλισμό έτσι που να πλουτίσει και να ομορφύνει την στερημένη καθημερινότητα. Περπατάς σ’ ένα δρόμο ή περιμένεις στη στάση του τρόλεϋ, και στο μυαλό σου εισβάλλει ο στίχος του Έλιοτ: “Τι θα κάνουμε αύριο;  Τι θα κάνουμε πάντα; Ζεστό νερό στις δέκα”. ‘Η μπαίνεις στο λεωφορείο και σε σπρώχνουν κι εσύ σκέφτεσαι τον στίχο του Ελύτη: “Πέφτοντας η ζωή μου / ένα κομμάτι ελάχιστο από τη ζωή μου”.

Το βιβλίο ετοιμάζεται στις εκδόσεις Πατάκη. Και αισθάνομαι την ανάγκη να πω ένα μεγάλο ευχαριστώ που, εν μέσω κρίσης και κατάρρευσης, βγάζουν αυτό το πολύ σημαντικό για μένα βιβλίο, σημαντικό με την έννοια της προσωπικής συμμετοχής, αφού είναι ένα βιβλίο για τη ζωή μου. Αυτοσχεδιάζοντας πάνω στη ζωή μου, όπως είπα, πάνω στην ψυχή μου ακόμα, μέσα από τις χιλιάδες σελίδες των ημερολογίων μου.
Και θέλω να πιστεύω, έτσι όπως το ένιωσα από την πρώτη στιγμή που αποφάσισα την έκδοση,  πως αυτό το βιβλίο είναι ένα δώρο για τους αναγνώστες μου. Τους αναγνώστες εκείνους που αγάπησαν τα βιβλία μου.

Κανείς δεν μπορεί να βγει αλώβητος, όταν αποφασίζει να κάνει πράγματα που τον ξεπερνούν. Και κάποια βιβλία που έγραψα με ξεπερνούν. Ή κάποιες αποφάσεις που πήρα σε δύσκολες στιγμές.

“Τα μονοπάτια του Αγγέλου μου – τα φιλντισένια μονοπάτια της ζωής μου” είναι ένα βιβλίο που με ξεπερνά.

Όμως σε λίγο δεν θα ανήκει πια σε μένα.

Κι αυτό ακόμα δεν μέτρησα πόσο πονά.

Είναι αυτό που με βασάνιζε τον τελευταίο καιρό πως: Τίποτα δεν έχουμε δικό μας.

Ή τίποτα δεν έχω δικό μου.

Ή, για να το πω αλλιώς, είναι δικό μου μόνο αυτό που έδωσα.

Είναι δικό μας μόνον αυτό που δίνουμε.

Αυτό που, δίνοντάς το, νομίζουμε πως το χάνουμε για πάντα. Όμως σήμερα ξέρω πως τότε, μόνον τότε γίνεται δικό μας από τους πάμφωτους δρόμους της ψυχής.

 

marialampad

Μαρία Λαμπαδαρίδου – Πόθου

 

Παραθέτω ένα μικρό απόσπασμα από το βιβλίο:

 

Μέσα στο ναό της  Αγίας Ειρήνης

Ιούλιος 1989

ώρα 11 πρωί 

 

Τόσο πολύ ήθελα να δω τον ναό της Αγίας Ειρήνης. Δεν επιτρέπεται η είσοδος, μας είπαν. Όμως εγώ κάθισα απέξω, πάνω σε ένα σπασμένο κίονα χορταριασμένο. Και περίμενα. Τόσα πολλά είχα διαβάσει για τον περίλαμπρο αυτόν ναό. Από χρυσό και σμάλτο και πολύτιμους λίθους ήταν ολόκληρος επενδυμένος. Και τώρα βουβός και σκοτεινός. Θλιβερός. Οστά γεγυμνωμένα. Ο φύλακας με βλέπει που κάθομαι εκεί με τις ώρες. Φοβάμαι να του δώσω χρήματα. Όμως μοιάζει φιλικός. Ανοίγω το πορτοφόλι μου. Δέκα λεπτά μόνο μου λέει. Και η καρδιά μου χτυπά να σπάσει. Μπαίνω μέσα και το πρώτο που με συνεπαίρνει είναι η μυρουδιά. Μια οσμή χρόνου εγκλωβισμένου που σάπισε. Ή μια μυρουδιά επιτάφιου κι ας μην υπάρχει ούτε ίχνος λουλουδιού. Τοίχοι πανύψηλοι γυμνοί. Γεγυμνωμένοι. Και πάλι ο λόγος του ψαλμωδού “οστά γεγυμνωμένα”. Σε κάποια ελάχιστα σημεία προς την οροφή, λίγο ψηφιδωτό που γλίτωσε τη λεηλασία. Προσπαθώ να φανταστώ τον ναό με το σμάλτο και το χρυσό και τους πολύτιμους λίθους. Ένας χώρος που θρηνεί. Και κλαίω μαζί του. Αδύνατο να συγκρατήσω τα δάκρυα. Η μοναξιά του χρόνου, η εγκατάλειψη, γίνεται οσμή περίεργη και εισχωρεί ως μέσα στο αίμα μου. Και ξέρω. Ξέρω πια πως εκεί θα μείνει. Σημείο αναφοράς και λεηλατημένη μνήμη. Ένας μεγάλος σταυρός πάνω από το Ιερό κυριαρχεί. Ένας Τούρκος σέρνει δίπλα μου κάτι καρέκλες. Κοιτάζω κάποια ακόμα ψηφιδωτά που σώζονται. Μια επιγραφή δυσανάγνωστη. Αυτό το παγωμένο περόνιασμα του χρόνου δεν θα το ξεχάσω ποτέ, λέω. Και, σε τούτη την πένθιμη στιγμή, τη γεγυμνωμένη, φωτίζεται μέσα μου το μεγάλο μυθιστόρημα, το άγνωστο ως εκείνη την ώρα. Αυτό που θέλω να γράψω. Και είμαι σίγουρη πια πως αυτό θέλω. Αυτό γεννιόταν μέσα μου κομμάτι κομμάτι σαν να έβγαινε από τον χρόνο τον ερειπωμένο. Αμέσως μετά τον Νικηφόρο Φωκά, λέω πάλι. Θα γράψω για τον θρήνο και το αίμα. Οιμωγές των ερειπίων.  Αυτό, αυτό. Και μια χαρά με βγάζει από το πένθος. Βγαίνω στον περίβολο της Αγίας Ειρήνης. Έχω μπροστά μου την Αγία Σοφία. Και εκεί κάθομαι. Τίποτε άλλο δεν θα μπορούσε να με συγκινήσει τόσο πολύ. Τίποτα, λέω. Και προσπαθώ να ρίξω το βλέμμα μου στη σύγκλιση εκείνη τη μαγική, μέσα στον άπειρο χρόνο, έτσι που να συναντηθεί με τα βλέμματα εκείνων. Των τραγικών πολιορκημένων. Και του μαρτυρικού αυτοκράτορα.

Δεν βλέπω την ώρα να αρχίσω να γράφω.      

 

Μέσα στην Αγια Σοφιά

συμμετέχω στο χρόνον των μυθιστορημάτων μου

 

Αυτό το αίσθημα της “συμμετοχής” είναι συγκλονιστικό. Γέρνω στο ίδιο σημείο, όπως την πρώτη φορά, δίπλα στον χτυπημένο από την οπλή του αλόγου κίονα. Πραγματικότητα ή θρύλος, καμιά σημασία. Εδώ θα σκύψει ο ήρωας μου να φιλήσει το ιερό που κρύβει στα σπλάχνα του ο ναός, τη μέρα του αίματος. Κι από το μέτωπό του θα κυλά το αίμα του σημαδιού του. Γιατί είναι σημαδεμένος.

Βρήκα το πρώτο στοιχείο του μυθιστορήματος. Ο ήρωας μου είναι σημαδεμένος. Με έναν χαραγμένο κύκλο στο μέτωπο που φέγγει και ματώνει σαν προφητεία.

Μόνο που πρέπει να τελειώσω πρώτα τον Νικηφόρο Φωκά. Δεν γίνεται να μείνει στα χειρόγραφα. Ίσως κιόλας εκείνο το επόμενο το μεγάλο που ονειρεύομαι να είναι μια συνέχεια του Νικηφόρου Φωκά. Με κάποιον τρόπο, συνέχεια. Τα πεντακόσια χρόνια που απέχει το ένα από το άλλο γίνονται “ως η ημέρα η εχθές” του ψαλμωδού.

Η μέρα έξω λάμπει. Κοιτάζω άλλη μια φορά την Αγια-Σοφιά. Άραγε θα την ξαναδώ σε τούτο το εφήμερο πέρασμά μου!

Τα περιστέρια πάνω στους τρούλους. Κι εγώ κάνω την ευχή να γράψω ένα ευτυχισμένο μυθιστόρημα.

Κι ας μιλά για αίμα και θρήνο. Ευτυχισμένο, με την έννοια της γραφής. Πάει να πει, της υπέρβασης.

Στρέφω τα μάτια και κοιτάζω μια τελευταία φορά την Αγια-Σοφιά. Σ’ αφήνω στη μοναξιά σου, της λέω. Μοναξιά του χρόνου.

 

Σάββατο, 8 Ιουλίου

αποχαιρετώ τη Βασιλεύουσα

 

Την αποχαιρετώ όμως και την παίρνω μαζί μου. Την παίρνω μέσα στα μυθιστορήματα που θα γράψω. Κοιτάζω την Αγια Σοφιά μέσα στην καταχνιά του πρωινού. Μπροστά μου η θάλασσα του Μαρμαρά, που ενώνεται με τα χορευτικά νερά του Βοσπόρου. Και προσπαθώ να φανταστώ τα βυζαντινά πλεούμενα, τα χελάνδια. Είμαι κιόλας εκεί. Περιμένουμε τους άλλους. Ο ήλιος με καίει τώρα. Κάθομαι στη δροσιά κάτω από έναν πλάτανο. Στιγμές δυνατές που προεκτείνονται στον μελλούμενο χρόνο μου.  Πρώτα ο Νικηφόρος Φωκάς. Ο τραγικός αυτός αυτοκράτορας.  Ο μέγας στρατηλάτης της βυζαντινής εποποιϊας. Αντίκρυ μου η ασιατική ακτή, ακριβώς, με τη βυζαντινή Χρυσούπολη. Και η  Αργυρούπολη προς την ευρωπαϊκή μικρασιατική. Σε λίγο φεύγουμε. Θεοφανώ, Νικηφόρος Φωκάς, Αλέξιος, Κωνσταντίνος Παλαιολόγος. Ονόματα της ιστορίας και ονόματα του μύθου μου. Ακόμα δεν βρήκα το όνομα του βασικού προσώπου, του αφηγητή ίσως, για το μυθιστόρημα του θρήνου και των ερειπίων. Η λέξη πορφύρα στη σκέψη μου. Πορφυρογέννητος ήταν ο γεννημένος από αυτοκράτορα που βασίλευε. Το χρώμα που κυριαρχεί στη σκέψη μου είναι το πορφυρό. Ακόμα και μέσα στη γεγυμνωμένη Αγία Ειρήνη, ένα πορφυρό που ήταν μαζί αίμα και πορφύρα θάμπωνε τα μάτια μου.

Πορφύριος, ίσως. Πορφύριος.

 

monopatia_aggelou

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top