Fractal

✔ Προδημοσίευση – Ελένη Γκίκα «Ιδεολογικά ύποπτη», εκδ. Καλέντης

 

 Ράγισε!

 

Το να γλεντάς δεν είναι παρά μια μορφή αυτοκτονίας. 

Φ. Σ. Φιτζέραλντ 

 

thumbnail_ideologika-ipopti«Και βέβαια έπαιξες. Όλη σου τη ζωή το ’χες το στοίχημα. Απλώς δεν το ’ξερες. Ξέρεις τι χρονιά γράφει πάνω το κέρμα; Χίλια εννιακόσια πενήντα οχτώ. Είκοσι δύο χρόνια ταξίδευε για να φτάσει εδώ. Και τώρα έφτασε. Κι είμαι κι εγώ εδώ. Κι έχω το χέρι μου από πάνω. Κι είναι κορόνα ή γράμματα. Και πρέπει ν’ αποφασίσεις. Να στοιχηματίσεις».

Ένα κέρμα. Όλοι το ξέρουμε, και ειδικά εγώ, ότι «και το πιο μικρό πράγμα μπορεί αν γίνει όργανο της μοίρας».

Δεν ξέρω γιατί ακριβώς σε κατηγορώ. Δεν καλοξέρω και γιατί αυτό το απόσπασμα του ΜακΚάρθυ είναι ικανό τόσο να με χαλάσει, δεν καλοξέρω ακριβώς και τι είναι εκείνο που θέλω να σου πω· τι να σου πω, εξηγήθηκε εξάλλου κανείς μας με λόγια;

Θα μπορούσα να κάνω ό,τι κάνεις, να χανόμουν σιγά-σιγά, να σε μπέρδευα και να μπερδευόμουνα περισσότερο, αλλά δεν θα ήμουν εγώ. Το ξέρεις εξάλλου καλά, δεν είμαι εγώ έτσι. Είμαι του «όλα» ή «τίποτα». Παρηγοριόμουν καιρό αλλά μάλλον εις μάτην: «Ό,τι δίνεις έχεις, όσα κρατάς τα χάνεις» μου έλεγε η γιαγιά. Κι αυτό έκανα· τα ’δωσα όλα, τα ’χασα όλα.

Ξέρω, και πάλι θα με πεις υπερβολική. Ίσως και να θεωρείς όλη αυτή την υπερβολή χαζομάρα. Όμως τώρα δεν έχω καμία άλλη επιλογή. Ο έρωτας είναι πολύ εύθραυστο πράγμα. Κι όλο αυτό έσπασε. Ράγισα. Εντάξει, το αναγνωρίζω, είμαι ευάλωτη, σαν άψητο λεπτό γυαλί, ξοδεύομαι άγαρμπα, μπορεί να έχεις και δίκιο και «το κανονικό μου να είναι η υπερβολή», όμως ποτέ όλον αυτό τον καιρό δεν με σταμάτησες, δεν μου είπες, «Πάψε πια την τόση σπατάλη! Εγώ κρατώ άμυνες, έχω άσους κρυμμένους στο μανίκι!» Δεν το ’πες! Και δεν το φαντάστηκα!

Κι ήρθα και στράγγισα. Ράγισα. Το παραδέχομαι: «Η ρωγμή είναι σε μένα».

Πάτησε create mail, δεν της είχε στείλει τίποτα που να επέτρεπε reply, σκούπισε μύξες, δάκρυα, ήπιε δυο γουλιές μολτ απ’ αυτό που του είχε πάρει, μόρφασε, σαν να κατάπινε κοριό, γιατί έπινε… και ξεκίνησε να γράφει μανιωδώς για την εφημερίδα. Περίμεναν κείμενο. Είχε βγει νέο βιβλίο για τους Φιτζέραλντ. Σερνόταν η μελέτη της, σαν τη ζωή της εδώ κι εκεί, κατασπαταλημένη.

 

«Εκείνη αγαπά τη γεύση του αλκοόλ πάνω στα χείλη μου, εγώ λατρεύω τις ψευδαισθήσεις της». 

«Μαμά, μήπως γερνά κανείς στον ύπνο του;» Από παιδάκι, στην Αλαμπάμα του Νότου, η Ζέλντα Σέιερ, κόρη του δικαστή Σέιερ, ρωτούσε με αγωνία τη μαμά Μίνι και μόνο αυτό φοβόταν: μήπως γεράσει! Γι’ αυτό, εξάλλου, και δεν γέρασε ποτέ. Σχεδόν δεν… κοιμήθηκε ποτέ! Γι’ αυτό ίσως και να αξιώθηκε και τη Μεγάλη Συνάντηση με τον νεαρό αξιωματικό από τη Μινεσότα. 

Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ τον ξέρουμε εμείς. 

Η μυθιστορηματική βιογραφία της Ανιές Μισό, «Ζέλντα-Σκοτ Φιτζέραλντ: Μια σχέση πάθους» (εκδ. «Κέδρος»), αναφέρεται στην πολυτάραχη και παθιασμένη ζωή τους. 

Της είναι εύκολο να γράφει με τρόπο προσωπικό για κάτι που δεν είναι —ή τουλάχιστον δεν φαίνεται να είναι— προσωπικό, γράφει σαν κάποιος να της υπαγορεύει· σχεδόν με τον αυτόματο πιλότο: «Με τα πόδια γράφεις», μοιάζει εκείνος να της καταλογίζει, σχεδόν της το κατηγορεί. Γράφει σα να το φτύνει· τα ίδια της τα συκώτια, την καρδιά της: 

Αφηγήτρια είναι, όπως μας αυτοσυστήνεται στο πρώτο κεφάλαιο, η «Σκότι Φιτζέραλντ, μονάκριβη κόρη του Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ και της Ζέλντα Σέιερ». Που δεν την ξανασυναντάμε παρά στο τελευταίο κεφάλαιο πάλι, για να κάνει αυλαία. 

Στο μεταξύ, δυο οδοστρωτήρες που γνώρισαν την ακμή και την παρακμή. Λαμπεροί και αυτοκαταστροφικοί μέχρι υπερβολής. «Καμένοι» απ’ τα πολλά τους ταλέντα. 

«Έτσι συνεχίζουμε ακάθεκτοι, σαν τα πλεούμενα ενάντια στο ρεύμα, ενδίδοντας αδιάκοπα στο παρελθόν». Με μότο ενδεικτικό της σχέσης απ’ τον δικό του «Υπέροχο Γκάτσμπυ». Επιμέρους μότο στα κεφάλαια, αποσπάσματα από το βιβλίο εκείνης: «Χαρίστε μου το βαλς», έκκληση μόνιμη, μονάχα αυτό μια ζωή ζητούσε, εκλιπαρούσε. Με εμβόλιμα αποσπάσματα έργων τους και δικές της επιστολές προς εκείνον. Η Ζέλντα, αποδεικνύεται πιο… αμελής, ο Σκοτ τις κρατούσε. Αυτή, τίποτα πάλι. 

Φόντο της ιστορίας, το πατρικό σπίτι της Ζέλντα στον Νότο. Και, ενδιάμεσα, όλοι οι δικοί τους σταθμοί: Ο γάμος τους και η παραμονή τους στη Νέα Υόρκη. Τα αλλεπάλληλα ταξίδια στην Ευρώπη, η διαμονή τους στην Κυανή Ακτή, στο ακρωτήριο της Αντίμπ, στη Βενετία, στο Παρίσι, στο Λονδίνο, στη Ρώμη. Το χρηματιστηριακό κραχ και η επιστροφή στην Αμερική. Οι χοροί και τα πάρτι μέχρι εξαντλήσεως, οι μεγάλες παρέες. Η φιλία του Φρανσις Σκοτ Φιτζέραλντ με τον Χέμινγουεϊ, το Χόλιγουντ, τα σενάρια, η σχιζοφρένεια της Ζέλντα, τα ιδρύματα, ο εγκλεισμός, η θυελλώδης τους σχέση αλλά και η συγγραφή, το πρώτο βιβλίο: «Η άλλη πλευρά του Παραδείσου», που εκδόθηκε όταν ήταν μόλις είκοσι τεσσάρων. Τα διηγήματα που έγραφε, πολλές φορές, μόνο για να επιζήσουν. Ο «Μεγάλος Γκάτσμπυ» που τον καθιέρωσε: το πώς μπορεί ένας άντρας να κατασπαταλά έτσι μια ζωή για μια γυναίκα. Το μυθιστόρημα «Τρυφερή είναι η νύχτα» που της προκάλεσε τον μεγάλο νευρικό κλονισμό, οι προσπάθειες ν’ αφοσιωθεί στη ζωγραφική, στον χορό, στη γραφή ύστερα. Η δική του εντιμότητα να πληρώνει τα ακριβότερα ιδρύματα για κείνη. Τα ταξίδια, το αμερικάνικο όνειρο, η ίδια η Αμερική και η «χαμένη γενιά της τζαζ» που αυτός επινόησε, όντας ο ίδιος χαμένος. Η αναλαμπή ότι «όλα είναι εφικτά», η επιτυχία εν τω μέσω δύο μεγάλων πολέμων. Το εφήμερο της νιότης, της λάμψης, της νίκης αυτής καθαυτής της ζωής. Ο αλκοολισμός του και η δική της κατάρρευση μέχρι εσχάτων. Ο θάνατός του, με τον «Τελευταίο μεγιστάνα» ημιτελή. Ο τελευταίος εγκλεισμός της. Η ξαφνική, αψυχολόγητη, αδικαιολόγητη πυρκαγιά. Η νοσοκόμα που, για αδιευκρίνιστους λόγους, την είχε κλειδώσει στο δωμάτιο. 

 

Γράφει πυρετωδώς, δυσφορεί, αυτή η δύσπνοια πάλι, ποτέ δεν της αρκεί τ’ οξυγόνο. Τίποτε δεν της έφτασε σ’ αυτή τη ζωή. Ό,τι κι αν έζησε, ό,τι κι αν έδωσε, ό,τι κι αν πήρε, και πάλι της φάνηκε λίγο. Να το τελειώσει θέλει. Και να το στείλει, το ξέρει, αυτό το μπορεί:

Με αυθεντικές φράσεις τους, όπως, «Το να γλεντάς δεν είναι παρά μια μορφή αυτοκτονίας», και: «Εκείνη αγαπά τη γεύση του αλκοόλ πάνω στα χείλη μου, εγώ λατρεύω τις ψευδαισθήσεις», παρά την τραγικότητα της κατάληξης («κάηκαν» και οι δυο σαν πεταλούδες στη λάμπα), η τελική αίσθηση είναι ότι, τελικά, τους συνέβη (έζησαν) κάτι μεγαλειώδες. Διότι για τη ζωή και των δύο «εκείνο που είχε σημασία ήταν αυτή η Συνάντηση». 

«Ήταν κάτι εξαιρετικό»: μας πείθει γι’ αυτό η Μισό, αλλά και η ίδια τους η ιστορία. «Ήταν η πάλλουσα καρδιά αυτής της ύπαρξης, η έννοιά της, ο σκοπός της, ο χώρος όλων των επιτευγμάτων. Εκείνη αποτελούσε το σημάδι ενός ιδιαίτερου πεπρωμένου». «Ήταν η ιστορία δύο ατόμων, που η μοίρα τους ήταν το σμίξιμο. Είχαν πράγματα να κάνουν μαζί. Αυτό ήταν το τίμημα, ο αγώνας. Αυτό ήταν εκείνο που είχαν χάσει».  

 

Και στο δικό της αυτό ακριβώς θα προσπαθήσει να βρει: «Εκείνο που είχαν χάσει». Γιατί το είχαν χάσει. Στο κείμενό της θα αναλάβει τον καθένα τους στοργικά, ξεχωριστά. Πρώτα, εκείνη: η Ζέλντα και η σχέση τους, μέχρι εξαντλήσεως, τελικής πτώσεως, «εκείνη που αποτελούσε το σημάδι ενός ιδιαίτερου πεπρωμένου».

Ξαναδιαβάζει το γράμμα της. Κάποια χρόνια μετά, θα ήταν αργά. Εκείνο το γράμμα, ανεπίδοτο. Χωρίς παραλήπτη:

 

Κλινική Σέπαρντ και Ένοχ Πρατ   

Τόουσον, Μέριλαντ 

Ιούνιος, 1935 

 

Αγαπημένε μου και παντοτινά 

Αγαπημένε μου Σκοτ,  

Και εγώ λυπάμαι που δεν υπάρχει τίποτα πια να σε υποδεχθεί, εκτός από ένα άδειο κέλυφος. Σκέφτηκα την προσπάθεια που έκανες για χάρη μου. Ο πόνος γι’ αυτό το τίποτα είναι αβάσταχτος, εκτός αν κάποιος είναι ένας τελείως κούφιος μηχανισμός. Αν είχα αισθήματα, θα λύγιζα από ευγνωμοσύνη προς εσένα, αλλά και από θλίψη, καθώς δεν έχει απομείνει ίχνος αγάπης και ομορφιάς, από την αρχή της σχέσης μας, να σου προσφέρω τώρα, στο τέλος. Ήσουν τόσο καλός μαζί μου και μπορώ να πω μονάχα ότι πάντα τούτο το βαθύτερο ρεύμα διέτρεχε την καρδιά μου. Η ζωή μου… εσύ. 

Θυμάσαι τα τριαντάφυλλα στην αυλή του Κίνεϊ; Ήσουν τόσο ευγενικός, και σκέφτηκα, «Είναι ο πιο γλυκός άνθρωπος του κόσμου», και εσύ είπες: «Αγάπη μου». Είσαι ακόμα η αγάπη μου. 

Ο τοίχος ήταν υγρός και χορταριασμένος όταν διασχίσαμε τον δρόμο και λέγαμε ότι μας αρέσει ο Νότος. Σκέφτηκα τον Νότο και το ευτυχισμένο παρελθόν που ποτέ δεν είχα. Σκέφτηκα ότι ήμουν κομμάτι του Νότου. Είπες ότι αγαπάς τούτη την υπέροχη χώρα. Η γλυσίνα στον φράχτη ήταν πράσινη, η σκιά της δροσερή και η ζωή παλιά… 

Μακάρι να είχα σκεφτεί κάτι άλλο… αλλά ήταν μια σκέψη συνενοχής, μια ρομαντική, νοσταλγική σκέψη. Έβγαλα το καπέλο μου, και τα μαλλιά μου ήταν νωπά και είχα γυρίσει σπίτι ασφαλής και εσύ ήσουν ευχαριστημένος που ένιωθα έτσι, και γεμάτος σεβασμό. Ήμασταν χρυσαφένιοι και ευτυχισμένοι σε όλο τον δρόμο του γυρισμού ως το σπίτι. 

Τώρα που δεν υπάρχει πια ευτυχία και το σπίτι μου έχει χαθεί και δεν υπάρχει πια ούτε παρελθόν, ούτε συναίσθημα που να προσφέρει κάποια ανακούφιση, παρά μόνο τα δικά σου… τι κρίμα που συναντηθήκαμε έτσι τραχιά και παγωμένα, όταν κάποτε υπήρχε τόση τρυφερότητα μεταξύ μας, τόσα όνειρα! 

Πόσο θα ’θελα να είχες ένα σπιτάκι με δεντρομολόχες και μια σφενδαμιά και τον απογευματινό ήλιο να καθρεφτίζεται σε μια ασημένια τσαγιέρα… Η Σκότι θα έτρεχε εδώ κι εκεί ντυμένη στα λευκά, σαν βγαλμένη από πίνακα του Ρενουάρ, και εσύ θα έγραφες το ένα βιβλίο μετά το άλλο. Και θα υπήρχε μέλι για το τσάι, όμως το σπίτι δεν ήταν στο Γκράντσεστερ… 

Θέλω να είσαι ευτυχισμένος — αν υπάρχει δικαιοσύνη, πρέπει να είσαι ευτυχισμένος… Μπορεί και να είσαι… 

Ω ναι, να είσαι. 

Να είσαι, να είσαι… 

Ζέλντα. 

 

ΥΓ. Σε αγαπάω, όπως και να ’ναι… ακόμα κι αν ο εαυτός μου χαθεί, αν η αγάπη χαθεί, αν η ζωή χαθεί… 

Σε αγαπώ. 

 

Ελένη Γκίκα

Ελένη Γκίκα

 

Και με την άλλη γυναίκα, ακόμα τον αγαπούσε. Με τον κατασπαταλημένο της εαυτό, αγαπούσε. Εκείνον που τόσο γενναιόδωρα ως Τζέι Γκάτσμπυ τής χαρίστηκε αφήνοντας την Ντέζι να τον εγκαταλείπει για τη ζωή της, τάχα για τον Τομ. Όμως στο «Τρυφερή είναι η νύχτα» πάτησε πάνω της. Έστησε το αριστούργημά του πάνω στην άρρωστη ζωή της. Αυτός το πλήρωνε το ίδρυμα. Και είχε κάθε δικαίωμα για να το κάνει σκηνικό. Είχε όλα τα δικαιώματα να την «κάψει» σαν Νικόλ Ντάιβερ. Εξάλλου, δεν υπάρχει μεγαλύτερο ψεύδος από το «όταν μεθάς, δεν διαλύεις τίποτα άλλο εκτός από τον εαυτό σου».

Διέλυσε εκείνη!

Κι εγώ διαλύθηκα! Εξάλλου, ολόκληρη η ζωή είναι μια διαδικασία αποσύνθεσης, αλλά τα χτυπήματα που έρχονται, ή τουλάχιστον έτσι δείχνουνε από τα έξω —αυτά τα οποία θυμάσαι και βλαστημάς και, σε στιγμές αδυναμίας, τα εξομολογείσαι στους φίλους σου—, δεν εμφανίζουν τα αποτελέσματά τους αμέσως. Υπάρχει και ένα άλλου είδους χτύπημα που έρχεται από τα μέσα, που δεν το αισθάνεσαι παρά μόνο όταν είναι πια πολύ αργά για να κάνεις κάτι, όταν συνειδητοποιήσεις τελεσίδικα ότι κατά κάποιο τρόπο δεν πρόκειται ποτέ να ξαναγίνεις τόσο καλός άνθρωπος όσο ήσουν. Το πρώτο είδος σπασίματος μοιάζει να γίνεται γοργά· το δεύτερο συντελείται σχεδόν χωρίς να το καταλάβεις, μα το συνειδητοποιείς εξαιρετικά απότομα. 

Από το «Σπάσιμο» ν’ αρχίσεις. Αν είναι να πεις οτιδήποτε για μένα. Από τα γράμματα που έγιναν βαλς, νύχτα, αλκοόλ, ανατολή. Από τις λέξεις που στην περίπτωσή μου δεν έσωσαν κανένα. Ούτε κι εμένα, φυσικά. Αφού έφτασα πια να τις χρωστούσα. 

Έτσι λοιπόν, μια βασανισμένη κι απελπιστική νύχτα έκανα τη βαλίτσα μου κι έφυγα χίλια μίλια μακριά για να σκεφτώ. Έπιασα ένα φτηνό δωμάτιο σε μια μικρή και άχρωμη πόλη όπου δεν ήξερα κανέναν και ξόδεψα ό,τι χρήματα είχα μαζί μου σε προμήθειες από κρέας σε κονσέρβα, μπισκότα και μήλα. Μα δεν θέλω καθόλου να αφήσω να εννοηθεί ότι η αλλαγή από έναν μάλλον πληθωρικό κόσμο σε έναν σχετικό ασκητισμό ήτανε καμιά Μεγαλοπρεπής Έρευνα — ήθελα μονάχα απόλυτη σιωπή (ποιος, εγώ, «ο οπαδός της φασαρίας»), για να σκεφτώ το γιατί είχα φτάσει να έχω μια θλιμμένη στάση προς τη θλίψη, μια μελαγχολική στάση προς τη μελαγχολία και μια τραγική στάση προς την τραγωδία: γιατί είχα ταυτιστεί με τα αντικείμενα του τρόμου ή του οίκτου μου. 

Γιατί παρ’ όλ’ αυτά, όμως, θα πρέπει να συνεχίσω να είμαι συγγραφέας, γιατί αυτός ήταν ο μόνος τρόπος ζωής που ήξερα, αλλά θα σταματούσα τις προσπάθειές μου να γίνω άνθρωπος — να είμαι ευγενής, δίκαιος ή γενναιόδωρος. Δεν επρόκειτο να ξαναδώσω τίποτα από τον εαυτό μου — όλες αυτές οι παροχές θα καθίσταντο παράνομες στο εξής εν ονόματι ενός νέου παράγοντα, της Σπατάλης. Ό,τι και να έκανα απ’ εδώ και στο εξής, «το καπέλο του ταχυδακτυλουργού ήταν άδειο. Είχα βγει από τον τομέα παροχών αρωγής». 

Η δικιά μου ευτυχία στο παρελθόν έφτανε συχνά σε τέτοια έκσταση που δεν μπορούσα να τη μοιραστώ ακόμα και με τον άνθρωπο που αγαπούσα, αλλά έπρεπε να την περπατήσω σε ήσυχους δρόμους και σοκάκια, κι απέμειναν μόνον αποσπάσματα που απέσταζα σε μικρές φράσεις σε βιβλία· και νομίζω ότι η ευτυχία μου, ή το ταλέντο μου για αυταπάτη ή όπως το προτιμάτε, ήταν μια εξαίρεση. Δεν ήταν κάτι φυσικό μα κάτι αφύσικο· αφύσικο όσο και η οικονομική μου Ευημερία· και η πρόσφατη εμπειρία μου είναι παράλληλη με το κύμα της απελπισίας που σκέπασε το Έθνος όταν η Ευημερία παρήλθε. 

Έτσι στην περίπτωσή μου υπάρχει ένα τίμημα που πρέπει να πληρώσω. Θα προσπαθήσω, πάντως να είμαι ένα σωστό ζώο, κι αν μου πετάξετε ένα κόκαλο με αρκετό κρέας, μπορεί και να σας γλείψω το χέρι. 

 

Όμως εγώ δεν πρόκειται πια να σου γλείψω το χέρι, για το ελάχιστο τίποτα που μου πετάς. Απόψε θα καθίσω και θα καταστρέψω υπομονετικά όλα τα e-mail. Θα σβήσω τα πάντα, και τ’ όνομά σου, και τ’ όνομά μου, από παντού. Θα πετάξω στον ακάλυπτο τα κλειδιά και θα ασχοληθώ μόνο μ’ αυτούς· τους κατασπαταλημένους Φιτζέραλντ. Θα κάνω delete στη ζωή μου σε οτιδήποτε σε αφορά, σαν να μην πέρασες ποτέ απ’ αυτόν τον κόσμο.

Να τα! Βλέπεις; Βλέπεις που πια τον λόγο μου τον κρατώ; Τα ρίχνω τα κλειδιά, άκου πώς κουδουνάνε. Και το τηλέφωνο το ξεριζώνω, κοίτα το, να! Το κινητό το κάνω κομμάτια με τα τακούνια μου! Τον υπολογιστή μου, θρύψαλα! Δεν θα ξαναδεχτώ πια τίποτα από σένα! Και ούτε θα ξαναμπώ στον πειρασμό να στείλω κάτι, θα τα σκοτώσω όλα τα ταχυδρομικά περιστέρια. Μόνο Ζέλντα και Σκοτ απ’ εδώ και στο εξής, μέχρι να τελειώσω τη μελέτη που χρωστάω. Μεθαύριο που θα ’ρθει η Μόζα θα μ’ ανοίξει με το δικό της κλειδί. Και, μαζί με τα σκουπίδια, θα πετάξει και σένα. Με λύσσα θα γράφω για να προφθάσω τις προθεσμίες, νυχθημερόν!

Όμως τί είναι όλοι αυτοί οι καπνοί που στεφανώνουν την πόρτα; Πού βρέθηκε, Θεέ μου, τόσος καπνός, πόση φωτιά απαιτείται για τις στάχτες μιας σχέσης; Θα το προφθάσω άραγε να το βάλω κι αυτό; Κι αυτό να το γράψω;

Τώρα, η δύσπνοια φταίει ή εκείνοι οι καπνοί; Πάλι αυτή η τρελή από κάτω μέσα στη νύχτα θα έχει αναμμένο καντήλι!

Μονάχα να προφθάσω! Να σε ξεχάσω, να το γράψω!

Ε, ναι, λοιπόν, έσπασα, ράγισα, ικανοποιήθηκες τώρα;

Η ρωγμή, από την πρώτη στιγμή, το αναγνωρίζω, ήταν σε μένα.

 

Πού πάνε αλήθεια όλες αυτές οι πυροσβεστικές;

Αφού καμιά φωτιά δεν σβήστηκε ποτέ επί της ουσίας.

 

Κυριακή 6 Απριλίου 2008 

 

 

Η γυναίκα-αυτί

 

Θα μπορούσε και να είχε γεννηθεί αυτί. Ένα καλογραμμένο, ολάνθιστο, καθαρό και τεντωμένο αυτί. Μονάχα την ακοή ήθελαν οι άνθρωποι απ’ αυτήν. Ή ίσως και αυτό το απολύτως καθησυχαστικό της χαμόγελο: κάτι σαν ένα ατελεύτητο «ξέρω, ξέρω» αλλά και «δεν σε διακόπτω ποτέ». Επειδή, παρότι ξέρω, φλέγομαι και για τα παρακάτω. Τα παρακάτω που —όσο κι αν είναι φρικιαστικά— εδώ θα μείνουν. Κι όλα θα πάνε καλά.

Διότι, κι αυτό το ξέρω. Πώς όλα θα πάνε καλά.

Την πρώτη φορά που ανακάλυψε πως θα μπορούσε να είχε γεννηθεί αυτί, ήταν σχεδόν παιδί. Και ένα μόνιμο αυτί για τη μάνα της. Έλεγε, έλεγε… Και τι δεν έλεγε. Για την άδικη μοίρα της, για τη θυσία της, για την αχάριστη πεθερά και τη δική της μαμά.

Και για τον αχαΐρευτο.

Τον πρώτο καιρό, της φώναζε: «Γιατί δεν λες τίποτα;» Παραήταν σιωπηλή. Αργότερα, ίσως να σκέφτηκε «καλύτερα».

Έτσι, εξασκήθηκε από παιδί στην τέχνη της ακοής.

Οι φιλενάδες της, την βρήκαν εκπαιδευμένη. Στο σχολείο, λες κι είχε μέλι. Όλοι ήταν κολλημένοι στο μπράτσο της. Κοιτάζοντας λατρευτικά το αυτί. Έρωτες, φυγές, παρεξηγήσεις, διλήμματα, απορίες και συνέπειες. Σαν σίριαλ. Μια ιστορία με συνέχειες για τον καθένα. Με τη δική της συμμετοχή απολύτως βουβή.

«Ξέρεις εσύ, όμως», της λέγανε.

Ή: «Αφού συμφωνείς κι εσύ».

Πολλές φορές ρωτούσανε: «Τι λες; Θα πάνε όλα καλά»; Δίχως να περιμένουν απάντηση.

Όσες φορές αποτόλμησε να μιλήσει, έδειξαν να βαριούνται.

Μερικοί έφυγαν κιόλας. Έτσι, σαν παύλα άσπλαχνη ή παρένθεση καθοριστική στη μέση μιας ανάσας. Μια κομμένη πρόταση κρατούσε βαθιά στο στήθος μια ζωή. Ποτέ δεν βγήκε.

Όλοι είχαν πάρει το ρόλο τους. «Αυτί» τής κλήρωσε.

Σ’ αυτήν, ναι, κλήρωσε «αυτί».

Κι αυτό το «αυτί» το εκμεταλλεύτηκε. Πήγε και έπιασε δουλειά σε «Ανοιχτή Γραμμή». Οκτάωρο. Έντεκα, οκτώ, ογδόντα οκτώ και πέντε δώδεκα. Ο κάθε πονεμένος. Ποταμοί παράπονα. Και καταρράκτης ο θυμός. Ωκεανός τα επιχειρήματα. Άσπρο και μαύρο στο λεπτό.

Ήτανε τόσο καλή, που όλοι εκείνην γύρευαν. Μονάχα. «Καλώς ήρθατε», «Καλημέρα». Κι ύστερα ένα «Αντίο» ξερό. Και αν το άκουγαν κι αυτό.

Βλέπεις, ήταν όλοι «στόμα». Ο εφιάλτης της.

Σαν έπεφτε για ύπνο, έβλεπε ένα στόμα να μιλά. Στ’ αυτί της ταυτόχρονα και η δική της κραυγή. Πάσχιζε για να πει κάτι και ούτε φθόγγους έβρισκε, ούτε και ήχους. Ατόνησαν με τα χρόνια και οι φωνητικές της χορδές.

Πριν πάρει τη σύνταξη, την έβαλαν σε ανοιχτή ακρόαση. Το αυτί της, κι απέναντι ο πελάτης. Να λέει και να χειρονομεί.

Είχε μάθει να απαντά με τα μάτια. Καλοσυνάτα πάντα, με αποχρώσεις επίγνωσης, καφέ. Κατευναστικά, απολύτως.

Το αφεντικό της κατ’ επανάληψη της σύστηνε, «Ν’ ακούει όπως μια μαμά τα παιδιά». Δηλαδή, «Τα μισά να τα ρίχνει στη θάλασσα».

Στη θάλασσα δεν πέταξε τίποτα. Ποτέ.

Μια θάλασσα έγινε η ίδια μέσα της. Ένας κοχλάζων τεράστιος ωκεανός. Από βουβές κραυγές. Κι επιχειρήματα που, όμως, γράφτηκαν και σβήστηκαν. Ένα βιβλίο μεγάλο που δεν γράφτηκε ποτέ.

Το αστείο είναι πως κάποτε κουφάθηκε.

Δεν το κατάλαβε ποτέ, κανείς.

 

elenigika

 

 

Δικό μας είναι μόνο αυτό που έχουμε χάσει

 

 Κάνει τις ίδιες κινήσεις χρόνια και χρόνια. Ειδικά τέτοια μέρα. Παίρνει τ’ αμάξι της, οδηγώντας περίπου τριάντα χιλιόμετρα μες στο βράδυ. Το φορτώνει μονάχα με τα απολύτως απαραίτητα: δυο ρουχαλάκια (ποιος, αυτή η κοκέτα, ακριβώς δυο), οπωσδήποτε το προσευχητάρι της, τον Ρημαγμένο Απρίλη που της είχε χαρίσει πριν τη ρημάξει, ένα πακέτο τσιγάρα (το πακέτο του, Κάμελ άφιλτρα, η ίδια συνήθως δεν καπνίζει ποτέ), ένα δημοσιογραφικό μαγνητόφωνο με μια κασέτα μέσα (πάντα την ίδια, την έχει κάνει κόπιες πολλές), ένα φάκελο με φωτογραφίες και γράμματα, τα Γράμματα γενεθλίων του Χιουζ (αυτά τ’ αγόρασε μόνη της διότι κάτι της είπαν), τον φορητό υπολογιστή της, το καντηλάκι, ένα λιβανιστήρι επισμαλτωμένο με ροζ χρώματα και ένα βάζο. Τα λουλούδια θα τα αγοράσει εκεί. Ζουμπούλια πάντοτε. Να την τρελαίνουν στο άρωμα.

Εκεί, βεβαίως, όπως πάντα, που δεν θα την περιμένει κανείς.

Της αρέσει να πάει από το πουθενά το δικό της στο κάπου, να μη βιάζεται, πάντοτε με τα βήματά της κουρασμένα, μετρημένα, σχεδόν κουρδισμένα σαν του Μουρακάμι κι αυτή «το κουρδιστό πουλί». Στο ίδιο σημείο, το άλεφ της, για να κουρδίσει για άλλη μια φορά —πάντοτε τέτοια μέρα του χρόνου— το ρολόι της ζωής. Της δικής της ζωής.

Της πήρε χρόνια η αποδοχή: «Κανενός το πεπρωμένο δεν είναι καλύτερο από του άλλου», και: «Κάθε άνθρωπος οφείλει να το σεβαστεί».

Έτσι, λοιπόν, τώρα κι αυτή: με σεβαστικά βήματα, χρόνια και χρόνια. Πιστή, προσηλωμένη, με ευλάβεια θρησκευτική σ’ αυτό το παράξενο, για πολλούς ίσως παράλογο, εμμονοληπτικό ραντεβού.

Φτάνει πάντοτε αργά το απόγευμα. Της αρέσει να βλέπει απ’ το μπαλκόνι του δωματίου που της έχουν κρατήσει τη δύση. Τον ήλιο, να γίνεται πορφυρός και μεγάλος και να χάνεται σαν κι εκείνον, στη θάλασσα. Και πάντοτε απ’ το δωμάτιο 19. Δεκαεννιά χρόνια έζησε μαζί του. «Στον νου σου», επιμένει η φίλη της η Χριστίνα. Όμως εκείνη σφίγγει σαν τον φιλάργυρο τα γράμματα, χαμογελά σαν τη Σφίγγα, ξοδεύεται, σχεδόν εξαντλείται σωματικά, όσες φορές προσπαθεί να τους απαντά. Δέκα χρόνια έχουν περάσει, εξάλλου, οι περισσότεροι το ξέχασαν. Σαν την κλέφτρα θα φύγει για τη Συνάντηση κι αυτή.

Η δική της «γιορτή» στα μεθεόρτια κρίνεται. Όταν οι άλλοι ξεστολίζουν, εκείνη στολίζεται. Για να την καμαρώσει, έστω, για μια στιγμή. Για κείνον δεν επιτρέπει να τη χαλάσει ο χρόνος. Για να μπορεί όσο και να κυλά ο καιρός να αναγνωριστεί: ίδια μαλλιά, ίδιο άρωμα, παρόμοια ρούχα. Μονάχα η μέση της φάρδυνε κάπως με τον καιρό. Μια-δυο χαρακιές, άκρη στα μάτια. Ρυάκια που απόμειναν απ’ τα δάκρυα.

Την περιμένει πάντοτε ο ιδιοκτήτης στη ρεσεψιόν. Τον χαιρετά με τα μάτια, σαν παλιό συγγενή. Ανοίγοντας το γνωστό δωμάτιο, θα θυμηθεί για λίγο τη Σμίλα του Χόε, που «διαβάζει το χιόνι», να δρασκελίζει τη δική της γεμάτη παρελθόν ευτυχισμένη μοναξιά. Θα εγκατασταθεί σαν νοικοκυρά που απουσιάζει κοντά ένα χρόνο. Τα λιγοστά ρούχα στην ντουλάπα, παπούτσια, τσάντα στα ράφια, στο μικρό τραπεζάκι βιβλία, φωτογραφίες, μαγνητόφωνο και υπολογιστής.

Τα μεσάνυχτα περίπου θα βάλει την κασέτα να παίξει. Η φωνή του μπάσα, κοφτή και βραχνή θα γεμίσει τον χώρο. Υποσχέσεις αγάπης και μια πρόταση που δεν ευοδώθηκε. Η δική της σχεδόν κοριτσίστικη φωνή. Να του λέει, «Ναι», το ακούει καθαρά. Την ξαναρωτά, του το ξαναλέει. «Όπου φτάσουμε», της λέει. Εκείνη δεν απαντά. Για το «παντού» και το «πάντα» διψά. Μουσική υπόκρουση ένα πιάνο που παίζει και μια φωνή που προσπαθεί να τραγουδήσει Μαρινέλα: «Σύνορα η αγάπη δεν γνωρίζει». Η βραχνή φωνή του άντρα που επαναλαμβάνει μεθυσμένος: «Σύνορα…» Η ανάσα του κουρασμένη, ασθματική. Οι γουλιές απ’ το ποτό του, χορταστικές, που τις απολαμβάνει. Η δική της μεθυσμένη «από έρωτα» φωνή.

Θα την ακούσει τρεις φορές, ούτε μία περισσότερο ή λιγότερο. Μετά, θ’ αρχίσει να ξεφυλλίζει γράμματα και φωτογραφίες. Θα τα μυρίζει σαν γάτα. Θα τα χαϊδεύει και θα τα γρατζουνά. Τα κοιτάζει με ένα φακό, ιδίως εκείνου το πρόσωπο. Το απομακρύνει, μετά το βάζει όλο και πιο κοντά. Παντού μελαγχολικός, τόσο πολύ θλιμμένος. Θεέ μου, πώς δεν το είδε. Σχεδόν απών! Ναι, αν τολμούσε να το αποδεχτεί, ήδη απών. Ολοφάνερη προκαταβολικά η απουσία του στη φωτογραφία. Οι φωτογραφίες δεν μας κλέβουν απλώς τη ζωή, αλλά και το αύριο, την ιστορία. Γνωρίζουν ήδη το παρακάτω. Έχουν φτάσει ως το πιο πάνω ή το πιο κάτω σκαλί.

Σ’ αυτούς άρεσε η κάθοδος. Και στους δυο. Ελεύθερη πτώση, λες, σε γκρεμό.

Μαζί του θα φτάσει στον πάτο, αγόγγυστα. Εξάλλου, «Η πορεία του χρόνου είναι μια αλυσίδα αιτίων και αποτελεσμάτων, οπότε το να ζητήσεις μια οποιαδήποτε χάρη, όσο μικρή κι αν είναι, είναι σαν να ζητάς να σπάσει ένας κρίκος αυτής της σιδερένιας αλυσίδας, σαν να ζητάς να έχει ήδη σπάσει». Ποτέ δεν βγήκε από το νου της η Προσευχή. Έτσι και τώρα: «Δεν υπάρχουν άλλοι Παράδεισοι από τους χαμένους Παραδείσους», σαν μάντρα επαναλαμβάνει ανάβοντας το καντήλι. Λιβάνι πάντοτε με άρωμα γαρίφαλο, γύρευε γιατί.

Θα στήσει δίχως κορνίζα την πιο καλή του φωτογραφία: όμορφος, Θεέ μου, κι άτρωτος σαν τους Θεούς, με ρούχα καθημερινά, γαλανά, γελαστά, ένας άγγελος.

Κάνει ακριβώς τρεις φορές κομποσκοίνι, επαναλαμβάνοντας —ποτέ «εις μνήμην»— πάντοτε «υπέρ υγείας» την ευχή. Σαν μνήσθητι. Άλλωστε, αυτό ακριβώς είναι· το μνήσθητι μιας γυναίκας.

Μετά θα ξαπλώσει, θα σταυρώσει τα χέρια της και, απολύτως γαληνεμένη, θα αποκοιμηθεί.

Θα ’ρθει να τη βρει οπωσδήποτε. Πάντοτε έρχεται. Ανοιγοκλείνει τα παράθυρα στο ιατρείο, βλέπει τα χέρια του να κινούνται στα φωτεινά, βαδίζουν μαζί στην έρημο της Πατησίων. Φορά μια πράσινη καμπαρτίνα φαρδιά, τον κρατά σφιχτά, αγκαζέ, με το χέρι στην τσέπη του.

Το πρωί θα ξυπνήσει χαράματα. Την περιμένουν, όπως κάθε χρόνο τέτοια μέρα στο μοναστήρι. Πρόσφορο, λίγο στάρι, τα έχει φέρει μαζί. Ο παπάς τον διαβάζει παντού στους ζώντες και τεθνεώτες, έχει επιμείνει τόσο, χρόνια αυτή.

Θα σταθεί στη γωνιά, να μοιράσει το στάρι. Την ευχή τη θεωρεί περιττή: «Να ζήσετε να τον θυμόσαστε».

«Μόνο αυτός που έχει πεθάνει είναι δικός μας· δικό μας είναι μόνο αυτό που έχουμε χάσει».

Γρήγορα, σαν το νεράκι, θα κυλήσει η μέρα. Σαν ζωή. «Η ζωή είναι τόσο σύντομη, κι εμείς ξέρουμε τόσο λίγα».

«Ποτέ δεν ξέρεις μ’ αυτούς που αγαπάς: αμελείς να τους κοιτάξεις μια στιγμή, και την επόμενη στιγμή έχουν χαθεί ή έχουν σκοτεινιάσει. Ακόμα και τα δέντρα, εξάλλου, το σκάνε πού και πού, έχουν άστατες διαθέσεις».

Κατηφορίζοντας, θα τον ξανασκεφτεί.

Τώρα πια ξέρει τι σημαίνει πάθος. Τι θα πει να μη βλέπεις κανέναν, ούτε τον Θεό, ούτε τον εαυτό σου, παρά μονάχα ένα πρόσωπο, αυτό του πεπρωμένου.

Αργά το βράδυ θα γυρίσει στην πόλη. Στο κοιμητήριο δεν πηγαίνει ποτέ. Μονάχα σ’ αυτή την πανσιόν, των ραντεβού τους, πάντοτε. Αν δεν θα τον βρει εκεί, δεν θα τον βρει πουθενά.

Τίποτε δεν θα ξεφορτώσει. Το μόνο που της χρειάζεται, ο υπολογιστής. Να ελέγξει τα μέιλ. Να γράψει το άρθρο. Αύριο πρέπει να το στείλει στην εφημερίδα της, πρωί-πρωί.

Θα γδυθεί την εξαιρετική μέρα, θα ντυθεί την καθημερινή αξιοπρεπή μοναξιά και με μότο, «Ισχύει στην ανάγνωση ό,τι και στον έρωτα ή στον καλό καιρό: ούτε εσύ ούτε κανένας έχει λόγο. Διαβάζεις μ’ αυτά που έχεις. Διαβάζεις αυτό που είσαι», θα καθίσει να γράψει. Το γνωστό της μικρό, βιβλιοφιλικό άρθρο:

Ποιος απ’ τους δυο μας επινόησε τον άλλο

«Δεν υπάρχει χειρότερος εφιάλτης απ’ το να ’σαι σ’ ένα νησί που κατοικείται από τεχνητά φαντάσματα· και το να ’σαι ερωτευμένος με μια απ’ αυτές τις εικόνες, είναι χειρότερο απ’ το να ’σαι ερωτευμένος μ’ ένα φάντασμα (ίσως, όμως, και να θέλαμε πάντα το άτομο που αγαπάμε, να ’χει την υπόσταση φαντάσματος)».

Την «Εφεύρεση του Μορέλ» του Κασάρες την πήρα είδηση φέτος από την επανέκδοση του Πατάκη. Την παντοδυναμία όμως, της εικόνας τη βίωσα, όλοι μας τη βιώνουμε — διότι, «αν δεν το δείξει η τηλεόραση», τίποτα δεν υπάρχει. Και την εικονική πραγματικότητα του έρωτα τη βίωσα. Και ποιος δεν τη βιώνει. Το θέμα είναι ποιος από μας καταδέχεται να την αντιληφθεί.

Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα… στράτα-στρατούλα, γιατί πονά η διαπίστωση: «Κι αυτό το ένα δεν υπάρχει» (Καζαντζάκης στην «Ασκητική»).

Ο Κασάρες επινόησε τον Μορέλ που επινόησε αυτό τον απίθανο εικονικό κόσμο το 1940. Το βιβλίο χαρακτηρίστηκε «συναρπαστικό θρίλερ» και «χρησμός», προφητεύοντας «με δραματική διορατικότητα την παντοδυναμία της εικόνας», έκανε γοητευτική μυθιστορία μια προαιώνια γνώση ή απειλή: το ότι μπορεί να είμαστε «όνειρο μέσα σε όνειρο» (Σέξπιρ) ή, επί πιο προσωπικού, «το όνειρο Κάποιου» (Μπόρχες).

Στην αριστουργηματική ιστορία, λοιπόν, ένας κατάδικος δραπέτης (ποτέ δεν μαθαίνουμε γιατί καταδικάστηκε) καταφεύγει σε ένα νησί όπου οι πάντες φοβούνται να πλησιάσουν: πέφτουν νύχια, δέρμα, μαλλιά… Αλλ’ η ζωή του είναι τόσο αφόρητη, που αποφασίζει να πάει. Εκεί θα γνωρίσει «μία γυναίκα εκπληκτική». Κάθεται κάθε απόγευμα και κοιτάζει το ηλιοβασίλεμα στα βράχια. Φοράει στο κεφάλι μια παρδαλή μαντίλα και έχει τα χέρια της πλεγμένα γύρω από το ένα γόνατο. Από τα μάτια της, τα μαύρα της μαλλιά, το μπούστο της, μοιάζει με κάτι Τσιγγάνες ή Σπανιόλες… Τη λένε Φοστίν. Και είναι μόνον… εικόνα. Αυτή η γυναίκα ουσιαστικά δεν υπάρχει. Μπορεί και να πέθανε, δηλαδή. Να ζει μονάχα επειδή έκανε αυτή την εφεύρεση ο Μορέλ: μετέτρεψε τη ζωή τη ζώσα σε εικόνα ανεξίτηλη, στο διηνεκές. Ο ερωτευμένος άντρας, βεβαίως, με κάθε τίμημα θα τη διεκδικήσει. Κάνοντας εικόνα και τη δική του ζωή. Για να ’ναι μαζί της «σε μια οπτασία που κανείς δεν θα συλλέξει». Διότι και η ψευδαίσθηση του έρωτα δεν είναι παρά μια πράξη —τελικά— ευσπλαχνική. Επειδή μπορεί «αυτό το ένα να μην υπάρχει», αλλά είναι απαραίτητο για τη δική μας ζωή.

Από το τίποτα πιάνεται καμιά φορά ο άνθρωπος.

Θα το στείλει με μέιλ το επόμενο πρωί. Σαν να μην έχει συμβεί απολύτως τίποτα. Πολλή Κυριακή για έναν άνθρωπο. Κορίτσι η σκέψη και την ταξίδεψε πάλι. Αλλά, όπως λέει ο Καμί, «Δεν υπάρχει μοίρα που να μη νικιέται με την περιφρόνηση». Όλα θα τα νικήσει, αυτή… Στον εαυτό της το έχει υποσχεθεί.

 

Info: Σελίδες: 136, Εξώφυλλο: Μαλακό, Διάσταση: 14X21, Τιμή: 8 ευρώ

 

 

Οπισθόφυλλο:  

Μια Ρόζα που είναι κάκτος και ονειρεύεται ιβίσκους, νεραγκούλες και καμέλια ιαπωνική, αυτοκρατορική,  

μια Ζέλντα που εξακολουθεί να αγαπά ακόμα κι όταν ο εαυτός της χαθεί,  

μια Λόλα, «έξω ψυγείο, μάρμαρο, πάγος» και μέσα «σκαντζόχοιρος που αιμορραγεί», 

μια γυναίκα που έγινε αυτί,  

μια Μύρνα που αδίκως την ψάχνουν,  

μια Χανελόρε που γίνεται άλλη, αναλόγως του πώς τη βλέπει κανείς,  

η νεραϊδούλα των flower fairies η αυτοκαταστροφική,  

μία εργασιομανής και μία εμμονική,  

μία σύζυγος-Πηνελόπη πιστή,  

μια έγκλειστη ευτυχής,  

μία άλλη που επιστρέφει,  

μια που φοβάται και μια που τραυλίζει και μένει εκεί,  

ο έρωτας και ο θάνατος, ο χρόνος ίσως, αλλά οπωσδήποτε η ζωή, η καθημερινότητα σαν θαύμα, θητεία και σαν ποινή,  

μέσα από παράλληλους μονολόγους και υστερόγραφα, ιστορίες άλλοτε θρίλερ και άλλοτε κομεντί,  

στο σύνολό τους ένας κύκλος με αμφισβητούμενο τέλος και αμφισβητούμενη αρχή.  

 

Είκοσι τρεις ιστορίες για τη γέννηση, τη μοναξιά, τον έρωτα και τον θάνατο, για το πρόσωπο και το προσωπείο, με όλους τους αφηγηματικούς τρόπους, σαν παραμύθι, θεατρικός μονόλογος, εγκιβωτισμένη ιστορία, κινηματογραφική σκηνή: το κατακερματισμένο μυθιστόρημα μιας ιδεολογικά ύποπτης ζωής.

Επειδή το αίνιγμα του άλλου σχεδόν πάντοτε είμαστε εμείς.

 

 

Βιογραφικό:

Η Ελένη Γκίκα γεννήθηκε το 1959 στο Κορωπί. Δημοσιογράφος και βιβλιοκριτικός στο Αντί, στις Εικόνες και στο Έθνος της Κυριακής από το 1983, έχει ασχοληθεί με το μυθιστόρημα, το διήγημα, την ποίηση, το παραμύθι, έχει συμμετάσχει σε συλλογικές εκδόσεις και έχει επιμεληθεί πολλά βιβλία και σειρές. Έχουν εκδοθεί τριάντα ένα βιβλία της, αρκετά ποιητικά αλλά και παιδικά βιβλία. Από τις εκδόσεις Καλέντη κυκλοφορούν τα μυθιστόρημά της Η γυναίκα της βορινής κουζίνας (υποψήφιο για το Βραβείο Αναγνωστών 2012), Το Μπολερό δεν ήταν του Ραβέλ και Λίλιθ – Από γράμμα σε γράμμα, η ποιητική συλλογή Η αρχιτεκτονική της ύπαρξης, καθώς και τα βιβλία για παιδιά Το μυστικό της μαγικής τσαγιέρας, Η ζωγραφιά που ταξιδεύει και Οι μουσικές της Αρασέλης.

 

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top