Fractal

Προδημοσίευση: “Πανσέληνος” – Ένα διήγημα του Άγγελου Χαριάτη

 

Προδημοσίευση *

 

πανσε

 

 

Το μήνυμα ήταν σαφές. Αν δεν μπορούσε να το καταλάβει και αυτή τη φορά ήταν τουλάχιστον βλάκας. Του είχε πει ότι δεν ήθελε να βγει μαζί του. Και ας ήταν η επέτειός τους. Και ας είχε σταθεί με τις ώρες στο πιο διάσημο ζαχαροπλαστείο των Αθηνών για να της αγοράσει τα διάσημα σοκολατάκια της κυρίας Ευδοξίας. Και ας της είχε πάρει ένα μπουκέτο με ανοιξιάτικα λουλούδια.

Εκείνη είχε δηλώσει ότι θα ήταν απούσα από το προκαθορισμένο τους ραντεβού, παίρνοντάς τον ένα απλό τηλέφωνο στο σπίτι είκοσι λεπτά πριν την συνάντησή τους και λέγοντάς του ότι το αφεντικό δεν της είχε δώσει την άδεια που του είχε ζητήσει.

Ο τόνος στη φωνή της πρόδιδε το ψέμα της. Το κατάλαβε αυτό. Όχι δεν ήταν κορόιδο και ας θεωρούσαν όλοι ότι άνηκε στο ευγενές είδος των μαλακοκαύληδων. Όχι ήταν έξυπνος. Μάλιστα σε κάποιο τεστ της MENSA είχε πάρει πολύ υψηλό βαθμό. Απλά το έπαιζε χαζός. Το έπαιζε χαζός για να γλιτώσει το μυαλό του και την ψυχή του από την ασχήμια που έβλεπε κάθε μέρα γύρω του, από την υποκρισία και τη ματαιοδοξία και την οργή και την απληστία και την αλαζονεία.

Άνοιξε το κουτί με τα σοκολατάκια και έφαγε ένα. Η κυρά-Ευδοξία έκανε καλά τη δουλειά της. Σκέφτηκε για λίγο τη Γιώτα. Πέντε χρόνια παντρεμένοι. Ανήμερα του Αγίου Νικολάου της είχε ζητήσει να τον παντρευτεί. Η Γιώτα είπε το ναι κάτω από τη Δεκεμβριάτικη πανσέληνο στη συνηθισμένη βόλτα που έκαναν στον πεζόδρομο της Διονυσίου Αρεοπαγίτου.

Έφαγε ακόμη ένα σοκολατάκι. Όχι δεν είχε κρίση υπογλυκαιμίας. Απλά το άγχος τού είχε κυριεύσει το κορμί σαν το δαίμονα που είχε νοικιάσει έπ’ αόριστον το κορμί της Έμιλι Ρόουζ. «Αν με απατά;» ρώτησε τον εαυτό του την ώρα που κατέβαινε στο λαρύγγι του το τελευταίο κομμάτι από τα γλυκά της κυρά Ευδοξίας.

Δεν περίμενε την απάντηση. Έφυγε βιαστικά κλείνοντας με δύναμη την πόρτα πίσω του. Ήθελε να διαπιστώσει αν η ερώτησή του θα έβρισκε καταφατική ή αρνητική απάντηση. Ασυναίσθητα πήρε μαζί του τα μαύρα του γυαλιά. Για να κρυφτεί από τα

αδιάκριτα βλέμματα των περαστικών. Ένιωθε ότι όλοι θα τον κοίταζαν στα μάτια και θα του έλεγαν άλλος φωναχτά και άλλος ψιθυριστά: «Είσαι κερατάς, είσαι κερατάς, είσαι κερατάς».

Κατέβηκε βιαστικά τις σκάλες. Μπήκε στο αυτοκίνητό του και ξεκίνησε για τον Πειραιά. Στο ύψος της Πανόρμου σταμάτησε σε ένα περίπτερο και πήρε ένα πακέτο τσιγάρα. Είχε να καπνίσει κοντά στα πέντε χρόνια. Είχε υποσχεθεί στη μέλλουσα τότε γυναίκα του ότι θα το έκοβε την πρώτη μέρα του γάμου τους. Κάτι που έκανε.

Αισθανόμενος ότι ο γάμος του πήγαινε με γρήγορο βήμα προς τις αίθουσες των δικαστηρίων άνοιξε το πακέτο αθετώντας την υπόσχεση που είχε δώσει.

Άναψε το τσιγάρο με τον αναπτήρα του αυτοκινήτου και τράβηξε μια δυνατή τζούρα. Τόσο δυνατή που στη δεύτερη ρουφηξιά τον έπιασε ένας νευρικός λόξυγκας. Σκέφτηκε τη γυναίκα του και την πιθανότητα του κερατώματος και ο λόξυγκας σταμάτησε τόσο απότομα όσο είχε αρχίσει.

Κατά περίεργο τρόπο οι δρόμοι ήταν άδειοι από αυτοκίνητα. Σε πολύ λίγο ήταν στη Φρεαττύδα. Είχε ζήσει τα παιδικά και τα εφηβικά του χρόνια στον Πειραιά. Είδε ένα μπαράκι που πήγαινε παλιά. «Το Αμερικάνικο». Πόσα ξενύχτια είχε κάνει εκεί μέσα, πόσες φορές τον είχαν κουβαλήσει σπίτι λιώμα, πόσες γυναίκες είχε γνωρίσει. Ώσπου παρουσιάστηκε η Γιώτα στη ζωή του και όλα πήγαν περίπατο.

Η Γιώτα δούλευε δύο στενά πιο κάτω, σε γραφείο γνωστής εφοπλιστικής οικογένειας. Ακόμη και τώρα ύστερα από τόσα χρόνια που ήταν μαζί δεν είχε καταλάβει πως στο διάολο είχε καταφέρει να βρει τόσο καλή δουλειά με τόσο λίγα τυπικά προσόντα.

Μια άγνωστη δύναμη τον έσπρωξε προς το μπαρ και σαν να άκουσε μια φωνή να του ψιθυρίζει στο αυτί: «Μπες μέσα και πιες μια μπύρα, η Γιώτα μπορεί να περιμένει».

Μπήκε μέσα και παρήγγειλε μια μπύρα. Μια μεγάλη βαρελίσια. Την ήπιε γρήγορα. Πήρε άλλη μια. Κοίταξε αριστερά του. Στο διπλανό σκαμπό καθόταν μια μυστήρια τύπισσα. Μάλλον ψηλή την έλεγες, με καστανά σπαστά μαλλιά πιασμένα με δύο λάστιχα στο πάνω μέρος του κεφαλιού της και μάτια μαύρα, σκοτεινά, σαν φουρτουνιασμένη χειμωνιάτικη θάλασσα.

Πήγε να ανάψει ένα τσιγάρο. Η διπλανή του τού έδωσε τον αναπτήρα της. Τον κοίταξε με μια τρελή και αλλόκοτη ματιά και του είπε: «Έχει πανσέληνο σήμερα».

«Ναι, και;» της απάντησε και βύθισε το βλέμμα του μέσα στο ποτήρι της μπύρας.

«Απόψε θα σου συμβεί κάτι μεγάλο» του είπε και κοίταξε το φεγγάρι μέσα από τα τζάμια του μπαρ.

Μπορεί να δω τη γυναίκα μου να πηδιέται, σκέφτηκε και χαμογέλασε.

«Αυτό συμβαίνει» του είπε η άγνωστη και του έκλεισε το μάτι.

«Τι είπες;» τη ρώτησε σαστισμένα.

«Αυτό που σκέφτηκες, συμβαίνει τώρα αυτή τη στιγμή που σου μιλάω» του είπε και τσούγκρισε το ποτήρι της στο δικό του.

«Και που ξέρεις τι σκέφτηκα;» ρώτησε πάλι.

«Κάποια άτομα είναι ξεχωριστά. Μπορούν να δουν διαφορετικά πράγματα από τους άλλους. Έχουν, ας το πούμε, ενόραση» είπε και πήρε χωρίς να ρωτήσει ένα τσιγάρο από το πακέτο του.

«Πήγαινε να δεις αυτό που βλέπω τώρα» του είπε και άναψε το τσιγάρο.

Ήπιε το υπόλοιπο της μπύρας του και αφού πλήρωσε τον μπάρμαν σηκώθηκε. Δεν είχε πιστέψει ούτε λέξη από αυτά που άκουσε από την τρελάρα. Ήξερε ότι ζούσε σ’ έναν κόσμο τρελών. Ήταν μέλος αυτής της παράξενης ομάδας των πέντε εκατομμυρίων σχιζοφρενών που είχε μαζευτεί στην πρωτεύουσα με μοναδικό σκοπό την εισπνοή καυσαερίων, το καθημερινό μέχρι εμφράγματος άγχος, την αγωνία για την καθημερινή επιβίωση.

Την ώρα που περπάταγε ένιωσε μια ζάλη. Του φάνηκε παράξενο. Δύο μπύρες και είχε φτιάξει κεφάλι. Η ηλικία ,σκέφτηκε την ώρα που ανέβαινε τα σκαλοπάτια του μεγάρου. Περίμενε να δει τον θυρωρό, αλλά εκείνος δεν ήταν πουθενά. Κάλεσε το ασανσέρ και τη στιγμή που έκλειναν οι πόρτες και πάταγε το κουμπί που θα τον οδηγούσε στον τρίτο όροφο άκουσε τα βήματα του φύλακα. «Οι δρόμοι ανοιχτοί και τα σκυλιά δεμένα» ψιθύρισε τη ώρα που διαπίστωνε ότι ακόμη μια γκρίζα τρίχα είχε κάνει την εμφάνισή της στον δεξιό του κρόταφο.

«Τρίτος όροφος» ακούστηκε μέσα από το ηχείο του θαλάμου μια αδιάφορη και μακρινή και παγερή μαγνητοφωνημένη γυναικεία φωνή.

Προχώρησε δέκα βήματα, άνοιξε την γυάλινη πόρτα του ναυτιλιακού γραφείου και πήγε προς το γραφείο της γυναίκας του. Είχε κάνει αρκετές φορές τη διαδρομή στο παρελθόν. Τότε που τρελά ερωτευμένος, όχι ότι τώρα δεν ήταν, απλά το τρελά είχε σβηστεί με διορθωτικό υγρό από το τετράδιο του μυαλού του (πέντε χρόνια γάμου ήταν αυτά) της έφερνε μέρα παρά μέρα λουλούδια. «Τα λουλούδια στο λουλούδι» της έλεγε και εκείνη δήθεν έκπληκτη, μιας και πάντα τον περίμενε, κοκκίνιζε και χαμηλώνοντας τα μάτια του έλεγε «ευχαριστώ».

Εκείνη πουθενά. Άκουσε έναν υπόκωφο θόρυβο. Ακουγόταν από το γραφείο του εφοπλιστή. Πλησίασε προς τα εκεί. Ήταν έτοιμος να αποδεχθεί το μοιραίο. Η πόρτα ήταν μισόκλειστη. Ένιωσε την καρδιά του να χτυπά δυνατά την ίδια στιγμή που άνοιγε την πόρτα και παρουσιαζόταν μπροστά στα μάτια του το κορμί της γυναίκας του να κουνιέται ολόκληρο πάνω στο ξύλινο μαονένιο γραφείο του εφοπλιστή και το ανδρικό μόριο του γόνου της εφοπλιστικής οικογενείας να μπαινοβγαίνει σε αυτή τη ροδαλή σχισμή που χρόνια τώρα την είχε τοποθετήσει στο άλφα της ζωή του.

Έμεινε ασάλευτος για μερικές στιγμές, που μπορεί να ήταν κλάσματα του δευτερολέπτου ή δευτερόλεπτα ή λεπτά, δεν ήξερε ακριβώς. Κατάφερε να φωνάξει το όνομα της. Ο τρελός χορός σταμάτησε, ο εφοπλιστής εκσπερμάτωσε βογκώντας και η Γιώτα τον κοιτούσε με τα μάτια της θολά ακόμη από την ηδονή.

Είπαμε το έπαιζε χαζός, αλλά όχι και κερατάς από άποψη. Αυτό ήταν κάτι που υπερέβαινε τις δυνάμεις του. «Τι κάνετε εδώ;» ρώτησε έτσι για να δει την αντίδραση του ζεύγους. Καμία απάντηση.

Η καρδιά του χτύπαγε δυνατά. Πιο δυνατά. Πιο δυνατά. Νόμιζε ότι θα πεταγόταν έξω από το στήθος του. Ένιωσε έναν οξύ πόνο στο αριστερό του χέρι. Το κοίταξε. Μια μεγάλη τρίχα είχε φυτρώσει από το πουθενά. Στιγμές μετά είδε και άλλη και άλλη και σαν να περνά ηλεκτρικό ρεύμα όλο του το κορμί γέμισε όλος μεγάλες καφετί τρίχες. Ταυτόχρονα τα νύχια των χεριών του μεγάλωσαν. Το κεφάλι του πόναγε. Λες και κάποιος κάρφωνε νταβανόπροκες πάνω του.

Είδε τον τρόμο να έχει ζωγραφιστεί πάνω στα πρόσωπά τους. Ασυναίσθητα κοίταξε τον εαυτό του στο καθρέπτη που ήταν διαγώνια δεξιά από το γραφείο του εφοπλιστή. Τρόμαξε. Αυτός ο καθρέπτης ήταν μαγικός. Δεν ήταν το είδωλό του αυτό που φαινόταν. Έμοιαζε με ένα πλάσμα βγαλμένο από βιβλία επιστημονικής φαντασίας. Κάτι ανάμεσα σε λύκο και άνθρωπο. «Πλάκα μου κάνετε» είπε αλλά αντί για ανθρώπινη φωνή βγήκε από το στόμα του ένα γρύλισμα.

Μετά το γρύλισμα οι σκέψεις σταμάτησαν να έρχονται στο μυαλό του, σαν ένα αόρατο χέρι να έκλεισε το διακόπτη. Έκατσε στα τέσσερα. Κοίταξε την Γιώτα και τον ερωτικό της παρτενέρ και δευτερόλεπτα μετά πήδηξε πάνω στο τραπέζι. Άρχισε να δαγκώνει τη γυναίκα του. Στο στήθος, στα πόδια, στα χέρια στο λαιμό παντού. Το αίμα κύλαγε σαν χειμωνιάτικος ορμητικός χείμαρρος. Η Γιώτα ήταν νεκρή. Νεκρή και ακρωτηριασμένη. Ο εφοπλιστής έπιασε τα κλάματα. Κανένας οίκτος. Είχε την ίδια τύχη. Σύντομα, απλά και αποτελεσματικά.

Βγήκε από το γραφείο, πάντα στα τέσσερα. Όχι αυτή τη φορά δεν χρησιμοποίησε το ασανσέρ. Στην έξοδο είδε τον θυρωρό. Είχε μαρμαρώσει. Το πρόσωπό του, πρόσωπο κέρινης κούκλας. Τον προσπέρασε. Δεν του έφταιγε σε τίποτα. Ακόμη κι αν ήξερε για τις ερωτικές συνευρέσεις του αφεντικού με τη Γιώτα, δεν είχε καμία μα καμιά δουλειά να τους «δώσει»στον κερατά.

Πέρασε απέναντι στη Μαρίνα Ζέας. Άκουσε ένα σφύριγμα. Γύρισε το κεφάλι του, μια γνώριμη φιγούρα. Ψηλή, σπαστά μαλλιά με κοτσιδάκια. Του έκανε νόημα. Πήγε προς το μέρος της. Του χάιδεψε το κεφάλι και του πέρασε ένα λουρί στο σβέρκο. «Σου το είπα ότι θα σου συμβεί κάτι μεγάλο» έκανε και γέλασε. Οι σκιές τους χάθηκαν μέσα στο σκοτάδι.

 

* Ο Άγγελος Χαριάτης γεννήθηκε το 1975 στην Καλλιθέα Αττικής και μεγάλωσε στις γειτονιές του Πειραιά. Περιπλανήθηκε ως φοιτητής στους χώρους της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης με απρόσμενη (για αυτόν) επιτυχία. Σπαταλά τον ελεύθερό του χρόνο παίζοντας επιτραπέζια παιχνίδια. Είναι παντρεμένος με δύο παιδιά και ζει στα Νότια Προάστια. Εργάζεται στον ιδιωτικό τομέα. Κυκλοφορούν τα βιβλία του: “25 ιστορίες για ευτυχισμένου αστούς”, “Παράπλευρες απώλειες”, “Το δάχτυλο”.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top