Fractal

Ο Ρίτσαρντ στη Χώρα των Θαυμάτων

Γράφει η Βερίνα Χωρεάνθη //

 

Neil Gaiman “Ποτέ και Πουθενά”, Μετάφραση: Μαρία Αγγελίδου, Εκδόσεις Ίκαρος, σελ. 468

 

Υπάρχει μια πολύ διακριτική αναλογία (που, ωστόσο, γίνεται ιδιαίτερα έντονη μόλις την αντιληφθείς) ανάμεσα στο ‘Ποτέ και Πουθενά’ του Νιλ Γκέιμαν και την ‘Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων’: όπως η Αλίκη συναντάει το λευκό κουνέλι και το ακολουθεί για να μεταφερθεί σε έναν παράλληλο, φανταστικό κόσμο, έτσι και ο Ρίτσαρντ, ο ήρωας του Γκέιμαν, βρίσκει την Ντορ, μια μυστηριώδη τραυματισμένη κοπέλα, και την ακολουθεί σε μια παράλληλη πραγματικότητα, σε ένα Λονδίνο διαφορετικό, μια πόλη κάτω από την πόλη. Στη συνέχεια, τόσο η Αλίκη όσο και ο Ρίτσαρντ συναντούν μια σειρά από αλλόκοτους χαρακτήρες από τους οποίους άλλοι γίνονται σύμμαχοι και άλλοι εχθροί τους. Αυτή η κοινή συνισταμένη δεν είναι τυχαία. Όπως λέει ο ίδιος ο Γκέιμαν στην εισαγωγή του: «Ήθελα να γράψω ένα βιβλίο που θα ήταν για τους μεγάλους αυτό που ήταν για μένα τα βιβλία που είχα αγαπήσει παιδί, βιβλία σαν την Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων ή την Τριλογία της Νάρνια ή τον Μάγο του Οζ.»

Και ουσιαστικά αυτό είναι το ‘Ποτέ και Πουθενά’: ένα σύγχρονο ενήλικο παραμύθι που μεταφέρει το χώρο δράσης από τις κλασικές τοποθεσίες των παραμυθιών στη μοντέρνα μεγαλούπολη και μας οδηγεί σε μια κατάσταση πραγμάτων όπου όλα όσα ξέραμε φαίνονται διαφορετικά. Το υπόγειο σιδηροδρομικό δίκτυο του Λονδίνου, με τα δαιδαλώδη τούνελ, τις μυστηριώδεις στοές, τις εγκαταλελειμμένες αποβάθρες και τις γοητευτικές ονομασίες των σταθμών αποτελεί το ιδανικό σκηνικό μιας περιπέτειας που ισορροπεί ανάμεσα στο όνειρο και τον εφιάλτη, το πραγματικό και το μεταφυσικό. Ο Ρίτσαρντ Μέιχιου είναι ο βασικός πρωταγωνιστής, ένας αρχικά μάλλον αφανής νεαρός, ο οποίος ωστόσο διαθέτει πολλή περισσότερη γοητεία απ’ όσο αντιλαμβάνεται. Ένα βροχερό βράδυ, προσφέρει την ομπρέλα του σε μια φτωχή ηλικιωμένη γυναίκα η οποία, για να εκφράσει την ευγνωμοσύνη της, προσφέρεται να του πει τη μοίρα. «Έχεις πολύ δρόμο μπροστά σου […] δρόμο που αρχίζει με πόρτες», του λέει κρυπτικά, και η συνέχεια έρχεται να τη δικαιώσει.

Η Ντορ μπαίνει στη ζωή του με παράξενο τρόπο – τη βλέπει μισολιπόθυμη στην άκρη του δρόμου, χτυπημένη και γεμάτη αίματα. Παρά τις αντιρρήσεις της αρραβωνιαστικιάς του, θυσιάζει το επαγγελματικό δείπνο στο οποίο θα πήγαιναν μαζί, για να βοηθήσει το κορίτσι. Η Ντορ, που το εντελώς συμβολικό και διόλου τυχαίο όνομά της σημαίνει ‘πόρτα’, δεν είναι μια συνηθισμένη κοπέλα. Είναι η τελευταία απόγονος μιας αριστοκρατικής γενιάς με σπάνια χαρίσματα και προέρχεται κυριολεκτικά από έναν άλλο κόσμο, στον οποίο έχει τη δυνατότητα να μπαίνει και να βγαίνει, δημιουργώντας πόρτες σε κάθε λογής συμπαγείς επιφάνειες.

Ο κόσμος της Nτορ είναι το Κάτω Λονδίνο – είναι οι υπόγειες διαβάσεις, οι υπόνομοι και οι γραμμές του μετρό κάτω από τη γη. Εκεί ζει και δραστηριοποιείται μια ολόκληρη κοινωνία από παράξενους ανθρώπους και πλάσματα, που φέρουν περίεργες ιδιότητες και ασυνήθιστα ονόματα: οι Ποντικομίλητοι, η Σερπεντάιν (Οφιοειδής), το Σφουγγαρόπανο Χωρίς Όνομα, η Αναισθησία, η Χάντερ (Κυνηγός), και φυσικά ο επιβλητικός και ιδιόρρυθμος Μαρκήσιος ντε Καραμπάς (που παραπέμπει απευθείας στο παραμύθι του ‘Παπουτσωμένου Γάτου’) είναι λίγοι μόνο από αυτούς τους αξέχαστους χαρακτήρες. Παράλληλα, μέσα από το πρίσμα του Κάτω Λονδίνου, τα πάντα θεωρούνται από μια διαφορετική οπτική. Οι σταθμοί του μετρό, ας πούμε, αντικατοπτρίζουν αυτό που λέει το όνομά τους σε απόλυτη κυριολεξία – στη γέφυρα Μπλακφράιαρς (Μαύροι Καλόγεροι) υπάρχει όντως ένα μοναστήρι με μαύρους καλόγερους. Αυτή η κυριολεκτική απεικόνιση μεταφορικών εννοιών και εκφράσεων είναι ένα εύρημα που έχει τις απαρχές του στην αρχετυπική Αλίκη του Λιούις Κάρολ, και το συναντάμε και σε άλλα βιβλία του Γκέιμαν.

 

Neil Gaiman

 

Από τη στιγμή που ο Ρίτσαρντ πηγαίνει στο Κάτω Λονδίνο, γίνεται πρακτικά αόρατος στον πάνω κόσμο. Αυτό που λέμε πολλές φορές ότι ‘μια εμπειρία με έκανε άλλο άνθρωπο’, στον Ρίτσαρντ συμβαίνει στην κυριολεξία. Το διαμέρισμά του δεν του ανήκει πια, στη δουλειά του δεν τον αναγνωρίζουν, η αρραβωνιαστικιά του τον βλέπει στο δρόμο και απλά της φαίνεται αμυδρά γνωστός. Μην έχοντας άλλη επιλογή, αναγκάζεται να επιστρέψει στο υπόγειο Λονδίνο και σταδιακά, χωρίς κι εκείνος να το συνειδητοποιεί, αρχίζει να προσαρμόζεται στις πρωτόγνωρες γι’ αυτόν συνθήκες. Η αλλαγή του Ρίτσαρντ ξεκινά από μέσα, αλλά επεκτείνεται σε όλη την ύπαρξη και την προσωπικότητά του. Σιγά σιγά αρχίζει ν’ αποκτά ιδιότητες που ούτε καν τις φανταζόταν. Επιδεικνύει γενναιότητα, αντιμετωπίζει τους τρομακτικούς αιμοσταγείς δολοφόνους Κρουπ και Βάντεμαρ που καταδιώκουν λυσσαλέα τη Ντορ για να τη σκοτώσουν, παλεύει με το Θηρίο του Λονδίνου που στοιχειώνει τους υπονόμους της πόλης, αναπτύσσει το ένστικτό του και στο τέλος αποκτά κι εκείνος την ικανότητα να δημιουργεί και να ανοίγει πόρτες.

Το ‘Ποτέ και Πουθενά’ είναι ένα εξελικτικό μυθιστόρημα αστικής φαντασίας (Bildungsroman / urban fantasy), το οποίο ο Γκέιμαν έγραψε αρχικά σαν σενάριο για μια τηλεοπτική σειρά του BBC. Καθώς πολλές από τις σκηνές του απορρίπτονταν, του ήρθε η ιδέα να γράψει το βιβλίο. Η τελική εκδοχή εκδόθηκε το 1996, ενώ ακολούθησαν κάποιες άλλες τα επόμενα χρόνια, ανάμεσα στις οποίες κι αυτή στην οποία βασίστηκε η πολύ καλή ελληνική μετάφραση της Μαρίας Αγγελίδου και που περιέχει διάφορα πρώτα σχεδιάσματα, καθώς και κομμάτια από την αμερικανική έκδοση. Περιλαμβάνει επίσης το διήγημα ‘Πώς ξαναπήρε ο μαρκήσιος το παλτό του’, ένα υπέροχο σκοτεινό παραμύθι με εξίσου ονειρική και αναπάντεχη ιστορία, με πρωταγωνιστή τον μαρκήσιο ντε Καραμπάς.

Η πρώτη μου επαφή με το ‘Ποτέ και Πουθενά’ ήταν πριν από μια δεκαπενταετία περίπου – τότε ο Γκέιμαν δεν ήταν τόσο δημοφιλής εδώ, και αναζήτησα και διάβασα το βιβλίο από το πρωτότυπο, με κύριο έναυσμα τις αναφορές σε αυτό σε ένα βιντεοπαιχνίδι. Μπορώ να πω με ασφάλεια ότι ήταν το βιβλίο που καθόρισε σε πολύ μεγάλο βαθμό την αντίληψή μου και, δικαιώνοντας το θέμα του και την υπέροχη αντι-ηρωίδα του, μού άνοιξε μία ‘πόρτα’ σε πολλά δημιουργικά μονοπάτια. Δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι είναι ένα υπόδειγμα σύγχρονης γραφής, από τη μία με διαλόγους ολοζώντανους και με την απαραίτητη δόση χιούμορ όπου χρειάζεται, και από την άλλη με τη σύνθεση και περιγραφή υποβλητικών εικόνων, σκηνών αλλά και προσώπων. Τόσο από λογοτεχνική όσο και από τεχνική άποψη, αγγίζει την τελειότητα.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top