Fractal

Επιβιώνοντας του γεννήτορος

Γράφει η Τζένη Μανάκη //

 

Joann Sfar «Πώς να μιλήσεις για τον πατέρα σου;», Μετάφραση: Ρούλα Γεωργακοπούλου, Εκδόσεις ΠΟΛΙΣ

 

«- Γιε μου, νομίζω ότι θα πεθάνω.

 Αν ήθελε κανείς να πειστεί για την εξοργιστική απουσία του Θεού, θα έπρεπε να αναζητήσει επιχειρήματα  μέσα στα τρομαγμένα μάτια ενός πατέρα».

«Επιτέλους, θα γίνω σίγουρα κατανοητός, αφού το παρόν πόνημα αφηγείται τον πιο συνηθισμένο αγώνα που υπάρχει . Να επιβιώσεις του γεννήτορός σου και να αντιληφθείς, με φρίκη καμιά φορά, ότι του μοιάζεις»

 

Το βιβλίο το Ζοάν Σφαρ, «Πώς να μιλήσεις για τον πατέρα σου;» βιβλίο κόντρα στη σοβαροφάνεια, την υποκριτική συμπεριφορά, απέναντι στην αρρωστημένη προσκόλληση σε θρησκευτικά και εθιμοτυπικά καθήκοντα, σηκώνει την τρίχα κάγκελο κάθε σοβαροφανούς αναγνώστη.

Δεν μπορώ να φανταστώ τι είδους αφήγηση θα περίμενε κανείς από έναν    συγγραφέα κόμικς, σκιτσογράφο – γελοιογράφο, που για να είναι ήδη τόσο διάσημος, σημαίνει ότι τουλάχιστον τον χαρακτηρίζει η έντονη σατιρική διάθεση, η αυθάδεια, η ειρωνεία, μαζί με μία βαθιά αίσθηση του χιούμορ. Ίσως, θα σκεφθεί κανείς, θα μπορούσε να μη λέει όλα τα πράγματα με το όνομά τους. Μα αυτού του είδους η «ευπρέπεια» δεν χαρακτηρίζει το συγκεκριμένο είδος καλλιτεχνών.

Η απόλυτη φυσικότητα εξακολουθεί στις μέρες μας να είναι ένα πολύ σοβαρό παράπτωμα.

Διατυπώνω αυτές τις σκέψεις μετά από σχολιασμούς κάποιων συν-αναγνωστών που έχουν σοκαρισθεί από την ελευθεροστομία του.

Δεν θα χαρακτήριζα το βιβλίο του «αριστούργημα», είναι όμως μία έντιμη, ειλικρινής αυτοβιογραφία, με συναίσθημα, ειλικρίνεια, χιούμορ, ειρωνεία, με σχολιασμούς γύρω την διεθνή πολιτική, τον πόλεμο Ισραήλ – Παλαιστίνης, και μεγάλη δόση επανάστασης κόντρα στο κατεστημένο εθιμοτυπικό της φυλής του, (Εβραίος με καταγωγή από Αλγερία και σεφαραδίτικη ρίζα), που τόσο υποκριτικά τηρήθηκε από τον πατέρα του, όταν εκείνος δεν είχε τη δυνατότητα να είναι «ανέντιμος», από φυσική ή ψυχολογική αιτία.

Και η εντιμότητα στον τομέα των σεξουαλικών σχέσεων, δυστυχώς, ακολουθεί τους κανόνες της αγοράς. Είσαι ενεργός, όταν μπορείς. Είσαι ευάλωτος, όταν οι προτάσεις πέφτουν βροχή. Μένεις άπραγος όταν… δεν. Παρθένος, όταν δεν αρέσεις σε κανέναν. Για να λέμε τα σύκα, σύκα και τη σκάφη, σκάφη. Όταν είσαι  ενεργός και συγχρόνως ”λαχταριστός” πάσης φύσεως, και φύλου, δίπλα σου ελλοχεύει ο πειρασμός. Και εδώ, εμφιλοχωρεί η ρήση του αείμνηστου Όσκαρ η σχετική με τον πειρασμό Υποκύπτεις. (Προσοχή: Με μέτρο… και κράτημα από σταθερές αξίες). Αυτά για να μπαίνουν τα πράγματα στη θέση τους, με ρεαλισμό και ειλικρίνεια.

Στον Σφαρ, παρά τον κυνισμό, που μας αποκαλύπτει, διακρίνουμε έναν πλούσιο εσωτερικό κόσμο. Στο βάθος, δείχνει να είναι ένας θλιμμένος άνθρωπος που με άμυνα το χιούμορ γιατρεύει τις παιδικές του πληγές.

Η απώλεια της μητέρας τον πληγώνει μέχρι την ενήλικη ζωή του, όπως κάθε συναισθηματικό άντρα. Ο θάνατος του πατέρα, του προκαλεί  βαθιά θλίψη, που προσπαθεί να καταλαγιάσει στην Κρήτη, όπου τα ”κακά δάκρυα’‘, κατά την έκφραση Έλληνα οφθαλμιάτρου, του προκάλεσαν πρόβλημα στα μάτια. (Δεν γλιτώνουμε, εννοείται, από την σκωπτική του ματιά, εδώ).

Ο Ζοάν Σφαρ, έζησε σ’ ένα υποκριτικό περιβάλλον, με έναν πατέρα, ωραίο, ατίθασο, επιθετικό, με έντονο το στοιχείο του δονζουανισμού. Υπήρξε μάρτυρας στα σεξουαλικά κατορθώματα του πατέρα του, ήταν φυσικό  λοιπόν, ν’ αντιδράσει όταν εκείνος, μετά το θάνατο της γυναίκας και μητέρας του Ζοάν καταλήφθηκε από θρησκοληψία. Και όμως παρά την πλήρη αντίληψη του, σχετικά με τα γεγονότα, είναι τόσο στοργικός απέναντι του.

Η αγάπη προς τον πατέρα, ή η διαδεδομένη άποψη της μοιραίας μίμησης του γιου, τον κάνει να θέλει ν’ ακολουθήσει τα χνάρια του μετά τον δικό του χωρισμό, για τον οποίο παίρνει όλο το βάρος επάνω του, από την επί τριάντα χρόνια γυναίκα του, Σαντρίνα, με την οποία συνδεόταν από παιδιά. ”Εγώ μόνο την Σαντρίνα έκανα να κλάψει”. Εδώ η κληρονομικότητα δεν λειτούργησε. Περιορίζεται σε μία ”αρραβωνιαστικιά”. Γράφει με πολλή τρυφερότητα τόσο για τις δικές του γυναίκες όσο και για τις γυναίκες του πατέρα του, που υπήρξε ένας πετυχημένος δικηγόρος, αφού προηγουμένως έκανε διάφορα άλλα επαγγέλματα, από πιανίστας σε μπορντέλο έως μποξέρ.

Πάντα έλεγα ότι αν είχα την τύχη να μαγνητίζω τόσο τις γυναίκες, θα βαριόμουν γρήγορα. Όταν κάποιος είναι πιανίστας, γνωστός δικηγόρος κι έχει και γιωτ, να χρησιμοποιεί και την ομορφιά του για να την πέφτει στις γυναίκες … ε, αυτό παραπάει. Εγώ θα είχα επωφεληθεί απ’ αυτό μερικές βδομάδες κι έπειτα θα είχα γίνει μονογαμικός ή πούστης, ή θα απείχα από το σεξ. Ο πατέρας μου όχι…»

 

Με φλας – μπακ στην παιδική ηλικία θυμάται τις πρώτες σεξουαλικές εμπειρίες του με τις διάφορες ”γυναίκες” του μπαμπά, αλλά και με τη νταντά του.

Έρχεται στο νου του η τελετή ενηλικίωσής του, το Μπαρ – Μιτσβά, στα δεκατρία  και η ανάγκη να εκφωνήσει έναν λόγο που να το πιστοποιεί. Η ομιλία τότε, υπαγορευμένη από τον πατέρα, και αργότερα, η όψιμη δική του εκδοχή. Η αντίθεση ανάμεσα στην υποκρισία και την ειλικρίνεια, όπου η αντικειμενικότητά του ταλαντεύεται υπέρ της φυλής του, αλλά συγχρόνως αναφέρεται σε πολλές αλήθειες, όπως στην ανθρώπινη αδυναμία για ειρήνη,  από το αδιέξοδο του πολιτικού και θρησκευτικού κατεστημένου.

 

«εκεί κάτω θα γίνει ειρήνη όταν οι άνθρωποι θα το θέλουν πραγματικά. Και σήμερα δεν το θέλουν».

«…..Οι Άραβες έχουν αποδεχθεί τις χειρότερες δικτατορίες, θρησκευτικές και κοσμικές, αλλά, όταν ακούνε για μια περιοχή που διοικείται από Εβραίους τους ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι.»

«Και οι Εβραίοι; Έχουν καταντήσει αηδία με το να μην εμπιστεύονται κανέναν. Αυτή η εβραϊκή επιμονή, να μην κάθονται να τους εξοντώσουν, είναι εκνευριστική, συμφωνώ, επομένως, ναι, είναι αλήθεια, πιστεύω πως ούτε οι Εβραίοι θέλουν την ειρήνη, γιατί δεν εμπιστεύονται κανέναν.»

 

Έφηβος πηγαίνει συχνά στη συναγωγή, αλλά όταν αυτή φρουρείται μετά από βομβιστικές επιθέσεις αισθάνεται ότι η προσευχή γίνεται πολιτική πράξη. Έτσι παύει να πηγαίνει. «Ζω μια χαρά και χωρίς. Αλλά εντάξει, αυτό δεν είναι λύση». «Οι άνθρωποι δεν έχουν το σθένος να είναι απλώς Άνθρωποι.» «Ειρήνη θα υπάρξει όταν οι άνθρωποι τολμήσουν να μην ανήκουν σε καμία φατρία.» 

 

Στα δεκαέξι του μαθαίνει πολεμικές τέχνες, μαζί με άλλους νέους γίνεται φύλακας της συναγωγής χωρίς ποτέ να εμφανισθεί κάποιος να την απειλήσει. Οι σκίνχεντ της Νίκαιας είναι παιδιά πλουσίων  που γίνονται τρομοκράτες από πλήξη. Ωστόσο η προπόνηση είναι εντατική και η δυνατότητα να ”καθαρίσουν” έναν αντίπαλο ζήτημα δέκα δευτερολέπτων. Ο πατέρας του πλακώνεται από πάντα και δεν είδε κανέναν αντίπαλο να καταφέρει να τον ρίξει κάτω. Οι αντίπαλοί του υποτάσσονται μόνο με το βλέμμα του πριν από το χτύπημα. Το ίδιο και με τα λόγια του. Είναι γιατί έχει πολύ θυμό μέσα του. Αυτή τη λύσσα που διψάει για δικαιοσύνη. «Όπως ο Χριστός». Αποδίδει τη λύσσα αυτή στο ότι δεν τον έστειλαν ποτέ σε στρατόπεδο συγκέντρωσης, και τελικά αυτό του προκάλεσε μία ισόβια ενοχή. Ο Χίτλερ δεν πρόλαβε να ασχοληθεί με τους Εβραίους της Αλγερίας, κι απ αυτήν την παράλειψη απέκτησε έναν εχθρό, τον μπαμπά.

Έγινε δικηγόρος γιατί «Δεν μπορούσε να φανταστεί ότι ο θρίαμβος της δικαιοσύνης είναι κάτι που σπανίως συμβαίνει».

 

Μετά τον θάνατο του πατέρα του ασχολείται με την πυγμαχία, τον βοηθάει να τα βάζει με διάφορους ενοχλητικούς τύπους, σαν απομεινάρι του αγώνα των προγόνων του να αποσείσουν από πάνω τους το ”βρωμοεβραίε” και ”χονδροκώλη”, ωστόσο καταφέρνει να ξεπεράσει ταμπού και να  κάνει φιλίες ακόμη και με κάποιον ναζί  που γνώρισε στο γυμναστήριο.

«Αγωνίζομαι για μένα. Είναι λίγο άκυρο, επειδή δεν πονάει. Φαίνεται πως αυτό πρέπει να σημαίνει ότι ενηλικιώνεσαι. Ο πατέρας πεθαίνει και δεν έχεις άλλον εχθρό εκτός από τον εαυτό σου.»

 

Ειρωνικό σχόλιο για την Αριστερά – «η εργασία δεν είναι αξία της Αριστεράς και δυσκολεύομαι να το κατανοήσω. Αν αγαπάς τους εργάτες, καλά θα κάνεις να αποφασίσεις να τρέφεις κι ένα μίνιμουμ αγάπης για την εργασία.»

 

Σιγά – σιγά διαπιστώνει πόσο μοιάζει του πατέρα του, χωρίς να έχει τις δικές του ικανότητες παρά τους επαίνους της γιαγιάς του.

Αναφερόμενος σε σκόρπια  γεγονότα της ζωής του αναμειγνύει το προσωπικό με την πολιτική και την οικουμενικότητα με το εβραϊκό στοιχείο.

«Σε όλη μου την εφηβεία ονειρευόμουν ότι ο Ζαν-Μαρί-Λεπέν ερχόταν σ’ ένα μπιστρό της Παλιάς Νίκαιας και πως κατάφερνα να τον πείσω ότι οι θάλαμοι αερίων δεν ήταν ”μια λεπτομέρεια της Ιστορίας”.»

 

Ο Ζοάν Σφαρ για πρώτη φορά ένιωσε ότι μπορεί να κάνει κάτι καλύτερα από τον πατέρα του, όταν του ζήτησε να σχεδιάσει κι εκείνος δεν τα κατάφερε. Τον ευχαριστεί που άφησε έναν απάτητο χώρο για εκείνον.

Τελειώνει την αφήγησή του λυρικά. Σινεμά στον πόλεμο των Άστρων σε ηλικία έξι – επτά χρόνων, στο Ορόν. Κάτι που έκανε μόνος. Κάτι που προοιωνίζει την επιλογή αυτού που ακολούθησε από αγάπη, ως επάγγελμα.  Μαγεμένος βγαίνει στο δρόμο. Χιόνιζε.

«Δεν είχα δει ποτέ μου τέτοιο θέαμα. Βγήκα από το σινεμά του βουνού και ήταν τελείως σκοτάδι. Είχε λάμπες στον δρόμο, που έριχναν ένα πορτοκαλί φως. Χιόνιζε. Σήκωνα τη μύτη σαν χαζό και οι νιφάδες μού πέφτανε στον λαιμό, στα ρουθούνια, κι εγώ τις έτρωγα σαν ένα αρκουδάκι πεινασμένο γι’ αστέρια»

 

Joann Sfar

 


Ο Ζοάν Σφαρ γεννήθηκε στη Νίκαια της Γαλλίας το 1971. Σπούδασε φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο της Νίκαιας και στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών του Παρισιού. Είναι ένας από τους σημαντικότερους Γάλλους συγγραφείς κόμικς, με γνωστότερο έργο του τη σειρά: Le Chat du rabbin, ενώ παράλληλα ‘εχει ασχοληθεί με τη σκηνοθεσία, το σενάριο και το μυθιστόρημα.

Το Πώς να μιλήσεις για τον πατέρα σου; ήταν στην τελική λίστα υποψηφιοτήτων για το βραβείο  Prix de Flore και υποψήφιο για το λογοτεχνικό βραβείο της εφημερίδας Le Monde.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top