Fractal

Της ζωής μας οι πόρτες

Γράφει ο Χρήστος Νιάρος //

 

Αθηνά Βογιατζόγλου «Πορτρέτα», εκδ. Κέδρος

 

…και τι δε θα ‘δινα για μια σανίδα,

   από την πόρτα την παλιά.

    γερά πιασμένη επάνω της,

      στις τρικυμίες θα επιζούσα.

(απόσπασμα από το ποίημα «Η πόρτα»)

 

Η εικονοπλασία είναι και θα ‘ναι κομμάτι της ζωής μας και δη της τέχνης. Δεν μπορεί να γίνει αλλιώς. Είναι συγκοινωνούντα δοχεία οι αναστοχασμοί της θέασης και ο δημιουργός (ο καθείς και η καθεμία δηλαδή) γίνεται παραλήπτης και διανομέας τους. Αλλά και μέσα στην φλέβα της ζωής, την αναζωογονούν και την φιλτράρουν. Στην τελική μένουν τα καλύτερα αποστάγματα, για μια άλλη τους ιαματική πορεία και στόχευση. Το μπακιρένιο, το σημαδεμένο, το οτιδήποτε που έμεινε στο χρόνο και στο πέρασμά του, ως χρώμα και υποψία του, παίρνει την θέση του στην γραφή. Στο όρθιο και ευθύ λόγο, στο κουβεντιαστό και στο γραπτό, δίνει παράσταση που δεν έχει λήξει και με την κάθε ευκαιρία, από το πλαίσιο που το όριζε, αποδομείται, επαναπροσδιορίζεται, υπάρχει. Διαβάζω την πόρτα -απόσπασμα, στην αρχή του κειμένου – ένα από τα πολλά κείμενα των πορτρέτων, της ποιητικής συλλογής.  Όχι σαν εμμονή και από περιέργεια. Όχι επειδή ανοιγοκλείνει και τόσοι μπαινοβγαίνουν, αδιάφοροι, μόνιμοι και περαστικοί, από τον αέρα και τις σκέψεις της.

Όχι γιατί πολλοί μένουν απέξω. Χιλιάδες όχι, όταν κλείνει μια πόρτα, σαν σιγουριά, έχουν τον τρόπο τους να γίνονται ναι. Ο καθένας σηματοδοτεί την ζωή μας, τον χρόνο μας, τις πόρτες που μας άνοιξε, που φύγανε από μας, που φύγαμε, που ήρθαμε κοντά τους και μακριά τους. Είναι σε συνεχόμενο ταξίδι αυτή η πόρτα της Αθήνας Βογιατζόγλου από το βιβλίο της Πορτρέτα. Μια σημαντική παρακαταθήκη στο χώρο της γραφής και της γενικότερα πορείας της. Από τα πολλά πρόσωπα, που την συνάντησαν, τους άνοιξε την ψυχή της, νταραβερίστηκε, έζησε την σιγουριά μαζί τους, έζησε το φευγιό τους, όλη την κλίμακα των συγκινήσεων, (που έντυσε και που την έντυσαν) πίσω από την πόρτα, από αυτή την πόρτα, (που σαν πλαίσιο είναι κάδρο) βρίσκονται πίσω αλλά και μπροστά της. Ευρηματική γραφή, βουτιές και χρώματα, στα περασμένα και στα μελλούμενα. Μια πόρτα των παιδικών χρόνων, δε παύει να ‘ναι στέρεο αποκούμπι. Τίποτε δεν τρίζει, όταν την ανοίγεις. Όλοι είναι εκεί. Παππούς, γιαγιά, λαγήνια, ο σύρτης, το πράσινο ξύλο της, η αθωότητα των ιστοριών, το νησί ολόκληρο μια πόρτα. Ανοίγει, κλείνει και τίποτε δεν χάνεται. Το ποιητικό γράψιμο της Αθήνας Βογιατζόγλου ζωγραφίζει και καδράρει τα δρώμενα της αλλά και της εποχής την ταχύτητα, με απλότητα λυρισμού που φτάνει στο μεδούλι των λέξεων. Ακριβής παρατηρητής των περασμένων και όσα της άφησε ο χρόνος, γίνεται η ίδια παππούς που τραγουδάει αμανέδες, γίνεται γιαγιά που διαβάζει Καζαμία, γίνεται μπαλκόνι στο νησί της. Γίνεται πορτρέτο, που βλέπει αλλά και το βλέπεις. Οι ποιητικές εικόνες, στροφές, είναι και γίνονται λυτρωτικές, ακόμη και στην επίκληση, να υπήρχε δηλαδή ένας τρόπος, αυτό το χρώμα της πόρτας, ένα κομμάτι, το ελάχιστο δηλαδή να το ‘τόχε, και να ήταν, στην άλλη της διαδρομή, στον άλλο τόπο που την κατοικεί προς την Αθήνα. Είναι όμως εκεί μαζί της και σαν βίωμα.

Στις μάχες της πόλης που θέλεις πολύ κουράγιο και δύναμη για να σανιδώνεις του χρόνου την ανωνυμία και τις πολλές του τρικυμίες είναι εκεί. Σου κρατάει το χέρι και της μνήμης το συνήθειο αλλιώς. Στέρεα και με χαρά. Χωρίς φόβο, όπως ακριβώς κοιτάς τα Πορτρέτα στο μετά τους και τα βλέπεις πιο αλλιώς. Όλα συμβολικά στην ποιητική καταγραφή των πορτρέτων, αναδεικνύουν και αναδεικνύονται περίτρανα μέσα και σε αυτό το ποιητικό πόνημα. Στην πραγματική διάσταση των αναστοχασμών, γιατί ποίηση και φιλοσοφία και ζωγραφική, συμπορεύονται, με τις λέξεις και τα ειπωμένα και τα ανείπωτα του χρόνου. Όταν ο υποκειμενικός και ο αντικειμενικός χρόνος τους, συμπλέει, με του καθενός τον χρώμα και το σκίρτημα, τότε είναι στα θετικά του πρόσημα. Ακόμη και αν αλλάχθηκαν τα χρώματα της Πόρτας, σε αλουμινένια και όλοι έχουν φύγει -και η συγγραφέας μαζί με το χρόνο του τότε, που τα έζησε και τα μύρισε -έχουν πεθάνει, πιο σωστά, πάντα κάτι μένει. Αυτό το πάντα, που σαν νοσταλγία παραμένει σαν καρφί κατά Αναγνωστάκη να υπενθυμίζει τα περασμένα και τα όμορφα. Η μνήμη και η νοσταλγία δεν έχει ηλικία, ούτε έρχεται μετ’ επιτάσεως και για το θεαθήναι των λέξεων. Η μνήμη όπου και να την αγγίξεις, κατά την σεφερική γραφή, πονάει πολύ. Η μνήμη, η παράδοση, που είναι και σπίτια και φωνές και βήματα και γεύσεις είναι πλοίο διαρκείας κατά την ελυτική γραφή. Όσο απλά και να το πει κανείς, τα τεκταινόμενα της πόρτας αυτής της Αθηνάς Βογιατζόγλου συναντούν τις δικές μας μακρινές πόρτες . Όλοι μετανάστες στον τόπο που κατοικούμε αυτή την ροζιασμένη, την πράσινη, την χτυπημένη πόρτα, να την πλησιάσουμε, να την αγγίξουμε ποθούμε. Άρα η ποίηση γίνεται πόθος και ταξίδι προς πάσα κατεύθυνση. Είναι ένα ανοιχτό παράθυρο και στις μικρές πόρτες, παρενθέσεις της ζωής μας, κεφάλαιο με πολλούς επιμέρους στοιχεία. Αυτό που απλά λέμε στην ζωή μας, ότι δηλαδή από κάπου να κρατηθούμε και πίσω και μπρός από τις πόρτες της ζωής η ζωή βρίσκει το δρόμο της. Να μην ξεχνάμε την αγαπημένη μας Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου και ο στίχος της που μας φέρνει στα ίσα δηλαδή «στο δυο πόρτες έχει η ζωή» υπάρχει στην ζωή μας καταλυτικά και αυθόρμητα. Τα κλειδιά της ποίησης και της γραφής η Αθηνά Βογιατζόγλου τα ξέρει καλά. Τα κρατάει καλά και στα χέρια και στα κύματα της καρδιάς της. Κανείς δεν ξέρει, βεβαίως, όταν κλείνει μια πόρτα, τι γίνεται στην διπλανή, αλλά ούτε και στην ίδια. Ο καθείς στον κόσμο του τον κλειδώνει, τον ξεκλειδώνει, τον περνάει. Για να βγει στον κόσμο -και αυτός ένα κάδρο και πορτρέτο είναι – φτιάχνει ένα ή πολλά κάδρα με τα βήματα του. Από πολλές γωνίες οι αισθήσεις βλέπουν τα φαινόμενα να γίνονται πραγματικότητα, κομμάτια και αντοχές. Και ο καθείς στην ιστορία του και για την ιστορία του, την ερμηνεύει με τον τρόπο του. Καμιά λέξη ξύλινη, καμιά λέξη άχρωμη, καμιά λέξη ευθεία. Και τίποτε δεν παλιώνει στην ποίηση και στον χώμα των ανθρώπων που μας σημάδεψαν, στα κοντινά και μακρινά μας ταξίδια. Ποίηση μπορεί και να ‘ναι ,  φαντάζομαι, και μια πόρτα χωρίς κλειδιά που την έζησες. Και το μυαλό μου ταχύτατα πάει και στο πατρικό μου σπίτι στο χωριό. Βγαίνω από το κάδρο του τώρα, και του χώρου και του χρόνου και προχωράω.

Τα υπόλοιπα στις σελίδες της συλλογής και στου καθενός της εικόνες.

 

Αθηνά Βογιατζόγλου

 

H Αθηνά Bογιατζόγλου γεννήθηκε το 1966 στην Aθήνα. Σπούδασε Νεοελληνική Φιλολογία στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Kρήτης και εκπόνησε το διδακτορικό της στο King’s College του Πανεπιστημίου του Λονδίνου. Δίδαξε στις Φιλοσοφικές Σχολές της Kρήτης και της Πάτρας και το 2001 εξελέγη Λέκτορας στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Iωαννίνων όπου σήμερα υπηρετεί ως αναπληρώτρια καθηγήτρια Νεοελληνικής Φιλολογίας. Έχει εκδώσει τα βιβλία “H Mεγάλη Iδέα του λυρισμού. Mελέτη του “Προλόγου στη Zωή” του Σικελιανού” (Πανεπιστημιακές Eκδόσεις Kρήτης, 1999), “Η γένεση των πατέρων. Ο Σικελιανός ως διάδοχος των εθνικών ποιητών” (Καστανιώτης, 2005) και ” Ποίηση και πολεμική: Μια βιογραφία του Γιώργου Κοτζιούλα”. (Κίχλη, 2015). Eπιμελήθηκε την έκδοση του μυθιστορήματος του Aχιλλέως Λεβέντη “H Tασσώ” (στη σειρά “H πεζογραφική μας παράδοση”, Εκδόσεις Nεφέλη, 2000), καθώς και το βιβλίο του Γ. Π. Σαββίδη “Λυχνοστάτες για τον Σικελιανό” (Εκδόσεις Eρμής, 2003).

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top