Fractal

Με το τυφλό παιδί στη νέα εποχή

Γράφει η Ελένη Γκίκα //

 

«Baby blue» του Πολυχρόνη Κουτσάκη, εκδ. Πατάκη, σελ. 332

 

Τον Πολυχρόνη Κουτσάκη σαν συγγραφέα τον χρωστώ.

Όπως χρωστάμε και όλα τα σημαντικά της ζωής μας.

Αρκετά χρόνια πριν, στα πρώτα του βήματα ένας διαδικτυακός φίλος, ναι το διαδίκτυο κάποτε έκανε σπουδαία προξενιά, μου τον σύστησε σαν μια από τους πιο σπουδαίες φωνές αυτής της γενιάς. Σχεδόν κρατούσε την αναπνοή του σαν το Καριμπού το ινδιανάκι, μέχρι να του υποσχεθώ ότι θα διαβάσω τους «Ακροβάτες του χρόνου». Τους οποίους και διάβασα.

Η συμφωνία με τον Ρήντερ, αυτός ήταν ο φίλος υπήρξε η εξής: θα του γνώρισα κλασικά έργα και θα μου σύστηνε καινούργιους συγγραφείς.

Αλλά με τους «Ακροβάτες του χρόνου» δεν γνώρισα έναν ακόμα καλό νέο συγγραφέα αλλά έναν ήδη μεγάλο ξεχωριστό. Για το ιδιαίτερο ύφος του, για τον προσωπικό τρόπο να αντιλαμβάνεται τους ήρωες και τον κόσμο, για την υγιή τρέλα. Για το συγγραφικό σύμπαν που έχτισε ήδη από τότε, από τόσο νωρίς.

Τον συνάντησα φυσικά. Είδα παράστασή του και τον αγάπησα με τη μία. Οι αποστάσεις φαίνεται να χωρίζουν τους

ανθρώπους όμως η Τέχνη δεν καταλαβαίνει απ’ αυτά. Είναι και κάποιες συναντήσεις που, όπως σωστά συμφωνούν ένθεοι κι άθεοι, είναι ραντεβού, δηλαδή μοιραίες.

Κάποιους ανθρώπους, ο κόσμος να χαλάσει θα τους συναντήσουμε. Κάποια βιβλία θα τα διαβάσουμε οπωσδήποτε, δεν γίνεται αλλιώς.

Κάπως έτσι λοιπόν σήμερα φτάσαμε εδώ. Στο «baby blue», κατά την ταπεινή μου άποψη το πιο σημαντικό του βιβλίο.

Θα μπορούσαμε να το πούμε και «Οι ακροβάτες του Χώρου» αυτή τη φορά. Ένα βιβλίο που με ταπεινό τρόπο και δροσερή διάθεση σπάει τα στεγανά. Το πρώτο βιβλίο που αφηγείται την κρίση με τρόπο άλλο. Γιατί ο Πολυχρόνης πάντα βλέπει τα πάντα αλλιώς. Το αποτέλεσμα;

Ακροβασία στα είδη. Από το αστυνομικό και νουάρ στο κοινωνικό, πολιτικό, μυθιστόρημα φαντασίας, στο υπαρξιακό και αλληγορικό. Με φιλοσοφική διάθεση και ανοιχτά μάτια στην άλλη πια Αθήνα. Με δολοφόνους – φροντιστές γιατί το καλό και το κακό δεν έχουν πια ξεκάθαρα σύνορα. Με αστυνόμο που χρησιμοποιεί τα πάντα επειδή πια ο νόμος δεν είναι αρκετός. Με τον Σαρλό και τα σκέρτσα του να μας κάνει να γελάμε και να πλαντάζουμε στο κλάμα. Με ένα τυφλό κορίτσι, σαν Κασσάνδρα σύγχρονη να κάνει τα δικά της ακροβατικά. Ενδεχομένως επειδή μόνο ένα τυφλό κορίτσι σήμερα θα μπορούσε να μας βγάλει απ’ το τέλμα.

Η ιστορία, πρωτοεπίπεδα, απολαυστική και αστυνομικού χαρακτήρα. Μυστηριώδης, με φόνο, σκοτώνεται ο άστεγος που την είχε υιοθετήσει, με έρωτες και αντιπάλους παλιούς φίλους. Με μιαν Αθήνα σαν καλειδοσκοπική εικόνα, να παρακμάζει και να αναποδογυρίζει ό,τι θεωρούσαμε σίγουρο χθες.

Οι πρωτοτυπίες, πολλές. Η κοινωνία πρώτα απ’ όλα των αστέγων. Ο άστεγος δημοσιογράφος κι εδώ ας αποτίσουμε φόρο τιμής. Ό,τι απέμεινε, πρόβατα και λύκοι είναι το περισσότερο, εκείνο που υπήρξε έχει χαθεί.

«Αυτή δεν ήταν η πόλη μου. Ήταν κάτι άλλο, κάτι άρρωστο, που επιχειρούσε να μοιάσει, να ακουστεί, να μυρίσει σαν την Αθήνα, αλλά αποτύγχανε και το γνώριζε- σαν τον γέρο ζογκλέρ που έβλεπα εκείνη την ώρα μπροστά μου, στη μέση της πλατείας να χάνει από τα μάτια του τη μια μπάλα μετά την άλλη, αλλά να σκύβει, να τις μαζεύει και να συνεχίζει να προσπαθεί. Γιατί δεν είχε τι άλλο να κάνει.

»Το καλό με την Ομόνοια ήταν πως δεν περίμενε την καταστροφή των τελευταίων τριών χρόνων. Δεν αιφνιδίασε κανέναν με την κατάντια της. Είχε προφτάσει να βουτήξει στο σκοτάδι πολύ νωρίτερα, σαν να προέβλεπε την πορεία της χώρας και να ‘θελε να πρωτοπορήσει. Σε κάθε γειτονιά της πόλης περπατούσες και αντίκριζες μια έκπληξη- εκεί που υπήρχε ένα κατάστημα, σε καλημέριζε ένα λουκέτο, εκεί που έβλεπες τον ταχυδρόμο ν’ αφήνει γράμματα στοιβαγμένα χάμω στην είσοδο, δίπλα σε κάποιο κορμί άστεγου απλωμένο στα σκαλιά, τυλιγμένο με μια κουβέρτα.

«Στην Ομόνοια όμως δεν ένοιωθες έκπληξη. Τις γνώριζες αυτές τις εικόνες, τις έβλεπες καιρό πριν. Έτσι έφτασε να είναι το μόνο μέρος στην Αθήνα όπου ήξερες τι να περιμένεις, πρωί και, κυρίως, βράδυ. Είναι σπουδαίο πράγμα η σιγουριά, όσο θλιβερή κι αν είναι η βεβαιότητά σου. Ιδιαίτερα όταν καθετί το αναπάντεχο που συμβαίνει στην πόλη σπρώχνει την πραγματικότητα όλο και πιο πολύ προς τα κάτω. Στην Ομόνοια, όπως έλεγε κι εκείνο το ωραίο τραγούδι της εφηβείας μου, ίσχυε το «δεν έχει πιο κάτω από δω». [σελ. 12 και 13]

Στη συνέχεια, έτσι σε πλήρη εξωτερική σύγχυση και πλήρη εσωτερική διαύγεια με οδηγό ένα τυφλό παιδί, δολοφόνοι και κυνηγοί, καλοί και κακοί, φωτεινοί και σκοτεινοί, αντεραστές και φίλοι, επιχειρηματίες και παιδόφιλοι, θα συστηθούν και πάλι απ’ την αρχή. Η δικαιοσύνη θ’ αλλάξει χέρια αφού από καιρό έχει ήδη πάψει να είναι τυφλή:

«Ψάχνω μόνο εκδίκηση. Δικαιοσύνη, από τη στιγμή που εκείνος είναι στο χώμα, δεν υπάρχει», θα πει το τυφλό παιδί,

Κι εκείνος, ο αλλόκοτος «φροντιστής» «ούτε δεκατεσσάρων, ούτε σαράντα. Όταν έχεις καταλάβει μια τόσο βασική αλήθεια, και παρ’ όλ’ αυτά στέκεσαι ακόμα στα πόδια σου, δεν έχεις ηλικία», θα σκεφτεί.

Σε μια κοινωνία όπου «το μόνο συναίσθημα που προκαλούσε ήταν μια βαθειά μελαγχολία για το κρίμα που έκανε παρέλαση μπροστά σου», και ποιος από μας σήμερα δεν το έχει αντιληφθεί;

Το μαγικό κλειδί, η φαντασία και η τέχνη. Η μουσική, η ζωγραφική, η ταχυδακτυλουργική, τα φεστιβάλ μαγείας και εκείνο το χαρμολύπειο νούμερο του Σαρλό με το τυφλό παιδί.

Το αποτέλεσμα, μια εκπληκτική διαφορετική αφήγηση γι’ αυτήν εδώ την εποχή. Κι ένας κόσμος που αλλάζει πλευρό σε μια παράσταση που κανένας προηγουμένως δεν έχει ξαναδεί. Ο κόσμος που ξαναγράφεται σχεδόν από την αρχή.

Με τη δικαιοσύνη και την εντιμότητα, του γνωστούς κώδικες να γίνονται άλλοι σαν τα τραπουλόχαρτα στα χέρια της μικρής.

Ένα απολαυστικό πρωτίστως μυθιστόρημα με μυστήριο και ατμόσφαιρα, με εκπλήξεις και μικροθαύματα ζωής. Με όλη την ποίηση της καθημερινότητας που ο Πολυχρόνης κατέχει ακροβατώντας στο γέλιο και στο δάκρυ, στην κωμωδία και στο δράμα, στο αναπόφευκτο και το θαυμαστό, στο ρεαλιστικό και στο υπερρεαλιστικό, αποδεικνύοντας ό,τι όλα είναι θέμα ταλέντου, ματιάς και στυλ. Και το καινούργιο μυθιστόρημα και η νέα εποχή.

 

O συγγραφέας Πολυχρόνης Κουτσάκης

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top