Fractal

Διήγημα: “Πόλεμος”

Γράφει ο Χρίστος Μαβόγλου // *

 

pw

 

Πόσο πολέμαγε; Δεν θυμάται. Ο χρόνος έχει χαθεί σαν έννοια στο μυαλό του. Μέρες, νύχτες, εποχές έχουν φύγει και έχουν έρθει ξανά. Το μόνο που θυμάται είναι να πολεμάει. Εκεί στο κρύο. Μόνος. Οι σύντροφοί του τον είχαν αφήσει καιρό. Μόνος του είχε μείνει. Αλλά ο πόλεμος συνέχιζε. Δεν έβλεπε εχθρούς. Ποτέ δεν τους είχε δει. Άκουγε, όμως, συνεχώς τις σφαίρες να σκίζουν τον άνεμο πάνω του. Κάθε φορά έσκυβε. Είχε γίνει συνήθεια πια. Και κάθε φορά τους ξέφευγε. Είχε γλυτώσει. Ο μόνος. Ένας ένας οι σύντροφοί του είχαν πέσει ξαφνικά στα χέρια του με τα μάτια ανοιχτά, γιατί δεν είχαν σκύψει. Τι ήταν αυτός ο πόλεμος; Δεν θυμάται πια. Το μόνο που θυμάται είναι πως έχει δίκιο.

 

Καλοκαίρι, ένα κορίτσι με αχνό κίτρινο φόρεμα να γελάει, να τον τσιμπάει και να του λέει έλα πιάσε με. Δεν θυμάται το πρόσωπό της. Θυμάται όμως το γέλιο. Εκείνο το γέλιο. Ακόμα και σήμερα το θυμάται. Στα όνειρά του ακούει εκείνο το γέλιο και νιώθει όμορφα. Ζεσταίνεται, σκάει. Και μετά ανοίγει τα μάτια του και το γέλιο γίνεται πιο αδύναμο και χάνεται κι εκείνος καταλαβαίνει πως πρέπει να κλείσει πάλι τα μάτια του αν θέλει να ζεσταθεί λίγο ακόμα. Να ξεχάσει για λίγο αυτή την αίσθηση της μοναξιάς, να μιλάς μόνος και να απαντάς στον ίδιο σου τον εαυτό. Να θυμώνεις με τον εαυτό σου, να μαλώνεις με τον εαυτό σου, να γελάς με τον εαυτό σου, να λες ψέματα στον εαυτό σου.

Πόσο πολέμαγε άραγε; Και τι είναι αυτός ο πόλεμος; Κι αν τελειώσει μετά τι; Είχε ξεχάσει να κάνει οτιδήποτε. Το μόνο που ήξερε είναι να κρατάει το όπλο του και να πυροβολεί. Όλα τα άλλα τα είχε ξεχάσει. Δεν ήξερε να κάνει τίποτα άλλο. Όσο κρατούσε ο πόλεμος είχε ένα σκοπό. Σημαντικό σκοπό. Αν τέλειωνε; Τι θα έκανε άραγε; Το ήξερε καλά. Ο νέος κόσμος που θα προκύψει δεν θα βοηθήσει  τους βετεράνους. Όλοι θα θέλουν να τους ξεχάσουν, να τους εξαφανίσουν. Αν σταματούσε ο πόλεμος, μήπως θα ήταν χειρότερα; Σίγουρα θα ήταν χειρότερα. Τώρα ήταν μέλος του στρατού. Μετά; Ο νέος κόσμος δεν θα τον ήθελε. Θα τον έδιωχνε. Και που θα πήγαινε;

Το κρύο ήταν πάλι τσουχτερό. Δεν άντεχε. Τα πόδια του μούσκεμα. Είχε βγάλει τις κάλτσες και τα παπούτσια και τα είχε σκεπάσει μια κουβέρτα. Κουρέλια ήταν, αλλά την έλεγε κουβέρτα. Ήθελε να είχε μια ποιότητα στις λέξεις που χρησιμοποιούσε. Έτσι έδινε ονόματα και το φαγητό που έτρωγε. Περίτεχνα ονόματα  που είχε ακούσει: Soupe à L’oignon, Cassoulet, Bouillabaisse, Coq au Vin, Escargots à la Bourguignonne. Τα θυμάται από μια σχολή μαγειρικής, που είχε παρακολουθήσει ένα εξάμηνο. Δεν είχε άλλα χρήματα τότε και την είχε σταματήσει. Από όλα τα ονόματα, μόνο το τελευταίο θυμάται στο περίπου τι είναι. Escargots à la Bourguignonne έλεγε κάθε φορά που έβρισκε ένα σαλιγκάρι να περνάει από δίπλα του. Το έπαιρνε με τα δύο του δάχτυλα. Το χάιδευε τρυφερά και του έλεγε: εσύ θα είσαι το γεύμα μου. Σήμερα θα φάω Escargots à la Bourguignonne. Ποτέ δεν το έτρωγε. Έκανε πως το έτρωγε, έτσι ωμό όπως ήταν, και μετά το άφηνε να φύγει αργά-αργά. Το παρακολουθούσε με υπομονή και ελπίδα. Να! Υπάρχει ζωή! Δεν την έχει διαλύσει ακόμα ο πόλεμος. Να ο σύντροφός μου για σήμερα. Καλό ταξίδι σύντροφε. 

Το κρύο συνέχιζε το ίδιο δριμύ, αλλά ο ίδιος δεν το ένιωθε πια. Σήμερα ήταν ήσυχη νύχτα. Όλα ήταν όμορφα. Τα παπούτσια του δεν είχαν στεγνώσει ακόμα, αλλά δεν πείραζε. Σκέφτηκε τον θάνατο. Αν ήθελε να φύγει μια τέτοια νύχτα θα ήθελε να φύγει. Με τα αστέρια στον ουρανό. Να μην νιώθει κρύο. Να είναι όμορφα. Δεν είχε κάτι να τον κρατήσει στη ζωή. Δεν είχε κάτι να περιμένει. Όλα ήταν όμορφα εκείνη τη στιγμή. Σηκώθηκε στα γυμνά του πόδια τεντώθηκε και πήρε το όπλο του. Θα ορμούσε στον εχθρό. Στην καλύτερη, θα προλάβαινε να τον δει, έστω για πρώτη και τελευταία φορά, να ξέρει πως είναι. Δεν χρειαζόταν τα παπούτσια του για κάτι τέτοιο. Όμως τα φόρεσε, όπως ήταν νοτισμένα. Ίσιωσε το σακάκι του, το ξεσκόνισε λίγο με τα χέρια του, φόρεσε το κράνος του και πήρε μια βαθιά ανάσα. Το τελευταίο που είδε ήταν τους προβολείς του εχθρού να τον σημαδεύουν και όρμησε πάνω τους.

Θανατηφόρο τροχαίο δυστύχημα σημειώθηκε νωρίς το πρωί της Τρίτης στο 12ο χλμ της οδού Κηφισίας. Σύμφωνα με την αστυνομία, φορτηγό αυτοκίνητο, που οδηγούσε ένας 35χρονος, παρέσυρε και τραυμάτισε θανάσιμα πεζό ηλικιωμένο άνδρα αγνώστων λοιπών στοιχείων. Ο άνδρας φορώντας φθαρμένα ρούχα, πιθανόν άστεγος, άρχισε να τρέχει, σύμφωνα με μαρτυρία του οδηγού, προς στο φορτηγό. Αυτόπτης μάρτυς ανέφερε πως το θύμα φορούσε μία κατσαρόλα στο κεφάλι του. Για την υπόθεση διενεργείται προανάκριση.

 

* Ξεκίνησα να γράφω ελεύθερα  πριν από 2,5 χρόνια, πιο πολύ από περιέργεια. Σπάνια ξέρω  τι θα γράψω. Τις πιο πολλές φορές πρώτα γράφονται οι λέξεις και μετά έρχεται η σκέψη. Δεν νιώθω πως ό,τι γράφω είναι δικό μου κτήμα. Πιο πολύ μοιάζει σαν ένα μακροβούτι που στον πυθμένα μαζεύω ότι βρω. Οι φράσεις είναι κοχύλια ή βότσαλα, που τα ανασύρω από το βυθό. Είναι περίεργο να γράφεις χωρίς πλάνο, χωρίς σκοπό, χωρίς περιορισμούς. Ένα αξιοθαύμαστο εργαλείο ανάπτυξης του μυαλού. Διάχυτος τρόπος σκέψης, ο τρόπος σκέψης που σε κάθε άνθρωπο είναι μοναδικός και είναι αυτός που μας κάνει μοναδικούς. Έχω γράψει πολλές μετριότητες ή ακόμα πιο κάτω, αλλά χωρίς ενοχές. Είναι, όμως, εκπληκτικό κάποιες φορές, χωρίς την παρουσία σου, γράφοντας μόνο λίγες γραμμές, να μπορείς να αγγίζεις, να συγκινείς και να επικοινωνείς με ανθρώπους που δεν τους έχεις συναντήσει ποτέ. Η δύναμη του Λόγου.

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top