Fractal

Ο Μεγάλος Πατριωτικός Πόλεμος μέσα από τον σοβιετικό – ρωσικό κινηματογράφο

Πηγή: gr.rbth.com

 

Ο Β΄ Παγκόσμιος είναι ένα γεγονός στην ιστορία της Ρωσίας, το οποίο συμφιλιώνει όλους τους πολιτικούς αντιπάλους. Παρόλα αυτά, η στάση απέναντι στον πόλεμο άλλαζε κατά καιρούς και ο κινηματογράφος αντικατόπτριζε αυτές τις αλλαγές, συνήθως με παρέμβαση του κράτους.

 

verolino

 

Η «Πτώση του Βερολίνου» (1949) του Μιχαήλ Τσιαουρέλι είναι ίσως η πιο ενδιαφέρουσα σοβιετική ταινία για τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, επειδή η χωρίς όρια προπαγάνδα του και τα παρουσιασθέντα ως πραγματικά γεγονότα, δεν είχαν ανάλογά τους στον παγκόσμιο κινηματογράφο. Ο Στάλιν εδώ είναι προσωπικά παρών σχεδόν σε όλους τους τομείς της ζωής των σοβιετικών πολιτών, συμπεριλαμβανομένης και της προσωπικής, ακούει την ερωτική εξομολόγηση ενός εργάτη χαλυβουργείου για την κοπέλα των ονείρων του, φυτεύει ένα δέντρο στον κήπο και συζητά με το στρατηγό Ζούκοφ το σχέδιο κατάληψης του Βερολίνου, ενώ στο τέλος, πετά στην καταληφθείσα πόλη για να συγχαρεί τον δικό του και τους αδερφικούς λαούς για την απελευθέρωση από την «πανούκλα» του 20ου αιώνα. Απ’ όλα αυτά, το φύτευμα του δέντρου είναι η πιο αληθοφανής, αν και συζητήσιμη ως προς την αυθεντικότητά της λεπτομέρεια. Είναι γνωστό, ότι ο Στάλιν μόνο μια φορά πέταξε στο εξωτερικό, στην Τεχεράνη.

ΚΥΠΡΟΣ

ΡΩΣΙΚΟΣ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ

Η μοίρα της «Πτώσης του Βερολίνου» αντανακλά τη μεταβαλλόμενη πολιτική συγκυρία. Ενώ το 1950 είχε πλασαριστεί στις τρεις ταινίες του σοβιετικού κινηματογράφου με τις μεγαλύτερες εισπράξεις, μετά το θάνατο του Στάλιν αποσύρθηκε από τις κινηματογραφικές αίθουσες. Και μόλις στις αρχές της δεκαετίας του ΄90 προβλήθηκε από τον κρατικό τηλεοπτικό σταθμό «Πρώτο κανάλι» στο πρόγραμμα «Κινηματογραφική αλήθεια;», όπου η προπαγανδιστική φύση της εξετάστηκε ενδελεχώς και η ταινία κατακρίθηκε για τον εξωραϊσμό της σοβιετικής πραγματικότητας. Μόλις όμως τα «δύσκολα» 90s -στα οποία το κράτος είχε πιο σοβαρά θέματα ν’ ασχοληθεί απ’ ότι με την τέχνη και την προπαγάνδα- παρήλθαν, η «Πτώση» προβλήθηκε το 2000 από το επίσης κρατικό τηλεοπτικό κανάλι RTR, χωρίς σχόλια. Ο χρόνος αμβλύνει τη μνήμη κι εκείνο που στις αρχές των 90s εκλαμβάνονταν ως κάτι που είχε φτιαχτεί με σκοπό να αποβλακώσει το λαό, ύστερα από 20 χρόνια το βλέπει κανείς σαν κάτι το αξιοπερίεργο, ακόμη και σαν ωφέλιμο μάθημα.

 

Χρυσός Φοίνικας

Η χαλάρωση του κρατικού ελέγχου που ακολούθησε μετά το θάνατο του Στάλιν και η χρονική απόσταση από τον πόλεμο κατέστησαν δυνατή την εμφάνιση ταινιών οι οποίες θεωρούνται μέχρι σήμερα από τις κορυφαίες του παγκόσμιου κινηματογράφου. Το 1956 βγήκε το «41» του Γκριγκόρι Τσουχράι και παρότι η υπόθεσή του αφορούσε τα γεγονότα του ρωσικού εμφύλιου και όχι τον Β΄ Παγκόσμιο, η στροφή προς τις πανανθρώπινες αξίες είχε πλέον σηματοδοτηθεί και έγινε το βασικό για την προβολή στρατιωτικών τραγωδιών. Ένα χρόνο αργότερα βγήκε το δράμα του Μιχαήλ Καλατόζοφ «Οταν πετούν οι γερανοί», στο οποίο δεν υπάρχουν το κόμμα και η κυβέρνηση, παρά η προσωπική ιστορία μιας κοπέλας που ο φίλος της δεν γύρισε τελικά από το μέτωπο. Η ταινία κέρδισε το χρυσό φοίνικα των Καννών, ενώ η διάσημη σκηνή με το θάνατο του Μπορίς (Αλεξέι Μπαταλόφ) συμπεριλήφθηκε σε όλα τα σχετικά με τον κινηματογράφο βιβλία χάρις στον πρωτοποριακό τρόπο που τη γύρισε ο οπερατέρ Ουρουσέβσκι.

Φαινόταν λοιπόν ότι η χώρα, όπου να ‘ναι, θα ανοιχτεί από -και προς- τον υπόλοιπο κόσμο, επειδή η ιστορία που αναφέρεται στο «Πετούν οι γερανοί» είναι κοινή για όλους. Όμως η είδηση για το θρίαμβο των Καννών πέρασε σχεδόν απαρατήρητη, ενώ ο γενικός γραμματέας Χρουσιόφ αποκάλεσε τη βασική ηρωίδα της ταινίας, «πόρνη». Δύο χρόνια μετά βγήκε η ταινία «Μπαλάντα για τον στρατιώτη», πάλι του Τσουχράι, η οποία επανέλαβε το δράμα του Καλατόχοφ, πήρε το ειδικό βραβείο του φεστιβάλ των Κανών και εκατό ακόμη βραβεία σε ολόκληρο τον κόσμο, φτάνοντας να είναι υποψήφιο για Όσκαρ καλύτερου σεναρίου.

 

Ταρκόβσκι

«Τα παιδικά χρόνια του Ιβάν», 1962. Πηγή: kinopoisk.ru

 

Στις αρχές της δεκαετίας του ΄60 το θέμα του πολέμου, πρόσφατο ακόμη για να μην θυμάται κανείς τις συνέπειες, αλλά ταυτόχρονα και σε αρκετή χρονική απόσταση πλέον ώστε να το δει κάποιος και από διάφορες άλλες πλευρές, έγινε το κύριο θέμα της πρώτης ταινίας μεγάλου μήκους του Αντρέι Ταρκόβσκι «Τα παιδικά χρόνια του Ιβάν». Ο σκηνοθέτης το απομάκρυνε από το πεδίο της ιδεολογίας και του δράματος, μεταφέροντάς το στην ψυχολογία και στον κόσμο ενός παιδιού που στα 12 του έγινε παρτιζάνος. Έτσι, στη ρωσική τέχνη εμφανίστηκε το είδος του κινηματογράφου που «φέρει τη σφραγίδα του σκηνοθέτη», με τη σύγχρονη έννοια του όρου, και με τον Ταρκόβσκι να γίνεται ο κορυφαίος του είδους. Το κρατικό σύστημα χρηματοδότησης, το οποίο δεν εξαρτιόταν από τις εισπράξεις, μπορούσε να στηρίξει τον ταλαντούχο σκηνοθέτη, θεωρώντας ότι ο νεαρός Ταρκόβσκι άξιζε ακόμη και το αναμφίβολο ρίσκο ν’ αποτελέσει την αιτία προστριβών με την επιτροπή ιδεολογίας του κόμματος. Το 1962 «Τα παιδικά χρόνια του Ιβάν» κέρδισαν το Grand Prix του φεστιβάλ της Βενετίας.

 

Η πτώση του ρωσικού κινηματογράφου


 «Πτώση του Βερολίνου». Πηγή: kinopoisk.ru

 

Παρά τις καταπιεστικές μεταρρυθμίσεις την εποχή «της στασιμότητας» (διακυβέρνηση Μπρέζνιεφ), οι σκηνοθέτες μπόρεσαν να γυρίσουν εμπλουτισμένες με το προσωπικό τους ταλέντο ταινίες σχετικές με τον πόλεμο, στα όρια του ασυνήθιστου για το σοβιετικό σινεμά είδους του τρόμου, όπως το «Έλα να δεις» (1985) του Ελέμ Κλίμοφ που βγήκε πριν από την Περεστρόικα. Με το τέλος της εποχής της κρατικής χρηματοδότησης, συνολικά το επίπεδο του ρωσικού κινηματογράφου έπεσε σημαντικά, ιδιαίτερα δε που την εποχή εκείνη, των 90s, το Χόλυγουντ, και συγκεκριμένα ο Σπίλμπεργκ, εμφάνισε σημαντική πρωτοβουλία και γύρισε τα δυο σημαντικότερα πολεμικά φιλμ της εποχής, τη «Λίστα του Σίντλερ» και τη «Διάσωση του στρατιώτη Ράιαν».

Το τελευταίο, καθιέρωσε νέα πρότυπα για τις πολεμικές ταινίες, οι οποίες στο εξής περιέχουν πολλή δράση, δοσμένη όσο γίνεται πιο νατουραλιστικά, και σχετικά λίγες συναισθηματικές στιγμές. Στη Ρωσία, τέτοιους προϋπολογισμούς δεν διέθετε πλέον κανείς και τα σίκουελ του Νικίτα Μιχαλκόφ στην ταινία «Ψεύτης ήλιος» κατέδειξαν ότι το σύγχρονο κοινό δεν συναισθάνεται πια την παλιά προσέγγιση για τον κινηματογράφο ως «μεγάλη τέχνη», σύμφωνα με τη σοβιετική αντίληψη. Η προ διετίας ταινία «Στάλινγκραντ» του Φιόντορ Μπονταρτσούκ γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο γνώρισε επιτυχία, επειδή γυρίστηκε σαν χολιγουντιανή ταινία δράσης με ειδικά εφέ, ήταν με μέτρο πατριωτική και ταινία για όλους. Ιδιαίτερα δε για το κοινό των ασιατικών χωρών στις οποίες προβλήθηκε, το μίγμα αυτό λειτούργησε σίγουρα με επιτυχία.

Το σημερινό σύστημα στήριξης του κινηματογράφου «έκανε την παραγγελία του» τις παραμονές των 70 χρόνων από τη νίκη στον πόλεμο και οι πολεμικές ταινίες θα είναι περισσότερες από ποτέ. Προσεχώς θα προβληθούν στη μεγάλη οθόνη «Η μάχη της Σεβαστούπολης», ένα ριμέικ του έργου «Τα χαράματα εδώ είναι ήσυχα…» και «Ο δρόμος προς το Βερολίνο», μια ταινία που θα βασιστεί στην κρατική χρηματοδότηση και θα αφηγηθεί για τις ξεχασμένες πλέον σχέσεις των πολεμιστών του μετώπου που κατάγονταν από τις διάφορες σοβιετικές δημοκρατίες. Παρόλα αυτά, η διαφορά του «Δρόμου προς το Βερολίνο» από τον προπαγανδιστικό παραλογισμό της «Πτώσης του Βερολίνου» θα είναι μεγάλη, κάτι που σημαίνει ότι οι Ρώσοι διένυσαν έναν μακρύ δρόμο από το 1949, τόσο σαν θεατές, όσο και σαν πολίτες.

 

 

 

Ετικέτες: ,
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top