Fractal

Ποίηση: “Ποιος είπε ότι τα ψάρια δεν κλαίνε;”

Του Δημήτρη Σούκουλη //

 

 

 

Ξαφνική, αναπάντεχη υποτροπή,

σαν ύπουλη φλεγμονή που καλπάζει πάνω μου,

με χτυπά πισώπλατα,

μου στέκεται μπροστά,

σφαδάζω

από διαμπερή πόνο

από σκουριασμένο μέταλλο,

σύνδεσμος παλιάς περόνης,

που δεν είχε τελικά δέσει,

με κυριεύει ο τέτανος,

ο πυρετός της ανάμνησης, του ενδεχόμενου σφάλματός μου,

των ενοχών, αέρια που ανεβαίνουν στην στρατόσφαιρα,

κι επιπλέουν, μεσάνυχτα, ενώ έξω λυσσομανά βοριάς,

μέσα εμείς σε παράξενη γιορτή,

– θεάρεστη ύβρις στην επιμνημόσυνη τελετή της ιστορίας μας –

το γέλιο σου, το στήσιμο, τα λόγια σου,

το βήμα που γλυκά με τρόμαζε σαν ένιωθα πως πλησίαζες,

και κρατούσα τεχνηέντως μέχρι και την αναπνοή, μειώνοντας στο ελάχιστο τους σφυγμούς,

στηθοσκόπιο και σιγαστήρα πιστολιού στο θώρακα,

πως με μισούσα που δεν μπορούσα να μου ακυρώσω τις ζωτικές μου λειτουργίες

το χτύπο της καρδιάς, τον ήχο από την εισροή του αέρα στα ρουθούνια μου,

κι έγερνα

και μ’ έμαθες από την αρχή να πηγαίνω στα τέσσερα,

να σε ακούω πως κόβεις τον αέρα,

κι αυτός πως γύρω σου σφυρίζει.

Με τον καιρό, με το παίδεμα, με την εξάσκηση του ερωτευμένου, θυμάμαι, είχα χάσει την ακοή.

 

 

Ξετυλίγω τις γάζες από τα μάτια μου,

βλέπω θολά, τυφλώνομαι από το φώσφορο,

τώρα που εμφανίστηκες μετά από καιρό πάλι μπροστά μου,

ψάρι ενυδρείου,

για να μην με κατασπαράξει η σμέρνα της λήθης,

τραβώ πάλι το αγκίστρι,

και ξεκολλούν μαζί με τον ουρανίσκο

κομμάτια από τα βράγχια μου,

κι αισθήματα ταξινομημένα σε βαθεία κατάψυξη.

Θεέ μου, ποιος είπε ότι τα ψάρια δεν κλαίνε;

 

 

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top