Fractal

Προσδοκώντας την κάθαρση

Γράφει η Χρυσούλα Νικολάκη // *

 

 

«Ποιητικά ίχνη», επιμέλεια- ανθολόγηση: Ρένα Γέρου, εκδ. Άλλωστε

 

Εκείνο που χαρακτηρίζει την ποιητική συλλογή «Ποιητικά Ίχνη» είναι το φως και το σκοτάδι που, ως δύο όψεις του ίδιου νομίσματος, απηχούν την ανάγκη των συν-δημιουργών να ακουμπήσουν πάνω στο χαρτί κομμάτι της ψυχής τους. Οι ποιητές μας επιθυμούν να εκφραστούν όχι απέναντι σε κάποιον άλλον αλλά κυρίως στον εαυτό τους, αποκαλύπτοντας σε εμάς προσωπικές και βιωματικές τους καταστάσεις.

Oι εξωτερικές εικόνες εσωτερικεύονται, ενώ μέσω των συμβολισμών συνδέουν τον εξωτερικό με τον εσωτερικό κόσμο του ανθρώπου. Όσο και αν διαφέρουν υφολογικά, αισθητικά και θεματολογικά τα συγκεκριμένα ποιήματα μοιράζονται μια κοινή συνισταμένη: επιθυμούν τη λύτρωση, αναζητούν τη φυγή, τη λήθη από τη σκληρή πραγματικότητα, ενίοτε και την κάθαρση.

Οι ποιητές μας άλλοτε επαναστατούν, αναζητώντας το εσωτερικό τους παιδί, όπως στο ποίημα της Ρένας Γέρου Ατίθασα Γράμματα:

«Λατρεύω αυτούς τους μικρούληδες επαναστάτες, νοθεύουν τα γραπτά μου με παιδικότητα… χαμόγελο σκορπούν στους αναγνώστες… τι ανυπάκουες οι λέξεις…. μου μοιάζουν θαρρώ λιγουλάκι.»

Άλλοτε πάλι σαν ακυβέρνητο καράβι βυθίζονται στην μοναξιά και αναζητούν έστω και λίγους γλάρους για να γεμίσουν το κενό (Άς μην ήταν λησμονιά, Απόστολος Φεκάτης).

«Άς μην ήταν η λησμονιά μου ένα ακυβέρνητο καράβι… μόνο τους γλάρους να είχα κοντά μου… αυτό θα μου έφτανε θαρρώ».

Σιωπή και μοναξιά συναντάμε και στους στίχους της Σταθακοπούλου Κωνσταντίνας (Απουσία):

Εδώ η σιωπή προσωποποιείται: «Και η σιωπή στο ίδιο σημείο απ’ το πρωί. Ούτε μπρος ούτε πίσω.» Η σιωπή ταυτίζεται με το αγαπημένο πρόσωπο… «Κι εσύ να λείπεις». Η απόγνωση της απουσίας συνδιαλέγεται με το μετέωρο αίσθημα της απελπισίας που αφήνει το ατελέσφορο του ανεπαρκούς έρωτα… «Σαν μια επιθανάτια εκπνοή στα μαλλιά».

Στο επόμενο ποίημα ο Σόκαλης Δημήτρης (Βρόχινο νερό) σκιαγραφεί τον ψυχισμό του μέσα από την σχέση του με την ετερότητα. «Σαν βρόχινο νερό… σε διψασμένο χώμα… όμοια μου δίνει δύναμη και μοιάζει ο νους μου σαν Δημιουργός».

Μέσω της βροχής, ο σπόρος γίνεται λουλούδι. Παρομοιάζεται η βροχή με την αγάπη, η οποία ανθίζει σαν λουλούδι την ύπαρξη του ποιητή, και ο ίδιος γίνεται Δημιουργός. Εδώ αναφέρεται στην λυτρωτική δύναμη της αγάπης και στην ικανότητα της να εξυψώνεται ο άνθρωπος και να θεώνεται.

Στο ποίημα του Μανώλη Ρουσσάκη Η Ζωή συναντάμε ένα διαφορετικό στοιχείο. Αγκαλιάζεται η οικουμενικότητα και  η προσφορά στο κοινωνικό γίγνεσθαι μέσα από το πρίσμα μιας θρησκευτικότητας.

«Είσαστε η απεραντοσύνη των λαών , μια ιστορία ανεξερεύνητων πραγμάτων, γεμάτη με το φως των ουράνιων προσταγμάτων.»

Στο επόμενο ποίημα της Μπουκουβάλα Δέσποινας Αγαπημένε σύντροφε της ζωής μου, ο συμβολισμός είναι διάχυτος μαζί με τον ερωτισμό: « θα ανοίξω το παράθυρο,… μαζί του θα μπουν τα αστέρια, το φεγγάρι …. αγαπημένε σύντροφε της ζωής μου». Το ποίημα αυτό αποτελεί έναν ύμνο στον έρωτα…… «μια ηλιαχτίδα μας βρίσκει αγκαλιά, προδίδοντας ότι είμαστε μαζί».

Στο ποίημα της Λιλιάνας Μπαντέλ Αν με ψάχνεις, ένας γλυκός απόηχος λυρισμού παρουσιάζεται φιλτραρισμένος μέσα από μια αναπόληση του παρελθόντος. «Αν με ψάχνεις είμαι στο σ΄ αγαπώ που γιομίζει το άπειρο,…. αν με ψάχνεις είμαι στη μελωδία της σιωπής.» Εδώ, η αγάπη υπερβαίνει τον ανελέητο χρόνο.

Στο ποίημα Μην τύχει και φανούνε τα παιδιά του Τάσου Μάντζιου, καταγράφεται η μοναξιά που βιώνουν τα γηρατειά για να καταλήξει ο ποιητής στην συνειδητοποίηση της άδικης κοινωνικής τους απομόνωσης, η οποία συγκριτικά με την δική μας είναι σπαρακτική. «Είναι άδικο να γερνάει κανείς μέσα σε άδειους τοίχους,… σπαρακτική είναι περισσότερο από τη μοναξιά σου η ερημιά τους.»

Η Ανθή Γεωργά στο ποίημα της Λήξη Χρόνου συμπλέκει μελωδικά, σχεδόν τραγουδιστά, το τραυματικό συναίσθημα ενός ανεκπλήρωτου έρωτα με έναν άφατο ρομαντισμό: «Δεν φύλαξες αγάπη μου ένα άστρο και για μένα, κι ας ήσουνα δυο βήματα από τον ουρανό.»

Στο ποίημα της Σταματίνας Βαθή Σταλαγματιά στην ψυχή τα υποβλητικά σκηνικά της φύσης, η λυρικότητα  και η απαισιοδοξία μας παραπέμπουν στον ρομαντισμό, με την διαφορά ότι στο τέλος υπερισχύει ο αναγεννησιακός αέρας της αισιοδοξίας.

«Ένα χάδι, ένα φιλί, της Ανατολής σκοπός,

αναγέννησης αέρας να φυσά χαρωπός».

Στα ίδια ίχνη βαδίζει και το ποίημα του Γαλανάκου Θέμη Ερωτικό Μονοπάτι, με τάσεις υπερρεαλισμού και απαισιοδοξίας,   που δεν ενστερνίζεται τόσο το λυρικό όσο το συμβολικό στοιχείο:

«Η ακοή μου σύμβουλος, μα μόνο ήχοι της σιωπής μου τραγουδούν ξεψυχισμένες νότες.»

Στο ποίημα της Καρυπίδου Κατερίνας Έρωτας, γίνεται χρήση λυρισμού χωρίς μεγαλοστομία και βερμπαλισμό, μέσω κυρίως του συμβολισμού. Ο Έρωτας «είναι μουσική, είναι τραγούδι, είναι ο εκπληκτικός ήχος σαξόφωνου»…
Λόγος λιτός, υπαινικτικός, συμβολικός, χωρίς μεγαλοστομίες με πλούσιες μεταφορές και καρυωτακική χροιά: «Έρωτας είναι ζωή και θάνατος μαζί».

Η Σαντίνα Δεναξά στο ποίημα της Ελπίδες δίνει μια εσχατολογική διάσταση στην έννοια του έρωτα.  «…Τα καρφιά σου προίκα επάνω μου φορώ…Τον Παράδεισο μου έρημο τον βρήκα…Δόξα και Τιμή…».Η ποίηση της, μεστή, κρυπτική, συμβολική με έντονη θρησκευτική πνοή καταλήγει στην ενδοσκόπηση, σε προτροπή για εσωτερική αλλαγή: «Γκρέμισε και άρχισε απ’ την αρχή».

Στο ποίημα του Ανανία Μυτικιώτη Ο βρυχηθμός του ποιητή ο μύθος περιπλέκεται με τον έρωτα. Ο αφηγητής χρησιμοποιώντας το  πρώτο πρόσωπο και διάσπαρτους συμβολισμούς τονίζει αυτό το ατελέσφορο του έρωτα. Στο τέλος υποδεικνύεται η ματαιότητα της ύπαρξης μέσα από τους στίχους:

«Τι σημασία έχει …. μορφή μου δώσανε και τη λαλιά τους,… λέξεις λυγμούς και βρυχηθμούς… ποιήματα».

Στο τελευταίο ποίημα του Αντώνη Σαμολαδά Εγώ απλώς, απαντάμε μια τάση απαισιοδοξίας και υπόγειας ειρωνείας μπροστά στον έρωτα που δεν ανταποκρίθηκε και ήταν μονομερής. Η γραφή είναι καθαρή με έντονο ρεαλισμό:

«Εγώ απλώς ήθελα να διαβάζω τις σκέψεις σου. Εγώ απλώς ήθελα να σε αγαπήσω».

Η ποιητική αυτή συλλογή καταγράφει την αλήθεια των συν-δημιουργών της, μέσα από το δικό τους οπτικό πεδίο και γλωσσικό ύφος σχηματίζοντας ένα ψηφιδωτό μοναδικής εικονογραφίας και ψυχογραφίας. Η συντονίστρια του όλου εγχειρήματος, Κ. Ρένα Γέρου, υπεύθυνη της ανθολόγηση του βιβλίου μας εξέπληξε ευχάριστα. Τόλμησε να «τιθασεύσει τα γράμματα», και να προάγει μια υπέροχη σμίλευση πολλών λέξεων, όπου η κάθε μια από αυτές αφήνει πίσω της το δικό της ποιητικό ίχνος.

 

 

 

Η Χρυσούλα Νικoλάκη γεννήθηκε το 1977 στην Αθήνα. Είναι πτυχιούχος του τμήματος Κοινωνικής Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών & κάτοχος Μεταπτυχιακού Διπλώματος (Master of Arts) με ειδίκευση στη Λογοτεχνία, της Σχολής Ανθρωπιστικών Σπουδών του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου. Επίσης, κατέχει δίπλωμα μετάφρασης (Βρεταννικό Συμβούλιο). Έχει δημοσιεύσει δύο μελέτες (2016) λογοτεχνικής θεματολογίας σε επιστημονικά-θεολογικά περιοδικά και έχει συμμετάσχει ως εισηγήτρια σε ημερίδα λογοτεχνικού-θεολογικού περιεχομένου (2016). Συγγράφει ποιήματα από μικρή ηλικία και συμμετέχει σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς.

 

 

ΧΡΥΣΑ ΝΙΚΟΛΑΚΗ

ΠΟΙΗΤΡΙΑ, ΘΕΟΛΟΓΟΣ,

(MASTER ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ),

ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΡΙΑ

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top