Fractal

Του έρωτα και του θανάτου ποιητικό απαύγασμα

Γράφει η Διώνη Δημητριάδου //

 

«Πλησμονή Οστών» Γιώργος Χ. Θεοχάρης, εκδόσεις Μελάνι

 

Τι απομένει από το σώμα των θνητών πραγμάτων, από την υλική υπόσταση της γήινης ανθρώπινης ουσίας; Ένας οστέινος χορτασμός, μια πλησμονή από το άφθαρτο της ύλης που επιμένει να ανασαίνει μέσα στην ανυπαρξία του περιβλήματος, καταργημένου πλέον μέσα στη λήθη. Κι όταν ο ποιητής αναλαμβάνει να κρατήσει μέσα στις λέξεις του τα απομεινάρια των εικόνων της μνήμης, προκύπτει ο όντως Λόγος, και είναι τότε που το άφθαρτο ποιητικό σώμα επιμένει να αναδεικνύεται το μόνο ισχυρό εν ζωή. Η μνήμη, βασικός τροφοδότης του ποιητή, ζητά το αποτύπωμά της μέσα σε στίχους σαν μια ελπίδα αιωνιότητας, μια αμφισβήτηση φθαρτότητας.

Ο ποιητής Γιώργος Χ. Θεοχάρης στην πρόσφατη συλλογή του με τον πλήρη νοήματος τίτλο «Πλησμονή Οστών» ανατέμνει τον άνθρωπο μέσα από τις δύο έννοιες που καθορίζουν το πέρασμά του από τα γήινα και φθαρτά. Κι αν κάποιος θα πρότεινε εδώ το πρώτο να είναι η γέννηση, ο ποιητής αντιπροτείνει ως αρχή γενεσιουργό της ανθρώπινης υπόστασης τον έρωτα. Έτσι ορίζει την ποίησή του στο διάστημα ανάμεσα στον έρωτα και τον θάνατο – κάποτε σε μια μακρά πορεία αντιστικτική, κάποτε  με σχεδόν ταυτόσημες και ταυτόχρονες έννοιες. Με τα οστά των λέξεων (απόσταγμα των βιωμάτων) χτίζει τον σκελετό στερεώνοντας το κτίσμα του με όσα μπόρεσε να κρατήσει  –άξια λόγου και μνήμης σημαντικά–  μετρώντας και συναρμολογώντας κομμάτι κομμάτι  το προσωπικό του σύμπαν.

[…]

και η νύχτα πέφτει

κι ακόμη μια φορά, διαπιστώνεις

την μεγάλη το φεγγαριού αυταπάτη

κι ο στίχος

δεν φεγγρίζει στα σκοτάδια εντός σου

μεσ’ από τις κοφτές της έμπνευσης ρωγμές

 

και η μνήμη, εντέλει, ένας θρόμβος

νοσταλγία στις φλέβες υγρή, όλο απειλεί να μας σκοτώσει.

 

(Λίγο μύρο μυρώνει τον Μύρωνα)

 

Καθώς από το ένα μισό της συλλογής (Ρέει Έρως Αγεφύρωτος) πηγαίνεις στο δεύτερο μισό (Πάσσαλοι Οδοδείκτες) –ήγουν από τον έρωτα στον θάνατο – σκέφτεσαι αναπόφευκτα τα οστέινα χνάρια που απομένουν από το κάποτε θάλλον θαύμα της ζωής· είτε το πεις καημό και κατάσαρκο έγκαυμα του έρωτα είτε το θελήσεις κενό κρανίο αποσαρκωμένο μιας ανύπαρκτης πλέον αγαπημένης όψης. Το πιο προσωπικό ωστόσο άχθος  φέρεται όταν νιώσεις πως αποτελείς κι εσύ άφευκτο σημείο της τραγικής πορείας. Κι εδώ η ποίηση του Θεοχάρη, για μια ακόμη φορά, έρχεται γυμνή στην αλήθεια της, σαν κάθε τι απολύτως βιωμένο προτού αποκτήσει τη χάρτινη υφή, να δέσει την κίνηση της ζωής με το αέναο ακίνητο συμπλήρωμα της κίνησης, τον θάνατο. Την ερωτική ορμή –μακάρι και στη διάρκειά της ελεητική– με την τραυματική ταυτότητα των πολλαπλών απουσιών και του προσωπικού δράματος. Μα το γράφει κάπου πως στον έρωτα πάμε όπως στο θάνατο. Και αυτή η σκληρή αλήθεια, η δύσκολα υποφερτή, αναδεικνύοντας τη γειτνίαση του ζωτικού μεγέθους με την απόλυτη κατάργησή του, οδηγεί τον βίο στα τραγικά του όρια ωθώντας αυτοστιγμεί τον ποιητή στον δημιουργικό του λόγο.

 

Οργώνοντας έφθασες στη θάλασσα

κι είδες εκεί την αιχμή του αρότρου σου

καρίνα της βάρκας που, πάντα, σε περίμενε

ανέβηκες και επί των κυμάτων

βαδίζοντας πέρασες στην Αχερουσία

αροτριώντας ακατάπαυστα

τώρα τα πετρωμένα χώματα του Άδη.

 

(Ο καλός Σπορέας στον Άδη)

 

Γιώργος Χ. Θεοχάρης

 

Μια ποίηση υπαρξιακής αγωνίας, μια απολύτως συνειδητή πορεία ταγμένη στον πόνο του ανθρώπου (του, παράξενα οικείου,  άγνωστου Άλλου) και στην ιαματική (αν και για λίγο) και ευεργετική εν τέλει λειτουργία του καθαρμού. Αλλά και μια ποίηση που έχει την αρχή της στο απόθεμα της θλίψης. Ποιος θα αρνηθεί αυτό το σκοτεινό υπόστρωμα κάτω από κάθε τι που μπορεί ακόμη και να ακτινοβολεί αμυδρή ελπίδα; Κι αν ρωτηθεί ο ποιητής πώς γράφονται τα αποστάγματα ζωής, θα ομολογήσει πως μόνο με τη βίωση του πένθους αποκτά υπόσταση ουσίας η κάθε μια χαρά, περαστική του βίου και γοργά καταργημένη. Γι’ αυτό και η αληθινή ποίηση δεν θέλει τα πολλά μαλάματα και τα στολίδια – σαν ν’ αφαιρούσε / ο ποιητής τα περιττά επίθετα και τα μαλάματα που τρώνε / το πρόσωπο της Τέχνης του. Αρκεί η αιχμαλώτιση της στιγμής και έπειτα η μετουσίωσή της σε λόγο περιεκτικό και δυνατό στην κοινωνία του με τους άλλους. Κοινός τόπος η μοναξιά της ανθρώπινης ύπαρξης –κυρίως όταν συναντιέται με την αδυναμία του σώματος, που αποδεικνύεται ασθενές και απροστάτευτο απέναντι στη σθεναρή επίθεση μιας ασθένειας– Κερδίζει μέτρα ο θάνατος, μέρα τη μέρα. Εκεί, στους αποστειρωμένους χώρους της νοσηλείας γράφονται τα  κλινικά ποιήματα, όταν ο ποιητικός λόγος έρχεται αρωγή πολύτιμη (θυμηθείτε τον Εμπειρίκο: αγαπάμε ανέκαθεν, διαπύρως τη ζωή!) σαν μια έκρηξη στη δεξιά πλευρά του εγκεφάλου.

[…]

Άρχισε ασκήσεις ορθοφωνίας προστρέχοντας, πού αλλού; Στην Ποίηση και στον Νικόλαο Εγγονόπουλο. Δοκίμαζε στην εκφορά λέξεων και φράσεων όπως: Ιπποκάμπη, περιδέραιο, ανελκυστήρ, κλειδοκύμβαλον, κι ακόμη: Ars Amantis και Les corbillards secrets και τέλος απαγγέλλοντας εξακολουθητικά τον στίχο: ελάτε στου Λατίου τα ελάτια / να δήτε του δύτου την δίνη.

Με την παρέλευση σαρανταοκταώρου υπεβλήθη σε μαγνητική τομογραφία, στην ανάγνωση της οποίας εντοπίστηκαν στην δεξιά πλευρά του εγκεφάλου ίχνη εκρήξεων από βαρελότα, χαλκούνια και άλλα «μαϊτάπια». Τα φιλμς της απεικόνισης είχαν μιαν έντονη μυρουδιά μπαρούτης.

Λαμβάνοντας αργότερα το εξιτήριο μακάριζε την καλή του τύχη που ό,τι του συνέβη έλαβε χώρα εντός του  νοσοκομείου και δεήθηκε  ακόμη μια φορά η ελληνική πες γλώσσα και η Ποίηση να μας σκέπει αδιαλείπτως.

 

(Ισχαιμικό επεισόδιο σε εξέλιξη ή η χρήση της γλώσσας ως στοιχείο επιβίωσης)

 

Η ποίηση του Θεοχάρη αγαπάει τον άνθρωπο, τα πάθη του και την αδυναμία του απέναντι στο σκοτεινό και άδηλο μέλλον αλλά και στο άκαρδο και συχνά παράλογα εκδικητικό παρόν. Αναζητά στα αποθέματα της μνήμης του, ανασύρει και φέρνει στην επιφάνεια όσα λυτρωτικά προς εαυτόν και αλλήλους. Δίνει πνοή αναζωογόνησης στο κοινό ψεύδος, απολύτως ενσωματωμένο στον καθένα από μας που παλεύει να σταθεί στον χώρο ανάμεσα στη ζωή και τη μη ζωή, όπως κι αν την εννοεί.

[…]

Του Φθινοπώρου τα λυπημένα βράδια

τεκμήρια αναμοχλεύει του εφήμερου

που τότε φάνταζαν αιωνιότητα αλλά δεν ήταν· δεν ήτανε

κι ωστόσο, ακόμη τώρα

 

τροφοδοτούν το ζωτικό του ψεύδος.

 

(Τεκμήρια)

Οι ζωγραφιές του Σπύρου Κουρσάρη στο εξώφυλλο αλλά και συνοδευτικές στα ποιήματα (με ενσωματωμένο τον ποιητή σε μια από αυτές) προσδίδουν με την ασπρόμαυρη αισθητική τους το εικαστικό συμπλήρωμα στο θλιμμένο, γκρίζο ηχόχρωμα των ποιημάτων.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top