Fractal

Play it again, George

της Αγγελικής Κώττη //

 

"The Monuments Men" Photo CallΟνομάστηκε η μεγαλύτερη κλοπή έργων τέχνης στην Ιστορία και καθώς είναι εξαιρετικά απίθανο να αποκτήσουμε ποτέ στοιχεία για την κλοπή από τους Ρωμαίους κατακτητές όσων έργων εύρισκαν στο διάβα τους, μάλλον θα πρέπει να συμφωνήσουμε. Εξάλλου, οι Ρωμαίοι είχαν εντελώς διαφορετικούς λόγους: να διακοσμήσουν τα σπίτια τους, να πουλήσουν τα αγγεία, τα ανάγλυφα και τα αγάλματα σε τρίτους ή να ανακυκλώσουν το μέταλλό τους. Εννοείται πως ούτε και έτσι μπορεί να δικαιολογηθεί- και πόσω  μάλλον να εξαγιασθεί- η κλοπή.

Οι Γερμανοί όμως, κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, είχαν πολύ χειρότερες αιτίες. Στη μία όψη του νομίσματος θα πρέπει να φανταστούμε νοητά χαραγμένη τη γνωστή φράση του Γκαίμπελς «όταν ακούω κουλτούρα τραβάω περίστροφο» ενώ στην άλλη δεσπόζει η βούληση του Φύρερ να ξεγυμνωθεί ο εχθρός από το παρελθόν του. Ακριβώς επειδή λαοί που έχουν χάσει το παρελθόν τους είναι καταδικασμένοι να χαθούν και οι ίδιοι.

Ηδη από τα τέλη της δεκαετίας του ’30, λίγο πριν ξεσπάσει ο Β Παγκόσμιος Πόλεμος, ο Χίτλερ πήγε στη Ρώμη και στη Φλωρεντία. Αντίθετα με τον Μουσολίνι, που δεν είχε πάει ποτέ με τη θέλησή του σε Μουσείο, ο Φύρερ ήθελε να είναι καλλιτέχνης, ήταν όμως αποτυχημένος καλλιτέχνης. Πάντως, γνώριζε αρκετά καλά την αγορά των έργων τέχνης. Σε εκείνο το ταξίδι του, οραματίστηκε δυο πράγματα. Την οικοδόμηση λαμπρών κτισμάτων στο Βερολίνο, ώστε χίλια χρόνια μετά οι απόγονοι να βλέπουν τα ερείπιά τους και να τον δοξολογούν. Και τη μετατροπή μιας πόλης σε πολιτιστική πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας του, (όπως ήταν η Φλωρεντία για την Ιταλία) με ένα μουσείο που θα φέρει το όνομά του και θα περιλαμβάνει χιλιάδες κατασχεμένους πίνακες, αγάλματα, άλλα έργα. Επέλεξε το Ααχεν.

Στις αρχές της δεκαετίας που εξετάζουμε, ο Χίλντεμπραντ Γκούρλιτ ήταν ένας καλός και προοδευτικός διευθυντής Μουσείου στο Τσβικάου και αργότερα στο Αμβούργο. Γνώριζε καλά το μοντέρνο κίνημα και είχε φιλίες με πολλούς από τους καλλιτέχνες του, Το 1933 οι ναζί τον πίεσαν να παραιτηθεί. Σε λίγο, άλλωστε, όλα αυτά τα υπέροχα κινήματα της Ευρώπης του μεσοπολέμου θα χαρακτηριστούν συλλήβδην «εκφυλισμένη τέχνη». Όμως ο Γκούρλιτ έκανε στροφή μεγάλη και χάρη σε αυτήν όχι μόνο κατάφερε να επανέλθει στο προσκήνιο, παρά έγινε και ο δεύτερος τη τάξει ντίλερ του Χίτλερ. Γύριζε τις κατακτημένες χώρες και είτε άρπαζε καλλιτεχνήματα από εγκαταλειμμένα σπίτια Εβραίων, είτε τους οδηγούσε στο να πουλήσουν σε εξευτελιστικές τιμές, είτε, τέλος, αγόραζε σε ανάλογες τιμές από δημοπρασίες. Κανονικό πλιάτσικο. Συνολικά, πέντε εκατομμύρια έργα τέχνης αρπάχθηκαν από τους Ναζί.

Τα αποκτήματά του δεν τα πρόσφερε όλα στον Χίτλερ. Κρατούσε και κάποια για λογαριασμό του. Όταν το σπίτι του στη Δρέσδη βομβαρδίστηκε και κάηκε η συλλογή του, εκείνος μετέφερε την οικογένειά του και ό,τι πίνακες είχε φυλάξει αλλού, στο κάστρο του ναζιστή βαρόνου Φον Πόλνιτς κοντά στο Μπάμπεργκ. Εκεί τον συνέλαβαν οι σύμμαχοι και οι περίφημοι Monuments Men, που αποτελούνταν από μια ομάδα περίπου 350 στρατιωτών από 13 συμμαχικές χώρες, οι οποίοι ήταν κυρίως εθελοντές και είχαν κάνει τα πάντα για να ανακτήσουν τους κλεμμένους θησαυρούς.

Ο Γκούρλιτ το «έπαιξε» διωκόμενος από τους ναζιστές, είπε ότι επειδή είχε μια Εβραία γιαγιά τον είχαν στο στόχαστρο και τον απειλούσαν για να πειστεί να κάνει ό,τι έκανε, και κατάφερε εύκολα να «ξεπλυθεί». Οι Αμερικανοί πείστηκαν πως η συλλογή του είχε καταστραφεί, μαζί με το σπίτι του στη Δρέσδη και αφού κράτησαν καμιά εκατονπενηνταριά πίνακες, τον άφησαν να φύγει. Ουδείς ασχολήθηκε στη συνέχεια με το ναζιστικό παρελθόν του, όπως έγινε και στη χώρα μας με όσους είχαν υπηρετήσει στα Τάγματα Ασφαλείας. Συνέχισαν όλοι τη ζωή τους σαν ευυπόληπτοι πολίτες.

Εν τω μεταξύ, χιλιάδες άνθρωποι σε ολόκληρη την Ευρώπη έψαχναν τα οικογενειακά τους κειμήλια ανάμεσα στα οποία ήταν και πίνακες σπουδαίων καλλιτεχνών όπως ο Ρέμπραντ, ο Κλέε, ο Κλιμτ, ο Καντίνσκι, με πενιχρά αποτελέσματα. Ηταν τόσο ομιχλώδεις οι συνθήκες κάτω από τις οποίες εκλάπησαν και στη συνέχεια πουλήθηκαν επανειλημμένως, ώστε πολλές προσπάθειες δεν έχουν ακόμα ευδοκιμήσει. Αν και έχουν ξοδευτεί εκατομμύρια από μεγάλα ονόματα σαν τους Ρότσιλντ ή τους Λοντέ, κάποιοι Ματίς, Μονέ, Ρενουάρ, Κλιμτ κ.α. δεν έχουν καν εντοπισθεί.

Ο Γκούρλιτ εγκατέλειψε τον μάταιο τούτο κόσμο το 1956 από τροχαίο. Παρότι οι αρχές υποπτεύονταν ότι έκρυβε 1.500 πίνακες, δεν τους βρήκαν ποτέ. Μέχρις ότου, δυο χρόνια πριν, από έναν τυχαίο έλεγχο στα ελβετικά σύνορα, ο Κορνέλιος Γκούρλιτ, γιος του Χίλντεμπραντ ελέγχθηκε εξονυχιστικά. Σε ένα ταπεινό διαμέρισμα στο Μόναχο, βρέθηκαν 1.400 πίνακες μεγάλων ζωγράφων. Προφανώς οι γερμανικές αρχές δεν είχαν κανένα ενδιαφέρον να ψάξουν τόσα χρόνια, και προφανώς οι ναζί έχαιραν ασυλίας ήδη από τη δεκαετία του ’40, αλλιώς είναι αληθινά ανεξήγητο πώς αυτός ο θησαυρός, σημερινής αξίας περί το 1 δισ. Ευρώ, δεν εντοπίσθηκε ποτέ.

Ο Γκούρλιτ πέθανε πριν από λίγο καιρό, άφησε τους πίνακες σε ένα ελβετικό μουσείο το οποίο αναρωτιέται ακόμα τι θα τους κάνει, οι Ρότσιλντ, οι Λοντέ και αμέτρητοι διάσημοι και άσημοι απόγονοι Εβραίων που υπέφεραν τα πάνδεινα στα γκέτο και στα στρατόπεδα συγκέντρωσης εξακολουθούν να αναζητούν τα κειμήλιά τους και ο Τζορτζ Κλούνεϊ από όλο αυτό το δράμα με όλα αυτά τα τεράστια ερωτηματικά, βγάζει μια ανέμπνευστη ταινία, με τίτλο Monuments Men.

Οι ναζί έκλεβαν όπως κάθε κατακτητής, αλλά και επειδή θεωρούσαν πως η μοντέρνα τέχνη είναι εκφυλισμένη και πρέπει να καταστραφεί (ας θυμηθούμε και τα περί αρχέγονου (Ur) φασισμού του Εκο). Επίσης έκλεβαν επειδή ήθελαν να στερήσουν τους λαούς της Ευρώπης από τους πολιτιστικούς θησαυρούς τους, από το παρελθόν τους και να οικοδομήσουν ένα δικό τους, κατασκευασμένο, μεγαλομανές παρών.

Η τιμωρία των ναζί δεν είχε έκταση ούτε βάθος. Αν σήμερα πάμπλουτες οικογένειες ψάχνουν ακόμα τα κειμήλιά τους, αυτό σημαίνει πως δεν αποδόθηκε καμιά δικαιοσύνη. Πολύ περισσότερο στους φτωχούς. Πως δεν τιμωρήθηκαν όσοι και όσο έπρεπε για τις ζωές και τις περιουσίες που κατέστρεψαν ή αφαίρεσαν. Γι’ αυτό, άλλωστε, ο φασισμός σηκώνει ξανά κεφάλι.

Το Χόλιγουντ δεν θα αλλάξει ποτέ. Ο μακαρθισμός, που ήθελε από αυτό εύπεπτες, γλυκερές ιστοριούλες, φρου φρου και αρώματα και ανόητες κωμωδίες, ζει και βασιλεύει. Ακόμα και αν σε λένε Τζορτζ Κλούνεϊ και έχεις γυρίσει το «Καληνύχτα και καλή τύχη», την «Καζαμπλάνκα» δεν θα την φτάσεις, ούτε καν θα την πλησιάσεις. «The fundamental things apply/ Αs time goes by». Τόσο απλό.

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top