Fractal

Το τέλος της μικρής μας πόλης

Γράφει ο Διονύσης Μαρίνος //

 

plateia_m«Πλατεία Μεσολογγίου» του Βαγγέλη Προβιάς, σελ. 192, Εκδ. Ολκός

 

Η πόλη ως άλλη σαρκοφάγος. Τα όριά της ως νοητός χάρτης μέσα στον οποίο κινείται η μυρμηγκιά των ανθρώπων. Ο Δημήτρης Χατζής έγραψε για εκείνους που έβλεπαν τις κοινωνικές αλλαγές να τους προσπερνούν. Ο Γιώργος Ιωάννου για το καταπνιγμένο κέντρο της Αθήνας – για την Ομόνοια των παθών, για την αραχνιά του σκοταδιού της. Ο Στρατής Τσίρκας για την Ιερουσαλήμ, το Κάιρο και την Αλεξάνδρεια που χάνονταν. Ακόμη και ο Γιώργος Σεφέρης, στο μοναδικό μυθιστόρημα που έγραψε, «Οι έξι νύχτες της Ακρόπολης», μεταφέρει το βουητό μιας Αθήνας άλλων καιρών (βλ. δεκαετία του ’20).

Το αστικό τοπίο, η ρυμοτομία του, η αδιάλυτη ανία του, το κακόηχο διάλυμα της καθημερινότητάς του: όλα τούτα και πολλά περισσότερα μπορούν να εμφανίσουν σημάδια αποσυμπίεσης μέσω της λογοτεχνίας. Η περίπτωση του Σωτήρη Δημητρίου είναι χαρακτηριστική, καθώς έφερε στην επιφάνεια, ανοίγοντας μια αδρή χαραμάδα, ανθρώπους ενός εύλογου περιθωρίου. Η ελληνική λογοτεχνία έχει να επιδείξει θαυμαστούς αθηναιογράφους με τον Μένη Κουμανταρέα, επί παραδείγματι, να μετατρέπει το οικείο γνώρισμα της πρωτεύουσας σε μια μεθοδική λογοτεχνική διόπτευση αναζητώντας τις κρυμμένες αμυχές των μικρο/μεσοαστών.

Ακολουθώντας έναν δρόμο καλά κατακτημένο στην ελληνική λογοτεχνία, ιδιαιτέρως στην διηγηματογραφία, ο Βαγγέλης Προβιάς βλέπει τους ήρωες του, τους έχει ακούσει να μιλούν, έχει καταγράψει τα σώματά τους, ενδεχόμενα τους γνωρίζει αν και τούτο ελάχιστη σημασία έχει. Με εξαίρεση ένα από τα δεκαπέντε διηγήματα της «Πλατείας Μεσολογγίου» όπου διατηρεί ένα φουτουριστικό ύφος, όλα τα υπόλοιπα κινούνται πέριξ της γνωστής πλατείας του Παγκρατίου. Ή, μήπως, όχι; Η πρόθεσή του δεν είναι να περιχαρακώσει τη δράση σε μια μόνο περιοχή, ωσάν να συμβαίνουν μόνο σε αυτήν θαυμαστά και σπουδαία, αλλά να την χρησιμοποιήσει ως αρχική σήμανση. Ήτοι: να προσδώσει στις ιστορίες του ένα ρεαλιστικό πλαίσιο ανάπτυξης, το οποίο όμως θα μπορεί ανέτως να «μεταφερθεί» σε διαφορετικό χώρο. Εντέλει, δεν είναι ο ακριβής τόπος που νομιμοποιεί το δράμα, αλλά οι ανθρώπινες ιστορίες που καθιστούν το σημείο «συνάντησης» ένα φυσικό μέρος ζωής.

Το χαρακτηριστικό του Προβιά είναι η συγγραφική ενσυναίθηση και ίσως σε αυτό θα έλεγε κανείς πως ομοιάζει με την περίπτωση του Χατζή. Δεν παρατηρεί μακροσκοπικά τους ανθρώπους τους. Δεν στέκει ως κριτής απέναντί τους. Δεν κρατάει για τον εαυτό τους το ρόλο του τερπνού καταγραφέα. Μπορεί άμεσα να μην εμπλέκεται στις ιστορίες, εντούτοις είναι φανερή η προσπάθειά του να αφουγκραστεί τους βασανισμούς ή να ψαύσει με τα ακροδάχτυλα τα τραύματα των ανθρώπων για τους οποίους γράφει.

Άνθρωποι που χάθηκαν από άλλους ανθρώπους, μοναχικοί, άνεργοι, με μιαν ανάγκη να αναζητήσουν την αυταξία τους, αντιηρωικοί, «χτυπημένοι» από τη μοίρα και τη ζωή. Εντέλει, άνθρωποι με την αποσβολωτική ανάγκη να επιβιώσουν μέσα και έξω από τους εαυτούς τους. Τούτος ο πυθμένας, εντέλει αχαρτογράφητος αφού δεν απαντάται μόνο στην πλατεία Μεσολογγίου, αλλά απόλυτα θεμελιώδης ως προς την ανάγκη του να υπάρξει, να «μιληθεί» και να θεαθεί, είναι ο κόσμος του Προβιά.

 

Βαγγέλης Προβιάς

Βαγγέλης Προβιάς

 

Αυτό που έχει ενδιαφέρον είναι ότι δίνει φωνή ακόμη και σε άτομα που κουβαλούν ένα «όξινο» άρωμα. Όχι για να τους κρίνει ή να τους κατακρίνει, αλλά και δίχως την ανάγκη να προχωρήσει σε μια αντεστραμμένη ωραιοποίηση. Αίφνης, ένας πρώην βασανιστής της χούντας ή ένας μπράβος με τον τρόπο που τους παρουσιάζει γίνονται απτοί, κατανοητοί, μετέχουν στην καθημερινότητα με έναν τρόπο φυσιολογικό (μα, αυτό δεν συμβαίνει στην πραγματικότητα;), οι τερατωδίες τους δεν είναι, τελικά, και τόσο ξένες από των άλλων ανθρώπων: απλώς, είναι διαφορετικές. Σαν να λέμε: όλοι κουβαλάμε ένα άχθος και ο καθένας το δικό του. Ασθενώς παρακείμενοι και απταίστως παραπαίοντες, όλοι όσοι παρελαύνουν από τα διηγήματα της συλλογής έχουν κάτι να τους «τρώει». Μια πληγή που δεν έκλεισε, ένα σφάλμα που πάγωσε, μια απόφαση που ήταν λάθος, ένα σωστό που δεν έγινε, μια πηγαία αποταύτιση από αυτό που ήθελαν να κάνουν και ονειρεύονταν να τους συμβεί.

Αν και δεν έχουμε να κάνουμε με φωτογραφική καταγραφή, δεν θα μπορούσε καθώς όπως προείπαμε ο Προβιάς μετέχει εξ αντανακλάσεως, το ρεαλιστικό «ντύμα» των ιστοριών δεν προδίδεται σε καμία στιγμή. Λάτρης των ταπεινών στιγμών, ο Προβιάς, αναζητεί τη δραματική χροιά στα χθαμαλά, στα ελάχιστα, στα ελάσσονα της καθημερινότητας. Είναι σαν τον αναγνώστη των εφημερίδων που δεν έλκεται από τους πηχυαίους τίτλους, αλλά από τη σιωπή των μονόστηλων και από τις ιστορίες της διπλανής πόρτας που μένει ερμητικά κλειστή στα φιλοπερίεργα μάτια των γειτόνων.

Στα «μαύρα παπούτσια της παρέλασης», το πρώτο βιβλίο του, έδειξε τι μπορεί να κάνει και σε ποιον «κόσμο» θέλει να κινηθεί. Τώρα, με τη δεύτερη συλλογή διηγημάτων του, ο Προβιάς, κάνει ακόμη πιο συγκεκριμένη την πρόθεσή του, ενισχύει τη συνοχή της φωνής του και μας προσφέρει μια σειρά ιστοριών κρυφής έντασης. Στέκεται στο ύψος των ανθρώπων, στον ηχηρό γκρεμό τους και καταμετράει τις πτώσεις.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top