Fractal

Οι τόσο γνωστοί μας «μόνοι-μαζί»

Γράφει ο Διονύσης Μαρίνος //

 

«Πίσω πόρτα» της Ελένης Τσεκούρα, σελ. 152, Εκδ. Καστανιώτη

 

Από την πίσω πόρτα ή από μπροστά. Από την κεντρική θύρα ακροπατώντας ή από το παράθυρο εξακοντίζοντας στο πουθενά ό,τι από το πουθενά ήρθε και χάθηκε. Από όπου και αν μπείτε στη συλλογή διηγημάτων της Ελένης Τσεκούρα, να προσέχετε πού πατάτε, πώς τις σελίδες, θα γυρίζετε, σε ποια λέξη θα μείνετε και ποια θα αφήσετε να πέσει. Υπάρχουν άνθρωποι εκεί μέσα που έχουν πονέσει. Άγνωστοι άνθρωποι, δεν τους γνωρίζετε, δεν τους έχετε κοντά σας, δεν σας λένε τίποτα τα ονόματά τους. Τι κρίμα, γιατί δεν είναι καθόλου άγνωστοι άνθρωποι. Τους γνωρίζετε μια χαρά. Την ώρα που με το κουταλάκι τη ζάχαρη στον καφέ αναδεύετε, όπως στο εξαίσιο ποίημα του Πρεβέρ, τους έχετε κοντά σας, μπορεί κι αυτή τη στιγμή το χνώτο τους να γδέρνει το σβέρκο σας, τα ονόματά τους σας είναι οικεία, τα έχετε πει πολλές φορές, σαν στραγάλι που έκατσε στο λαιμό, σαν λαιμός που δεν έχει άλλη ανάσα να δώσει, σαν ανάσα που ξεστράτισε.

Δεν ξέρω, μπορεί και να είμαστε μουσεία του τρόμου. Σίγουρα όμως είμαστε εκθέματα μιας κάποιας τσακισμένης αγάπης. Αγάπης αγώνας άγονος, έτσι και αλλιώς. Γι’ αυτό λέω πως όταν θα μπείτε στο σπίτι της Τσεκούρα, όταν τις λέξεις θα προσπαθήσετε να ξεδιπλώσετε μέσα σας, ας το κάνετε με πλήρη συνείδηση. Όπως κοιτάζει κανείς στον καθρέφτη το είδωλό του και δεν ακκίζεται, δεν παίρνει πόζες, δεν φοράει μια μάσκα για να αρέσει, αλλά είναι μόνος, με τον εαυτό του και βλέπει όλες τις αμυχές, τους μωλωπισμούς, τις εκδορές, τα πάθη, τα λάθη, τα βάθη.

Τι είναι, άραγε, οι ήρωες αυτών των διηγημάτων; Μήπως είναι κατασκευές; Μια κατασκευή ολότελα συγγραφική; Μια τέλεια σύμβαση που παύει να ισχύει όταν το βιβλίο διαβαστεί και καταχωνιαστεί;

Αν μπορούσε να έχει έναν εναλλακτικό τίτλο, αυτός που θα του ταίριαζε περισσότερο κατά τη γνώμη μου θα ήταν αυτός: «Δεν μ’ αγαπάς, μ’ αγαπάς» σαν της Λυμπεράκη. Μόνο που εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με μια αγαπητική, μαχητική, ωμοφαγική ζεύξη ανάμεσα σε μια μητέρα και μια κόρη, αλλά ανάμεσα σε δύο αντίπαλα στρατόπεδα. Πάντα ένας άνδρας και μια γυναίκα. Ή, πολλοί άνδρες και πολλές γυναίκες. Σε συνδυασμούς που δεν κανοναρχούνται από την πηγαία αγάπη, αλλά ούτε και σε αυτήν καταλήγουν. Υπάρχει πάντα μια έλλειψη, μια λανθάνουσα ανάγκη για φυγή και για έλξη. Αυτή η αμφιθυμία της άπωσης αλλά και του δεσίματος, της αγάπης αλλά και της διαπάλης της, της δύναμης, αλλά και της αδυναμίας που αυτή η δύναμη κρύβει, είναι ο κεντρικός πυρήνας των διηγημάτων, των ηρώων, των ανθρώπων που περνούν από αυτή τη συλλογή.

Μαζί και μόνοι, «μόνοι-μαζί» τον όλο. Από την πίσω πόρτα της ζωής, λαθραία και «λαθροέρωτοι», ας μου επιτραπεί ο νεολογισμός. Είναι μήπως ανέραστοι οι ήρωες της Τσεκούρα;

Κάθε άλλο, αν τους καίει κάτι είναι που δεν έχουν αυτό που ζητούν ή ζητούν αυτό που δεν θα έχουν. Αναζητούν την αυταξία τους μακριά από το έτερο άλλο, αλλά και δεν μπορούν να την βρουν αν δεν το πλησιάσουν. Μόνο που αυτή η προσέγγιση ποτέ δεν ευοδώνεται, ποτέ δεν καταλήγει, ελάχιστες φορές έχει ευκταία κατάληξη, μα και τότε καραδοκεί πάντα μια λούπα στη σχέση, μια τρύπα στην οποία αν μπορείς δεν ξαναβγαίνεις.

Θα ήθελαν πολύ οι συγκεκριμένοι άνθρωποι να πράξουν αυτό που έλεγε και ο Σεφέρης «έκαναν Τον έρωτα». Θα ήθελαν να τον πλάσουν όπως τον έχουν φανταστεί, να του δώσουν μορφή και σχήμα, όμως δεν μπορούν. Κάτι πάντα τους κρατάει. Η κοινωνική σύμβαση; Ο δεσμός με τον εαυτό τους; Το έτσι και αλλιώς δεδομένο ανολοκλήρωτο των σχέσεων; Είναι που πάντα φοράμε πιο στενά παπούτσια για το δρόμο που θέλουμε να περπατήσουμε;

 

Ελένη Τσεκούρα

 

Αυτοί οι άνθρωποι ακόμη κι όταν καταλήγουν στο κρεβάτι, φτάνουν στο σημείο μιας ακραίας κλινοπάλης. Κανένα ουσιαστικό δόσιμο, ουδεμία πίστωση αγάπης, μόνο ένα άδειασμα, μια χρέωση σώματος, μια ανειρήνευτη σχέση με τον εαυτό τους και με τον άλλον. Υπάρχουν άνδρες κυνηγοί που μαζεύουν γυναίκες τρόπαια σαν χάντρες κομπολογιού. Αλλά και γυναίκες που στο ίδιο άθλημα ασκούνται. Και οι δύο συνυπολογίζουν πως οι πλησμονή των ερωτικών συντρόφων στην πραγματικότητα είναι έλλειψη. Κανένα κενό δεν μπορεί να τους καλύψει. Ο ίμερος δεν είναι ήρεμος γι’ αυτούς. Πώς το έλεγε ο Τολστόι: «Η ευτυχία είναι μια αλληγορία, η δυστυχία είναι μια ιστορία». Εδώ έχουμε πολλές. Διαφορετικές, αλλά και εφαπτόμενες. Ομοιες, αλλά και τόσο διαφορετικές. Κάθε ήρωας ζει μέσα στη χωροκράτεια του σώματός του, της μονιάς του, της ιδιωτικότητάς του. Θέλει να την παραβεί, αλλά δεν ξέρει πώς. Κανείς δεν γεννιέται γνωρίζοντας πώς θα καταφέρει να συνδεθεί με τον άλλον. Τις περισσότερες φορές δεν το μαθαίνει ούτε και προϊόντος του χρόνου. Ενδεχόμενα, δε, ξεχνάει ακόμη κι αυτά που ξέρει. Σε μπαρ, συνεστιάσεις, οικογενειακά τραπέζια, στο χώρο της εργασίας τους, οι άνθρωποι της Τσεκούρα είναι μαζί και μόνοι, μόνοι και χωρίς αυτούς. Η μόνωση είναι βαθύτατα ανθρώπινη, η ένωση είναι ζωώδης. Όχι, όμως, κτηνώδης. Ακόμη και οι πλέον ισχυροί πόλοι στα διηγήματα στο τέλος αποδεικνύονται οι πλέον ευάλωτοι. Διότι κάθε άνθρωπος είναι το βουνό που κουβαλάει. Σε ορισμένους οι οροσειρές δεν φαίνονται. Μόνο οι γκρεμοί.

Μια σπουδή για γκρεμούς είναι αυτή η συλλογή. Για ανθρώπους που τελικά και τους γνωρίζουμε και μας είναι κοντινοί. Τόσο οικείοι και γνωστοί που μπορεί να είμαστε εμείς οι ίδιοι. Μόνο ο Ιαν Κέρτις κατάλαβε πως η αγάπη θα μας κάνει κομμάτια; Η πολλή αγάπη σκοτώνει με τον ίδιο τρόπο όπως και η παντελής απουσία της. Και όχι δεν υπάρχει διάκριση στα φύλα. Με τον ίδιο τρόπο πέφτουν, από το ίδιο ανθρώπινο δέντρο έχουμε ξεφυτρώσει όλοι. Μπορεί να βιώνουμε διαφορετικά την έλξη, την άπωση, την αγάπη, τον έρωτα, το χωρισμό, όμως ο πόνος από τα καρδιά του πάθους είναι ίδιος.

Μην τρέφετε καμία αυταπάτη. Είμαστε φτωχοί διάβολοι και τρέμουμε από το κρύο. Πόσο δίκιο έχεις Βασιλιά Λιρ. Αυτό ακριβώς είμαστε. Και το κρύο είναι πάντα πιο έντονο όταν είσαι μόνος. Από επιλογή ή από ανάγκη ή γιατί έτσι συμβαίνει και πάντα έτσι θα συμβαίνει.

Η Τσεκούρα επιλέγει να υπογράψει όλες τις ιστορίες ντύνοντάς τις με μια ιδιοσυγκρασιακή γλώσσα ολότελα δική της. Ένα σύμμεικτο είδος θα έλεγα που πατάει στην ποίηση, την εικαστική εκφορά των λέξεων, την εικονοποιητική μαγεία, αλλά και σε έναν βαθύτατο ιμπρεσιονισμό. Οι εκρήξεις του κειμένου είναι συνεχείς. Η μια εικόνα έρχεται να υπαγορεύσει μια άλλη και μια Τρίτη να ορθωθεί σε όλες τις υπόλοιπες. Οι αντιστίξεις είναι έντονες, τα μεταφορικά σχήματα σχεδόν εκθαμβωτικά. Ο τροπισμός δεν πρέπει να μας διαφεύγει, όμως, θεωρώ πως το κυρίαρχο σε αυτή τη συλλογή δεν είναι το πώς, αλλά το τι. Αυτό που συμβαίνει είναι πάντα καίριο, διαρκές και ουσιαστικό με όποιο τρόπο και αν αποφασίσει ο συγγραφέας να ακολουθήσει.

Και επειδή εδώ έχουμε ανθρώπους χτυπημένους, πληγωμένους, ανθρώπους που η χάρη τους εγκαταλείπει, που η τύχη τους μετέτρεψε σε θύσιμα πιόνια, καλό είναι όταν θα μπείτε μέσα στο βιβλίο, από την πίσω πόρτα ή από την μπροστά, κλείστε την απαλά πίσω σας, περπατήστε σιγά, εν ανάγκη βγάλτε τα παπούτσια σας, μην κάνετε πολύ θόρυβο. Ας μην τους τρομάξουμε κι άλλο από όσο η ζωή τους άφησε παγωμένους. Σαν λαγοί που τυφλώθηκαν από τα πολλά φώτα.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top