Fractal

Πίσω απ’ το ακρωτήρι

της Μαρίας Γαβαλά // *

 

afierwmaΗ νεαρή μητέρα μπήκε στη θάλασσα κρατώντας αγκαλιά το παιδάκι της – έδειχνε τρίχρονο πάνω κάτω, αγοράκι σίγουρα γιατί το καπελάκι που φορούσε ήταν γαλάζιο, όπως και τα περισσότερα από τα παιχνίδια του. Ένας λιλιπούτειος κόσμος, πλαστικός στο μεγαλύτερο μέρος του, αραδιασμένος πλάι στο κύμα. Η μητέρα προχώρησε στα ρηχά, προσπαθώντας να ξεγελάσει το παιδάκι που έκλαιγε γοερά και αρνιόταν να μπει στο νερό. Το έβαλε μέσα σιγά κι επιδέξια, αγνοώντας τα κλάματά του, με διάφορα παιχνίδια και τραγούδια. Μετά την πρώτη ψυχρολουσία και τα κλάματα, που τώρα είχαν γίνει ουρλιαχτά, η μητέρα συνέχισε να τραγουδά:

Βγαίνει η βαρκούλα, βγαίνει η βαρκούλα του ψαρά,
από το περιγιάλι, βαρκούλα, βαρκούλα…

Κρατούσε το παιδί απ’ τις μασχάλες και το στριφογυρνούσε, ή το σήκωνε ψηλά, κι ύστερα το βουτούσε στη θάλασσα, όπως κάνει ο παπάς στην κολυμπήθρα. Το αγοράκι σταμάτησε να στριγκλίζει και, σε λίγα δευτερόλεπτα, το κλάμα του έγινε γέλιο. Κρυσταλλάκια και καμπανούλες. Χάρηκε όλη η παραλία. Τώρα προσπαθούσε να πιάσει τις φυσαλίδες, στην επιφάνεια του νερού, κι έδειχνε πολύ ευχαριστημένο. Η μητέρα συνέχισε το τραγούδι της:

Βαρκούλα, βαρκούλα του ψαρά…

Κατόπιν τράβηξε τα χέρια της, ελευθέρωσε το κορμάκι του παιδιού και το άφησε να πλέει μόνο του, γύρω στο μισό μέτρο μακριά απ’ το δικό της σώμα. Το παιδί συνέχισε να πλατσουρίζει αμέριμνο, ενώ η μητέρα το καμάρωνε και του κουνούσε το χέρι της σαν να το αποχαιρετούσε. Τέλος βούτηξε με τη σειρά της στο νερό κι άρχισε να το ακολουθεί από μικρή απόσταση.

Λίγο πιο μέσα, ένα τσούρμο ηλικιωμένοι κολυμπούσαν κοπαδιαστά. Άντρες και γυναίκες, μέσος όρος ηλικίας τα εβδομήντα, όλοι ένοικοι του ξενοδοχείου που ήταν κτισμένο, μάλλον παράνομα, στο σημείο όπου τελείωναν τα βράχια του λοφίσκου και άρχιζε η άμμος της παραλίας. Οι κολυμβητές γνωρίζονταν καλά μεταξύ τους και αποτελούσαν μια μικρή, κεφάτη, παρέα. Από τα λεγόμενά τους έβγαινε το συμπέρασμα πως είχαν κοινές εμπειρίες καλοκαιρινών διακοπών ∙ ένας όμιλος ηλικιωμένων και τακτικών παραθεριστών, πιστών σε αυτήν την ακτή. Η ακρίβεια και η συνέπεια στα ραντεβού είναι στάση ζωής. Εξασφαλίζει εφησυχασμό και ηρεμία. Σε θωρακίζει απέναντι στο κακό, εκείνο που παραμονεύει σαν άδειο καράβι-φάντασμα, αγκυροβολημένο στην πίσω μεριά του ακρωτηρίου.

Απόμαχοι και σαραβαλιασμένοι αλλά με παχυλές συντάξεις. Της Τραπέζης, του Ταμείου Νομικών, ανωτέρων θέσεων του δημοσίου… Το συγκεκριμένο θέρετρο τους ταίριαζε γάντι. Όχι πολύ κοσμικό, καθόλου όμως λαϊκό, με ανέσεις και άφθονες παροχές ∙ οικονομική διαμονή, φιλικό περιβάλλον, εύκολη πρόσβαση στη θάλασσα, μπαλκόνια σχεδόν σε επαφή με το κύμα. Και το κυριότερο: η συναναστροφή με ανθρώπους της ίδιας νοοτροπίας, μια φιλία που κρατούσε χρόνια, ανανεωμένη και ενδυναμωμένη κάθε καινούριο καλοκαίρι. Βεβαίως υπήρχαν και τα δυσάρεστα. Οι απόντες. Όσοι δεν κατάφεραν να ανανεώσουν το ραντεβού. Να σκάσουν μύτη φορώντας τα τζόκεϊ καπελάκια τους, με τα χέρια γαντζωμένα στη χειρολαβή των αποσκευών, στραβοπατώντας στην ανηφόρα. Αλλά γι’ αυτούς υπήρχε πάντα μια ξεχωριστή, φυλαγμένη, θέση. Στην καρδιά όλων ή ακόμη και σε μια απόμερη, σκιερή, γωνιά της αχανούς τραπεζαρίας.

Η διαδρομή, που έκαναν κολυμπώντας κάθε μέρα – ένας περίπατος σε αργό ρυθμό –, άρχιζε από το σημείο όπου η πέτρινη, ασβεστωμένη, σκάλα του ξενοδοχείου οδηγούσε κατευθείαν στο κύμα. Συνέχιζαν κυκλώνοντας την οργανωμένη πλαζ με τις ξαπλώστρες και τις ομπρέλες, ακολουθούσαν τη γραμμή του γειτονικού λοφίσκου και, πάντα γιαλό γιαλό, έφταναν μέχρι τη μυτερή απόληξη μιας δεύτερης σειράς βράχων, που διαδέχονταν την αμμουδιά. Τούτο το ακρωτήρι, δεξιά της παραλίας, ήταν και το όριο. Ο περίπατος τελείωνε πολύ πιο εδώ από αυτή την άκρη. Ακόμη, ποτέ δεν άφηναν την ακτή και δεν απομακρύνονταν τόσο, ώστε να μπορούν να δουν τι υπήρχε πίσω απ’ τους βράχους. Εκεί απλωνόταν ένας άλλος κόσμος, άγνωστος, απομονωμένος και μυστικός, μια απαγορευμένη ζώνη.

«Αυτά είναι για όσους έχουν τα κότσια», ήταν η πρόχειρη εξήγηση που έδιναν. Και βιάζονταν να αλλάξουν κουβέντα. Ποτέ δεν εξέφραζαν έστω και την ελάχιστη περιέργεια. Τι υπήρχε εκεί πέρα; Μπορεί ένας μικρός παράδεισος, μπορεί μια κοινή φέτα ξέρας. Η συγκεκριμένη ζώνη δεν ήταν για τα δόντια τους, η ύπαρξή της δεν τους αφορούσε. Συνεπώς, τούτη η αθέατη πλευρά των βράχων κατέληγε να στοιχειώνει τον ύπνο και τα όνειρα των περισσοτέρων. Η σκέψη της και μόνο ήταν αρκετή για να τους κάνει να μελαγχολήσουν, όταν επέστρεφαν στη στεριά μετά το μπάνιο. Δεν εξηγείται διαφορετικά η συνωμοσία σιωπής ανάμεσά τους. Η λογοκρισία που επέβαλλαν στον εαυτό τους. Το γεγονός πως δεν τολμούσαν ούτε να κοιτάξουν το ακρωτήρι. Κι ούτε αποφάσιζαν να διηγηθούν, έστω και στον πιο κοντινό τους, τα όνειρα που έβλεπαν και είχαν σχέση με τούτη τη μεριά του κόσμου. Κολυμπούσαν πάντα γυρνώντας της την πλάτη.

Μπροστά τους, στα ανοιχτά της θάλασσας, φαινόταν αχνά μια άλλη ακτή. Κάποιοι υποστήριζαν πως ήταν η Κέα. Κάποιοι άλλοι διαφωνούσαν: «μα τι λέτε τώρα, βρε παιδιά, τη Μακρόνησο δεν αναγνωρίζετε;» Ήταν ένα σημείο διαρκούς τριβής, αντιγνωμιών και ενστάσεων. «Ένσταση! Η Κέα και η Μακρόνησος βρίσκονται σε ευθεία γραμμή απέναντι στο Λαύριο. Εμείς είμαστε ανατολικότερα. Θα έλεγα πως είναι η Άνδρος». «Λογικευτείτε, αγαπητέ, η Άνδρος απέχει 36 ναυτικά μίλια από την κοντινότερη ακτή της Αττικής. Δεν γίνεται να έχουμε οπτική πρόσβαση. Μπροστά μας βρίσκονται οι Πεταλιοί και λίγο λοξότερα η Κάρυστος».

Σε κοντινότερη απόσταση υπήρχε μια μοναχική βραχονησίδα, που θύμιζε θαλάσσιο ελέφαντα ή αναποδογυρισμένη μεγάλη βάρκα. Οι κυρίες την προσφωνούσαν, με συμπάθεια και αβρότητα, Δεσποινίς Ελεφαντίτσα ή Πελαγοπούλα κι οι κύριοι, με εμφανή απαξίωση, Ξεροπαΐδα και Γεροντοκόρη. Μάλιστα έκαναν και σόκιν σχολιασμούς σε βάρος της, ψιθυριστά ο ένας στο αφτί του άλλου. Όπως και να ’χει, αυτό το ξερό παΐδι στεριάς, έτσι όπως έβγαινε χωρίς λογική μέσα από το νερό, με αυθάδεια και αλαζονεία, εκτός από ένα ακόμη όριο στην πορεία τους, αποτελούσε και αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητάς τους. Μπορούσαν να ακουμπήσουν το βλέμμα τους πάνω του, με την ψευδαίσθηση πως έτσι ξεκουράζονταν λιγάκι. Ήταν ένας ιδεατός σταθμός ανεφοδιασμού δυνάμεων. Ταυτοχρόνως, σαν ακοίμητος φρουρός ή σαν οικοδεσπότης που μας χαιρετά απ’ τη βεράντα του χωρίς ποτέ να λέει «κοπιάστε!», εξέπεμπε σήματα καθησυχασμού, έδινε διαβεβαιώσεις για την επαγρύπνησή του.

Οι ηλικιωμένοι ήταν καλοί κολυμβητές μολονότι δεν έκαναν καθόλου κινήσεις. Μερικοί άρρενες επιχειρούσαν, πότε πότε, να κολυμπήσουν κρόουλ, τρία τέσσερα το πολύ μέτρα, και τα κατάφερναν ως ένα σημείο. Πρώτα πρώτα ήθελαν να τεστάρουν τις δυνάμεις τους, δεύτερον να θυμηθούν τα νιάτα τους και τέλος, το σημαντικότερο, να κάνουν επίδειξη ικανοτήτων στους υπόλοιπους. Οι περισσότεροι όμως, οι συνετότεροι ή απλώς οι χαμηλότερων τόνων, προχωρούσαν αργά στο νερό, αδιαφορώντας για κομπασμούς και φιγούρες, απλώς κουνώντας ήρεμα χέρια-πόδια. Και συζητώντας.

«Δεν ξέρω αν το έχετε καταλάβει αλλά είμαστε ζωσμένοι από βράχια».

«Αυτό είναι και το καλό. Είμαστε οχυρωμένοι και προστατευμένοι».

«Δεν είναι σίγουρο, πώς μια υπήνεμη ακτή θα μπορούσε, από μόνη της, να αποτελεί οχυρό».

«Πάντα αφήνω κάτι στη μέση… Σήμερα, να δείτε τι παρέλειψα… Δεν φταίω όμως εγώ, τα πράγματα με εξαπατούν…», είπε μια γυναικεία φωνή, ξεφεύγοντας απ’ το θέμα συζήτησης.

«Τα όνειρά μου, μόνη μου τα λέω, μόνη μου τα ακούω», ακολούθησε εξίσου ξεκρέμαστα και φευγάτα η φωνή της κυρίας Φιφής Χαΐτογλου. Κι επειδή δεν πήρε απάντηση, συνέχισε: «Δεν έχει καμιά σημασία, συνεχίζω να τα λέω, έτσι εντυπώνονται βαθιά στη μνήμη μου, ως την επόμενη νύχτα που θα δω στον ύπνο μου τη συνέχεια του έργου».

Νιώθοντας κουρασμένη κάπως, γύρισε ανάσκελα κι αφέθηκε στην ακύμαντη επιφάνεια, κουνώντας ελαφρά τις άκρες των χεριών της. Ήταν μικροκαμωμένη και πολύ ελαφριά σαν πούπουλο. Όταν έπιανε μελτέμι, δεν τολμούσε ούτε το κεφάλι να βγάλει έξω απ’ τα σκεπάσματα. Κάποια μέρα που έκανε το λάθος να ξεμυτίσει στον εξώστη, ο αέρας τη σήκωσε ψηλά και τη γύρισε ανάποδα, τα πάνω κάτω. Η γυναίκα βρέθηκε κρεμασμένη στο κενό, γαντζωμένη στο κάγκελο του μπαλκονιού σαν να ’ταν πετσέτα. Χρειάστηκε να τρέξουν ο μάνατζερ του ξενοδοχείου, η κοπέλα της ρεσεψιόν κι η καθαρίστρια, για να καταφέρουν να την απαγκιστρώσουν και να την κάνουν να σταθεί στα πόδια της. Είδαν κι έπαθαν οι άνθρωποι. Τα μάτια της είχαν αδειάσει εντελώς, δυο μαύρες τρύπες έβλεπες μοναχά στο πρόσωπό της, αποτέλεσμα του τρόμου της. Τα δε δάχτυλά της, εντελώς κοκαλωμένα, να έχουν γίνει ένα και το αυτό με το κάγκελο. Δεν μπορούσες να ξεχωρίσεις πού σταματούσε η ανθρώπινη σάρκα και πού άρχιζε το σίδερο.

Όνειρα, όνειρα, χίλιες αναμνήσεις…

τραγούδησε μια άλλη κυρία που έφερε πλήρη εξάρτυση: σκούφο θαλάσσης, ψάθινο καπελάκι πάνω απ’ τον σκούφο, γυαλιά ηλίου, πλαστικά παπούτσια με τρυπίτσες για να αερίζεται το πόδι, και μικρή καμπούρα στην πλάτη λόγω οστεοπόρωσης. Κατόπιν, επειδή δεν θυμόταν τη συνέχεια του τραγουδιού, άρχισε να λέει ένα αυτοσχέδιο, ενασχόληση στην οποία διέπρεπε από νεαρής ηλικίας.

Δεν έχω άντρα στο κρεβάτι κι ούτε σταγόνα στο κανάτι,

αλλά συνθέτω μουσική που την ακούνε κι οι κουφοί.

Στιχοπλοκούσε χωρίς ποτέ να σημειώνει ούτε αράδα. Τα τραγούδια της, όπως ξεπηδούσαν στα καλά καθούμενα απ’ το λαρύγγι της, με τον ίδιο τρόπο εξανεμίζονταν σαν να τα κατάπινε το νερό. Ήταν χήρα αρχιμουσικού που είχε αρρωστήσει από σκλήρυνση κατά πλάκας, είχε αναγκαστεί να εγκαταλείψει το πόντιουμ, και έκτοτε ειδικευόταν στην αλλαγή χορδών σε βιολιά και βιολοντσέλα, χωρίς να σηκώνεται φυσικά απ’ το καρότσι του. Μια φορά, μάλιστα, έκανε το λάθος και κρέμασε τις χορδές στο λαιμό του, αυτές τυλίχτηκαν σαν φίδια γύρω απ’ το καρύδι του, επειδή ήταν φτιαγμένες από έντερο ζώου, και παραλίγο να πνιγεί ο άνθρωπος. Παρά τρίχα τη γλίτωσε.

Η κυρία Νεράντζη ισχυριζόταν πως όλα αυτά ήταν μυθεύματα, γυναικουλίστικο κουτσομπολιό. Δεν μπορούσαν να ισχύουν τέτοια πράγματα, γυναίκες που κολλάνε σαν χαλκομανίες σε κάγκελα και χορδές οργάνων που στραγγαλίζουν μαέστρους. Ήμαρτον Κύριε, ούτε στα παραμύθια της Χαλιμάς δεν συναντάς παρόμοιες ασυναρτησίες… Δεν γνώριζε όμως τι ακριβώς επαγγελλόταν ο πεθαμένος κι αν όντως έπασχε από σκλήρυνση κατά πλάκας.

Όταν ακούστηκαν τα στιχάκια του τραγουδιού, κάποιοι σφύριξαν επιδοκιμαστικά, άλλοι χειροκρότησαν, όσο τους το επέτρεπε η θέση των χεριών κι η ισορροπία των σωμάτων μέσα στο νερό. Η Φιφή Χαΐτογλου και η κολλητή της η κυρία Λίτσα Νεράντζη, το Λιτσάκι για τους περισσοτέρους, στραβομουτσούνιασαν. Κάθε πράγμα στην ώρα του. Μια κυρία, και μάλιστα ηλικιωμένη, οφείλει να κρατά πάντα τη θέση της. Δεν ανοίγει το στόμα της κι όποιον πάρει ο χάρος. Η γριά καμπούρα όμως είχε οίστρο. Και φωνή Κάκιας Μέντρη.

Παράτα την και πάμε, δική σου πάντα θα ’μαι,
θα λιώνω στ’ όνομά σου και θα ’μαι η κυρά σου.

«Εγώ εξακολουθώ να πιστεύω πως και σήμερα άφησα κάτι στη μέση… Μα δεν μπορώ να θυμηθώ τι ακριβώς… Πάντα αφήνω κάτι στη μέση… Κάτι ξέχασα να κλείσω. Εσάς σας συμβαίνει αυτό;» ξαναρώτησε η φωνή, που είχε την τάση συνεχώς να παρεκκλίνει.

Καμιά απόκριση. Μόνο στο βάθος, κάτι σαν ελαφρύ σφύριγμα περαστικού ταχύπλοου ή…

«Κάτι έμεινε ανολοκλήρωτο… Μήπως ξέχασα το θερμοσίφωνα; Καμιά φορά η υπερθέρμανση…»

Εκείνος που συνήθως προπορευόταν, έχοντας αναλάβει αυτοβούλως το ρόλο του αρχηγού, τους συνέστησε απόλυτη ησυχία, μια και κάτι είδε ή άκουσε ή διαισθάνθηκε να σαλεύει, λίγα μέτρα μακριά τους. Η ομάδα σταμάτησε τα τραγούδια, τα σχόλια, τις θορυβώδεις εκδηλώσεις και όλοι έστησαν αυτί. Στα πρόσωπα απλώθηκε μια ελαφριά ανησυχία.

«Σκυλόψαρο;» ακούστηκε μια αντρική φωνή, λίγο ξεψυχισμένη, λίγο σαρκαστική.

«Κι αυτό για φρέσκια σάρκα ενδιαφέρεται» απάντησε μια άλλη, βραχνή από χρόνιο κάπνισμα ή από το πολύ λέγειν σε δικαστήρια και συμβούλια, «τι να μας κάνει εμάς τους παλιόγερους;»

Ακολούθησαν θυμηδία αλλά και διαμαρτυρίες.

Απ’ τη μεριά της θάλασσας, καμιά ανησυχητική ένδειξη, τίποτα που θα έβαζε κάποιον σε άσχημες σκέψεις. Το νερό συνέχιζε να απλώνεται μπροστά τους σαν δροσερό στρώμα, σαν μαλακό πάπλωμα, σαν αμνιακός σάκος. Κι ύστερα σάλεψε ξανά κάτι, ένα βιαστικό ρίγος στην επιφάνεια, σαν ακατάληπτος ψίθυρος ή σαν μοιραία πνοή που ήρθε, φτερούγισε κι έσβησε. Όλοι χαμογέλασαν με ανακούφιση. Ανοιγόκλεισαν τα ρουθούνια και χαλάρωσαν το συνοφρύωμα. Το πρόσωπό τους ξαστέρωσε. Ο ήλιος σκαρφάλωνε στον ουρανό, εξαπολύοντας φλόγες.

«Θα μπορούσες να ψήσεις κι αυγό!»

«Ορίστε;»

«Που λέει ο λόγος».

Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, έκανε την εμφάνισή του ένας κολυμβητής, προερχόμενος –φως φανάρι – απ’ την αθέατη ζώνη και κατευθυνόμενος προς τη μεριά της ομάδας, διασχίζοντας το νερό με ένα ταχύτατο και άψογο ελεύθερο. Όλοι άρχισαν να τον κοιτάζουν, άλλοι με θαυμασμό κι άλλοι με κατάπληξη.

«Από πού ξεφύτρωσε τώρα αυτός;»

«Εξωγήινος ή απλώς ξενομερίτης, λουόμενος της άλλης πλευράς;»

«Και τι θέλει στα μέρη μας; Εκεί πίσω δεν έχουν καλή θάλασσα;»

Το πλέον βαρύγδουπο το είπε ο αυτόβουλος αρχηγός.

«Ιδού το σκυλόψαρο που λέγαμε».

Η παρέα κράτησε την ανάσα της. Τους είχε αντιληφθεί και θα έκανε παράκαμψη ή κολυμπούσε στα τυφλά κι η πρόσκρουση πάνω τους ήταν αναπόφευκτη; Ποτέ δεν ξέρεις… Ο κολυμβητής πλησίασε με δυνατές απλωτές, σταμάτησε για κλάσματα δευτερολέπτου, τους έριξε μια γρήγορη κι ακατάδεχτη ματιά, στα όρια της αγένειας κατά γενική ομολογία, και χωρίς άλλη διακοπή συνέχισε την πορεία του και το ρυθμό του, κάνοντας ευέλικτο ημικύκλιο και εντείνοντας την ταχύτητα της κούρσας του, με κατεύθυνση τώρα την οργανωμένη πλαζ. Ένας νεαρός αθλητής, ένας σπρίντερ θαλάσσης. Τον έκαναν γύρω στα τριάντα. Στα χέρια του, καθώς μπαινόβγαιναν δυνατά στο νερό σαν κουπιά, διακρίνονταν οι γυμνασμένοι μύες του κι ένα χρωματιστό τατουάζ λίγο πιο κάτω απ’ τον ώμο.

Το νερό επανήλθε στην ακινησία του. Το φως ιρίδιζε απαλά στην επιφάνεια. Ο βυθός έδειχνε σκοτεινός, γεμάτος φύκια και βράχια, αλλά καθόλου απειλητικός. Εκεί κάτω βρίσκονταν οι ρίζες ενός απέραντου, υδάτινου, κόσμου. Δεν μπορούν όλα να είναι φωτεινά και ξεκάθαρα. Υπάρχουν και οι αδιανόητες βάσεις. Αυτές μας στηρίζουν. Πώς να υπάρξει η επιφάνεια, ο καθρέφτης, το οποιοδήποτε οικοδόμημα χωρίς τα αθέατα και ανερμήνευτα θεμέλια;

«Θέλω να κλείσω τα μάτια και να κοιμηθώ», είπε μια κυρία.

«Ο ήλιος είναι τόσο νανουριστικός», συνέχισε μια άλλη.

«Ένας υπνάκος είναι ό, τι πρέπει, το εισιτήριο για πρώτη θέση στον άλλο κόσμο», υπερθεμάτισε ένας εύσαρκος κύριος, που κολυμπούσε με το φανελάκι προς αποφυγήν εγκαυμάτων.

«Εγώ λέω να γυρίσουμε πίσω», έκρουσε τον κώδωνα ο πιο ηλικιωμένος, «αρκετά απομακρυνθήκαμε».

«Βεβαίως», σιγοντάρισε η πρώτη κυρία που έδειχνε από ώρα ανήσυχη. «Δεν πρέπει να μας ξεγελά η ηρεμία. Η θάλασσα κρύβει παγίδες».

«Αν είναι να πάμε, ας πάμε εδώ πέρα, στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ», επέδειξε ξανά τη θυμοσοφία του ο αρχηγός.

«Έχω τα ψάρια στη μαρινάτα, λέω να γυρίσω να τα ψήσω γιατί το βράδυ έρχονται επίσκεψη τα παιδιά μου», θυμήθηκε ξαφνικά η κυρία Χαΐτογλου και το Λιτσάκι βρήκε ευκαιρία να ζωντανέψει κομμάτι.

«Τι έβαλες στη μαρινάτα; Πού βρήκες βασιλικό;»

«Ας μείνουμε λίγο ακόμα, πού θα βρούμε καλύτερα;» επέμεινε ο αρχηγός. «Τα ψάρια μπορούν να περιμένουν».

Εκείνη τη στιγμή έγινε κάτι ακόμη πιο παράξενο. Εντελώς ξαφνικά ακούστηκε ένα τραγούδι. Ένα ελαφρύ λαϊκό ντέρτι, απ’ αυτά του συρμού.

Είσαι στο αίμα μου και δεν σε ξεγράφω,
κι ας είσαι λάθος, λάθος μεγάλο…

Η ένταση του ήχου, η ευκρίνεια των στίχων, τα τσακίσματα της φωνής του τραγουδιστή, έκαναν σε όλους μεγάλη εντύπωση. Σχεδόν αλγεινή. Λες και το τραγούδι, εντελώς αταίριαστο με το περιβάλλον, ερχόταν από κάπου δίπλα τους. Κι εδώ ήταν ο παραλογισμός. Από πού ακριβώς; Θα μπορούσε να ’ρχεται απ’ την αθέατη ζώνη. Εκεί πήγε ο νους όλων. Μια παρέα με τρανζίστορ, που έκανε ηλιοθεραπεία πίσω απ’ τους βράχους, στην άλλη μεριά, μια παρέα γλεντζέδων που ’χαν στήσει πάρτι με μπάρμπεκιου και μπίρες… Μεσημεριάτικα όμως; Η ηλιοθεραπεία μετά μουσικής ήταν το πιθανότερο. Ίσως κάποιος ψαράς, τρυπωμένος στη μικρή βραχονησίδα, είχε βαρεθεί να ψαρεύει ολομόναχος και άνοιξε το τρανζίστορ του για συντροφιά. Τέλος, μπορεί το τραγούδι να το έφερνε ο αέρας απ’ την πλαζ, εκεί όπου υπήρχε κι ένα μικρό μπαρ. Αλλά ποιος αέρας; Ολόγυρα επικρατούσε απόλυτη άπνοια. Η τελευταία εξήγηση δεν ευσταθούσε.

Δεν σε αλλάζω, κι ας είσαι λάθος,
λάθος μοιραίο, λάθος τραγικό,
και δεν λογοδοτώ σε κανέναν, αγάπη μου, αγάπη μου…

συνέχισε ο τραγουδιστής, συνοδευόμενος από κάθε λογής μουσικό όργανο.

Το τραγούδι δεν ερχόταν απ’ τη βραχονησίδα, δεν ερχόταν απ’ την παραλία, προερχόταν ξεκάθαρα απ’ την πίσω μεριά του ακρωτηρίου. Έστησαν αφτί και σιγουρεύτηκαν. Το ομολόγησαν, οι περισσότεροι τουλάχιστον.

Και τότε, καινούργιο παράξενο… Τα λόγια του τραγουδιού κι η μουσική διήρκεσαν ως τη στιγμή, που τα μέλη της παρέας συμφώνησαν μεταξύ τους αναφορικά με την πηγή εκπομπής του ήχου. Στη συνέχεια το σπαραξικάρδιο άσμα έσβησε. Όσο κι αν αφουγκράζονταν, όσο κι αν συνέχισαν να αναρωτιούνται με το βλέμμα, δεν ξανάκουσαν τίποτα. Τριγύρω απλώθηκε μια πυκνή σιωπή, απόλυτα ταιριαστή με την ακινησία της θάλασσας, με την κάψα του ήλιου. Πήχτρα! Να την κόψεις σε φέτες με το μαχαίρι.

«Πολύ περίεργο! Κάποιος παίζει μαζί μας», είπε ένας κύριος, ενώ κανείς δεν βρέθηκε να διαφωνήσει.

Συνέχισαν να επιπλέουν με άνευρες κινήσεις, αφημένοι στο ένστικτο.

«Πλάκα μας κάνουν».

«Σαν τη γάτα με το ποντίκι».

«Σαν κλεφτοπόλεμος».

Μόνο η καμπούρα κυρία δοκίμασε να διασκεδάσει κάπως την κατάσταση.

Είμαι λιώμα, μα σ’ αγαπώ ακόμα, ρόδα στο χώμα…

«Δεν είναι ώρα για άλλα αστεία», είπε το Λιτσάκι και η κυρία δαγκώθηκε, μετανιωμένη για την απρέπεια.

«Πού είναι κρυμμένο το τρανζίστορ;»

«Μυστήριο!»

Όπου κι αν κοιτούσες, μόνο νερό κι ουρανός. Ένα γαλάζιο με διαβαθμίσεις, αλλού εντονότερο, αλλού αχνότερο, διάσπαρτο από ασημένιους ιριδισμούς, επιχρισμένο με ένα λεπτότατο στρώμα αλισάχνης. Η μόνη εξήγηση ήταν το καταραμένο, το ανεξήγητο, το γρουσούζικο «πίσω απ’ το ακρωτήρι». Και τι στο δαίμονα εννοούσε ο τραγουδιστής μ’ αυτό το επίμονο, παθιασμένο, φορτικό και κακόγουστο εν τέλει, «λάθος μοιραίο, λάθος τραγικό»;

«Εγώ επιστρέφω», είπε αποφασιστικά η κυρία Χαΐτογλου. «Έχω και τα ψάρια».

Δεν χρειαζόταν να μαντέψουν τι σκόπευε να κάνει το Λιτσάκι.

Οι περισσότεροι είχαν αρχίσει να κουράζονται. Ρολόι δεν είχαν μαζί τους, αλλά τα στομάχια τους έδιναν τα πρώτα σημάδια ενόχλησης. Πείνας. Οι κυρίες ήθελαν μερικά λεπτά για να στεγνώσουν. Μέχρι να βγάλουν τα πλαστικά παπουτσάκια, να καθαρίσουν τα πόδια απ’ την άμμο, να φορέσουν τις σαγιονάρες… Κάποιες συνήθιζαν να κάνουν ένα τέταρτο ηλιοθεραπεία για την αρθρίτιδα και τους ρευματισμούς. Όχι για να πάρουν χρώμα.

«Νομίζω πως κάτι μου διέφυγε. Θα ’πρεπε να το έχω τελειώσει, δεν έπρεπε να το παρατήσω στη μέση, αλλά μου διέφυγε».

«Οι θερμοσίφωνες διαθέτουν βαλβίδα ασφαλείας. Ειδικά για τους ξεχασιάρηδες».

«Ίσως είναι και το σίδερο, αφημένο στην πρίζα… Δεν μπορώ να θυμηθώ».

Τώρα είχαν κάνει στροφή και έπλεαν, με ταχύτερο ρυθμό απ’ ό, τι στον πηγαιμό, προς τη μεριά της οργανωμένης πλαζ και του ξενοδοχείου. Πίσω τους σχηματίζονταν πάντα ολοκάθαρα το σκληρό περίγραμμα κι ο κυρίως όγκος της βραχονησίδας, καθισμένης στον γαλάζιο θρόνο της, όπως κι η γλώσσα του ακρωτηρίου, που τώρα κουνιόταν κοροϊδευτικά, ανάμεσα σε τούφες άσπρου αφρού, με κάνα δυο γλάρους ακουμπισμένους στην άκρη της, παρόμοιους με ζαχαρωτά στολίδια πάνω σε τούρτα.

«Κουράστηκα», είπε το Λιτσάκι. «Είμαστε αχόρταγοι. Γιατί δεν κάνουμε μπάνιο όπως όλος ο κόσμος στα ρηχά;»

«Κοιτάξτε!» είπε ο αρχηγός.

Οι περισσότεροι ήταν πολύ κουρασμένοι, κάποιοι απλώς βαρέθηκαν να κοιτάξουν. Άρχιζαν να μην τον υπακούουν, τα περισσότερα καλαμπούρια του τα έβρισκαν άνοστα και βαρετά.

Ένα μικρό σκάφος με άσπρο πανί, που έμοιαζε με φτερούγα κύκνου, ξεπρόβαλε απ’ τη βραχονησίδα. Είχε βάλει πλώρη προς τη μεριά της ομάδας που κατευθυνόταν στα ρηχά. Ο αρχηγός κοιτούσε το σκάφος και αστειεύτηκε από μέσα του. «Να! ο φύλακας άγγελός μας. Ένας κύκνος, ένας υπέροχος κύκνος. Με αυτό να πλέει δίπλα μας, τι έχουμε να φοβηθούμε;»

Άφησε τους άλλους να απομακρυνθούν και ξάπλωσε ανάσκελα, ακίνητος στην επιφάνεια του νερού. Έκλεισε τα μάτια και χαμογέλασε γλυκά σαν να καλωσόριζε όνειρο. Μια παράξενη σκιά, πολύ ελαφριά, πολύ ήσυχη, που συνέχεια απλωνόταν πάνω στο σώμα του, σκέπασε τον ουρανό. Σκοτείνιαζε ξαφνικά, απ’ τη μια στιγμή στην άλλη.

«Στο κάτω κάτω εγώ το είδα πρώτος. Δικό μου είναι. Όλο δικό μου και κανενός άλλου», είπε ο πρώην αρχηγός. Κατόπιν ένιωσε στο πρόσωπο το αεράκι και τη δροσούλα που έφερνε μαζί του το σκάφος καθώς πλησίαζε με απερίγραπτη χάρη.

«Α, μα είναι πανέμορφο!» ακούστηκε η φωνή κάποιου προπορευόμενου, κάποιου που πήρε την πρωτοβουλία να οδηγήσει τους άλλους. Η ομάδα, καίτοι κουρασμένη, προχωρούσε σταθερά με κατεύθυνση το ακρογιάλι. Το άσπρο σκάφος με το υψωμένο πανί συνέχισε να σχίζει το νερό, σπρωγμένο από ένα απρόσμενο, προωθητικό, μελτεμάκι, που σταδιακά μεταφερόταν και στην ακτή.

Στην οργανωμένη παραλία, οι ομπρέλες θαλάσσης άρχιζαν να κουνιούνται αισθητά στα κοντάρια τους.

 

gavala* H Μαρία Γαβαλά γεννήθηκε στο Κορωπί Αττικής. Πτυχιούχος Ιστορίας και Αρχαιολογίας απ’ το Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο της Αθήνας. Έχει δουλέψει στην εκπαίδευση (σε ιδιωτικό Λύκειο της Αθήνας). Δούλεψε για πολλά χρόνια στο χώρο της τηλεόρασης (γύρισε επιστημονικά ντοκιμαντέρ και μικρού μήκους ταινίες για τις σειρές «Παρασκήνιο», «Γυναικεία Πορτραίτα» και «Σελίδες με θέα»). Στο χώρο του κινηματογράφου έκανε την εμφάνισή της με διάφορες μικρού μήκους ταινίες που συμμετείχαν στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης. Επιλεκτικά αναφέρονται οι ταινίες Κρεπ ντε Σιν, Από τη μια άκρη στην άλλη, Περί έρωτος. Στη συνέχεια γύρισε τις μεγάλου μήκους ταινίες Το άρωμα της βιολέτας (συμμετοχή στο φεστιβάλ κινηματογράφου του Βερολίνου) και το Μαγικό γυαλί, το οποίο τιμήθηκε με Κρατικό Βραβείο Κινηματογράφου. Περισσότερες λεπτομέρειες στο LinkedIn ή στο mariagavala.blogspot.gr. Δόκιμη πεζογράφος απ’ το 1994, έχει ασχοληθεί επίσης με την κριτική κινηματογράφου και με τη μετάφραση (από τα γαλλικά) λογοτεχνικών έργων και θεωρητικών κειμένων.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top