Fractal

Διήγημα: «Πιρουέτες»

Της Μαρίας Βέρρου // 

 

f19

 

Κάθε πρωί, την ίδια ώρα, σ’ έπαιρνε ο αέρας της μυρωδιάς της. Άρωμα ελαφρύ, καθοριστικό, μελαγχολικό όπως το πρόσωπο της, πλαισιωμένο από μαύρα ίσια δυνατά μαλλιά, βάδισμα λίγο ασταθές, θα ‘λεγες αποτέλεσμα της ώρας, σκληρά πρωινής. Κέντριζε την προσοχή· είχε μια αποφασιστικότητα ξεχωριστή, μαγνήτιζε το βλέμμα, έσπερνε και λίγο φόβο. Πάντα μόνη, κάθε παρέα σε απόσταση, οι φίλοι στο τέλος. Τα παντελόνια σαν άλλο δέρμα πάνω της. κολάκευαν τη λεπτή σιλουέτα της. Στο λεωφορείο πάντα μαζί, σκιά της, δίπλα στο ίδιο κάθισμα, η σιωπή παρέα μας, η απόσταση δεδομένη. Λίγο πριν τον προορισμό της χωρίζαμε. Τα λόγια κόλλαγαν στο στόμα μου, οι ήχοι δεν έβγαιναν, πλειστηριασμοί λέξεων, παραλήπτης άγνωστος. «θέλεις να πάμε για χορό;» της πέταξα μια εικόνα. Τολμηρή προσπάθεια, στιβαρή απαίτηση, ο ενδεχόμενος κίνδυνος ορατός. Γύρισε με κοίταξε, σχεδόν μου χαμογέλασε ή έτσι νόμισα. Προχώρησα λίγο ακόμα, με βήματα να βουλιάζουν σε ασταθές έδαφος. «Το Σάββατο είμαι ελεύθερος. Γίνεται μια γιορτή κοντά στη θάλασσα. Το κολύμπι επιτρέπεται, αν θελήσεις…».

Η σιωπή της μ’ έσπρωχνε. «Ναι στις επτά », έπεσε η απάντηση σαν κεραυνός. Έγινα πέτρα, κρατούσα την ανάσα μου, φοβόμουν μήπως χάσω το τέλος. Το «επτά» στοίχειωσε όλες τις επόμενες μέρες και ώρες μου. Όταν ο χρόνος χτύπησε μηδέν, βγήκα σε αναζήτησή της, καμαρωτός, χωρίς φόβο. Με περίμενε φορώντας όπως πάντα παντελόνια, κόκκινα αυτή τη φορά, έκανε μια υπόκλιση τρυφερή και αλλόκοτη συνάμα, με κοίταξε και περίμενε ν’ απλώσω το χέρι μου. Την έπιασα απαλά από τη μέση και αρχίσαμε να λικνιζόμαστε σ’ ένα ήσυχο, μελωδικό χορό. Μύριζε υπέροχα, τα μαλλιά της σε κάθε κίνηση ράπιζαν τρυφερά το πρόσωπό μου, το χαμόγελό της με ρούφηξε, τα χέρια μου, τα πόδια μου δεν τα όριζα, με όριζαν εκείνα, οδηγούνταν από τις κινήσεις της. Βρεθήκαμε πολύ κοντά, βρεθήκαμε απόμερα, τη φίλησα, το δέχτηκε, στάσου μου είπε, και μαζί με το παντελόνι της έβγαλε και τα δύο ξύλινα πόδια της…

 

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top