Fractal

Ποιήματα της Στιγμής και Άλλες Ουτοπικές Ιστορίες

του Πάνου Ριβιέρη //

 

poetryy

 

Πρωινή Ομίχλη

Μαθαίνεις να γράφεις γράφοντας
Μαθαίνεις να ζεις χάνοντας
Ελπίζεις να ζεις γράφοντας

 

Λέξεις

Μοιάζει με βόλτα στην άδεια πόλη μετά τη καταιγίδα
γι αυτό σου αρέσει
το σύνθημα στον τοίχο
που χάθηκε ο τρελός λαγός
διαδέχεται εικόνα ρακοσυλλέκτριας
να ψάχνει στα θερμοκήπια

οι λέξεις είναι σαν τα σύνορα
τη νύχτα ορατές
τη μέρα δυσκίνητες
πρόσωπα ερωτευμένων
κορμιά αλλοτριωμένων
σταγόνες επίμονες στην άμμο του χρόνου

με βρίσκουν απροετοίμαστο
υπνωτισμένο από ψαλμούς της μονότονης ζωής
δένουν τα χέρια μου στις ουρές τους
φέρνουν στα βλέμματα μου
μοτίβα με τις κρυψώνες του

λέξεις προσφέρονται
στις υπεραγορές του πνεύματος
ανταλλαγές σε λίγο αίμα
επιστροφές με περίσσια δάκρυα
φθαρμένοι ρόλοι με την οκά

λέξεων κύηση στις ράγες του τρένου

 

Τρένα της Φυγής

θυμίζει αυγή
το απόγευμα ο ορίζοντας
καστανιές περνούν με ορμή καταρράκτη
κρύβουν τα πρόσωπα στο τζάμι
λίγο πιο κάτω από
το δέρμα του καιρού

ένα μολύβι και ένα σύννεφο
το χέρι
θυμίζει κάννη
νυχτερινό βλέμμα
όταν σταθμεύει σε αόρατες πόλεις
που ζητούν πίσω το αίμα τους
από τις κάμερες του κλεμμένου χρόνου

λίγο αίμα
στου φιλιού την άκρη

δείχνει σαν όνειρο
το πρωί στο τούνελ
όταν το τρένο βγαίνει
από την αγκαλιά του
παιδί που ζητάει
τις χαμένες μητέρες

 

Κόρη Ανδρομέδας

έρχεσαι όταν δεν σε θέλω
ήσυχο πυρρόξανθο φως τα φθινοπωρινά μεσημέρια
με κάνει να νοσταλγώ ότι ξέχασα να ζήσω

φεύγεις όταν σε χρειαζόμαστε
καλοκαιρινή μπόρα στη ξερή γη
που δεν προλάβαμε να πούμε πατρίδα

κόκκινη θάλασσα στις μαύρες αχτίδες της ιστορίας
η πνοή σου
τα μονοπάτια σου
εκτός γραμμικού βλέμματος
αόρατοι οι τόποι σου
όπως ο χρόνος τον Αύγουστο

είσαι η άλλη πλευρά του φεγγαριού
γράφουν οι φωνές στα εσώτερα βιβλία
μυστική Θεά που διαφεντεύει
απαγορευμένα νεκροταφεία του πνεύματος

εκεί γεννάται η αλλιώτικη ζωή

θέλουμε ένα πρωινό να σε βρούμε
να λαγοκοιμάσαι μοιραία σαν τον θάνατο
στο τρένο που μας πάει στη δουλειά
και να χαθούμε στις μυστικές στοές
ενός ατέρμονου θαύματος

 

Τα Μωρά της Αθηνάς

χοντρές σταγόνες στάζουν από τη βρύση
διάφανες ματιές στον αόριστο πόνο
μπερδεύουν τα βήματα
από τις λέξεις στα πράγματα

γεννηθήκαμε στα πρώτα χρόνια της Αθηνάς
τότε που η αγουρίδα έδινε μέλι και τα δέντρα πίκρα
ο άνεμος σήκωνε τις μυθολογίες
στέλνοντας τες σε μυστικές σπηλιές
μουσικές γραφόταν για αόρατες γιορτές
γέροι μεγάλωναν νέους που τους έμοιαζαν
τα πεφταστέρια περισσότερα από τους χειμώνες
λιγότερες οι θάλασσες από τα βουνά
πουλιά που ζούσαν σε σπηλιές
φίλτραραν τις πένες μας

ανεπίδεκτα αμυνόμενοι
καθώς γυρεύαμε την άλλη πλευρά του φεγγαριού
στα βλέμματα του διαρκώς αναβαλλόμενου καλοκαιριού
γεννούσαμε ψευδαισθήσεις σε άδεια μπαλκόνια
κοιμόμασταν σε ξεχασμένα από τον Τειρεσία κείμενα
συνθέτοντας ν.υ.χ.τ.α.
(νέο υπερηχητικό χτύπημα ταξικού αγώνα)

τώρα τραγουδάμε ακόμη πιο μόνοι όλοι μαζί
σε τυφλούς που έχασαν τους μονόφθαλμους
φωνές στην ομίχλη
σκιές σε αόρατες πόλεις
και γράφουμε στις πλάτες του χρόνου
στίχους ονειροπόλας ζωής

εμείς που μάθαμε να χάνουμε θα σας διδάξουμε στη μάχη

 

Το Όπλο του Ποιητή

καθώς βάδιζα αμέριμνος
μέσα στη βροχή
έπεσα πάνω του

το βλέμμα μου αντίκρισε ξαφνικά
το μοναδικό του μάτι
ήταν σκοτεινό χωρίς κόρη
ενώ η ίριδα στραφτάλιζε στο βάθος
σαν ζωή έτοιμη να χαθεί ανά πάσα στιγμή
για κάτι που δεν πιστεύει αλλά το ζει

το όπλο με κοίταξε με τη σειρά του
έχω τόσα να σε ρωτήσω είπε
αλλά δεν προλαβαίνουμε
οφείλω να σε πάρω μέσα μου
είναι στη φύση μου μη με παρεξηγείς
εκτός και αν με κάνεις δικό σου

μελάνι έχω μπόλικο αποκρίθηκα
χύνεται στου ποταμού την όχθη
όμως για σφαίρες έχω λέξεις
θα σε γεμίσω και θα χτυπάς
στο ψαχνό των στιγμών

το όπλο εκπυρσοκρότησε
από την ταραχή του
και η σφαίρα έγραψε στο χέρι μου
τη μοίρα του ποιητή

 

Έρωτες

δυο φύλλα πέφτουν από την κερασιά
ξεγελάν τον άνεμο σμίγουν
σε έναν καρπό

ένα αγόρι ένα κορίτσι
μαλώνουν στον δρόμο
γλείφοντας πληγές του χρόνου

στη χαμένη σχεδία του παρόντος μας
το πρόσωπο μου χάνεται στην καρδιά σου
το κορμί σου εισβάλλει στο πνεύμα μου
στις σπηλιές του χθες
ο ύπνος σου βγάζει στα όνειρα μου
ο άνεμος μου δροσίζει την καρδιά σου
στο κουβάρι του μέλλοντος μας
οι στιγμές σου γράφουν τις λέξεις μου
οι πληγές μου δείχνουν τα βήματα σου

μπαλκόνι στο αυτοκίνητο του
δάσος στο υπόγειο της

αντικρίζουν τα μάτια
ραντεβού στους βυθούς
που οδηγούν στα μπλε σύννεφα

εκεί όπου το αίμα συνεχίζει να κυλάει

 

Καρδιά ίδια εκστατικό μάτι-Μάης, Αύγουστος και Νοέμβρης ♥ Μάης

σε βρίσκουμε
όπως οι γνωστοί άγνωστοι
συναντούν την Ιστορία
οι πλάνητες σε λένε νονό
στις στέγες σου λιάζονται
θερινά ρολόγια
παρθένες λέξεις
τα μεσημέρια σου δροσίζουν
τους μόνους των λίγων που γραφούν
σε άδεια καφενεία
κάποιο απόγευμα που η αγορά έχει κίνηση
κι η Πασιφάη γυρεύει τον ιδανικό εραστή

 

Αύγουστος

Aut viam inveniam aut faciam.

δεν μοιάζω με κανέναν
οι μέρες των άλλων έχουν αδελφές
όλοι ξοδεύονται στον χρόνο
μόνος μου μένω
να κλείσω τα φθαρμένα βιβλία των εποχών

ίσως γιατί λάμπω
σαν αστέρι στους βυθούς

εκεί βρίσκονται οι
άνθρωποι στις διακοπές τους
αντάρτες του γραμμικού χρόνου
εραστές κυκλοτερών αφηγήσεων
εκεί χωρίζουν
οι αγάπες των καθημερινών δρόμων
πορείες που δεν στρώθηκαν από δυνάμεις της φύσης

στις σπηλιές μου γεννιούνται λιονταράκια
από μανάδες που αγάπησαν άντρες
που δεν υπήρξαν παρά μονάχα σε κάποιες
άγνωστες νύχτες ηδονής παραφοράς ή
απλώς σκέτης τρέλας
των οποίων την αλήθεια ποτέ δεν θα μάθουμε

 

Νοέμβρης

Οι θολές νύχτες τρεμοσβήνουν
αλλάζοντας πορείες
για τις σκιές της φωτιάς

ομίχλη στο βλέμμα
καθαρίζει την σκουριά από
τις λέξεις
σ’αγαπώ σημαίνει νερό
που κυλάει στους δρόμους
τις πυκνές ώρες της νύχτας όταν
ο ιδρώτας αίμα γίνεται
και οι ήχοι χορεύουν ασταμάτητα
αγκαλιά με τα ξωτικά

όσοι και όσες
σαλπάραμε ως σκοτεινά πλεούμενα
νοιώσαμε των βυθών τον πόνο
ενώ οι γλάροι τσιμπούσαν τους αφρούς
επιστρέφουμε
ως πειρατές που τους έκλεψαν τον χρόνο
γνωρίζοντας σπάνιες γλώσσες
που κανένας δεν θέλει να μιλήσει

 

Υπόγεια Νερά

στο πνεύμα μου κυλάνε
υπόγεια νερά
σε δίκτυα μυστικά μουλιάζουν τις σκέψεις
συναντούν πρόσωπα
αγαπημένα που θέλησαν να χαθούν
στους καταρράκτες τους οι λέξεις μου
παίρνουν μορφή και νόημα
ακολουθώντας σημάδια διαλεγμένα
από παραμύθια που ζήτησαν να μην ακουστούν

μεγάλη ψεύτρα η μνήμη
ξεχνάει ότι της κόβει την ανάσα
θυμάται ότι θυμίζει το ίδιο της το αίμα

φοβάται όμως
της αλάξευτης πέτρας την ορμή
που χρόνο δεν μετράει ούτε σκουριά μαζεύει

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top