Fractal

Διήγημα: «Πηγάδι»

Της Γιώτας Αναγνώστου //

 

 

f1

 

Ήμουν βαθιά και σκοτεινή. Ήμουν ένα πηγάδι. Σ’ έναν ξερό κάμπο ήταν η θέση μου. Το στόμα μου έχασκε ορθάνοιχτο. Το σώμα μου όλο θαμμένο στη γη. Βουερή και χυμώδης μ’ αγκάλιαζε. Κανένας ξωμάχος δεν πλανιόταν σε τούτα τα μέρη. Ο κάμπος είχε εγκαταλειφθεί από καιρό. Τα στάχυα έμειναν αμάζευτα.

Ένα απ’ τα βράδια που χάζευα τον ουρανό και μέτραγα τ’ αστέρια – εκείνα τα ‘βγαζα σωστά, στα βράδια όμως τον λογαριασμό τον έχανα – άκουσα πάνω στα ξερά τα στάχυα τα βήματα ενός άντρα. «Έλα, έλα κοντά μου», μουρμούρισε όλο μου το σώμα μες στη γη. «Έλα, έλα να σε ξεδιψάσω, να σε πλύνω εγώ, να σε δροσίσω. Έλα να σου ψιθυρίσω το άρρητο, να σου δείξω το αθέατο».

Ήρθε. Πλησίασε. Έσκυψε πάνω μου. Τα χέρια του έσταζαν αίμα. Τα βούτηξε στα δροσερά νερά μου και τα μόλεψε. Ύστερα έπλυνε και το μαχαίρι του. Κι όπως έλαμπε το φεγγάρι πάνω στη λεπίδα, άστραψε τ’ άγριο βλέμμα του και ρίγησα σ’ όλο μου το βάθος.

Πήρα τότε να λικνίζω το κορμί μου μες στη γη κι αργά, μαυλιστικά να σιγοτραγουδώ ξυπνώντας τις ξωθιές στα βάθη μου. Μέσα απ’ το στόμα μου πετάχτηκαν σμήνη νυχτοπεταλούδες κι όπως τινάζαν τα λεπτά φτερά απ’ τα νερά μου και λαμπυρίζαν οι σταγόνες στο φως του φεγγαριού, γούρλωσε τ’ άγρια μάτια του κι έπεσε μέσα στον λαιμό μου το μαχαίρι. Τότε ανεβήκανε οι ξωθιές, οι φιλενάδες μου. Τ’ άσπρα χεράκια τους τον χάιδευαν στα μάγουλα, στα γένια, στα μαλλιά του και του ψιθύριζαν στ’ αυτιά στη μαγική τους γλώσσα.

Μόνος του έπεσε. Γκρεμίστηκε στα βάθη μου και το φεγγάρι δεν μαρτύρησε ποτέ, τίποτα, σε κανένα.

Κι από τότε από το στόμα μου βγαίνει εκείνη η μία, η μοναδική, η αγνή νότα που αντηχεί στον κάμπο και στην απέραντη ερημιά του κόσμου τούτου.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top