Fractal

Οκτώ Ποιήματα

Του Πέτρου Μίντζια //

 

 

poetry

 

 

Ο ΜΑΝΔΥΑΣ

 

Πισωπαντώντας στ’άγνωστο με λιγοστές προμήθειες

το φως εισβάλλει έντονο,τονίζει τις αλήθειες,

τόσο καιρό τις έκρυβες μα ήρθε η σειρά τους

αμείλικτη εκδίκηση ζητάνε στη σκιά τους.

Τα μάτια σου φανέρωσαν την πλάνη που φοβόσουν,

ανυπεράσπιστες φωνές έρχονται να σε ζώσουν,

μία φωτιά απάνθρωπη θα σε εξαφανίσει

κι ύστερα σαν ανάξια μορφή θα σ’εξαγνίσει.

Μ’ασθμαίνοντας εμπρός πατάς,ζητάς συγχωροχάρτι,

μοιραία ν’αποποιηθείς την όμορφή σου απάτη,

με μια κλωτσιά πετάς μακριά την άθλια ύπαρξή σου

και δεν πονάς σαν χάνεται στ’άπειρο το κορμί σου.

Μα να τη η απάντηση που σαν παιδί προσμένεις

φωνάζει ‘’φάε τη σάρκα σου’’,γιατί λοιπόν σωπαίνεις;

τα χέρια σου είναι μηχανές,τον διάβολο αποδιώχνουν

και με κινήσεις γρήγορες το κέλυφός του σπρώχνουν.

‘’Σε καταφύγια σκοτεινά,υγρά και δακρυσμένα

δεν επιστρέφεις τώρα πια,έλα κοντά σε μένα’’,

υπνωτισμένος υπακούς,κουρνιάζεις για βοήθεια,

μια λάμψη εκτυφλωτική σού βγαίνει από τα στήθια.

Αχ!πως σε παραπλάνησαν οι μάσκες του πολέμου

μα τον μανδύα έστρεψες προς τη φορά του ανέμου

τον βλέπεις μ’άγρια χαρά ψηλά καθώς πετάει

και προσποιείσαι άγνοια όταν σε χαιρετάει.

 

 

 

ΟΙ ΑΠΟΚΛΗΡΟΙ

 

Και των κτηνών και των θνητών συνάμα

ο πόνος έγινε βαρύς και τον κοιτούν αντάμα,

αντάμα όπως ξοδεύονται και πνίγονται στο κλάμα,

στο κλάμα που ξεχάσανε στ’αλλοτινό τους δράμα.

Τα βλέμματα στα χαμηλά,τα μάτια μ’άλλη όψη,

η δυστυχία κυβερνά,μηδέ χαρά να δώσει,

στους προμαχώνες της ζωής,τουφέκι η οδύνη,

της ευφορίας το δικαίωμα σαρώνει,καταπίνει.

Το σώμα όλο ένα παλτό με όρθιους γιακάδες,

στη χρόνια ακολασία να κάνει τεμενάδες

κι οι σφαίρες μόνο ανείπωτες πληγές έχουν γεμίσει

δυσαναπλήρωτο κενό στον πάτο έχουν αφήσει.

Της ήττας ρεπερτόριο,ωδή της ανημπόριας

των τσακισμένων των ψυχών οδός της στεναχώριας,

χαντάκι μπρος στα όνειρα,γκρεμός στις συνειδήσεις

ανυπαρξίας τέρμινο,ζωή ήξεις-αφήξεις.

 

 

 

ΜΟΝΟΣ ΕΝΑΝΤΙΟΝ…

 

Φθαρμένα υπολλείμμματα του φόβου και του τρόμου

απόνερα αισθήματα που πάντοτε φοβόμουν

και της καρδιάς και της ψυχής τα όρια στενεύουν

αλλάζουνε οι άνθρωποι μα στα ίδια πάντα μένουν.

Αυτήν μου την υπέρβαση μού την καταλογίζω

στις ίδιες άχρωμες νυχτιές πάντοτε θα γυρίζω,

μονάχος θα λογίζομαι ενάντια στους ανθρώπους

αντίθετος στ’αυθόρμητο,αντίθετος στους πόθους

κι όταν τελειώσει το μελάνι κι άπραγος απομείνω

θα λένε πως τελείωσα και λίγο λίγο σβήνω.

 

 

ΑΠΟΜΟΝΩΣΗ

 

Εδώ λοιπόν απέμεινα˙δες με,κοίτομαι στο χώμα

σε καταφύγια σκοτεινά και την ελπίδα καρφωμένη μες στο στόμα.

Τη μοναξιά φοβήθηκα˙τι λάθος!

να δένεσαι και τη καρδιά σου να πουλάς

το αδιέξοδο του νου να κυνηγάς,

τον έρωτα φοβήθηκα˙το πάθος!

Μα δεν ξέμεινε κανείς εδώ τριγύρω

και το μυαλό απήλθε στον εξώστη

ο ένας τρέμει και σιχαίνεται το κρύο

κι ο άλλος μόλις απ’τη θλίψη διεσώθη.

Εδώ λοιπόν απέμεινα˙κουράστηκα και τ’άκρα καταρρέουν

και τα ζιζάνια στους κροτάφους μου συρρέουν,

στον πόνο μου τα εύσημα απένειμα.

 

 

 

Η ΜΗΧΑΝΗ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ

 

Γιατί με εξαπάτησες κακούργε λαοπλάνε;

οι θύμησες ξανοίγονται μα πάντοτε γυρνάνε,

σε λένε αδυσώπητο και μέγα εισβολέα

κι εμένα με απείλησες σε φυλακή μοιραία.

Πως να σου αντισταθώ,κάνεις ό,τι θελήσεις

ναρκώνεις έρωτες αγνούς κι αθώες συνειδήσεις,

ξοπίσω μου ξανάρχεσαι,ποτέ δεν ησυχάζεις;

τις πιο υπέροχες στιγμές με δόλο τις ρημάζεις.

Στη μοναξιά αφόρητος στη θλίψη αρωγός,

περνιέσαι για ανώτερος του ανθρώπου οδηγός;

περήφανα ονομάζεσαι σοφός και πανδαμάτωρ

εχθρός δικός μου έγινες,εχθρός και των σωμάτων.

 

 

ΡΕΚΒΙΕΜ( Η ΣΚΗΝΗ ΤΟΥ ΤΕΛΟΥΣ)

 

Το δωμάτιο κρατημένο ως τις επτά

κοιτάζει κάπου αλλού η μοναξιά,

τα ρούχα διπλωμένα καθαρά,

στον πολυέλαιο περιμένει η θηλιά.

Μία ταλάντευση που ήρθε θα περάσει

όπως πέρασε ο χρόνος και η λήθη,

σε λίγη ώρα ο λαιμός θα μελανιάσει

και άφωνα θα μείνουνε τα πλήθη.

Ένα σφίξιμο στο στήθος επιμένει

να φωνάξω μα φωνή δεν βγαίνει,

η ησυχία το μυαλό μου τριβελίζει

απόλυτη η μοναξιά μα πια δεν με φοβίζει.

Δειλίας κατηγορητήριο θα αντιμετωπίσω

ανάλαφρος θα τους κοιτώ από τις θέσεις πίσω,

ένοχα θα χαμογελώ δίχως ειρωνεία

τα πράγματα επιτέλους μπήκανε σε πορεία.

Αυτή η καρέκλα η μικρή τον πόνο μου θα κρατήσει

γερή στη θέση της να μείνει κι ύστερα να με φτύσει,

φαιδρού ανδρός κατάντημα θα με κακολογήσει

μα ύστερα στη βαρύτητα μοιραία θα υποκύψει.

 

 

ΚΑΡΤ ΠΟΣΤΑΛ

 

Τι όμορφο τοπίο!

Πέρα απ’τους φοίνικες η θάλασσα και μια λευκή αμμουδιά.

Μου στέλνεις φιλιά στο οπισθόφυλλο αλλά διακρίνω μιαν απόσταση εκατομμυρίων ναυτικών μιλίων.

Πόσο όμορφα θα περνάς άμα τη απουσία μου!

Μου γράφεις κι έναν οκταψήφιο αριθμό.

Νούμερο τηλεφώνου είναι ή στυγνή καταμέτρηση στη στολή του κατάδικου που μου φόρεσες;

Τα γράμματά του σου ασχήμηναν·θέλω να είμαι ειλικρινής.

Άλλαξες γραφικό χαρακτήρα ή χαρακτήρα γραφής;

Τ’ομολογώ,δεν μου λείπεις.

Είχες δίκιο,λεοπάρδαλη στη κλάρα είμαι κι όχι πιγκουίνος.

Δεν μου λείπεις,αλλά τι σχήμα οξύμωρο!

Σε είδα στον ύπνο μου εχθές μ’ένα ολόλευκο φόρεμα δίπλα στη παραλία.

Μήπως ήταν συμβολικό;Μήπως παντρεύεσαι;Γιατί όχι,πάντοτε ήσουν της ασφάλειας ακόμα κι όταν αυτή ήταν κίβδηλη.

Πόσο χαίρομαι που βλέπω τους φοίνικες!

Χαίρομαι αλλά κι οργίζομαι και θέλω να ελευθερώσω ζουζούνια εκατομμύρια να ξεράνουν τους φοίνικές σου και πλοιάρια με φαγωμένα σκαριά να μολύνουν τις θάλασσές σου.

Απελπίζομαι που μ’αποκάλυψες.

 

 

Ο ΔΙΑΡΡΗΚΤΗΣ

 

Ξύπνησα κάθιδρος μες στη νύχτα από έναν εφιάλτη.

Η ώρα τέσσερις και μια δίψα ακατανίκητη μ’έσπρωξε στη κουζίνα.Είδα περνώντας απ’το χωλ μια σκιά και πάγωσα.Φαντάστηκα πως θα είναι διαρρήκτης.Είχα δίκιο.

Ένας διαρρήκτης μ’ολόμαυρη μορφή στεκόταν εμπρός μου.Είχε μπει από την πλαϊνή πόρτα της καρδιάς μου που είχα ξεχάσει ξεκλείδωτη ως φαίνεται κι ένα ελαφρύ αεράκι φυσούσε στα πλευρά μου.

Δεν κρατούσε φακό·ένα μακρύ ραβδί εξυγιάνσεως μονάχα.

Ούτε όπλο είδα·μια εικόνα κουβαλούσε και την έστρεφε απειλητικά προς το μέρος μου.Πισωπάτησα αλλά είδα καθαρά στην εικόνα έναν ακέφαλο άνδρα να βουτά στο κενό.

Τώρα κατάλαβα-του είπα-σε λάθος σπίτι εισέβαλλες.Εδώ δεν έχει τίποτα,μόνο πουκάμισα αδειανά και επικυρωμένα φύλλα πορείας με προορισμό την θλίψη.

Κατσούφιασε,σήκωσε την κουκούλα του και με κοίταξε με οίκτο.Οργίστηκε με το αφοπλιστικό μου χαμόγελο και πριν βγει από την κεντρική-πλέον-πόρτα,μου αντιγύρισε:

‘’το γαρ πολύ της θλίψεως γεννά παραφροσύνη’’.

Έκανα ένα βήμα να τον πλησιάσω αλλά είχε γίνει καπνός.Όταν πια άκουσα το ασανσέρ κλείδωσα και πήγα για ύπνο.

 

 

 

* O  Πέτρος Μίντζιας, είναι 31 ετών, απόφοιτος του τμήματος Ηλεκτρονικής Αθηνών στο ΤΕΙ της Αθήνας και από μικρός είχε μια ιδιαίτερη κλίση στις ”θεωρητικές” τέχνες. Ανακάλυψε την λογοτεχνία λίγο μετά το σχολείο και του άνοιξε δρόμους που δεν φανταζόταν. Διάβαζε ανελλιπώς για πολλά χρόνια και τους κλασσικούς αλλά και τους σύγχρονους. Πλέον έχει πάθος με το είδος και παρακολουθεί στενά τις νέες εκδόσεις.Αυτό το πάθος τον έκανε να δοκιμάσει κι ο ίδιος τις δυνάμεις του. Έγραφε και γράφει πεζά, διηγήματα και ποιήματα. Το ίδιο πάθος τον διακατέχει και για τον καλό κινηματογράφο. Του αρέσουν περισσότερο οι ευρωπαϊκές ταινίες και κατά καιρούς έχει γράψει άρθρα και κριτικές σε blogs. Είναι κάτοικος Αθήνας.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top