Fractal

Διήγημα: «Η πειραϊκή ξυπνάει από τη θάλασσα»

Του Πέτρου Κυρίμη // *

 

f6

 

Χωμάτινοι δρόμοι, πολλές φορές λασπωμένοι από τη βροχή, όμως σε αυτές τις γειτονιές χτυπούσε η καρδιά της Ελλάδας εκείνης της εποχής. Πότε χαρούμενα, πότε λυπημένα, μα χτυπούσε το ίδιο για όλους.

Η γειτονιά μου, Πασαλιμάνι, Φρεαττύδα, Πειραϊκή.

Το να μένει κανείς τότε στην ευθεία αυτή, του έδινε έναν αέρα κοσμοπολίτη, γιατί μπορούσε να ανήκει και στις τρεις αυτές μεγάλες περιοχές. Τότε που ο όρος γειτονιά είχε την έννοια της πόλης, του χωριού, της πατρίδας. Αυτόνομες και ανεξάρτητες με τα δικά τους όρια, τη δική τους τάξη και συμπεριφορά.

Οι γειτονιές του ΄60!.. Το όνομα γειτονιά, ταυτόσημο με το όνομα της μάνας!.. Η ίδια δυναμική, ο ίδιος αντίλαλος, σε ανθρώπινα μέτρα. Στα μέτρα της καρδιάς.

«Κωστάκη, βράδιασε… μαζέψου, το φαί είναι έτοιμο»

«Γιωργάκη, όπου να ΄ ναι έρχεται ο πατέρας σου… αλλοίμονο σου»

Οι ξύλινοι στύλοι της ΔΕΗ με το κίτρινο χαμηλό φωτισμό τους, από κάτω ένας κύκλος με κιμωλία να παίζουμε «αμπάριζα και «πρωτελιά» και το «φτου, ξελευτερία».

Και έρωτες, παιδικοί και αιώνιοι, σαν τις παλιές χαλκομανίες μέσα στα λευκώματα.

 

Πόλεμοι με ξύλινα σπαθιά

παιχνίδια στη γωνιά του κάθε δρόμου

αμπάριζα και πρωτελιά

το κυνήγι κλέφτη κι αστυνόμου

 

Αφήνω τα χρόνια εκείνα στις μικρές συνοικίες, του Πειραιά, που τα πέρασα ανάμεσα σε φτώχεια και ποδόσφαιρο στις μικρές αλάνες, και πάω λίγο πιο μετά, στα πρώτα χρόνια της εφηβικής ηλικίας, στο κέντρο του Πειραιά, ανάμεσα στο λιμάνι και στη μαρίνα Ζέας. Αυτή η εντελώς τυχαία απόφαση του πατέρα μου να πάμε στην οδό Αφεντούλη στάθηκε καθοριστική ίσως στη διαμόρφωση του χαρακτήρα μου, γιατί μόλις έβγαινα από την πόρτα του σπιτιού μου, είχα να διαλέξω δεξιά το Πασαλιμάνι με τα κότερα κι αριστερά το λιμάνι με τις μαούνες. Το Πασαλιμάνι, με τον «καλό» κόσμο του σε καθημερινές απογευματινές βόλτες, με τα ζαχαροπλαστεία και τα σινεμά του στη σειρά, δε με τράβηξε καθόλου. Καμιά φορά μόνο πήγαινα μέχρι τον όμιλο «Ερετών», όπου ήταν οι κωπηλατικές βάρκες, που τις χάζευα να αστράφτουν σαν χελιδονόψαρα στ’ αντιφεγγίσματα του νερού.

Αγιόκλημα και γιασεμιά, θερινοί κινηματογράφοι, ο καραγκιοζοπαίχτης Χαρίδημος, τα τραμ Παλαμηδίου, Νέου Φαλήρου και τα άλλα του Περάματος.

Τώρα που τα σκέφτομαι, με έκπληξη διαπιστώνω, ότι οι αναμνήσεις μου από εκείνα τα χρόνια, δεν έχουν τίποτα από χειμώνες και βγάζω το συμπέρασμα, πως η παιδική ηλικία δεν είναι τίποτα άλλο από καλοκαίρια, θάλασσα, κυριακάτικα πρωινά και διακοπές.

 

Το βράδυ ραντεβού στο σινεμά

να δούμε τον ιππότη με τη μάσκα

η το λιοντάρι να χιμά

στην Τσίτα που φορούσε μια τραγιάσκα

 

Αχ, εκείνα τα ήσυχα πρωινά της Κυριακής στα σκαλάκια της εξώπορτας περιμένοντας τους φίλους για παιχνίδι.

Και όλος ο κόσμος να είναι ένας ταπεινός, χωμάτινος, χρωματιστός βόλος, ένα τσίγκινο καπάκι λεμονάδας, μια μικρή ξεφτισμένη φωτογραφία να απεικονίζει ποδοσφαιριστές και ομάδες. Ένα λαστιχένιο τόπι. Τις πιο πολλές φορές σκασμένο.

 

Ξύπναγε όλη η γειτονιά

μες το τρελό το γύρισμα του χρόνου

κι έλεγες είναι τα παιδιά

χαρά κι ανάσα αυτού του ψεύτη κόσμου

 

Κάθε απόγευμα την ώρα που άνοιγαν πάλι τα μαγαζιά και οι καφετζήδες κατάβρεχαν τα πεζοδρόμια να βγάλουν έξω τα τραπεζάκια τους, περνούσε ένας τυφλός ζητιάνος με ένα ακορντεόν και με μια ψιλή παραπονιάρικη φωνή τραγουδούσε πάντα το ίδιο τραγούδι.

«Η κοινωνία με κατακρίνει, με έχει αδικήσει στα αληθινά…»

Το τραγουδούσε τόσο πονεμένα, σχεδόν σπαραχτικά που με έπιανε τέτοια συμπόνια, άλλο πράμα.

Και μετά ήρθανε τα άλλα χρόνια, απότομα και καταλυτικά. Δεν πήραμε είδηση. «ανεπαισθήτως» μας έκλεισαν από τη γειτονιά μας έξω. Από την ίδια τη ζωή μας. Πρώτα ακούστηκε εκείνη η καταραμένη λέξη «αντιπαροχή», μετά «γκαρσονιέρα με μπιντέ», μετά φροντιστήρια αγγλικών Στρατηγάκη να ετοιμάσουν την είσοδο του Rock and Roll, του Elvis Presley και του Johnny Holiday και να κλείσουν την άλλη, της ελληνικής γλώσσας που ακροβατούσε ακόμα πάνω στο γράμματο συντακτικό.

Και μετά ήρθανε οι μπουλντόζες και όλα έγιναν τσιμέντο.

Όταν μπαίνεις στο λιμάνι του Πειραιά, από πολύ μακριά διακρίνεις ένα πανύψηλο ουρανοξύστη. Όταν πας κοντά διαπιστώνεις ότι είναι ακατοίκητος γιατί λέει δεν υπολόγισαν σωστά και βρήκαν νερό στα θεμέλια. Τώρα χάσκει εκεί σαν δράκος που φυλάει το μυστικό της ασχήμιας. Μονάχα όσοι μεγαλώσαμε στον Πειραιά ξέρουμε ότι στην κοιλιά του μέσα βρίσκεται εκείνο το νεοκλασικό κτήριο με το μεγάλο ρολόι στην κορυφή του σημείο αναφοράς εκείνου του άλλου Πειραιά που χάθηκε για πάντα.

 

Χάθηκαν οι κάτασπρες αυλές

παιχνίδια και χαρές δεν έχει τώρα

στους δρόμους με τρομάζουνε φωνές

σειρήνες ουρλιαχτά κι ασθενοφόρα.

 

Η μάνα μου ήξερε απέξω όλον τον Ερωτόκριτο κι ακόμα ήξερε εκείνο το τραγούδι του Κωνσταντή με τη μονάκριβη αδελφή που παντρεύτηκε και πήγε στη ξενιτιά.

Τι βράδια ήτανε κι αυτά!

Από νωρίς έφτιαχνε χαλβά σιμιγδαλένιο που θα τον μοίραζε δίκαια σε όλα τα παιδιά κορίτσια κι αγόρια μέσα σε χαρτοπετσέτες που η μυρωδιά του μαζί με τη μυρωδιά από τα λουλούδια της αυλής λες και μας υπνώτιζε γιατί καθισμένοι άλλοι κάτω στις πλάκες ή στα πεζούλια, μόλις άρχιζε να τραγουδάει σιγά κι απαλά σα νανούρισμα δεν ακουγόταν ούτε η ανάσα μας.

Μάνα, μανούλα, μαμά, ένα μέτρο κάτω απ’ το χώμα σ’ εκείνο το φτωχό νεκροταφείο της Ανάστασης, που απ’ έξω οι γύφτοι πουλάνε διαλαλώντας σαν σε πανηγύρι τα κίτρινα μαραμένα λουλούδια που σου άφησα φεύγοντας, πάρε πάλι σάρκα και οστά, πάρε πάλι κείνη τη μυρωδιά από ζεστό γάλα ή ζεστό ψωμί στα στήθια σου και πάρε με στην αγκαλιά σου και μετά άσε με εκεί να ρουφάω το άρωμα σου, πασχαλινή ημέρα με κόκκινα αυγά, καθώς οι

μικροί φίλοι σφυράνε συνθηματικά κάτω απ’ το παράθυρο ανυπόμονοι, ξέροντας ότι ο χρόνος περνάει.

Κι ο χρόνος πέρασε θριαμβευτής και παντοκράτορας κι έφερε άλλα χρόνια. Οι μικροί φίλοι μεγαλώσανε. Πήραν το δρόμο τους.

Ο τελευταίος έρωτας τέλειωσε κι αυτός. Δεν έχω παράπονο. Έχω. Τα ξέφτια από τα όνειρα μου κρεμασμένα στα μολυβένια σύννεφα. Έχω. Τα μάτια μου άδεια από σένα, τη μάνα μου πεθαμένη. Έχω. Το ρολόι κουρδισμένο, τα σκουπίδια έξω απ’ την πόρτα μου. Τη ζωή μου έξω από μένα…

Η Πειραϊκή ξυπνάει από τη θάλασσα. Ένας μονότονος ειρηνικός ήχος από κάποια τράτα, ένα χαρούμενο παρατεταμένο σφύριγμα καραβιού που έρχεται ή ένα λυπημένο από καράβι που φεύγει. Οι εργάτες του λιμανιού κι εκείνοι που δουλεύουν βάρδια αμίλητοι κι αγουροξυπνημένοι περιμένουνε στις στάσεις των λεωφορείων.

Η Πειραϊκή ξυπνάει από τη θάλασσα.

Και πάντα η μέρα τελειώνει έτσι. Με τον ήλιο να βασιλεύει πορτοκαλής και μεγαλόπρεπος σαν βυζαντινός αυτοκράτορας πίσω από τα βουνά της Σαλαμίνας.

Αχ, βράχια της Πειραϊκής, θάλασσα που σε ρούφηξα και φύκια σιωπηλοί κάτοικοι του βυθού, σοφοί εξομολογητές των ονείρων μου…

Σκόρπια θα είναι ακόμα και σκουριασμένα πια τα τσιμπιδάκια απ’ τα μαλλιά της. Ίσως κάποια χέρια τα πιάσουν με προσοχή να μην κοπούν κι αδιάφορα τα πετάξουν στη θάλασσα, να καθαρίσουν το χώρο, να τον κάνουν δικό τους…

 

Αχ, ζωή που πέρασες

Σαν μωρό που γέρασες

Αχ. Και συ αγάπη μου

Μοιάζεις με το δάκρυ μου

 

 

 

* Η συγγραφική δραστηριότητα του Πέτρου Κυρίμη εντοπίζεται στα έργα του: «Η καρδιά του κότσυφα», Καστανιώτης 1997, «Ιστορίες του πριν και του μετά», Ίνδικτος 2003, «Το λευκό του ήλιου», Ηλέκτρα 2007, «Κύριε των λυγμών», Ηλέκτρα 2008, «Εκλογές στη Νεφούπολη», Πατάκης 2000, «Ο λύκος που ήθελε να γίνει δήμαρχος» Εκδόσεις Άγκυρα 2010». Από το 2006 μέχρι το 2008 αρθρογραφούσε στην εφημερίδα «Πρώτο Θέμα».

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top