Fractal

✔ Πέτρος Κουτσιαμπασάκος (1965-2014): Ωσεί παρών

Γράφει ο Ευάγγελος Ι. Τζάνος // *

 

 

Αν και «οι απουσίες των αγαπημένων μας προσώπων μεταμορφώνουν και τις δικές μας σιωπές», ωστόσο δεν γίνεται να μη μιλήσεις για έναν καλό φίλο που έφυγε πρόωρα, για έναν από τους αξιόλογους ανθρώπους της γενιάς μας.

 

Γνώρισα τον Πέτρο Κουτσιαμπασάκο (1965-2014) στις αρχές της δεκαετίας του 1990, την εποχή που μας κολάκευε να λέμε ότι είμαστε κοντά στο μέχρι σήμερα αξεπέραστο, κατά την άποψή μου, λογοτεχνικό περιοδικό «Πλανόδιον», εκεί που συναντούσαμε ποιητές, όπως τον Γιάννη Πατίλη, τον Νίκο Φωκά ή την Αγγελική Ελευθερίου και συγγραφείς όπως την Έλσα Λιαροπούλου.

Τι μου άρεσε στον Πέτρο; Πρώτα πρώτα ότι ήταν μηχανόβιος! Ύστερα ότι βρήκα έναν άνθρωπο πιο δύσπιστο από μένα. Ακόμη, ότι ήταν ένας καλός μουσικός. Και βέβαια, το κυριότερο, ότι αντιμετώπιζε με σοβαρότητα τη συγγραφική τέχνη και τέχνη του. Το προαισθανόσουν ότι ο Πέτρος κάποια στιγμή θα συγγράψει την Πόλη παιδιών (εκδ. Πατάκη, 2012), ένα εκ βαθέων μυθιστόρημα, ξεκάθαρο, ολοκληρωμένο και ζόρικο.

Προτού την Πόλη παιδιών ο Πέτρος Κουτσιαμπασάκος εξέδωσε τη συλλογή διηγημάτων Η σκεπή (εκδ. Εστία, 2004). Στο οπισθόφυλλο του βιβλίου διαβάζουμε το εξής: «Πρόσωπα που έχουν χάσει τον προσανατολισμό τους, σε μικρές ή μεγάλες καμπές της ζωής τους. Η προσπάθειά τους να βρουν ξανά ένα δρόμο δένει τις οχτώ ιστορίες του βιβλίου».

 

 

Από τη συλλογή απομονώνω το διήγημα «Απέναντι». Είναι εμπνευσμένο από τη «Μαργαρίτα Περδικάρη» του Δημήτρη Χατζή. Εδώ έχουμε τη Γιώτα, ένα κορίτσι είκοσι τεσσάρων ετών. Εργάζεται στον ίδιο χώρο με τον αφηγητή, μάλιστα τα γραφεία τους είναι απέναντι. Η Γιώτα είναι, όπως λέγεται, κλειστό κορίτσι. Λιγομίλητη, δηλαδή καθόλου επικοινωνιακή. Γρήγορα ο αφηγητής νιώθει ότι ανάμεσά τους υψώνεται ένας τοίχος, που τους εμποδίζει αν όχι να γνωρίσουν ο ένας τον άλλον, τουλάχιστον να κάνει ευχάριστο το πρωινό στην εργασία τους.

Στο διήγημα επανέρχονται ολοένα εδάφια από τη «Μαργαρίτα Περδικάρη». Τηρουμένων των αναλογιών, παρακολουθούμε τα συναισθήματα της Γιώτας μέσα από τα συναισθήματα της Μαργαρίτας μας. Όμως εδώ δεν ακούγεται κανένα «Καληνύχτα ντε…». Το «φώυαρ» για τη Γιώτα είναι, αντίθετα από τη Μαργαρίτα μας, το γκρέμισμα του τοίχους με τον αφηγητή και εντέλει η αντιμετώπιση της καθημερινότητας.

Μάχη με την καθημερινότητα, και μάλιστα δύσκολη, έχουμε και στο μυθιστόρημα Πόλη παιδιών. Εδώ ο Γιώργος Χαλκίτης, παιδί χωρίς πατέρα, από τα έξι του χρόνια κιόλας ζει και μεγαλώνει σε μια παιδόπολη κοντά στη Θεσσαλονίκη. Ο λόγος δεν είναι προφανής, το παιδί μέχρι τα έντεκά του τον αγνοεί: η μητέρα του εγκλείεται κατά καιρούς στο «Δρομοκαΐτειο», στην Αθήνα.

Μητέρα και γιος δεν γνωρίζουν το πού βρίσκεται ο άλλος. Το περιβάλλον τους, μάλλον συνοπτικά, έχει αποφασίσει ότι αυτό είναι το σωστό και για τους δύο. Ωστόσο, ο Γιώργος Χαλκίτης μεγαλώνει με τη λαχτάρα, με την αγωνία να δει τη μητέρα του, να μάθει πώς ζει. Ολοένα επιχειρεί να βρει τη διεύθυνσή της και να της γράψει. Στις προσπάθειές του αυτές εντάσσεται και μια αποτυχημένη απόπειρα να διαρρήξει το γραφείο της κοινωνικής λειτουργού της παιδόπολης. Όταν καταφέρνει να ανακαλύψει τη διεύθυνση της μητέρας του στο ψυχιατρείο, το σκάει, κατεβαίνει μέσα σε αντίξοες συνθήκες στην Αθήνα και τη συναντά.

Αν και η παραμονή του εδώ δεν διαρκεί πολλές μέρες, αν και η τιμωρία του μετά την επιστροφή του είναι εκδικητική, η ενδόμυχη χαρά του είναι άμετρη: νιώθει ότι έφτασε στον πρώτο προορισμό του. Είδε τη μητέρα του και τη θυμήθηκε. Έμαθε γιατί δεν τον επισκέπτεται, γνώρισε τη ζωή της. Έτσι, τώρα προαισθάνεται πως ο χρόνος γίνεται πλέον σύμμαχός του προτείνοντάς του καινούργιες προσδοκίες.

Η ζωή στην πόλη των παιδιών περικλείεται μέσα σε τέσσερις λέξεις: πρόγραμμα, πειθαρχία, απαγορεύσεις, τιμωρία. Πρόκειται για ένα αμείλικτο πλαίσιο διαχείρισης ψυχών, το όριο ανάμεσα στον έξω και τον μέσα κόσμο. Ένα συρματόπλεγμα χωρίζει τους δύο κόσμους εμποδίζοντας τα παιδιά να αντιληφθούν τις διάσπαρτες ιδρυματικές νοοτροπίες που επικρατούν έξω από την παιδόπολή τους, έξω από τα κάθε λογής ιδρύματα.

Ασίγαστη λαχτάρα των παιδιών είναι να σμίξουν με τους γονείς τους, να τους δοθεί η δυνατότητα να μεγαλώσουν κοντά στις οικογένειές τους. Όσα παιδιά δέχονται τις επισκέψεις της μητέρας τους, νιώθουν ότι αυτές οι επισκέψεις δεν αρκούν, και όσα δεν τη βλέπουν διόλου νιώθουν υπαρξιακά μετέωρα. Κρατιούνται από τα σποραδικά γράμματα που λαβαίνουν, αν και αυτά επιτείνουν την απουσία της δια ζώσης συνάντησης: «Γράψε μου, μόνο τα γράμματά σου έχω», γράφει ο Γιώργος Χαλκίτης στη μητέρα του, ενώ εκείνη δικαιολογείται ότι «εδώ που βρίσκομαι έρχονται μέρες που ξεχνάω τον χρόνο».

Το πρόγραμμα της παιδόπολης περιλαμβάνει το σχολείο τον χειμώνα και τις άδειες ή την κατασκήνωση το καλοκαίρι, ενώ η καθημερινότητα διακόπτεται ή διασκεδάζεται από τους απαραίτητους εορτασμούς και τις παρελάσεις. Σε οποιαδήποτε δραστηριότητά τους τα παιδιά οφείλουν να είναι πειθαρχημένα, να μην κάνουν οτιδήποτε απαγορεύεται, αφού σε κάθε παράπτωμα είναι αναπόφευκτη η τιμωρία τους, όπως, γ.π., εκείνη η ομαδική τιμωρία για μια σπασμένη λάμπα.

Στον ελεύθερο χρόνο τους τα παιδιά παίζουν μπάλα ή κουκουναροπόλεμο, διαβάζουν κόμικς, (ο Γιώργος Χαλκίτης για κάποιο διάστημα έχει και ένα ραδιοφωνάκι που του χάρισαν), ή το σκάνε για λίγη ώρα μέσα από την τρύπα που έχουν κάνει στο συρματόπλεγμα και παίζουν στο δάσος. Εδώ τα παιδιά έχουν την ψευδαίσθηση της ελευθερίας. Ευχάριστη έκπληξη αποτελούν τα μαθήματα μουσικής για όποιο παιδί ενδιαφέρεται. Η παιδόπολη έχει τη φιλαρμονική της, στην οποία συμμετέχει και ο Γιώργος Χαλκίτης παίζοντας τρομπέτα.

Το ίδρυμα γίνεται αποδέκτης των πολιτικών αλλαγών στη χώρα, γ.π., η πτώση της χούντας, ή των από καιρό σε καιρό καινοτομιών, γ.π., η λειτουργία των τηλεοπτικών σταθμών. Οι αλλαγές εντός της παιδόπολης δεν είναι πάντα ευπρόσδεκτες από όλους. Όταν, επιτέλους, επιτρέπεται στα παιδιά να φοράνε ατομικά ρούχα, όσα δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να αγοράσουν ρουχισμό, δυσαρεστούνται.

Εστιάζω στις σελίδες της αναστάσιμης προσευχής «Ανάστασιν Χριστού θεασάμενοι», επειδή θεωρώ ότι το πλέξιμό της με τις σκέψεις του εντεκάχρονου πλέον Γιώργου Χαλκίτη, αποτελεί μια από τις κορυφώσεις του μυθιστορήματος και πάντως τη συμπύκνωση του κυρίαρχου συναισθήματος.

Μέσα από την αναστάσιμη προσευχή, ο Γιώργος Χαλκίτης εκφράζει τα βαθύτερα συναισθήματά του για το αντάμωμα με τη μητέρα του. Κάθε στίχος της προσευχής ερμηνεύεται με τέτοιον τρόπο, ώστε εντέλει διαβάζουμε μια παράκληση προς την ονειρική θέαινα, τη μητέρα, από τον ευλαβή πιστό, τον γιο, που βίωσε την χωρίς να είναι φταίχτης πτώση από τον παράδεισό του.

«Την ήξερε την προσευχή», γράφει ο Πέτρος Κουτσιαμπασάκος για τον Γιώργο Χαλκίτη, «από την προπερασμένη χρονιά. Αλλά θα την έλεγε, ξανά, μόνος, μονάχα αυτός να την ακούει. Είχε δύσκολες λέξεις, δεν τις καταλάβαινε, ούτε το νόημα που έφτιαχναν όλες μαζί. Το βλέμμα του γύριζε, κοιτούσε μέσα, η ακοή μαζεύτηκε στα χείλη. Ανάστασιν, ο πρώτος ψίθυρος ενώθηκε με τους ψιθύρους των άλλων παιδιών, Χριστού θεασάμενοι, προσκυνήσωμεν… Ανέβαινε με τα λόγια μέχρι επάνω, στο ταβάνι, κατέβαινε πάλι, πιο κάτω από το στήθος, για ν’ ανέβει με τα επόμενα… άγιον, Κύριον, Ιησούν… Με τη γλώσσα άγγιζε, με τα δάχτυλα γευόταν, τον μόνον αναμάρτητον, με το δέρμα μύριζε».

Ο Γιώργος Χαλκίτης προσκυνά τη μαρτυρική σταύρωση της μητέρας του, δηλαδή τον εγκλεισμό της στο ίδρυμα, υμνεί την ανάστασή της, δηλαδή τη συνάντησή τους, που ήταν –κατά το παράδειγμά της– και δική του ανάσταση, την αναγνωρίζει σαν μοναδική θεά, γι’ αυτό και προσέρχεται ξανά σε συνάντησή της με την επιθυμία να μην την αποχωριστεί, καλεί το περιβάλλον του να προσκυνήσουν το γεγονός της ανάστασης, να χαρούν, όπως χάρηκε ο ίδιος, και ομολογεί ότι θα ευλογεί τη θεά του παντοτινά, τώρα που σιγουρεύτηκε ότι δεν τον είχε λησμονήσει τόσα χρόνια: «όλα τα χρόνια που αυτός κοιμόταν σε ξένα κρεβάτια και η μάνα του κοιμόταν σε ξένο κρεβάτι».

Εξίσου, η συλλογή διηγημάτων Δρόμοι (εκδ. Πατάκης, 2015) αναδεικνύει, σε άλλο όμως επίπεδο, το διαρκές αίτημα για απρόσκοπτη κοινωνία μεταξύ των ανθρώπων, κοινωνία απαλλαγμένη από  εγκλωβισμούς και συμβάσεις.

Τα πρόσωπα των Δρόμων επιλέγουν, αντί να αγχωθούν για το μέλλον τους, να βιώσουν το παρόν τους. Στην προσπάθειά τους να διαλεχθούν με το παρόν, όταν ιδίως αυτό μοιάζει με στενωπό ζωής και τους καταπιέζει, αντιδρούν, αναλαμβάνοντας έτσι την ευθύνη για το ενδεχόμενο της περιθωριοποίησης. Κάποτε η στάση τους απέναντι στη ζωή τούς δικαιώνει, βρίσκουν τον δρόμο τους μέσα από τη φιλία, ή το επάγγελμα που αγαπούν και που τους ταιριάζει. Ο αφηγητής του διηγήματος «Ένας από αυτούς» προτιμά να δουλεύει με μετανάστες, νιώθοντας ότι έτσι «είχε φτάσει σ’ έναν νέο τόπο. Μαζί τους. Ήταν ένας από αυτούς».

Στους Δρόμους οι καταστάσεις δεν διαφέρουν αισθητά από τόπο σε τόπο. Παντού σχεδόν είναι ίδιες, μοιάζουν. Οι άνθρωποι των Δρόμων, όταν βρίσκονται στο εξωτερικό, δυσφορούν για την πλασματική εικόνα της πατρίδας μας, όμως όταν βρίσκονται για διακοπές, αίφνης στη Γαύδο, το τοπίο τούς μεταμορφώνει: «Ήσουν εσύ μέρος από τη θάλασσα, τον αέρα, τους κέδρους». Οι αφηγητές των Δρόμων θέλουν να έρχονται εκούσια ή ακούσια σε επαφή με άλλους ανθρώπους, δεν τους πάει ο μονήρης βίος, επιθυμούν να συμμετέχουν σε ποικίλες συναθροίσεις, κρατώντας ωστόσο συχνά μια απόσταση.

Οι Δρόμοι επανέρχονται στο μοτίβο του θανάτου, μέσα από τα πρόσωπα της μητέρας, της γιαγιάς ή του ερωτευμένου ζευγαριού. Στην κηδεία της γιαγιάς, γ.π., ο πόνος γίνεται θυμός και φόβος: «Η γιαγιά, μία μέρα και τέσσερις ώρες πριν, είχε πάρει άλλον δρόμο, εκείνον για το γαμημένο το ταξίδι, το άφατο, το απερίγραφτο, που το κάνεις μόνος, που δεν ξέρουμε καλά καλά αν το κάνεις, και οι αποδώ ποτέ δεν θα μάθουμε με τι μοιάζει».

 

 

Ολοκληρώνοντας, θα ήθελα να συνδέσω το μυθιστόρημα Πόλη παιδιών με την αριστοτελική σκέψη, όπως μας τη μεταφέρει από την «Ποιητική» η φιλόλογος Ερμιόνη Ηλιάδου, αντικαθιστώντας, πιστεύω όχι αυθαίρετα, την ποίηση  με την πεζογραφία.

Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, ο ποιητής ομιλεί για όσα είναι πιθανό ή αναγκαίο να συμβούν. Αυτή είναι η διαφορά του από τον ιστορικό. Για τον Αριστοτέλη η ποίηση νοιάζεται για τις αιώνιες καταστάσεις και όχι για το συγκεκριμένο γεγονός. Αυτό ενδιαφέρει τον ιστορικό. Γι’ αυτό και η ποίηση, ίσον πεζογραφία, βρίσκεται πιο κοντά στην αλήθεια. Ο πεζογράφος αντιλαμβάνεται το τι συμβαίνει και δεν μιμείται την πραγματικότητα, επιπλέον τη δημιουργεί.

Αν ο αναγνώστης διαβάσει την Πόλη παιδιών έχοντας αυτά στον νου του, θεωρώ ότι θα εντοπίσει ακόμη έναν λόγο για τον οποίο το μυθιστόρημα είναι ξεχωριστά γοητευτικό. Ο αναγνώστης μέσα από την Πόλη παιδιών οδηγείται στην αλήθεια, στην ορθότητα, στις αΐδιες συμπεριφορές.

Είναι κοινό μυστικό ότι η λογοτεχνία δεν χαρίζεται σε κανέναν. Ο Πέτρος Κουτσιαμπασάκος πέτυχε να μετουσιώσει στο έργο του τα βιώματα και τις εμπειρίες του, την αντίληψή του για τον κόσμο. Σταθήκαμε τυχεροί που γνωρίσαμε έναν τέτοιον συγγραφέα, έναν τέτοιον φίλο, και δεν τον ξεχνάμε.

[Ομιλία στην εκδήλωση «Πέτρος Κουτσιαμπασάκος (1965-2014), Το πρόσωπο – ο φίλος – ο πεζογράφος», Αθήνα, Τρίτη 20 Ιουνίου 2017. Περιλαμβάνει αυτούσια αποσπάσματα από τις κριτικές για τα βιβλία Πόλη παιδιών και Δρόμοι, όπως δημοσιεύτηκαν στο περ. Μανδραγόρας, τχ. 52, Ιούνιος 2015 και τχ. 55, Δεκέμβριος 2016 αντίστοιχα. Η φράση «οι απουσίες των αγαπημένων μας προσώπων μεταμορφώνουν και τις δικές μας σιωπές» προέρχεται από το διήγημα «Η δεινή σιωπή του Μεθόδιου Ανθρακίτη», τώρα στο Ευάγγελος Ι. Τζάνος, Λαβή, εκδ. Ηριδανός, Αθήνα 2011].

 

 

* Ο Ευάγγελος Ι. Τζάνος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1962, όπου ζει και εργάζεται. Σήμερα παρακολουθεί το Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα Σπουδών του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου «Σπουδές στην Ορθόδοξη Θεολογία». Έχει εκδώσει την τετραλογία Το Τυχαίο: Σύνεργα, (διηγήματα), εκδ. Σαΐτα, e-book, Καβάλα 2012·Ενέδρα, (νουβέλες), εκδ. Μανδραγόρας, Αθήνα 2008·Λαβή, (διηγήματα), εκδ. Ηριδανός, Αθήνα 2011·Αφανισμός, (νουβέλα), εκδ. Ηριδανός, Αθήνα 2017, και το θεατρικό έργο Ένας νεανικός χρόνος (1990)· το διήγημά του «Περίρρυτος τόπος Τάσου Λειβαδίτη. Η πόλη» περιλαμβάνεται στον συλλογικό τόμο Πρακτικά εικοστού τέταρτου συμποσίου ποίησης, εκδ. Περί τεχνών, Πάτρα 2005. Ακόμη, έχει δημοσιεύσει μελέτες και άρθρα σε λογοτεχνικά περιοδικά έντυπα ή ηλεκτρονικά.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top