Fractal

Σημειώσεις στα περιθώρια

Γράφει ο Σταύρος Σταμπόγλης //

 

Ποιητική συλλογή “Περβάζι εβδόμου ορόφου” της Τζίνας Ξυνογιαννακοπούλου, «οι εκδόσεις των φίλων», 2015

 

Καταρχήν ο τίτλος: σε κινητοποιεί, σε ανελκύει. Αν μπορούσα να μεταφέρω την ατμόσφαιρα που επικρατεί ανεβαίνοντας.  Ας κάνω μια προσπάθεια λοιπόν. Απαγγέλλω, γιατί ετούτη η γραφή έτσι μονάχα γίνεται δική σου, αν την ακούς, αν διορθώνεσαι στον ρυθμό της, καθώς ρέεις σε χείμαρρο, στα ορμητικά νερά κάθε σελίδας, και οι λέξεις σε προσπερνούν, και συ κατανοείς βαρύς, δυσκίνητος κι΄ όμως κινούμενος, ένα κυλιόμενο κάτι, ανάμεσα σε έννοιες στιλβωμένες, στρογγυλεμένες, και  σαν από θαύμα διασώζεσαι αφημένος σε μια ανελέητη πορεία, σχεδόν αστραπιαία κίνηση, σχεδόν αφύσικη, σχεδόν εχθρική, δίχως στάσεις, δίχως ανάσα, συρμός από ορίζοντα σε ορίζοντα ατελεύτητος, αλλά μόνο

στην αρχή όλα δύσκολα, σε λίγο γίνονται οικεία, μετατρέπεσαι σε μια σταγόνα  υδροφόρου σύννεφου, όπου κάθε μπόρα σημαίνει γεγονός, σημαίνει μύρια βήματα ανά στιγμή, σημαίνει άθροισμα γινομένων, και πρέπει να ενταχθείς στην ανάγκη, εντάσσεσαι, κατανοείς ότι είσαι ένα απειροελάχιστο σωματίδιο αγάπης του γίγνεσθαι, της δημιουργίας, και πέρα απ’ τα γεγονότα του θανάτου, καθώς συμβαίνεις ως θαύμα  στον αστραπιαίο ρυθμό της εξέλιξης, ένα μάτι έμπειρο στο χάος του σύμπαντος, χάρις στην ποίηση της Ξυνογιαννακοπούλου, κι ως την τελευταία σελίδα όπου τέλος δεν υπάρχει, ανεξάρτητα από την δική σου θέληση,   και να ασθμαίνων επιστρέφεις ικανότερος για την επαλήθευση, αρχίζοντας ξανά   απ’ την πρώτη στροφή του πρώτου ποιήματος… «Αποκαμωμένον μετά τόσους θανάτους/ η άνοιξη τον διαδέχτηκε δεσποτική/η ομορφιά της συντριβή/και πλάι σε χόρτα τρελά/την ξέρα ξεθρονίζοντας/οι παπαρούνες σηκώνουν επανάσταση/εν μέσω εμφύλιας εποχής/δύσκολη η προσφορά/η προσδοχή της δυσκολότερη/ αποκαμωμένη η διαίσθηση εξ-/έπεσε στην ανάγκη της ψευδαίσθησης…»,        κι΄ όπως κυλάς στο  ποίημα αντιλαμβάνεσαι   πως τίποτε δεν είναι τυχαίο εδώ, πως υπάρχει σενάριο ποιητικής όπως στους μεγάλους δάσκαλους, με αιφνίδιες λέξεις έτσι όπως ομολογεί η αυτόματη γραφή, καθώς η συνείδηση εκτινάσσει νοήματα ως απάντηση στην εικόνα, ή ότι βυθίζεσαι ενώπιον της τροχάδην, αυτό που αν το αναζητήσεις ανασκάπτοντας ενυπάρχει  ως κρυφό άρωμα  αγιογραφίας πίσω από μάρτυρες, προφήτες, ευαγγελιστές και σπουδαίους ζωγράφους και αλχημιστές και μανάδες, και συγνώμες, με νερό,  λάδι, αλάτι, μελισσοκέρι, ασβέστη, ώχρες, ορυκτά σε πράσινη, γαλάζια και κόκκινη σκουριά, άσφαλτο, τσιμέντο, τσιγάρα, αλκοόλ, αίμα, ήλιο, καυσαέριο βενζίνης… «το ένστικτο ξηρότερο παρά ποτέ/και τα φύλλα διψασμένοι κάκτοι/στα μπαρ της ερημίας των πολλών/που το ποτό για το ξημέρωμα μεσολαβεί…», και εισβάλει απ΄ τις χαραμάδες μιας αρχαίας αρχιτεκτονικής  φωτισμένης με σύγχρονα τεχνάσματα έκφρασης, αντίληψη συνέχειας, λόγος που πλέει στην εποχή μας με λίπανση  δελφικές εορτές και μυρωδιά γιγάντων, «Από την αρχαία κρήνη/που τους αιώνες ξεπλένει/πίνω χρόνο συμπυκνωμένο/και μέσα μου ξανοίγει σε συχνότητα διελληνική/όπου μύθοι δυναμικά αναβλύζουν αν και ανεξοικείωτοι σ’ έναν κόσμο μετριότητας…», λυρισμός και ελλειπτικότητα, αστραπιαία αλήθεια, σχεδόν μυριάδες εικονίτσες  κινούμενων σχεδίων, κινηματογράφος αφαιρετικός κι ενήλικος, μεστός, διαμαρτυρόμενος, όπου εικόνες βγάζουν άκρα έξω απ’ το σώμα του ποιήματος, του χαρτιού, ξεφεύγουν στην άλλη μέρα δείχνοντας σταύρωση κατά τον έρωτα σου, κάθε φορά υιός θεού ή θεός ανθρώπου, εν μνημοσύνη και θάνατο η αθανασία μας… «Ανηφόρες, κατηφόρες με περπάτησαν/αμφίδρομες στρώσεις διαθλάσεων πολλαπλών/ώσπου η ταχύτητα την πορεία προσπερνώντας/ μ’ εκτροχίασε στη σκοτεινή σπηλιά/την δίχως πόρτα/εδώ, οι μέσα από φύλακες έχουν τη γνώση/κι οι απ’ έξω τη μνήμη/ ζάρι εγώ,/την παρτίδα θα πάρω/γιατί με όνειρα μακραίνω τη ζωή/τον θάνατο με έρωτα μικραίνω.», πάλι λαχάνιασα, βαθιές ανάσες, συνεχίζω στην ανελέητη κίνηση ετούτης της ποιητικής στον έβδομο όροφο πια, στο περβάζι, όπου σαν αρχαία ακροκέραμα, σαν αγριοπερίστερα ραμφίζουμε το κυανό του μέλλοντος, ανατρέποντας  την αδυναμία του ελάχιστου, πλάθοντας από στίξεις αόρατες και χάος ουρανών, προϊόν απαστράπτον, σχεδόν πολύτιμο ορυκτό σιγής, «…κατάστικτη η ειρωνεία του λόγου/αν τα σημεία στίξης θεωρούνται/ προϋποθέσεις για την ακρίβεια κειμένου/ όταν διεκδικούν/αναιρέσεις υπέρ του παρακείμενου/ συνεπή μόνο τ΄ αποσιωπητικά/ υποθηκεύουν κρύσταλλα τρία της σιωπής…» , έλεος για τόσο δα χρόνο στάσης, για την ακρίβεια  τέλος με τον τρόπο της ποιήτριας, και συνάμα αντιφάσεις σύμπαντος καταπάνω μου, «…η θυσία από το βωμό αναχωρεί/ το  φως δραπετεύει στο φως»… ανάπαυση επιτέλους.    

Εδώ επάνω, δια μέσου της ποιητικής της Τζίνας Ξυνογιαννακοπούλου, την ζωή   μετασχηματίζω   σε αστείρευτο καύσιμο κίνησης.

 

Τζίνα Ξυνογιαννακοπούλου

 

 

* Ο Σταύρος Σταμπόγλης είναι Αρχιτέκτων DESA-Μέλος ΣΑΔΑΣ-ΠΕΑ και ΤΕΕ. Γεννήθηκε το 1946  στην Αθήνα. Δημοσίευσε για πρώτη φορά  το 2007. Έχει δημοσιεύσει 8 ποιητικές συλλογές και δυο συλλογές διηγημάτων. Τελευταία ποιητική συλλογή «Διηγήσεις πόλεων» Κέδρος 2016. Είναι μέλος του «Κύκλου Ποιητών». 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top