Fractal

Πρόσωπα και Προσωπεία

Γράφει ο Ιωάννης Θ. Θέμελης // *

 

ΠΕΡΣΟΝΑ

Σουηδική ταινία, 1966

Σκηνοθεσία Ίνγκμαν Μπέργκμαν

Με τους: Λιβ Ούλμαν, Μπίμπι Άντερσον, Γκούναρ Μπγιέρνστραντ, Μαργκαρέτα Κρουκ

 

 

Το να επιχειρήσω να γράψω μια κριτική για ένα από τα πιο πολυγραφόμενα φιλμ του περασμένου αιώνα (μαζί με τον Πολίτη Κέιν) κάνει την προσπάθεια μου αρκετά δύσκολη, όμως προσπάθησα να συγκεντρώσω γνωστά και άγνωστα στοιχεία γύρω από το μύθο ενός αξεπέραστου κινηματογραφικού αριστουργήματος εικαστικά και νοηματικά. Στην ουσία πρόκειται για την ιστορία δύο γυναικών που χάνουν η μία στην άλλη την ταυτότητα τους αλλά θα μπορούσε να είναι και το ίδιο πρόσωπο. Μια γυναικεία ταινία μέσα από το βλέμμα ενός άνδρα.

Η ηθοποιός Ελιζαμπέτ Βόγκλερ ένα βράδυ υποδυόμενη την Ηλέκτρα παθαίνει ένα νευρικό κλονισμό και κλείνεται στον εαυτό της αρνούμενη να ξαναμιλήσει ή να ξαναεπικοινωνήσει με τον γύρω της κόσμο. Στην υπηρεσία της, την φροντίζει μια νοσοκόμα, η Άλμα με την οποία μετακομίζουν από το νοσοκομείο στην ηρεμία ενός εξοχικού στο νησί Φάρο [όπου έζησε και το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του τα τελευταία του χρόνια ο Μπέργκμαν και λίγα μίλια πιο κάτω από κει που γυρίστηκε το «Μέσα από τον Σπασμένο Καθρέφτη» (“Through a Glass Darkly”) πέντε χρόνια νωρίτερα.] Εκεί η σχέση τους ανατρέπεται καθώς η Ελίζαμπετ παραμένει ερμητικά κλειστή στον εαυτό της ενώ η Άλμα μέσα από τις εξομολογήσεις της και την εξωτερίκευση των εμπειριών της δένεται μαζί της σε ένα βασανιστικό και λυτρωτικό στο τέλος quid pro quo.

Η ιδέα της ταινίας ξεκίνησε με ένα ραντεβού ανάμεσα στην Λιβ Ούλμαν και την Μπίμπι Αντερσόν σε ένα καφέ όπου ο Μπέργκμαν ήθελε να γυρίσει μια ταινία ανάμεσα σε δύο γυναίκες «που φοράν μεγάλα καπέλα και απλώνουν τα χέρια τους η μια στην άλλη» και έγραψε το σενάριο μέσα σε εννιά εβδομάδες, κατά τη διάρκεια μιας πνευμονίας που τον ταλαιπωρούσε. Τα γυρίσματα έγιναν από 19 Ιουλίου έως 15 Σεπτεμβρίου του 1965 όπου υπήρχε και το ιδανικό φως για τα για την πραγματοποίηση της ταινίας.

Σε εννοιολογικό επίπεδο, ενοχές, αναμνήσεις, φόβοι, ελπίδες, κρυμμένα μυστικά, εξομολογήσεις μπλέκουν το πραγματικό με το ονειρικό, το φαντασιακό με το ρεαλιστικό, την Τέχνη του σινεμά και της Τέχνης της ζωής εν τέλει. Πεσιμιστικά ανυπόφορο για μια εποχή που αποδομεί την ελπίδα και εξυπηρετεί το «τίποτα». Ερωτήματα πάνω στο πρόσωπο και το προσωπείο (εξάλλου Περσόνα σημαίνει και «προσωπείο»), τη ζωή και την τέχνη, το όνειρο και την πραγματικότητα, την αλήθεια και την ψευδαίσθηση διασταυρώνονται με τον πιο μοντέρνο και σαγηνευτικό τρόπο, καθώς ο Μπέργκμαν υπογράφει την πλέον προσωπική, γριφώδη και σκηνοθετικά πρωτοποριακή ταινία ολόκληρης της φιλμογραφίας του.

Η Ελιζαμπέτ μια ζωή υποκρίνεται, στο σανίδι, στην προσωπική και κοινωνική της ζωή ως σύζυγος, ως μητέρα και επαναστατεί μέσα από ένα άλλο ρόλο που καλείται να παίξει βουβή αυτήν την φορά μπροστά στο υπαρξιακό κενό που αντιμετωπίζει. Αντίθετα η Άλμα όλο φρεσκάδα και ζωή «ζει περισσότερα από όσα θα ήθελε» και μπορεί να αντέξει. Αισιόδοξη, φλύαρη, δοτική, ισορροπεί ανάμεσα στη φαντασία και την πραγματικότητα. Στην ουσία πρόκειται για το ίδιο πρόσωπο με τις δύο πλευρές του, σαν το προσωπείο (Περσόνα) του Ιανού, ώστε αυτές οι δύο εκ διαμέτρου αντίθετες ηρωίδες να ισορροπούν αρμονικά μεταξύ τους. Ουσιαστικά το ερώτημα που διατρέχει την ταινία είναι αν η Άλμα φαντάζεται όλα αυτά για την Ελιζαμπέτ, αν η Ελιζαμπέτ εξετάζει στην ουσία τη δική της ψυχή ή αν ο νεαρός στην αρχή της ταινίας προσπαθεί να καταλάβει την μητέρα του. Ένα ερώτημα που παραμένει αναπάντητο αν και έχουν διατυπωθεί διάφορες θεωρίες.

 

 

Της Ελιζαμπέτ αρέσει να μελετά την Άλμα, κάτι που αυτό την εξοργίζει και νιώθει ότι την μειώνει, αντίθετα η Άλμα λατρεύει την Ελιζαμπέτ, την κολακεύει που μια ηθοποιός γίνεται το ακρόατήριο της και εκείνη υποδύεται κινηματογραφικά τον εαυτό της σε τέτοιο βαθμό ώστε να θέλει να τη βλάψει και να πιεί από το αίμα της από τη σάρκα της όπως τόσο υπέροχα αποτυπώνεται στον μπεργκμανικό φακό προς το τέλος της ταινίας. Στη δομή της ταινίας ό,τι είναι υποκείμενο γίνεται την άλλη στιγμή αντικείμενο: η Άλμα περιγράφει τα φρικτά συναισθήματα της Ελιζαμπέτ για το παιδί της σαν να είναι η ίδια, ενώ ο φακός εστιάζει στο πρόσωπο της Ελιζαμπέτ και στην επόμενη σκηνή ο διάλογος επαναλαμβάνεται αυτούσιος, με το φακό να εστιάζει στο πρόσωπο της Άλμα. Ό,τι είναι πραγματικό οποιαδήποτε στιγμή μπορεί να διαψευσθεί. Ο χώρος και ο χρόνος συγχέονται. Ενώ παράλληλα ένας κανιβαλισμός ψυχής που αποδομείται, απογυμνώνεται ψυχαναλύεται και τέλος εμφανίζεται επιτακτικά μπροστά μας ως μια κοινή παραδοχή. . . «δεν υπάρχει τίποτα» πίσω από τους ρόλους καλλιτεχνικούς και κοινωνικούς, τις κάμερες, τους φόβους, τις αγωνίες, τις ενοχές, την πολυπλοκότητα της ύπαρξής μας. Κι όταν το καρβουνάκι σβήσει όπως άναψε στην αρχή της ταινίας επέρχεται το απόλυτο σκοτάδι (για αυτό και ο Μπέργκμαν ήθελε να ονομάσει την ταινία του αρχικά «Κινηματογράφος»).

Εικαστικά η ταινία είναι μια ονειρική απόλαυση που συγχέεται με το πραγματικό. Με εκπληκτική απόχρωση και γυρισμένο σε πλήρη αντίθεση με απαλό φωτισμό από τον σπουδαίο Σβεν Νίκβιστ, η Personaείναι μια διεισδυτική, ονειρική δουλειά με έντονο ψυχολογικό βάθος. Στην αποτύπωση όλων αυτών των θεμάτων με τα οποία καταπιάνεται η ταινία, καθοριστικό ρόλο διαδραματίζει η εκθαμβωτική φωτογραφία του Νύκβιστ, ο οποίος με τα περάσματα του από το βαθύ μαύρο στο φωτεινό λευκό και ιδιαίτερα με τους φωτισμούς στα πρόσωπα, τονίζει τη θεματολογία του σκηνοθέτη. Άλλωστε τα πρωτογενή δομικά υλικά του κινηματογράφου είναι το φως και η σκιά. Ο Ίνγκμαρ Μπέργκμαν χρησιμοποιεί τις περισσότερες φορές παρτιτούρες του J.S.Bach, προκειμένου να επενδύσει μουσικά τις ταινίες του. Είναι απόλυτα σωστό ο κατεξοχήν εκφραστής του θεοκρατικού αγνωστικισμού στον κινηματογράφο να καταφεύγει σε μια μουσική με βαθειά θρησκευτικό χαρακτήρα, για να υποδηλώσει τα μεγάλα ερωτηματικά που θέτουν οι ταινίες του. Εδώ το adagio από το κονσέρτο για βιολί και έγχορδα σε μι μείζονα, BWV 1042, του Μπαχ συνταιριάζεται θαυμάσια με το κλίμα και την ατμόσφαιρα της ταινίας. Η πιο προσωπική ταινία του δημιουργού της αποτελεί ταυτόχρονα την πεμπτουσία του μοντέρνου σινεμά των sixties.

Τέλος κάποιες άλλες πληροφορίες σχετικά με την ταινία : 1) Αρχικά, προτάθηκε στον Μπέργκμαν να κόψει τη σκηνή όπου η νοσοκόμα Άλμα περιγράφει στην Ελιζαμπέτ τη σεξουαλική εμπειρία που είχε με φίλη της και δυο αγόρια. Η Άντερσον έπεισε τον Μπέργκμαν τουλάχιστον να τη γυρίσουν. Πρώτα, όμως, έπρεπε να ξαναγράψει κάποιες ατάκες που πίστευε ότι μια γυναίκα δεν μπορούσε να πει. Η σκηνή έγινε και ο Σουηδός έμεινε τόσο ευχαριστημένος που την κράτησε τελικά. Μολαταύτα, ένιωθε ότι υπήρχε πρόβλημα στον ήχο της Άντερσον. Τελικά, την έβαλε να ντουμπλάρει τον μονόλογο της. 2) Η Ούλμαν είχε ιδιαίτερο φόβο με τα σπασμένα γυαλιά και ο Μπέργκαμν το αξιοποίησε. Ο Σουηδός το φέρνει στο προσκήνιο στη σκηνή όπου η Άλμα κάθεται έξω, στεναχωρημένη με την Ελιζαμπέτ γι’ αυτό που έγραψε γι’ αυτήν στον γιατρό. Όταν η Άλμα σπάει κατά λάθος ένα ποτήρι, σκόπιμα αφήνει ένα θραύσμα στον δρόμο της Ελίζαμπετ. 3) Η σκηνή στην οποία η Άλμα αντιπαρατίθεται με την Ελιζαμπέτ, η μία απέναντι στην άλλη στο τραπέζι, γυρίστηκε δύο φορές. Η μία με την κάμερα πάνω στην Άντερσον και η άλλη με την κάμερα πάνω στην Ούλμαν. Ο Μπέργκμαν στο μοντάζ δεν ήξερε ποιες σκηνές έπρεπε να κρατήσει. Έτσι, αποφάσισε να παίξουν οι σκηνές ως έχουν. 4) Η ιδέα της συγχώνευσης των προσώπων των δύο ηθοποιών προέκυψε στη διάρκεια του μοντάζ. Στη συνέχεια, την παρουσίασε στις Ούλμαν, Άντερσον. Καμία από τις δύο δεν μπόρεσε να αναγνωρίσει τον εαυτό της στη μορφοποιημένη εικόνα. 5) Στη διάρκεια του επτάλεπτου προλόγου εμφανίζεται πέος εν στύσει. Ο Μπέργκμαν αναγκάστηκε να κόψει αυτή τη σκηνή για την έκδοση της ταινίας σε ΗΠΑ και Ηνωμένο Βασίλειο.

 

 

* Ο Γιάννης Θέμελης γεννήθηκε στο Ηράκλειο (Κρήτης) το 1975. Σπούδασε Νομικά στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης και εν συνεχεία πραγματοποίησε μεταπτυχικές σπουδές Ευρωπαικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο της Λιέγης (Ulg) στο Βέλγιο. Αποτέλεσε μέλος του Εργαστηρίου Εγκληματολογικών Ερευνών του ΔΠΘ με συμετοχές σε σεμινάρια στην Ελλάδα και το Εξωτερικό. Μέλος της Κινηματογραφικής Ομάδας του Πανεπιστημίου Κομοτηνής, Κρήτης και της ερασιτεχνικής Ομάδας Κινηματογράφου Sight Club από το 2006. Αρθρογραφεί στο προσωπικό του blog ”Μέρες Αδέσποτες” και στο ταξιδιωτικό site, “Alternatrips” !

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top