Fractal

Πέρσα Κουμούτση: “Στην πραγματικότητα ο άνθρωπος δεν έχει την απόλυτη κυριαρχία σε τίποτα, παρά, μόνο, ίσως στην τέχνη του, σε κάθε άλλο τομέα είναι θύμα των ενστίκτων του.”

Συνέντευξη στη Χρύσα Φάντη //

 

 

Η συγγραφέας, μεταφράστρια και κριτικός λογοτεχνίας Πέρσα Κουμούτση μιλά για το σύνολο του έργου της, με αφορμή την “Ανθολογία Σύγχρονης Αραβικής Ποίησης” και τις “Αλεξανδρινές φωνές στην οδό Λέψιους”.

 

 

«Η ανθρώπινη εμπειρία δεν φέρει ούτε όνομα ούτε χρώμα ούτε εθνικότητα. Επιπλέον, ο αραβικός κόσμος δεν μας είναι απόλυτα ξένος.»  

 

[…] Οι νεκροί που προκαλούν το κακό,

που θυμούνται το θάνατο

και έπειτα τον ξεχνούν.

Οι νεκροί που κάθονται στα καφενεία

και συκοφαντούν τους άλλους.

Οι νεκροί που πέθαναν

και εντρύφησαν στο θάνατο.

Οι αληθινοί νεκροί

οι νεκροί, οι νεκροί, οι νεκροί,

οι νεκροί, οι νεκροί,

οι νεκροί.

 

Οι νεκροί, Άχμαντ Αμπντ ελ Γκαμπάρ, Αίγυπτος. Από την Ανθολογία σύγχρονης ποίησης, (έρευνα, επιλογή, πρόλογος, επιμέλεια και μετάφραση από τα αραβικά: Πέρσα Κουμούτση, εκδ. ΑΩ)

 

 

-Ο Κωστής Μοσκώφ το 1993 εξέδωσε το βιβλίο Αραβική Ποίηση – 20ός αιώνας. Εσείς, στο βιβλίο σας Ανθολογία σύγχρονης ποίησης (2017, εκδ. ΑΩ), εκτός από την έρευνα και τη συγγραφή ενός πρωτότυπου και κατατοπιστικού κριτικού δοκιμίου, επιλέγετε, μεταφράζετε και επιμελείστε ποιήματα τριανταπέντε ποιητών(ανάμεσά τους εννέα γυναίκες),  όλοι με καταγωγή τις Αραβικές Χώρες (Αίγυπτο, Αλγερία, Ιράκ, Λίβανο, Μαρόκο, Παλαιστίνη, Σαουδική Αραβία,  Συρία, Σουδάν, Τυνησία). 13 Αιγύπτιους του 20ου αιώνα, εκ των οποίων οι τέσσερεις, γεννημένοι μέσα στη δεκαετία του ’70, έχουν άμεσα βιώσει την εξέγερση και τα γεγονότα της «Αραβικής Άνοιξης». Το βιβλίο σας κυκλοφόρησε από τον εκδοτικό οίκο ΑΩ πέρυσι και κίνησε αμέσως το ενδιαφέρον όλων όσων ασχολούνται με την ποίηση. Οι κριτικές που απέσπασε από τους πιο έγκριτους έλληνες κριτικούς ήταν εκτενείς και εξαιρετικά επαινετικές. Τι ήταν αυτό που σας παρακίνησε να προβείτε σ’ αυτό το έργο;  

-Θέλησα  να δημιουργήσω ένα έργο αναφοράς για τους νέους Έλληνες ποιητές, προκειμένου να έλθουν σε επαφή με τα κύρια χαρακτηριστικά της σύγχρονης αραβικής ποίησης, επιλέγοντας αντιπροσωπευτικά δείγματα ποιημάτων και ποιητών από ένα ικανοποιητικό, θέλω να πιστεύω, φάσμα του αραβικού κόσμου. Πάντα με έμφαση στην Αίγυπτο την οποία γνωρίζω περισσότερο, αλλά επίσης διότι ανέκαθεν υπήρξε παράδειγμα προς μίμηση για τα υπόλοιπα αραβικά κράτη, αφού τα σημαντικότερα λογοτεχνικά ρεύματα υιοθετήθηκαν πρώτα εκεί. Τα ποιήματα επιλέχτηκαν με γνώμονα τον Έλληνα αναγνώστη, την αναγνωστική του εμπειρία, τις προσλαμβάνουσές του, ενώ κυρίως, εκείνα που ανήκουν στη νεότερη γενιά, όπως σωστά επισημαίνετε, απηχούν έντονα τις διεργασίες και τις μεταμορφώσεις που έλαβαν χώρα τα τελευταία χρόνια και κυρίως μετά  την Αραβική Άνοιξη. Κάτι που νομίζω ότι κατάφερα. Όπως και να καταργήσω την προκατάληψη για τη σύγχρονη αραβική ποίηση, η οποία, όπως διαπιστώνετε,  δεν έχει να ζηλέψει τίποτα από την ποίηση των Δυτικών. Οι ιδέες, οι προβληματισμοί, οι ανησυχίες των νέων δημιουργών, έτσι όπως καθρεφτίζονται στην ποίηση τους, δεν απέχουν σχεδόν καθόλου, από εκείνες των συναδέλφων τους στη Δύση…

 

 

 

-Στο σχετικό κριτικό σας δοκίμιο, έτσι όπως δημοσιεύεται στην Ανθολογία, αναφέρετε: «Η ποίηση γίνεται τώρα ορμητική, ρεαλιστική, αλληγορική, συμβολική, μειώνοντας ταυτόχρονα την έκταση του ποιήματος» (όπου παλιότερα όσο πιο μακροσκελές ήταν τόσο πιο ελκυστικό)». Αντί του παλιού εξωτικού περιβλήματος ─σημειώνετε−  έχουμε εδώ μια πιο ρεαλιστική προσέγγιση του έρωτα και των διαπροσωπικών σχέσεων.  Πρόκειται, λέτε, για ποιητές που το έργο τους έχει άμεσα ή έμμεσα επηρεαστεί από τους πολιτικούς και κοινωνικούς κλυδωνισμούς που έχουν συμβεί τα τελευταία χρόνια στις χώρες τους. Ως αποτέλεσμα αυτών των κλυδωνισμών, παρατηρείτε έναν περιορισμό του ρομαντισμού και μια πρωτόγνωρη ανάδειξη του ερωτικού πάθους και του αισθησιασμού.

-Ναι. Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ΄40 κι αρχές της δεκαετίας του ’50 η αραβική ποίηση δεν είχε αλλάξει σημαντικά. Οι ποιητές στην πλειοψηφία τους ακολουθούσαν τις παλιές νόρμες, επηρεασμένοι πάντα από την ποιητική παράδοση των προκατόχων τους. Η εικόνα αλλάζει δραστικά τις δεκαετίες του ’50 και του ’60, όταν αυτονομήθηκαν τα κράτη από τον ‘ζυγό’ της αποικιοκρατίας. Οι νέες συνθήκες έφεραν τους δημιουργούς αντιμέτωπους με καθετί παλιό ή παρωχημένο, επιβάλλοντας  καινούρια  θέματα. Όπως για παράδειγμα την διαχείριση της ίδιας αυτής ανεξαρτησίας για την οποία  χύθηκε τόσο αίμα.  Ταυτοχρόνως, το Παλαιστινιακό και  η χειραφέτηση της γυναίκας σε πολλές αραβικές χώρες, εισήγαγαν μια νέα θεματολογία. Ακολούθησαν οι πόλεμοι στο Ιράκ και πιο πρόσφατα στη Συρία, που επίσης ‘ανέσυραν’ στην επιφάνεια κρίσιμα ζητήματα, όπως η προσφυγιά, ο εκπατρισμός  η μετανάστευση κλπ . Η επισφράγιση όμως της ‘μεταμόρφωσης’ του τοπίου, όπως αναφέρω στο βιβλίο, έλαβε χώρα τα τελευταία χρόνια με τους αγώνες για εκδημοκρατισμό. Θα έλεγα ότι οι εξεγέρσεις αυτές  έπαιξαν τον ίδιο περίπου ρόλο, που έπαιξε ο Μάης του ‘68 στην Ευρώπη. Και καθώς η ποίηση καθρεφτίζει την εκάστοτε εποχή, δεν θα μπορούσε να είναι πια η ίδια.

 

-Στο ίδιο κείμενο καταθέτετε την άποψη ότι η Αραβική ποίηση, με το χρόνο, και σε συνάρτηση με τις σύγχρονες πολιτικές και κοινωνικές αλλαγές των τελευταίων  δεκαετιών, από εσωστρεφής και ελλειπτική έγινε περισσότερο επαναστατική και νεωτερική. Την ίδια άποψη εκφέρει και ο Παύλος Πέζαρος στο σχετικό του κείμενο δημοσιευμένο στην Athens Voice (17-217), με θέμα την Ανθολογία σας: Με την εκλεκτή και ποικίλη θεματογραφία τους και μόνο, (οι ποιητές αυτοί), γράφει, θα μπορούσαν άνετα να ενταχθούν στην αντίστοιχη προβληματική πολλών ήδη αναγνωρισμένων συνομήλικών τους Ελλήνων αλλά και Ευρωπαίων ομοτέχνων τους. Η δε Διώνη Δημητριάδου γράφει (bookpress, 17-6-2017): Πιο μικρές φόρμες στα ποιήματα, ως επιρροή από τα δυτικά ποιητικά πρότυπα, στη θέση των μακροσκελών και φορτωμένων με ποικίλα κοσμήματα (θεωρούμενα πλέον περιττά), χρήση λέξεων με πολλαπλό νοηματικό φορτίο. Θα συναντήσουμε ακόμα και την αποδόμηση του ποιήματος, με μόνη τη λέξη/κλειδί να κυριαρχεί, γυμνή και συχνά επαναλαμβανόμενη προς σαφέστερη πρόσληψη από τον αναγνώστη. Ας αντιστρέψουμε όμως τον προβληματισμό. Ποια είναι τα στοιχεία που κατά τη γνώμη σας, παρά τις ως άνω διακριτές θεματικές και υφολογικές προσεγγίσεις, διαφοροποιούν ή θα μπορούσαν ενδεχομένως να διαφοροποιήσουν ακόμη και σήμερα την Αραβική ποίηση από την ποίηση των Δυτικών;

-Ως προς τις θεματικές προσεγγίσεις, θα έλεγα, ότι η σύγχρονη αραβική ποίηση κατά κύριο λόγο, άπτεται ιδεών ή ζητημάτων που αφορούν την ελευθερία της έκφρασης, την αυτεξουσιότητα, τη χειραφέτηση της γυναίκας και το δικαίωμά της στη μάθηση, την εργασία και τον έρωτα. Επίσης θέματα για την τραγικότητα των πολέμων, τις συνέπειές τους κλπ. Τώρα υφολογικά, νομίζω ότι δεν υπάρχουν αισθητά σημεία. Τα μοναδικά, ίσως, στοιχεία που θα μπορούσα να αναφέρω είναι η χρήση μιας γλώσσας με πολλαπλό νοηματικό φορτίο, όπως εύστοχα το διατυπώνει η κριτικός Διώνη Δημητριάδου, λέξεις /κλειδιά που κυριαρχούν στα ποιήματα και που πολύ συχνά επαναλαμβάνονται μέσα στο ίδιο ποίημα. Στην αραβική ποίηση η επανάληψη προσθέτει στο αισθητικό αποτέλεσμα και συμβάλει στο ρυθμό.

 

-Η Ελένη Κονδύλη σε ένα δικό της κριτικό κείμενο σχετικό με την ανθολογία σας και δημοσιευμένο στην εφ. Αυγή (19-2-17) , διαχωρίζει τους ποιητές της νεότερης έως και σύγχρονης αραβικής εποχής, της λεγόμενης Νάχντα, σε τρεις κατηγορίες: στους «τεχνοκράτες παραδοσιακούς» ποιητές, στους «εξόριστους που δεν είχαν απαραιτήτως φύγει από τον τόπο τους» και στους «πρωτοποριακούς». Ποια η γνώμη σας; 

-Ναι, συμφωνώ, είναι όντως ένας σημαντικός διαχωρισμός. Νομίζω μάλιστα πως αυτοί που έκαναν τη διαφορά ήταν οι εξόριστοι ή αυτοεξόριστοι ποιητές που, όπως σωστά υποστηρίζει η κα Κονδύλη, αν και δεν είχαν απαραιτήτως φύγει από τον τόπο τους, επέλεξαν όμως να απέχουν. Προσωπικά, γνωρίζω τέτοιους ποιητές και λογοτέχνες και θα ήθελα, αν μου το επιτρέψει ο χρόνος, να ασχοληθώ στο μέλλον λίγο περισσότερο με το έργο τους.

 

-Ο  Γιώργος Βέης στο δικό του, δημοσιευμένο και αυτό στην Αυγή  (19-2- 17) επισημαίνει ότι το έργο των ποιητών που επιλέγετε στην Ανθολογία σας εστιάζει και απευθύνεται στον καθολικό άνθρωπο. Και ορθώς, πιστεύω, διακρίνει ότι: Καλάσνικοφ και χειροβομβίδες απαντούν μόνο σ΄ ένα ποίημα της εβδομηνταπεντάχρονης Γάντα αλ Σαμάν (Ghada Saman) από τη Συρία, το οποίο επιγράφεται “Προς την αιωνιότητα”. Επιπρόσθετα, ανιχνεύει γνώριμα σε μας αισθητικά τοπία, οικείους χωροχρόνους και εκλεκτικές συγγένειες με ημέτερους ποιητές όπως ο Τάσος Λειβαδίτης, ο Ε.Χ. Γονατάς και ο Αργύρης Χιόνης. Πείτε μας πάνω σ’ αυτό.

-Οι αντιστοιχίες είναι εξαιρετικά εύστοχες. Με χαροποίησε ιδιαιτέρως αυτός ο παραλληλισμός, διότι ευσταθεί απολύτως. Ερχόμενος μάλιστα από έναν  ποιητή και κριτικό λογοτεχνίας του μεγέθους του Γ. Βέη μου έδωσε ακόμα περισσότερη χαρά και επισφράγισε τον σκοπό μου.  Διότι όπως ήδη σας ανέφερα, αυτός ήταν ο στόχος μου κι αυτό ακριβώς επιδίωξα να πετύχω από την αρχή: να υπογραμμίσω μέσα από τις επιλογές μου την οικουμενικότητα της αραβικής ποίησης. Η ανθρώπινη εμπειρία δεν φέρει ούτε όνομα ούτε χρώμα ούτε εθνικότητα. Επιπλέον, ο αραβικός κόσμος δεν μας είναι απόλυτα ξένος.

 

-Ας πάμε όμως τώρα στο δικό σας πεζογραφικό έργο. Γεννηθήκατε, ζήσατε επί μακρόν, και επιπλέον, ολοκληρώσατε τις σπουδές σας στην Αίγυπτο (Φιλοσοφική Σχολή του Αιγυπτιακού Πανεπιστημίου του Καΐρου). Στα περισσότερα μυθιστορήματά σας (Στα χρόνια της νεότητάς του, Ο ιδανικός του βίος, Καφέ Κλεμέντε, Δυτικά του Νείλου, Χάρτινες ζωές, Αλεξανδρινές φωνές στην οδό Λέψιους, κ.α. ) οι αναφορές στη χώρα αυτή, και σε όσα κατά κύριο λόγο την χαρακτηρίζουν και την σηματοδοτούν, είναι άμεσες και καθοριστικές.  Οι περισσότεροι από τους ήρωές σας δρουν και κινούνται στο Κάιρο και την Αλεξάνδρεια, ανάμεσά τους μεγάλοι λογοτέχνες και πρόσωπα ιστορικά όπως ο Καβάφης και ο Ναγκίμπ Μαχφούζ, ο Τσίρκας, ο Φόστερ και ο Ουγκαρέτι.  Στη δική σας περίπτωση, ο τόπος, οι προσωπικές εμπειρίες, οι ιστορικές και υπαρξιακές σας ανησυχίες, με ποιο τρόπο και σε ποιο βαθμό υπεισέρχονται και επηρεάζουν το συγγραφικό σας έργο; 

-Σε απόλυτο και βέβαια καθοριστικό βαθμό… Τα βιβλία αυτά γράφτηκαν, αφενός ως μια συνέχεια της λεγόμενης Αιγυπτιώτικης λογοτεχνίας που εισήγαγαν στην Ελλάδα ο Καβάφης, ο Τσίρκας, ο Νικολαΐδης, ο Ξηρός και άλλοι πολλοί, τηρουμένων πάντα των μεγεθών και των αναλογιών. Κι αφετέρου για να εκφράσω μέσα από αυτά τον δικό μου στοχασμό πάνω σε θέματα ταυτότητας, ετερότητας, διαπολιτισμικού διαλόγου κλπ. Η Αιγυπτιώτικη λογοτεχνία αποτελεί κεφάλαιο της Ελληνικής λογοτεχνίας, αλλά δυστυχώς λίγοι έχουν ασχοληθεί επισταμένα με αυτό το θέμα, άλλοι πάλι τη θεωρούν «αλλότρια» και ελάχιστα τους αφορά. Όλες οι μελέτες σταματούν στον Καβάφη, τον Τσίρκα και τους Κυπρίους Αιγυπτιώτες λογοτέχνες. Έπειτα οι παροικίες της Αιγύπτου, έτσι όπως αποτυπώνονται ή περιγράφονται στα βιβλία μου δεν υπάρχουν πια. Επομένως, τολμώ να πω ότι τα βιβλία  αποτελούν μια επιπλέον καταγραφή της πορείας τους στον Αιγυπτιακό χώρο. Δηλαδή, από ιστορικής, όσο και κοινωνιολογικής άποψης, θεωρώ ότι έχουν σημασία.

 

 

-Στο πιο πρόσφατο σπονδυλωτό μυθιστόρημά σας Αλεξανδρινές φωνές στην οδό Λέψιους, οι επί μέρους ιστορίες των ηρώων διαδραματίζονται στα χρόνια του Μεσοπολέμου (1930-33). Τόπος και εδώ η Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Το βιβλίο ανοίγει με την προσωπικότητα  του Καβάφη και κλείνει με αυτήν. Στα ενδιάμεσα τη σκυτάλη θα πάρουν ένας επιφανής γιατρός, ένας παρακμασμένος δικηγόρος, μια ζωηρή νεαρή γειτόνισσα, μια ηθοποιός, μια όμορφη και δραματική Ιταλίδα…  πρόσωπα που γειτονεύουν με τον ποιητή, κατοικούν στην ίδια οδό, ή απλώς διασταυρώνονται με τη φιγούρα του. Ως μυθιστορηματογράφος, πιστεύετε ότι μια μυθοπλασία, εφόσον στοχεύει, αν μη τι άλλο, στην αληθοφάνεια, έχει την δυνατότητα ή το δικαίωμα να οδηγεί τους ήρωές της, πραγματικούς ή επινοημένους, προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση με μόνο εφόδιο τις αντιλήψεις και τα ατομικά βιώματα του συγγραφέα της; Ή εκ των πραγμάτων, από ένα σημείο και μετά, ο συγγραφέας οφείλει να αφουγκράζεται και να ακολουθεί  τις δικές τους τάσεις και επιθυμίες; Εσείς πώς λειτουργείτε;

-Κατά αρχήν δεν γράφω ποτέ πριν κάνω την απαραίτητη έρευνα για την εποχή με την οποία στοχεύω να καταπιαστώ και βέβαια των προσώπων που εμπλέκονται σε αυτές, κυρίως όταν τα πρόσωπα αυτά υπήρξαν και έδρασαν στις κοινωνίες ή τις εποχές που περιγράφω. Εντούτοις στο μυαλό μου, οι χαρακτήρες δεν είναι εξ αρχής διαμορφωμένοι, τουλάχιστον, όχι σε απόλυτο βαθμό. Εξελίσσονται σταδιακά. Έχω πάντα μια εικόνα κατά νου, το περίγραμμά τους, αν θέλετε, αλλά οι λεπτομέρειες της προσωπικότητας και των ενεργειών τους διαμορφώνονται ενώ γράφω. Σίγουρα τα βιώματα και η προσωπική εμπειρία παίζουν πρωτεύοντα ρόλο στην ολοκλήρωσή τους, αλλά όπως σωστά λέτε, από κάποιο σημείο και έπειτα οι χαρακτήρες αυτονομούνται για να ταιριάξουν περισσότερο στο μυθιστορηματικό πλαίσιο που δημιουργώ. Επομένως, ναι, ο συγγραφέας οφείλει να τους αφουγκράζεται και να ακολουθεί τις δικές τους επιθυμίες. Αλλιώς όλοι οι χαρακτήρες θα είχαν τα ίδια χαρακτηριστικά, θα ήταν άνυδροι, επίπεδοι, μονοδιάστατοι και βέβαια εντελώς αδιάφοροι.

 

-Προμετωπίδα στο βιβλίο σας έχετε το « Έτσι που τη ζωή σου ρήμαξες εδώ, στη κόγχη τη μικρή, όλη τη γη τη χάλασες..» Και σε κάποιο σημείο στην ιστορία σας ο ίδιος ο Καβάφης φέρεται να δηλώνει: Δεν μπορούμε να ξεφύγουμε από τον εαυτό μας, από τη φύση μας την ίδια. Ό, τι κι αν κάνουμε, όσο κι αν προσπαθήσουμε, μια άλλη δύναμη έξω από εμάς θα μας εξουσιάζει. Έχω την αίσθηση ότι όλο το ύφος και η φιλοσοφία του βιβλίου σας από αυτό το πνεύμα διέπεται και καθοδηγείται. Συμφωνείτε;

-Έχετε απόλυτο δίκαιο, παρότι δεν είμαι ‘οπαδός’ της μοιρολατρίας. Πιστεύω στη δύναμη του ανθρώπου, στην ικανότητα του να αλλάζει την πορεία της ζωής του, όταν νιώθει ότι έχει αποπροσανατολιστεί από τον αρχικό του στόχο ή όταν κινδυνεύει. Αλλά το κόστος μιας τέτοιας ενέργειας δεν είναι ποτέ ευκαταφρόνητο. Εντούτοις, νιώθω ότι κάποια πράγματα, αν όχι προδιαγραμμένα, είναι εξαιρετικά δύσκολο να τα αλλάξουμε, ή να παρέμβουμε στην εξέλιξή τους. Για παράδειγμα τα πάθη, οι συναισθηματικές ή ερωτικές μας επιλογές κλπ. Το μυαλό δεν έχει την απόλυτη κυριαρχία σε όλα. Στην πραγματικότητα ο άνθρωπος δεν έχει την απόλυτη κυριαρχία σε τίποτα, παρά, μόνο, ίσως στην τέχνη του, σε κάθε άλλο τομέα είναι θύμα των ενστίκτων του. Η γλώσσα στην οποία υπακούουν δισεκατομμύρια άνθρωποι πάνω στη γη είναι η γλώσσα των συναισθημάτων και των ενστίκτων, λέει ο Ν. Μαχφούζ και ως συνήθως συμφωνώ μαζί του. Και βέβαια το συγκεκριμένο βιβλίο καθοδηγείται από μια τέτοια φιλοσοφία.

 

-Στο δικό σας πεζογραφικό έργο μπορεί κάποιος να διακρίνει, ανεξάρτητα από το αν ο αφηγητής  σας είναι (ή δεν είναι) συμμετοχικός, μια έντονη αμεσότητα και ζωντάνια. Ο λόγος, χάρη στην ωριμότητα και την ειλικρίνειά του, εμφανίζεται βιωματικός ακόμη κι όταν δεν είναι. Ποια τα όπλα σας;

-Χαίρομαι ιδιαιτέρως που το επισημαίνετε. Αυτός δεν πρέπει να είναι ο στόχος του συγγραφέα; Να είναι άμεσος, πειστικός, με λόγο ζωντανό και αληθοφάνεια σε όλα; Τώρα για τα όπλα μου, θα έλεγα, ότι εκτός από την αγάπη μου για τη λογοτεχνία, η αναγνωστική και μεταφραστική μου εμπειρία με βοήθησαν σε σημαντικότατο βαθμό. Κυρίως η μετάφραση μεγάλων συγγραφέων της αραβόφωνης και της αγγλόφωνης λογοτεχνίας μου άνοιξαν σπουδαίους ορίζοντες και με ‘δίδαξαν’ πώς να διαχειρίζομαι πιο αποτελεσματικά τα θέματα, την ατμόσφαιρα, τη δομή, τους χαρακτήρες κλπ . Έπειτα, είναι και η αγάπη μου για τον τόπο  που περιγράφω και τον πολιτισμό του. Από εκεί αντλώ και την έμπνευσή μου.

 

 

-Εκτός από δόκιμος πεζογράφος είστε μια βραβευμένη και πολύπειρη μεταφράστρια. Έχετε μεταφράσει με επιτυχία έργα αγγλόφωνων συγγραφέων, καθώς και το μεγαλύτερο μέρος από το έργο του Αιγύπτιου νομπελίστα λογοτέχνη Ναγκίμπ Μαχφούζ. Για το σύνολο του μεταφραστικού σας έργου, τιμηθήκατε με το Διεθνές Βραβείο Καβάφη, το δε αιγυπτιακό κράτος σάς έχει επανειλημμένα βραβεύσει για τη συνεισφορά σας στα Γράμματα. Τι ήταν αυτό που σας παρακίνησε να ασχοληθείτε με την μετάφραση;   

-Λόγω των σπουδών μου ήθελα να ασχοληθώ με τη λογοτεχνία σε όλο της το φάσμα, να την υπηρετήσω από όλα τα μετερίζια. Μετάφραση, συγγραφή, ποίηση, κριτική λογοτεχνίας συγκροτούν μέρη αυτού του φάσματος. Στα τέλη της δεκαετίας του ‘80 δίδαξα λογοτεχνία σε αγγλόφωνες σχολές, αλλά ένωσα ότι δεν ήταν αρκετό. Στράφηκα στη μετάφραση για να ικανοποιήσω αυτή μου την ανάγκη. Δεν πίστευα ποτέ ότι θα γίνει πάθος και μεγάλη μου αγάπη. Ούτε μπορούσα να φανταστώ ότι θα αναγνωριζόταν η δουλειά μου σε αυτόν τον βαθμό. Ώσπου και αυτή, η μετάφραση, κάποια χρόνια αργότερα δεν με κάλυπτε εντελώς, οπότε στράφηκα στη συγγραφή. Αλλά νομίζω ότι ο συνδυασμός των δυο μού δίνει την απόλυτη ικανοποίηση. Δεν είναι εύκολο να συμβιβάσω τις δυο αυτές ταυτότητες, του συγγραφέα και του μεταφραστή, απαιτείται μεγάλη πειθαρχία και δουλειά. Μου είναι όμως απολύτως απαραίτητο να συνυπάρχουν. Άλλωστε αλληλοσυμπληρώνονται και αλληλοβοηθούνται.

 

 

-Παράλληλα με το πεζογραφικό και μεταφραστικό σας έργο, έχετε στο ενεργητικό σας μια αξιόλογη πορεία ως κριτικός, με εστίαση στη νεοελληνική λογοτεχνία και ποίηση. Ποια η γνώμη σας για την κριτική του βιβλίου στη χώρα μας και ποιες αρετές πιστεύετε πως πρέπει να έχει σήμερα ένας κριτικός;

-Αν και θεωρώ τον εαυτό μου «ερασιτέχνη» κριτικό, θα έλεγα ότι η μεγαλύτερη αρετή –όσο κι αν ακούγεται παράδοξο- είναι η ανάγνωση πίσω από τις λέξεις ενός έργου. Τα κρυφά νοήματα που διαφαίνονται συχνά εν αγνοία του ίδιου του δημιουργού, η υπαινισσόμενη γλώσσα, η συναισθηματική φόρτιση των λέξεων που χρησιμοποιεί, ο ρυθμός. Με απλά λόγια χρειάζεται κανείς να είναι έμπειρος αναγνώστης και συχνά, δημιουργός ο ίδιος, πριν προβεί στην κριτική ή την ανάλυση ενός κειμένου.

 

-Κάποιοι ισχυρίζονται ότι η εργασία του κριτικού αποκλείει ή παρεμποδίζει σε μεγάλο βαθμό την συγγραφή και παραγωγή πρωτότυπου λογοτεχνικού έργου. Εσείς τι πιστεύετε;

-Αυτό είναι αλήθεια. Είναι χρονοβόρα η διαδικασία, διότι εκτός των άλλων, απαιτείται χρόνος προκειμένου να διαβαστεί ένα έργο με προσοχή. Η ενασχόλησή μου με την κριτική ήλθε ως ανάγκη να ασχοληθώ και με τη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία, την οποία, τουλάχιστον στην αρχή, είχα βάλει στην άκρη. Όμως είναι αλήθεια, ότι μας αποσπά από τη διαδικασία της γραφής πρωτότυπου έργου, στην περίπτωση μου, θα έλεγα ότι αποσπά και από τη διαδικασία της μετάφρασης έργων που θα ήθελα πολύ να ασχοληθώ…

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top