Fractal

Σαν τα πουλιά δίχως σκοπό

Γράφει ο Διονύσης Μαρίνος //

 

peristeria-sti-xloi«Περιστέρια στη χλόη» του Βόλφγκανγκ Κέπεν, μτφ: Βασίλης Τσαλής, σελ. 320, Εκδ. Κριτική

 

Ένας διάλογος που εκ πρώτης όψεως μπορεί να υποθέσει κανείς ότι στηρίζει τη δύναμή του σε μια υπαινικτική ειρωνεία, ειπωμένος μάλιστα από δύο δευτερεύοντα πρόσωπα, ανάμεσα στα δεκάδες που σπέρνει ο Κέπεν, καθίσταται το κεντρικό σημείο αιχμής του μυθιστορήματος «Περιστέρια στη χλόη». Η αμερικανίδα δασκάλα Μπάρνετ κοιτάζει τα σπουργίτια. Η συνάδελφός της, δεσποινίδα Ουέσκτοτ, της προτείνει να κοιτάξει καλύτερα την παγκόσμια ιστορία αντί για τα πουλιά για να πάρει την αποστομωτική απάντηση από την Μπάρνετ: «Το ίδιο είναι. Όλα παίζονται ανάμεσα σε σπουργίτια». Μια φράση αντλημένη, αν και παραλλαγμένη, από ένα λιμπρέτο της Γερτρούδης Στάιν, την οποία ο Κέπεν μετατρέπει σε έμβλημα του πολυπλόκαμου μυθιστορήματός του για να καταδείξει το πόσο αδύναμος είναι ο άνθρωπος μπροστά στα στοιχεία της ζωής του. Όπως τα περιστέρια που περπατούν στη χλόη, τάχα ελεύθερα, δίχως σκοπό, έτσι και ο άνθρωπος δεν έχει καμία ελπίδα και κανένα σχέδιο να επιτελέσει και να ολοκληρώσει.

Τι το παράξενο; Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος έχει τελειώσει, η Γερμανία έχει ηττηθεί, οι στάχτες του ναζισμού έχουν σκορπίσει στον ορίζοντα και οι νικητές, οι Αμερικανοί, επιδιώκουν να επιβάλλουν μια νέα τάξη πραγμάτων υπό το τρομώδες καθεστώς του «Ψυχρού Πολέμου». Ο Κέπεν καταγράφει μια συγκεκριμένη ημέρα, εξόχως ενδεικτική, του μεταπολεμικού Μονάχου, αν και ο τόπος και ο χρόνος δεν δηλώνονται ευθέως. Βρισκόμαστε στη βαυαρική πόλη, την 20η Φεβρουαρίου 1951, σε έναν κρανίου τόπο όπου ο ζόφος, τα αποκαΐδια και τα ερείπια του πολέμου είναι σπαρμένα παντού, παράλληλα με την ανοικοδόμηση που έχει ξεκινήσει, για να θυμίζει σε όλους τι συνέβη και τι μπορεί να ξανασυμβεί. Η οπτική του Κέπεν είναι πρόδηλα πεσιμιστική. Αυτό που ζει η χώρα του και ο κόσμος είναι μια μικρή ανάπαυλα στο αναθεματισμένο πεδίο της μάχης. Οι ναζιστές μαζεύονται δειλά δειλά σε μπυραρίες και κάνουν ξανά τη δυσώδη εμφάνισή τους. Οι Αμερικανοί στρατιώτες περνοδιαβαίνουν τα γκρεμίδια της πόλης, οι ντόπιοι ζουν ένα μεταπολεμικό σοκ, ο κόσμος είναι ένα άβολο σπίτι. Η μοναδική ελπίδα που αχνοφαίνεται στον ορίζοντα είναι ότι δεν υπάρχει καμία εδραία ελπίδα. Τα επτά βασικά πρόσωπα που μετέχουν στο εν εξελίξει δράμα, αλλά και κάμποσα άλλα που εκθέτει ο Κέπεν στο μυθιστόρημα, είναι υπάρξεις που τους λείπει η αγάπη, το φως της αισιοδοξίας και η προοπτική ενός καλύτερου μέλλοντος.  Τα πάντα πωλούνται και αγοράζονται μισοτιμής, οι συμμαχικές δυνάμεις λειτουργούν ως άλλοι κατακτητές, οι ντόπιοι βρίσκουν τρόφιμα με δελτίο, η μαύρη αγορά ανθεί και δυναστεύει.

Τι μας λέει ο Κέπεν; Ότι η περίοδος ειρήνης είναι ένα διάλειμμα, μια πρόσκαιρη κατάσταση πριν έρθει η επόμενη, γενικευμένη σύρραξη. Κάθε ήρωας που εμφανίζεται στο μυθιστόρημα φέρει ένα σημασιολογικό βάρος. Ακόμη και το πλήθος των προσώπων που κινούνται στις παρυφές. Ο Φίλιππος, ένας αποτυχημένος συγγραφέας που δεν βλέπει κανένα φως και ουσιαστικά κείται στην άκρη της κοινωνίας (ένας σύγχρονος Άμλετ) μοιάζει να είναι το alter ego του Κέπεν. Η Εμίλια, η γυναίκα του, πίνει για να αντέξει το μη περαιτέρω της ζωής της. Η οικογενειακή περιουσία της έχει γίνει φύλλο και φτερό από την υποτίμηση και πλέον αναγκάζεται να ξεπουλάει κειμήλια για να ζήσει με τον Φίλιππο. Αν τον αγαπάει; Κανείς δεν φαίνεται να εμφορείται από αυτό το συναίσθημα στο μυθιστόρημα. Ο Οδυσσέας, ένας μαύρος στρατιώτης των αμερικανικών δυνάμεων, είναι ένα δρων πρόσωπο, από τα πλέον κεντρικά του βιβλίου, και το περισσότερο διάστημα το περνάει με τον αχθοφόρο Γιόζεφ, ο οποίος στο τέλος σκοτώνεται δίχως να μαθαίνουμε από ποιον. Ο Ουάσιγκτον, ένας ακόμη μαύρος στρατιώτης, έχει αφήσει έγκυο τη γερμανίδα Κάρλα. Μόνο που αυτή θέλει να ρίξει το παιδί καθώς δεν αντέχει την πίεση του περίγυρού της. Ο Ουάσιγκτον έχει ένα όνειρο: να φτιάξει ένα μαγαζί στο Παρίσι όπου θα μπορούν όλοι να διαβούν το κατώφλι του (έμμεση αναφορά στο θέμα του φυλετικού διαχωρισμού και στις ΗΠΑ). Επίσης, εμφανίζεται μια νεαρή εκπαιδευτικός, η Κέι, που έχει έρθει στην πόλη ως τουρίστρια μαζί με άλλες συναδέλφους της και φυσικά ο διάσημος ποιητής Έντουιν (έχει όλα τα στοιχεία του Τ.Σ. Έλιοτ), ο οποίος αναμένεται να εκφωνήσει βαρυσήμαντο λόγο στο Μόναχο για το σφρίγος του ανθρώπινου πoλιτισμού έναντι της βαρβαρότητας. Μόνο που οι χαλασμένες μικροφωνικές εγκαταστάσεις θα μεταφέρουν στο υπνωτισμένο ακροατήριο μια σειρά βρυχηθμών και ακατανόητων ήχων. Άλλη μια έμμεση αναφορά του Κέπεν για την ήττα του πνεύματος έναντι του πολέμου και της τεχνολογίας του τρόμου.

 

Wolfgang Koeppen

Wolfgang Koeppen

 

Το μυθιστόρημα δεν διαρθρώνεται πάνω σε μια συνεκτική δομή. Υπάρχουν 105 ενότητες που κάθε μια εισβάλει στην άλλη. Χρησιμοποιώντας σε πλησμονή τον εσωτερικό μονόλογο, την αλληλοδιάδοχη αφήγηση, ακόμη και μέσα στην ίδια παράγραφο, και παίρνοντας καλά μαθήματα από τον Ντέμπλιν, τον Τζόυς, τον Φώκνερ και τον Ντος Πάσος, ο Κέπεν δημιουργεί ένα εφιαλτικό πανόραμα του κόσμου που αναδύθηκε από τις στάχτες του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου. Οι συμβολισμοί που διασπείρει σε όλο το μυθιστόρημα είναι πολλοί και ουσιαστικοί. Υπάρχουν ευθείες αναφορές στην Οδύσσεια, τους αρχαιοελληνικούς μύθους, τον Νίτσε και το τέλος του Θεού, την αδυναμία του συγγραφέα να συγκροτήσει έναν «καθαρογραμέννο» μύθο σε έναν κόσμο που έχει μετατραπεί σε σπάραγμα. Από τα κομμάτια και τα τρίμματα αυτού του κόσμου, ο Κέπεν φτιάχνει ένα πολυπλόκαμο έργο, από τα πλέον σημαντικά της γερμανικής λογοτεχνίας.

Ο Κέπεν έζησε τη λαίλαπα του ναζισμού, αλλά κατάφερε να μην ενταχθεί στις τάξεις του και να μην πολεμήσει. Το συγκεκριμένο μυθιστόρημα ανήκει στην «Τριλογία της αποτυχίας» και έθεσε τις βάσεις να δημιουργηθεί ο προσωπικός του συγγραφικός μύθος. Να σημειωθεί ότι τα πρώτα έργα του, πριν από τον πόλεμο, έμειναν στην αφάνεια, ωστόσο η Τριλογία, με το μοντερνιστικό και πυκνό ύφος της, αν και ξένισε πολλούς για τον τρόπο γραφής και τη σκληρή ευθύτητά της, τον ανέδειξε ως έναν σημαντικό συγγραφέα. Κόσμημα στη συγκεκριμένη έκδοση αποτελεί η μετάφραση του Βασίλη Τσαλή. Έχοντας περάσει με επιτυχία τη… στενωπό του Μπέρνχαρντ, ο Τσαλής βουτάει σε ένα ακόμη δύσκολο έργο και φέρνει στην επιφάνεια ένα κείμενο που διαβάζεται και μιλιέται. Είναι φανερό πως η μετάφρασή του ακολουθεί κατά πόδας το ιδιαίτερο ύφος του συγγραφέα, δίχως να χάνει το ουσιαστικό βάρος των λέξεων.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top