Fractal

Η σωσίβια λέμβος των τραγουδιών

Γράφει η Διώνη Δημητριάδου //

 

“Περιπλανώμενος Δυστυχισμένος – Ιστορίες με τραγούδια”, Βάσος Ν. Πτωχόπουλλος, Εκδόσεις Κουκκίδα

 

Το βιβλίο δεν γράφτηκε για να πω τον πόνο μου -είναι πολύ μεγάλος- ούτε για να βγάλω τα σώψυχά μου. Το έγραψα για να πω με τον τρόπο μου ένα μεγάλο ευχαριστώ στους συνθέτες, στιχουργούς και τραγουδιστές του τόπου μας, που με έσωσαν και σώζουν εδώ και πάνω από μισό αιώνα. Χωρίς αυτούς δεν ξέρω τι θα ήμουν τώρα κι εγώ, αλλά και όλοι οι ταλαιπωρημένοι άνθρωποι που γνώρισα στις πολλές περιπλανήσεις μου.

Έτσι προλογίζει ο Βάσος Ν. Πτωχόπουλλος (ναι, έτσι με δύο λάμδα να γράφεται για να ακούγεται όπως πρέπει, έτσι και οι σκύλλοι με διπλό το υγρό γράμμα και τα κονιακάκκια με διπλό το κ για να τα νιώθεις καλύτερα σαν τα πίνεις) το πρώτο από τα δύο βιβλία του με κοινή θεματική  Περιπλανώμενος δυστυχισμένος  (το άλλο είναι το Like a rolling stone, εκδόσεις Αιγαίον-εκδόσεις Κουκκίδα). Δύο βιβλία, στα οποία καταθέτει κομμάτια της ζωής του δεμένα όλα με τους ήχους κάποιων τραγουδιών, που απρόσμενα ενσωματώθηκαν στα γεγονότα που κράτησε η μνήμη του κι έκτοτε συνοδεύουν την πορεία του. Οι τόποι, Γιαλούσα, Μάργκεϊτ, Λονδίνο, Νέα Υόρκη, Θεσσαλονίκη, Αθήνα, Λευκωσία. Κι αυτός περιπλανώμενος, σαν το τραγούδι του Τσιτσάνη που δανείζει τον εμβληματικό του στίχο στον τίτλο του βιβλίου. Ο Πτωχόπουλλος γράφει αβίαστα, με την ειλικρίνεια που χαρακτηρίζει όσους δεν γράφουν για να συντηρήσουν μια πόζα στο σινάφι το συγγραφικό αλλά γιατί έτσι το νιώθουν· κι αν δεν μιλά ο λόγος μέσα τους, απλώς δεν γράφουν. Κι ούτε που είναι συγγραφέας συγγραφέας, που λένε. Εκδότης είναι (εκδόσεις Αιγαίον) και γνωστός επίσης από την ταβέρνα του στη Λευκωσία (συνονόματη των εκδόσεων και τόπο συνάντησης και ανάμειξης της αριστερής διανόησης με τις πλέον ένθερμες ενωτικές τάσεις από τις οποίες εμφορείται ο ίδιος). Να, όμως, που τους ξεπερνάει όλους στη στροφή, συγγραφείς δήθεν εκ φύσεως, δήθεν επαγγελματίες, κατά πως εύστοχα λέει ο Σωτήρης Κακίσης (περιοδικό Vakxikon.gr, τεύχος 31). Σκέφτομαι πόσο διαφορετικές είναι οι προσωπικές καταθέσεις, αυτές που καταγράφουν όχι αποκυήματα της μυθοπλαστικής φαντασίας ενός συγγραφέα αλλά όσα πολύτιμα διέσωσε (και μαζί τους διασώθηκε και ο ίδιος) ένας άνθρωπος που αφέθηκε να καθοδηγηθεί από τις μνήμες του. Ναι, αλλά τότε η λογοτεχνία, θα πει κάποιος, τι θα απογίνει; Ναι, η λογοτεχνία, η μαγική επινόηση του ψεύδους, όμορφη όσο να ’ναι, ειδικότερα στα χέρια ταλαντούχων παραμυθάδων. Μα η ομορφιά και η συγκίνηση μιας αυθεντικής γραφής, που θυμάται και μοιράζεται μαζί μας, που κατορθώνει να κάνει κοινωνούς τους αναγνώστες στα δικά της αληθινά πάθη, είναι μια άλλη διάσταση της λογοτεχνικής γραφής. Γιατί, να το πούμε κι αυτό. Ο Πτωχόπουλλος γράφει λογοτεχνικά, κι ας μην είναι καταγεγραμμένος λογοτέχνης· ποιεί μύθους μέσα από την πραγματικότητα που έζησε, γράφει σαν να μιλάει (στον εαυτό του πρώτα κι ύστερα σε όλους τους πρόθυμους να τον ακούσουν) απλά και χωρίς φορτώματα στον λόγο του. Άλλωστε, πόσα στολίδια να αντέξει η προφορική ομιλία; Γιατί η γλώσσα του διακατέχεται από εκείνη τη στόφα του προφορικού λόγου, που ξεχωρίζει τα καλά γραπτά από τα κατασκευασμένα κι επιτηδευμένα.

 

Βάσος Ν. Πτωχόπουλλος

 

Ας έρθουμε, όμως, στον πραγματικό πρωταγωνιστή των βιβλίων του. Τα πρόσωπα, οι ήρωες, που πρωταγωνιστούν στις ιστορίες που αφηγείται, έχουν στο στόμα τους κάποιο τραγούδι. Άλλοτε γιατί όντως το τραγούδησαν  κι έτσι αποτυπώθηκαν στη μνήμη του συγγραφέα που κοινοποιεί εδώ την ανάμνηση που έχει απ’ αυτούς. Άλλοτε γιατί ευφάνταστοι συνειρμοί τούς έδεσαν με μουσικές και στίχους, που ίσως ο ίδιοι αγνοούσαν, χωρίς αυτό φυσικά να έχει καμιά ιδιαίτερη σημασία για την αξία τη ανάμνησης. Έτσι, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, εισέρχονται τα τραγούδια στην αφήγηση διεκδικώντας επάξια τον ρόλο (γιατί όχι;) των πραγματικών πρωταγωνιστών – άλλωστε με κάποιους στίχους τραγουδιού προλογίζονται τα κεφάλαια προσφέροντας τον καλύτερο τίτλο στην κάθε ιστορία.

Ο παππούς τραγουδούσε το «Τι σε μέλει εσένανε» αργά και συρτά, όχι σαν τις σημερινές σαντέζες και σε κάθε στίχο σταματούσε, έτρεχαν τα δάκρυά του και μετά από ένα-δυο «αχ», συνέχιζε. Κάποτε, ανάμεσα στους στίχους, έκανε και θεατρινισμούς με λόγο πεζό. Προσποιούνταν πως έβλεπε απέναντι στην τουρκοκρατούμενη Καρανανιά ξυλοκόπους και καλούσε κι εμένα να τους δω και να τους αναγνωρίσω. Με κάποιους μιλούσε κιόλας, έλεγε π.χ. «Τι γίνεται, ρε Αποστόλη, πούλησες τα πρόβατα;». απαντούσε κιόλας λες και ο Αποστόλης του έδινε την απάντηση καθαρά. Στο τέλος, τραβούσε ένα ΑΜΑΝ που μ’ έκανε να νομίζω πως θα βγει η ψυχή του. Ήταν κι αυτή μια από τις μαγευτικές στιγμές της ζωής στη Γιαλούσα που γέννησαν μέσα μου τις μεγάλες απορίες της ζωής. Ρωτούσα τον παππού για τη Σμύρνη και μιλούσε σαν να μιλούσε για τον Θεό που στεκόταν δίπλα του.

Λαϊκές μουσικές, στίχοι όλο νόημα και καημούς. Θυμάται Καζαντζίδη, Τσιτσάνη, Μενιδιάτη, παλιά μικρασιάτικα, Παπαγιαννοπούλου, Ρασούλη, δημοτικά της πατρίδας του, της Κύπρου, Άκη Πάνου κ.α. Κι όταν βρίσκεται μετανάστης στην Αγγλία, θα ακούσει και θα αγαπήσει άλλους ρυθμούς και θα τους εντάξει στη δική του κουλτούρα – γιατί διαφορετικά πώς να αποδεχθεί αυτός ο Κύπριος πατριώτης ότι του αρέσουν τα τραγούδια του ορκισμένου εχθρού; Οι κυλιόμενοι λίθοι (Rolling stones) και ο Μιχάλης Τζιακούρης (Mick Jagger) φαίνεται σαν να έχουν κάτι το ελληνικό, μια ελληνική ρίζα. Αλλά και ο Προκόπης Δειλινός (Bob Dylan).

Έλυσα και το πρόβλημα της ελληνοποίησης των ονομάτων καλλιτεχνών που μου άρεσαν. Έψαχνα απεγνωσμένα να βρω ένα στοιχείο που να δείχνει την ελληνικότητα πολλών μουσικών. Ο Mick Jagger γινόταν Μιχάλης Ιαγουάριος ή Τζιακούρης, ο Eric Burton Ρίκκος Πέρτου ή Βουρδούνιος, κ.ο.κ.

 

 

Το δεύτερο βιβλίο του, το σχετικό με τις αναμνήσεις και τα τραγούδια, το τιτλοφορεί Like a rolling stone, παίρνοντας αυτός τον ρόλο της πέτρας που κυλά και δεν λέει να σταματήσει την πορεία της, διαρκώς περιπλανώμενος και συνάμα δυστυχισμένος. Αποκομμένος πλέον και από την πατρίδα του (ούτε καν στην κατεχόμενη Λευκωσία δεν βρίσκεται) με πολλαπλά τραύματα σωματικά να τον δεσμεύουν στις επιλογές του. Θυμίζει τον στίχο του Σαββόπουλου, καθώς βγάζει τα τραπεζάκια του έξω στα μέρη που ακόμα κρατούν κάτι από την αληθινή ζωή. Έτσι κι αλλιώς επιλογή μας είναι και οι τόποι και τα τραγούδια, όπως τα νιώθουμε να ζούνε μέσα μας. Εκείνη την άνοιξη του μακρινού ’83 ήταν που ο Διονύσης έβγαλε τα τραπεζάκια του έξω και τότε πολλοί σωθήκαμε από τη βαθιά καταχνιά μιας ασάλευτης και απροσδιόριστης Ελλάδας. Από τότε όσοι νιώθουν ακολουθούν. Ο Πτωχόπουλλος, λοιπόν, κάνει κι αυτός σήμερα την επιλογή του:

Ξέρω τι πρέπει να κάνω. Είμαι πρόσφυγας εις τριπλούν, δεν θα πέσω αμαχητί ούτε θα υποκύψω στις ασθένειες και τα τερτίπια τους. Θα βγάλω τα τραπεζάκια μου έξω, ένα στην αυλή μου στο Καϊμακλί, ένα στο μπαλκόνι του «Αιγαίου» κι ένα στη βεράντα μου στο Μαρμάρι και θ αρχίσω να καπνίζω 555 ώσπου να φλομώσω τη νεφρική μου ανεπάρκεια στους καπνούς. Θα βάλω το ουζάκι μου και μαζί με τον Κύριλλο θα αναλάβουμε  την ευθύνη, ώσπου να γίνουμε στουπί. Θ’ ακούμε Καζαντζίδη, Μενιδιάτη και Τσιτσάνη, τσιμπώντας σουβλάκια, παϊδάκια και χαλλούμια οφτά. Θα φουμέρνουμε αγρινιώτικο χασισάκι και αργά το βράδυ ίσως ρίξουμε και κανέναν αμανέ. Επειδή αμφιβάλλω αν θα μπορέσουμε να βγάλουμε καμιά γκόμενα, θα πείσω τον Κύριλλο να μου απαγγείλει κανένα ποίημα, είναι τόσο καλός στην απαγγελία.

Καλύτερα μιας ώρα ελεύθερη ζωή

παρά σαράντα χρόνια σκλαβιά και φυλακή.

 

Μια τέτοια αυθεντική φωνή ακούμε διαβάζοντας τις ιστορίες του Πτωχόπουλλου και μαζί σε συνακρόαση τα τραγούδια που τις συνοδεύουν. Αυτά που θυμίζουν και σ’ εμάς δικά μας πράγματα. Έτσι γίνονται αυτά το μέσον για την προσωπική σωτηρία. Το όχημα για μια περιπλάνηση στα μέρη που έζησε, για μια αναβίωση νοερή μιας άλλης εποχής, μιας άλλης Ελλάδας που είχε την επιμονή να διατηρεί τη φυσιογνωμία της εν μέσω αλλότριων συνθηκών και την ανάγκη να ακουμπά πάνω στους αγαπημένους ήχους και τους πονεμένους στίχους για να νιώθει ζωντανή· όπως και αυτός που καταγράφει, θυμάται και κάνει την αποτίμηση μιας ζωής όλο κομμάτια και αποσπάσματα. Πάλι θυμηθήκαμε τον Σαββόπουλο, αλλά ούτε κι αυτό είναι τυχαίο.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top