Fractal

Περιμένοντας τους αγγέλους

Γράφει η Τζένη Μανάκη //

 

Mahi Bibebine «Τα αστέρια του Σίντι Μούμεν», Μετάφραση: Έλγκα Καββαδία

 

 «Ο Αμπού Ζουμπέιρ μας κορόιδεψε όταν μας υποσχέθηκε άμεση πρόσβαση στον Παράδεισο. Έλεγε ότι το μερτικό μας στη φωτιά της Κόλασης το είχαμε ήδη υποστεί στο Σίντι Μουμέν κι έτσι τίποτα χειρότερο δεν μπορούσε να μας συμβεί. Κι η πίστη που μας στάλαζε μέρα με τη μέρα σφυρηλατούσε την πανοπλία που μας επέτρεπε να διαβούμε τον έβδομο ουρανό για να φτάσουμε στη φώτιση.»

 

Ο Μαχί Μπινμπίν, στο βιβλίο του «Τα αστέρια του Σίντι Μουμέν»,   καταγράφει με ποιητικό και συγχρόνως σπαρακτικό τρόπο, διανθισμένο με έναν υποδόριο σαρκασμό και μία δόση χιούμορ, που ελαφραίνει το συναίσθημα του αναγνώστη από το βάθος της τραγικότητας, πως μία εξαθλιωμένη καθημερινότητα μπορεί μ’ ένα απλό κλικ να μετατραπεί σε φονική μηχανή.

Το Σίντι Μουμέν είναι μια απομονωμένη με τείχος παραγκούπολη έξω από την Καζαμπλάνκα και τα “Αστέρια” είναι τα χαμίνια, οι μικροί φτωχοί διάβολοι όπως θα τους αποκαλούσε ο Τσέχωφ, που κυλιούνται στη λάσπη της χωματερής και διασκεδάζουν την αθλιότητά τους, προσπαθώντας να νιώσουν μια στάλα χαράς, μια πνοή σύγχρονης ζωής, έξω από την τραγικότητα της δικής τους, εντασσόμενα σε μία ποδοσφαιρική ομάδα που ανταγωνίζεται την αντίστοιχη μιας άλλης, γειτονικής – το ίδιο εξαθλιωμένης παραγκούπολης, στα πρόχειρα γήπεδα που στήθηκαν πάνω στη μπόχα των βρωμερών λασπότοπων.

Ο Γιασίν γελασμένος, αναπολεί με νοσταλγία, την κόλαση του Σίντι Μουμέν,  ως νεκρός, καθώς περιμένει χωρίς τα κλειδιά στο χέρι, τον παράδεισο και τους αγγέλους που του έταξαν. «Δεν ντρέπομαι να σας ομολογήσω πως μου ‘τυχε να ‘μαι χαρούμενος στα σιχαμερά ερείπια, πάνω στα σκουπίδια αυτού του καταραμένου κοπρόλακκου, ναι ήμουνα ευτυχισμένος στο Σίντι Μουμέν, στον τόπο μου».

Η μετάνοια για την αποτρόπαια πράξη τον επισκέπτεται αργά, και η αφήγηση είναι η παρηγοριά της «περιπλανώμενης ψυχής» του, που τον βγάζει από τη μοναξιά του καθαρτηρίου και τη θανατηφόρα πλήξη του. Αναπολεί τη ζωή κοντά στα έξι αδέλφια του, τη μάνα του με το ρεκόρ «δεκατέσσερις εγκυμοσύνες σε δεκατέσσερα χρόνια», που πάλευε νυχθημερόν να τα βγάλει πέρα με τη βρώμα και τα ζωύφια, τον μισοπεθαμένο πατέρα του βυθισμένο πάντα στη σιωπή και τις προσευχές. Αφηγείται τις περιπέτειες με τους φίλους, όλους βουτηγμένους στο βούρκο της ίδιας χωματερής, τον αγώνα επιβίωσης, συνήθως, με όχι θεμιτά μέσα.  Θυμάται τον μεγαλύτερο αδελφό του Χαμίντ, που θαύμαζε και φοβόταν, αρχηγό μιας σπείρας χαμινιών που κατάφερνε να του προσπορίζει την πρώτη ύλη για την άτυπη επιχείρησή του, τον φίλο του Ναμπίλ, γιο μιας πόρνης που έκανε ευτυχισμένους τους κατοίκους του κοπρόλακκου με την μόνιμη μυρωδιά του χασίς και της κόλλας που σνίφαραν τα πιο απελπισμένα χαμίνια. Τον φίλο του Αλί, με πίσω του μια τραγική ιστορία που στοίχισε την αλλαγή του ονόματός του. Ο Αλί τσακιζόταν στη δουλειά από τα χαράματα στο καρβουνιάρικο του αυστηρού πατέρα του, που ζύγιζε τα κάρβουνα προσέχοντας την ισορροπία της ζυγαριάς σαν να πουλούσε ψήγματα χρυσού. Κι όμως, κατάφερνε να έχει κάποιες στιγμές ανάπαυλας και να  εξασφαλίζει το καθημερινό χαρτζιλίκι, (όχι πάντα χωρίς την τιμωρία της μουσκεμένης στο νερό βοϊδοουράς που τσάκιζε την πλάτη του), όταν ο πατέρας του πήγαινε στο τζαμί την ώρα της προσευχής.

Όμως το Σίντι Μουμέν δεν είχε μόνο σκοτεινές στιγμές. Απόδειξη ο έρωτας του Γιασίν με την Γκισλάν τη μικρή αδελφή του φίλου του Φουάντ.

«Αν για κάτι θα είχα απαρνηθεί την αναχώρηση, αυτό θα ήταν ο έρωτάς μου για την Γκισλάν…. σίγουρα θα μπορούσε να με είχε εμποδίσει να πράξω το ανεπανόρθωτο, αν με είχε πάρει στα σοβαρά… αν ήμουν ζωντανός δεν θα μπορούσα να την περιγράψω όπως κάνω σήμερα . Δεν μου είχαν μάθει τις λέξεις για να περιγράφω την ομορφιά των ανθρώπων και των πραγμάτων,  τον αισθησιασμό και την αρμονία που τα υμνεί.»

Η Γκισλάν και ο Φουάντ δυο αδέλφια με πίσω τους μια τραγική οικογενειακή κατάσταση. Ο τελευταίος προσπαθεί να  την ξεπεράσει σνιφάροντας κόλλα, είναι διαρκώς μαστουρωμένος.

Ο Γιασίν είναι μπερδεμένος. Η Γκισλάν είναι όμορφη αλλά απρόσιτη, ο πισινός του Ναμπίλ που πολλοί λαχταρούσαν τον βάζει σε σκέψεις, ο Χαλίλ εμπλέκεται σε κλοπές, ο αδελφός του ο Χαμίντ δέρνει μέχρι θανάτου όποιον του αντιστέκεται και ο Αλί είναι απελπισμένος από τους άγριους ξυλοδαρμούς που δέχεται από τον πατέρα του, κατηγορώντας τον για τον χαμό του μικρού αδελφού του.

Ένα σκηνικό που ήταν εύκολο να αποκαθηλώσουν οι επιτήδειοι απόστολοι του θανάτου, προπαγανδίζοντας τον Παράδεισο, όπως τον περιγράφει το ιερό τους βιβλίο. Ο Αμπού Ζουμπέιρ, πνευματικός καθοδηγητής, μετά έναν έκλυτο βίο, που δεν έκρυβε, αντίθετα  χρησιμοποιούσε για να πείσει για τις αρετές της εγκράτειας, μέσα σ’ ένα γκαράζ επιστράτευσε όλα τα απελπισμένα χαμίνια, εύκολη λεία για τον σκοπό του, και τα μιλούσε με πειθώ και «ειλικρίνεια» για τις αρετές «του μεγάλου ταξιδιού», λες και είχε πεθάνει δέκα φορές και δέκα είχε αναστηθεί.  Ο Αμπού Ζουμπέιρ γνώριζε όλες τις κατάλληλες λέξεις «που φυτεύονται στη μνήμη διαλύοντας τ’ απομειινάρια του παρελθόντος.»

 Ο Μαχί Μπινμπίν περιγράφει με λεπτομέρεια τον τρόπο που φύτευαν στις ψυχές αυτών των αθώων παιδιών την ανάγκη για εκδίκηση, τη διαβεβαίωση ότι τους περίμενε ο Παράδεισος, ότι η Κόλαση ήταν αυτό που έζησαν πριν ενταχθούν στην ομάδα αυτοκτονίας, κι έτσι τους έζωναν με το εκρηκτικό υλικό που θα τους οδηγούσε στον επιθυμητό προορισμό, ενώ οι ίδιοι οι καθοδηγητές, όπως οι αδελφοί Ουμπάιντα, με τα ακριβά κοστούμια τους  απολάμβαναν όλες τις χαρές μιας πολυτελούς ζωής.

«Ζωσμένοι με το υλικό που θα μας οδηγούσε στον Παράδεισο, οι καρδιές μας χτυπούσαν δυνατά, περιμένοντας τη λύτρωση.

– Θα συναντηθούμε εκεί ψηλά, Γιασίν.

– Ναι, Γιουσέφ, εκεί επάνω

Ήταν η πρώτη φορά που τον φώναξα με το πραγματικό του όνομα.»

    

Εννοείται ότι ο Μαχί Μπινμπίν δεν αποσκοπεί με το εξαιρετικό αυτό μυθιστόρημά να δικαιολογήσει την επιλογή των απελπισμένων στην καταφυγή  που σκορπά τον θάνατο. Καταδεικνύει μέσα από αυτό, πως η έλλειψη στοιχειώδους μόρφωσης σε συνδυασμό με την απόλυτη φτώχεια αποτελούν παράγοντες εύκολης πρόσβασης στον φανατισμό και στην εκδίκηση που αποκαθηλώνει κάθε στοιχείο πολιτισμού και φθάνει μέχρι την αυτοκαταστροφή.

«Πήγαμε μαζί στο λουτρ . Πλυθήκαμε και ξυρίσαμε προσεκτικά το σώμα μας. Ετοιμαζόμαστε για το θάνατο όπως για γαμήλια τελετή».

     

Το μικρό αλλά πυκνό αυτό μυθιστόρημα είναι εμπνευσμένο από πραγματικό γεγονός που συνέβη το 2003 και μεταφέρθηκε στη μεγάλη οθόνη από τον Μαροκινό σκηνοθέτη Nabil Avouch. Πρόκειται για τις αυτοκτονικές επιθέσεις τζιχαντιστών που συγκλόνισαν την πρωτεύουσα του Μαρόκου, με  45 νεκρούς. Οι δράστες προερχόταν από την παραγκούπολη Σίντι Μουμέν.

 

«Ναι, σίγουρα είχαμε πετύχει πέρα από κάθε προσδοκία. Ο Αμπού Ζουμπέιρ, ο εμίρης Ζαϊντ θα ‘τριβαν τα χέρια τους  μπροστά στην οθόνη της τηλεόρασής τους . Ο Φουάντ θα τρέχει σαν δαιμονισμένος στους δρόμους της Καζαμπλάνκα, με τη βόμβα πάνω στην καρδιά του, ψάχνοντας να βρει τους αδελφούς Ουμπάιντα για να την αποσυνδέσουν. Όσο για μας είμαστε νεκροί, τελείως νεκροί. Κι εγώ περιμένω πάντα τους αγγέλους.»

 

Mahi Bibebine

 

Ο Μαχί Μπινμπίν γεννήθηκε το 1959 στο Μαρακές. Είναι ζωγράφος και γλύπτης εκτός από συγγραφέας. Έργα του ανήκουν στη συλλογή του Μουσείου Γκουγκενχάιμ της Νέας Υόρκης ενώ τα βιβλία του έχουν τιμηθεί κατ΄επανάληψη με διεθνείς διακρίσεις και κυκλοφορούν σε πολλές γλώσσες.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top