Fractal

Περιδιαβαίνοντας στα σοκάκια της Γεωργιανής ιστορίας

Του Γεωργίου Νικ. Σχορετσανίτη //

 

 

Αν ενσκήψουμε προσεκτικά σε όσα αρχαιολογικά δεδομένα μας είναι διαθέσιμα σήμερα, θα ανακαλύψουμε σύντομα ότι η παρουσία του νεολιθικού πολιτισμού στην επικράτεια της Γεωργίας χρονολογείται από το 5000 π.Χ. μέχρι την χριστιανική εποχή. Πρέπει να ξεκαθαρίσουμε, όμως, ευθύς εξαρχής ότι στους τελευταίους αιώνες της προχριστιανικής εποχής, ο πολιτισμός της Γεωργίας βρισκόταν σε γενικές γραμμές  κάτω από  την ισχυρή επιρροή της Ελλάδας από την πλευρά της  Δύσης και της Περσίας από την ανατολή. Η υιοθέτηση του χριστιανισμού ως επίσημης θρησκείας του κράτους από τον βασιλιά Μιριάν (Mirian, 277-361) το 354, φυσικά συνέβαλε στην ενίσχυση των πολυμερών σχέσεων με το Βυζάντιο. Αν και οι Άραβες εισέβαλαν στην Τιφλίδα στα 645, εν τούτοις η Γεωργία κατάφερε να διατηρήσει υψηλό σχετικά  βαθμό ανεξαρτησίας όσον αφορά τη γλώσσα και τη θρησκεία της. Το 813 ο βασιλιάς Ashot ίδρυσε τη βασιλική δυναστεία των Μπαγκρατιόνι (Bagrationi), ή καλύτερα των Γεωργιανών Βαγρατιδών, όπως είναι η πιο εξελληνισμένη μορφή του ονόματος, η οποία  βρισκόταν στο τιμόνι  της χώρας μέχρι το 1801.

 

Ο καθεδρικός Μπαγκράτι στην πόλη Κουτάισι, πρωτεύουσα της περιοχής Ιμερέτι της Γεωργίας.

 

Ο Δαβίδ  Δ’ ο Χτίστης (1073-1125), βασίλεψε το διάστημα  1089-1125 και  έθεσε τα θεμέλια της χρυσής εποχής στην ιστορική πορεία της Γεωργίας. Κατάφερε να εκδιώξει τους Τούρκους, να ενσωματώσει όλες τις  επαρχίες της Γεωργίας στον κορμό της και επεξέτεινε επιτυχώς την πολιτική και πολιτιστική επιρροή της χώρας προς την Αρμενία νότια και προς την περιοχή της Κασπίας Θάλασσας ανατολικά. Η χρυσή εποχή έφτασε στον κολοφώνα της δόξας με τη βασίλισσα Ταμάρα, στο διάστημα 1184 με 1213. Εκείνη την εποχή, η Γεωργία ήταν γνωστή στη χριστιανική Δύση, η οποία θεωρούσε τη Γεωργία σύμμαχό της στους εν εξελίξει πολέμους των σταυροφοριών. Η επιρροή της επεκτάθηκε μέχρι και την Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας, μέρος του Βόρειου Καυκάσου. Ήταν η εποχή κατά την οποία η λογοτεχνία και η φιλοσοφία άνθησαν, πολλές ακαδημίες λειτούργησαν και αναδύθηκαν οι δημοκρατικοί θεσμοί στη Γεωργία.

 

 

Η παρακμή της Γεωργίας  ξεκίνησε με την εισβολή των Μογγόλων, το έτος 1236. Μετά την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως, η Γεωργία αναπόφευκτα έμεινε μόνη και αβοήθητη απέναντι στην Τουρκία και την Περσία, την οποία προσπαθούσαν αμφότερες να κατακτήσουν και να διαιρέσουν ή τουλάχιστον να αυξήσουν με όποιο τρόπο, την επιρροή τους εκεί. Έτσι σταδιακά η χώρα οδηγήθηκε σε βασίλεια και φέουδα. Το 1801, με  μανιφέστο του Ρώσου αυτοκράτορα Αλεξάνδρου του Α’, η Γεωργία καταργήθηκε από βασίλειο και έγινε μέρος της Ρωσικής Αυτοκρατορίας και κατ’ αυτόν τον τρόπο άρχισε η σχεδόν δύο αιώνων παρουσία της Ρωσίας στην περιοχή ετούτη του Καυκάσου. Παράλληλα το 1811, η Ρωσία κατήργησε την αυτονομία της Γεωργιανής Εκκλησίας, η οποία σημειωτέον  αποκτήθηκε το 567 από το βασιλιά Βαχτάνγκ Γκοργκασάλι (Vakhtang Gorgasali). Μέχρι το τέλος του 19ου αιώνα, η Γεωργία ανέπτυξε ικανοποιητικά τη βιομηχανία και το εμπόριο, ενώ δέχτηκε σημαντικές ευρωπαϊκές πολιτιστικές επιρροές από τη Ρωσία, αφού η μεγάλη πλειοψηφία της Γεωργιανής αριστοκρατίας φοιτούσε σε ρωσικά και ευρωπαϊκά πανεπιστήμια. Αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν η εξάπλωση των δυτικών και ρωσικών σοσιαλδημοκρατικών ιδεών από το 1900 και η εμφάνιση ενεργών επαναστατικών κινημάτων των εργατών, αλλά και της διανόησης. Το 1918 η Γεωργία κήρυξε την ανεξαρτησία της η οποία κράτησε μόνο τρία χρόνια, δεδομένου ότι προσαρτήθηκε στο άρμα της Σοβιετικής Ρωσίας και η εξουσία της μεταβιβάστηκε, παραδόθηκε πιο σωστά, στην μπολσεβίκικη κυβέρνηση που έκανε δυναμικά την εμφάνισή της στο προσκήνιο της Ιστορίας του εικοστού αιώνα, σημαδεύοντάς στον όπως αποδείχτηκε ανεξίτηλα.

 

 

Κατά τη διάρκεια της σοβιετικής εποχής, ο γεωργιανός λαός βίωσε  αρκετές δυστυχίες, ενώ η κομμουνιστική καταπίεση επηρέασε το καλύτερο μέρος της γεωργιανής διανόησης. Πολλοί Γεωργιανοί, επιπλέον, σκοτώθηκαν στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Εν τω μεταξύ, η χώρα βρισκόταν συνεχώς στο στάδιο της εκβιομηχάνισης και της αστικοποίησης. Σύμφωνα με το ισχύον σοσιαλιστικό σύστημα, όμως, η εκπαίδευση και η υγειονομική περίθαλψη ήταν διαθέσιμα και προσβάσιμα σε όλους, ο αναλφαβητισμός εξαλείφθηκε και η Γεωργία είχε το υψηλότερο ποσοστό ατόμων με πτυχίο τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Τις τελευταίες όμως δεκαετίες της σοβιετικής εποχής, η  διαφθορά, όπως και στις υπόλοιπες άλλωστε σοβιετικές δημοκρατίες, εξαπλώθηκε σε όλες τις οικονομικές δραστηριότητες της Γεωργίας, με αναπόφευκτο αποτέλεσμα την εμφάνιση τεράστιας παραοικονομίας με τα γνωστά επακόλουθα και προβλήματα.

Όπως ήταν φυσικό, μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης η Γεωργία έχασε τους οικονομικούς δεσμούς και τις πολυποίκιλες αγορές για τα προϊόντα της, όπως βεβαίως και το έμπειρο προσωπικό της. Η κατάσταση επιδεινώθηκε από τον εμφύλιο πόλεμο και τις στρατιωτικές επιθέσεις από τα αποσχιστικά καθεστώτα που υποστηρίζονταν από τη Ρωσία, σπρώχνοντας περίπου 300.000 ανθρώπους προς την προσφυγιά. Όλα αυτά οδήγησαν τη Γεωργία σε ακραίες οικονομικές δυσκολίες. Η Γεωργία αναγκαστικά  κήρυξε την  ανεξαρτησία της  και έγινε μέλος των Ηνωμένων Εθνών εξασφαλίζοντας την ιδιότητα του ανεξάρτητου μέλους στις διεθνείς σχέσεις. Φυσικά ακολούθησαν εξεγέρσεις, εναλλαγές κυβερνήσεων και επαναστάσεις, μέχρι να φτάσουμε στη σημερινή γνωστή κατάσταση με κύματα συνεχών δημοκρατικών αλλαγών στους θεσμούς του κράτους.

 

 

Ο Καύκασος ιστορικά υπήρξε ανέκαθεν κοιτίδα πολλών λαών και σημαντικός, βεβαίως, χώρος μυθολογικής αναφοράς. Ακόμα και στο ερώτημα περί του τόπου γένεσης των λεγόμενων ινδοευρωπαϊκών λαών, η πλέον σύγχρονη επιστημονική εκδοχή προτείνει τον Καύκασο ως την αρχέγονη κοιτίδα. Όμως ανεξάρτητα από τα ερωτήματα των επιστημόνων και τους κληρονομημένους μύθους, την εναλλαγή και σύμπλευση των μύθων και των πραγματικών γεγονότων, ο Καύκασος παραμένει μια πολυεθνική περιοχή που παράγει διαρκώς ένταση και συγκρούσεις για τους κατοίκους του. Η μετάβαση από την πολυεθνική σοβιετική δομή, στο μετασοβιετικό έθνος – κράτος δεν ήταν καθόλου εύκολη υπόθεση, ειδικά, όταν υπεισέρχονται κάποιοι σοβαροί και πολυδύναμοι  παράγοντες, όπως οι ενεργειακές παράμετροι οι οποίες καθορίζουν έντονα  και αποφασιστικά τις συμπεριφορές και ενέργειες των μεγάλων και ισχυρών δυνάμεων του πλανήτη μας.

 

Έξω από το μουσείο του Στάλιν, στην πόλη Γκόρι της ανατολικής Γεωργίας.

 

Στην προσοβιετική εποχή το πρόβλημα της πολυμορφίας αντιμετωπίστηκε δεόντως με τη δοκιμασμένη συνταγή του μεγαλορωσικού πανσλαβισμού, τουτέστιν τη βίαιη και άνευ όρων αφομοίωση και ομογενοποίηση. Την περίοδο που μεσολάβησε μεταξύ της αντιτσαρικής επανάστασης του Φεβρουαρίου του ’17 και της Οκτωβριανής Επανάστασης, οι εξελίξεις στον Καύκασο κινήθηκαν στην κατεύθυνση δημιουργίας εθνών-κρατών. Οι σημερινές εθνικές αντιπαραθέσεις εμφανίστηκαν και τότε, και μάλιστα  με ιδιαίτερη ένταση. Κάθε εθνική ομάδα προσπάθησε με πολιτικά και στρατιωτικά μέσα να εξασφαλίσει την κυριαρχία της επί του εδάφους που θεωρούσε ότι της ανήκει. Ακόμα και οι πολυάριθμες ελληνικές κοινότητες θα οργανώσουν τα δικά τους ένοπλα τμήματα, θα διατυπώσουν αξιώσεις αυτονομίας και θα συγκρουστούν με τα κυρίαρχα έθνη της περιοχής, δηλαδή τους Γεωργιανούς και Αρμένιους, στην προσπάθεια να κατοχυρώσουν τα δικά τους συμφέροντα. Η ιστορία φρόντισε να μας κάνει κοινωνούς όλων αυτών των γεγονότων με αρκετές τεκμηριωμένες λεπτομέρειες και διφορούμενες βεβαίως απόψεις, όπως πάντα.

 

 

Η επανάσταση των μπολσεβίκων θα βάλει τέλος στις διεργασίες αυτές, θα ενσωματώσει βίαια τις ανεξάρτητες αστικές Δημοκρατίες (αρμενική και γεωργιανή) του Καυκάσου και θα επιχειρήσει να επιλύσει το εθνικό ζήτημα με νέους τρόπους. Κατά τις πρώτες δεκαετίες, οι μπολσεβίκοι θα κινηθούν στην αντίθετη κατεύθυνση απ’ αυτή της τσαρικής Ρωσίας. Ο Λένιν στην πολιτική του αντίληψη θεωρούσε ότι οι εθνικοί-δημοκρατικοί αγώνες και η σοσιαλιστική επανάσταση συνδέονταν με μια βαθύτατη διαλεκτική σχέση. Σε αντίθεση με τον γεωργιανό Ιωσήφ Στάλιν (1878-1953), εκείνος αντιλαμβανόταν και κατανοούσε καλύτερα, σφαιρικότερα και πληρέστερα τη σημασία του εθνικού συναισθήματος των καταπιεσμένων πληθυσμιακών ομάδων. Κατά τα πρώτα έτη της εξουσίας του έγινε προσπάθεια να εφαρμοστεί ένα σύστημα που θα επέτρεπε αφενός να ανθήσει ο πολιτισμός των εθνοτήτων στο συγκεκριμένο πολιτικό πλαίσιο και αφετέρου να εξασφαλιστούν τα δικαιώματά τους μέσα από μια συγκεκριμένη διοικητική δομή.

 

Από το κέντρο της πρωτεύουσας Τιφλίδας.

 

Στη βάση αυτή δημιουργήθηκε το σοβιετικό διοικητικό σύστημα που έμοιαζε, λίγο ή πολύ, με τις γνωστές μας μπάμπουσκες. Δηλαδή με το ρωσικό παιχνίδι, όπου πολλές κούκλες βρίσκονται η μια μέσα στην άλλη. Έτσι, μέσα στη Σοβιετική Ένωση δημιουργήθηκαν οι Σοβιετικές Σοσιαλιστικές Δημοκρατίες, οι οποίες περιείχαν τις Αυτόνομες Σοσιαλιστικές Δημοκρατίες, που με τη σειρά τους περιείχαν Αυτόνομες Περιοχές. Ακόμα και οι Έλληνες της ΕΣΣΔ οργανώθηκαν και διέθεταν τέσσερις Αυτόνομες Περιοχές μέχρι το 1937. Τρεις στην Ουκρανία, μία στη Νότια Ρωσία και ετοιμάζονταν να ιδρύσουν και πέμπτη στην περιφέρεια του Σοχούμι, στην Αμπχαζία.

 

 

Στην εποχή του Στάλιν θα αλλάξουν σε δραματικό βαθμό και με ανελέητο τρόπο, πολλές από τις λενινιστικές σταθερές. Η Ιστορία σε τούτη τη γωνιά της, είναι πολύ γενναιόδωρη. Στη θέση της ανάπτυξης των εθνικών πολιτισμών, θα προωθηθεί με όλους τους τρόπους ο εκρωσισμός. Πολλές μικρές εθνότητες, που οι σταλινικοί θεωρούσαν ότι διέθεταν ένα στήριγμα, μια μακρυνή μητέρα-πατρίδα κάπου στη Δύση, θα αντιμετωπιστούν συλλήβδην ως επικίνδυνοι εχθροί του κράτους, με τραγικές επιπτώσεις στη μετέπειτα φυσική τους υπόσταση. Στην περιοχή του Καυκάσου θα βρεθούν στο στόχαστρο της ρατσιστικής πολιτικής των σταλινικών, οι μουσουλμανικές πληθυσμιακές ομάδες (Τσετσένοι, Μεσχετίνοι, Ιγκουσέτιοι, κ.α.), καθώς αναγκαστικά και οι Έλληνες. Μόνο ο θάνατος του Στάλιν απέτρεψε τις προσπάθειες βίαιης καταστολής και μεγαλύτερων εθνικών ομάδων, όπως οι Ουκρανοί ή οι Αμπχάζιοι. Η κύρια αιτία, φυσικά, που συντηρεί τις σύγχρονες εθνικές συγκρούσεις, είναι η προσπάθεια των κυρίαρχων εθνικών ομάδων να επιβάλουν ένα καθεστώς απόλυτου ελέγχου σε μια, κατά τα άλλα, πολυεθνική περιοχή. Οι περιοχές άλλων εθνοτήτων οι οποίες ως Αυτόνομες Δημοκρατίες βρέθηκαν αναγκαστικά μέσα στην επικράτεια της παλιάς Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας που τώρα μεταλλάχθηκε σε έθνος-κράτος, βρέθηκαν στο στόχαστρο των νέων εθνικιστικών γραφειοκρατιών. Έτσι ήταν αναπόφευκτο αποτέλεσμα το γεγονός  να αναδυθεί  και να έρθει στο προσκήνιο σειρά  συγκρούσεων σε ολόκληρη την έκταση της Σοβιετικής Ένωσης. Από την περιοχή των Γκαγκαούζων στη Μολδαβία και την Υπερδνειστερία, μέχρι την Κριμαία, την Τσετσενία, την Οσετία, το Ναγκόρνο Καραμπάχ και την Αμπχαζία, επαναλήφθηκε ακριβώς το ίδιο και απαράλλαχτο σενάριο.

 

 

Οι Γεωργιανοί όμως υπήρξαν ένας από τους λαούς που διεκδικούσε έντονα την ανεξαρτησία του κατά τα τελευταία χρόνια της σοβιετικής κυριαρχίας. Μόνιμο μέλημα των μετασοβιετικών ηγεσιών ήταν η υποταγή του ενός τρίτου,  περίπου, του πληθυσμού που δεν είχε γεωργιανή καταγωγή. Παράλληλα, τρεις περιοχές της είχαν καθεστώς αυτονομίας: η Αμπχαζία, η Νότια Οσετία και η Αζαρία, όπου κατοικούσαν μουσουλμάνοι Γεωργιανοί.  Οι Γεωργιανοί αναγκαστικά έπαιξαν βεβαίως σημαντικό ρόλο και στη σοβιετική ιστορία. Δίπλα στον Λένιν υπήρχαν κορυφαίοι επαναστάτες, όπως ο Στάλιν που αναφέραμε, ο Ορτζονικίτζε, κ.ά. Κατά την εποχή του Στάλιν, ειδικότερα, την αυταρχική σοβιετική εξουσία άρχισε να την ασκεί κατά το δοκούν η γεωργιανή ομάδα εξουσίας. Ο Λαυρέντι Μπέρια, δεξί χέρι του Στάλιν και επίδοξος διάδοχός του, θεωρείται υπεύθυνος για πολλά εθνικά εγκλήματα, κυρίως κατά των Ελλήνων και των Αμπχαζίων.

Η ιδιαίτερη αυτή θέση των Γεωργιανών στη σοβιετική ιστορία φαίνεται πως εμφύσησε αυξημένο συναίσθημα εθνικής υπερηφάνειας, το οποίο κατά τις εποχές της κατάρρευσης θα διοχετευτεί από επιδέξιους πολιτικούς δημαγωγούς σε ακραίο εθνικισμό. Ο Γκαμσαχουρντία θα προσπαθήσει να εμφυσήσει στον γεωργιανό λαό ρατσιστικά συναισθήματα κατά των ‘ξένων’ και θα οδηγήσει τη νεαρή Γεωργία η οποία προσπαθούσε απεγνωσμένα να ορθοποδήσει,  σε μια ανοιχτή αμφισβήτηση της αυτόνομης υπόστασης της Οσετίας, της Αμπχαζίας και της Αζαρίας. Αποτέλεσμα αυτού ήταν οι διαδοχικοί πόλεμοι, πρώτα με τους Οσετίνους και στη συνέχεια με τους Αμπχάζιους. Ο ανορθολογισμός των Γεωργιανών και η υποτίμηση της γεωπολιτικής θέσης της χώρας τους θα τους οδηγήσει σε διαδοχικές ήττες, οι οποίες θα ολοκληρωθούν με την πολιτική του Σαακασβίλι. Η κρίση αυτή αποτυπώνεται και στην πορεία της ελληνικής κοινότητας της Γεωργίας. Οι περισσότεροι από τους εκατό χιλιάδες  πολίτες που ανήκαν στην αναγνωρισμένη ελληνική μειονότητα της περιοχής, κατέφυγαν στην Ελλάδα, την Κύπρο και τη Νότια Ρωσία. Σήμερα ο αριθμός αυτών που παραμένουν στη Γεωργία μόλις ξεπερνά τους 10.000.

 

Εικόνα από το σημερινό κέντρο του Βατούμι.

 

 

Πριν από κάποια χρόνια η Ελλάδα οργάνωσε τη μεγαλύτερη ανθρωπιστική επιχείρηση για να απεγκλωβίσει Έλληνες που απειλούνταν από τις εν εξελίξει πολεμικές συγκρούσεις στο επικίνδυνο ηφαίστειο του Καυκάσου. Μετά το μέτωπο στο Ναγκόρνο Καραμπάχ και τη Νότια Οσετία, είχε αρχίσει ο πόλεμος στην Αμπχαζία. Το πρωί της 15ης Αυγούστου του 1993, συγκεκριμένα, το πλοίο ‘Viscountess M’ έφτασε στο λιμάνι του Σοχούμι. Οι πρόσφυγες περίμεναν ήδη στην προβλήτα. Ήταν η τέταρτη κατά σειρά προσφυγιά που βίωνε ο πληθυσμός αυτός μέσα σε ιστορική  πορεία εβδομήντα χρόνων. Υπολογίζεται ότι οι Έλληνες νεκροί σε όλη την Αμπχαζία ξεπέρασαν τους διακόσιους. Το τι συνέβαινε τότε στο Σοχούμι περιγράφεται αποκαλυπτικά από ένα έγγραφο που έστειλε στην ελληνική κυβέρνηση ο Ελληνικός Σύλλογος της πόλης Σότσι, όπου είχαν καταφύγει πολλοί Έλληνες πρόσφυγες. Μεταξύ άλλων στην έκκληση έγραφε: ‘… Σήμερα στη Γεωργία μαίνεται φοβερός πόλεμος, χύνεται το αίμα των Ελλήνων ομοεθνών μας, χάνονται γέροι, γυναίκες και παιδιά. Χίλιοι Έλληνες-πρόσφυγες από την Αμπχαζία– εγκαταλείπουν το βιός πολλών γενεών, τα νοικοκυριά και τα σπίτια τους χωρίς μέσα διαβίωσης για να σώσουν τη ζωή τους. Κατευθύνθηκαν στο Βατούμι για να μεταβούν αργότερα στην Ελλάδα μέσω της γειτονικής Τουρκίας. Είναι δύσκολο να περιγραφούν τα πάθη των. Σε μια στιγμή έχασαν τα πάντα, πολλούς συγγενείς και μόλις πρόλαβαν να φύγουν από τα σπίτια τους και να σώσουν τη ζωή τους. Αλλά το πιο δύσκολο ακόμα είναι να βλέπεις να κλαίνε οι μητέρες, παππούδες, γιαγιάδες. Η γενοκτονία των Ποντίων Ελλήνων συνεχίζεται, τους σκοτώνουν, τους κλέβουν, τους βιάζουν…’.

 

Μια γενική άποψη από το Σοχούμι (πρωτεύουσα της Αμπχαζίας) και τον κόλπο της, γύρω στα 1910, από το βουνό Cherniavsky.

 

Στην Αμπχαζία βεβαίως κατοικούσαν κάπου δεκαπέντε χιλιάδες Έλληνες, οι περισσότεροι των οποίων είχαν επιστρέψει από περιοχές της Κεντρικής Ασίας, όπου είχαν εκτοπιστεί επίσης βιαίως σε παλιότερες εποχές, το 1949. Η Αμπχαζία είχε καθεστώς Αυτόνομης Δημοκρατίας, ενταγμένης στη Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Γεωργίας. Οι Γεωργιανοί φυσικά διεκδίκησαν την πλήρη ενσωμάτωση της Αμπχαζίας στο έθνος – κράτος τους, ενώ οι Αμπχάζιοι επιθυμούσαν σφόδρα να δημιουργήσουν το δικό τους. Η αναπόφευκτη σύγκρουση των Γεωργιανών με τους Αμπχάζιους, χρονολογείται από το πρώτο τέταρτο του εικοστού αιώνα. Η αφορμή για την τελική σύγκρουση δόθηκε όταν στάλθηκε γεωργιανός στρατός στο Σοχούμι, το καλοκαίρι του 1992. Οι Έλληνες της περιοχής αυτής βρέθηκαν μοιραία στο μέσο των μαχών. Διακήρυξαν φυσικά την ουδετερότητά τους, αν και συναισθηματικά υποστήριζαν τους Αμπχάζιους. Οι Αμπχάζιοι, παρότι ήταν μόνο το 17% του συνολικού πληθυσμού της Αμπχαζίας, κατάφεραν με έξυπνους χειρισμούς να πάρουν με το μέρος τους τις περισσότερες εθνικές ομάδες της περιοχής, συγκροτώντας έτσι ένα ευρύτατο αντιγεωργιανό μέτωπο. Παράλληλα βεβαίως υποστηρίχθηκαν ενεργά από την Ομοσπονδία των Ορεινών Λαών του Καυκάσου, που είχε ως στόχο την επαναφορά του status quo που υπήρχε πριν την κατάληψη της περιοχής από τους Ρώσους τον 19ο αιώνα.

Τον Σεπτέμβριο του ’93, λίγες μέρες μετά την εκκένωση της περιοχής από τους Έλληνες, τα αμπχαζιανά στρατεύματα κατέλαβαν την πόλη του Σοχούμι. Τον Ιανουάριο του 1994, επισκέφθηκε την περιοχή της Αμπχαζίας ο γενικός γραμματέας της οργάνωσης ‘Διεθνής Ομοσπονδία για την Προάσπιση των Εθνικών, Θρησκευτικών, Γλωσσικών και άλλων Μειονοτήτων’, ο οποίος έτυχε να είναι Έλληνας. Σε επείγον έγγραφό του προς την ελληνική κυβέρνηση, περιέγραψε με τα μελανότερα χρώματα την απελπιστική κατάσταση των Ελλήνων που συνάντησε και ζήτησε, ματαίως, τη συνδρομή της Ελλάδας. Η επιστολή του προαναφερθέντος γενικού γραμματέα, Μενέλαου Γ. Τζέλιου, έκλεινε με τα εξής δραματικά λόγια: ‘…Κύριε Υπουργέ, τα αδέλφια μας στην Αμπχαζία χρειάζονται την υλική και ηθική συμπαράσταση της Μητέρας Ελλάδος στις δύσκολες στιγμές που περνάνε. Ελπίζω να δώσετε τη δέουσα προσοχή και να συνδράμετε κατά το δυνατόν στην βοήθεια των Ελλήνων της Αμπχαζίας…’.

Είναι συζητήσιμο κατά πόσο η Ελλάδα, ανταποκρίθηκε στο ανθρωπιστικό της καθήκον προς τους ομογενείς, με τον τρόπο που τους άρμοζε και ετούτη η διαπίστωση, βεβαίως, αποτελεί έργο του ψύχραιμου μελλοντικού ιστορικού. Σήμερα, οι λίγες χιλιάδες Έλληνες που βρίσκονται ακόμα στην Αμπχαζία απειλούνται και πάλι από τις… εν υπνώσει εξελίξεις.

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top