Fractal

Περί Βυζαντινής τέχνης

Γράφει ο Απόστολος Ζιώγας // *

 

Έλα τώρα χέρι μου δεξί, κείνο που σε πονεί
δαιμονικά ζωγράφισέ το, αλλ’ από πάνω βαλʹτου
το ασήμωμα της Παναγίας πόχουν τη νύχτα
οι ερημιές μες στα νερά του βάλτου

Ελύτης

Ο καμβάς πάνω στον οποίο απλώνεται η βυζαντινή τέχνη είναι η ιστορική περίοδος μεταξύ 4ου και 15ου  αιώνα, παρόλο που η τέχνη από μόνη της είναι εκείνη η δυναμική της ζωής που αδυνατεί να κλειστεί  σε καλούπια  ̇ οι εκφάνσεις της εν λόγω τέχνης αφορούν την αρχιτεκτονική, τη ζωγραφική, τη γλυπτική και τη μικροτεχνία. Εν γένει, θα λέγαμε –  σύμφωνα και με ένα πλήθος μελετών που έχουμε υπόψη μας –  ότι πρόκειται για μία τέχνη εκλεπτυσμένη, μη κοσμική (συνήθως) κι όμως αρκετά επιδεικτική, με βαθύτατο υπερβατικό θεολογικό περιεχόμενο, γιʹ αυτό και έντονα ιδεαλιστική  ̇ δηλαδή, μία τέχνη όπου συνυπάρχει το αυτοκρατορικό (με ό,τι αυτό συνεπάγεται) και το θρησκευτικό στοιχείο.

 

(Γιώργος Δέρπαπας, «Άγγελος», λάδι σε ξύλο)

(Γιώργος Δέρπαπας, «Άγγελος», λάδι σε ξύλο)

 

Πετυχαίνει αναμφισβήτητα κάτι μοναδικό: να αποδώσει αφενός, την έννοια της φύσης (κι όχι την ίδια τη φύση), και αφετέρου, να νοηματοδοτήσει κατά τρόπο εύγλωττο το στοιχείο του ιερού, υπομνηματίζοντας τα εικαστικά (δηλ. τη φύση και το ιερό). Βλέπουμε το χαρακτήρα της σεβασμιότητας να αναδεικνύει(αρμονικά)μέσω ενός άφατου ρεαλισμού το πνευματικό μέγεθος των μορφών, δεδομένου ότι στις τελευταίες καθίστανται ευκρινή τα γνωρίσματα της ευγένειας, της κομψότητας και της ευαισθησίας –παίρνουμε ως δείγμα εξέτασης τη ζωγραφική. Επιπρόσθετα, η δεσπόζουσα αμεσότητα των χρωμάτων, συμβάλλοντας στην προσδοκώμενη απεικονιστική ευκαμψία και, σε συνδυασμό με μία ιερατική στυλιζαρισμένη τεχνοτροπία, παράγει καλλιτεχνήματα à fond dʹor (με χρυσό βάθος) που τα χαρακτηρίζει το μέτρο και η ηρεμία. Έτσι, ενώπιον της εικόνας της Άκρας Ταπείνωσης  από την Καστοριά (του 12ου αιώνα) γινόμαστε μάρτυρες της ‘’ζωής εν τάφω’’ μέσω της χρωματικής αντίθεσης στα χείλη του Χριστού, όπου το επάνω χείλος είναι κόκκινο γεμάτο ζωή και το κάτω έχει τη χλωμάδα του θανάτου. Κάποιες φορές, μάλιστα, η ανθρώπινη φιγούρα τονίζεται αντιρεαλιστικά σε έκταση ούτως ώστε να προβληθεί συμβολικά η αγιοσύνη η οποία υπερβαίνει τα εγκόσμια: τούτη η σουρεαλιστική πτυχή της βυζαντινής τέχνης γίνεται αντιληπτή ως ένας μελωδικός ρυθμός ενός γαλήνιου στοχασμού, ο οποίος ‹‹στοχεύει με υλικά μέσα να αποδώσει την ‘καινή κτίση’›› (Μ.Καζαμία-Τσέρνου, Ιστορώντας τη Δέηση στις βυζαντινές εκκλησίες της Ελλάδος, εκδ.Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2008, σελ.11) του Ευαγγελίου. Υιοθετώντας τη συμβολική γλώσσα της Θεολογίας, η εικονογραφική διάσταση της συγκεκριμένης τέχνης καθιστά σαφή τη σχέση της αυτοκρατορικής εξουσίας με τη θεϊκή, δηλώνοντας (συχνά απροκάλυπτα) την ευσέβεια και τη γενναιοδωρία της εκάστοτε εξουσίας. Άρα, η δυναμική της διάσταση (ως τέχνη) συνίσταται στο ότι απ’ τη μια, μεσολαβεί διαλεκτικά μεταξύ ουράνιας και επίγειας πραγματικότητας, και απ’ την άλλη, ‹‹απευθύνεται στον πιστό λαό, τον διδάσκει, τον χειραγωγεί στην ευσέβεια και τον οδηγεί σε ηθική και πνευματική πειθαρχία›› (Καζαμία, ό.π., σελ.279). Τα εσωτερικά βιώματα που εκφράζει, λειτουργώντας ως πνευματική διακονία, είναι ‹‹η διαρκής φωνή αγωνίας του πιστού››, εκεί όπου ‹‹ἄγγελοι και ἄνθρωποι συμμίγνυνται››, εκεί όπου ‹‹ο ελάχιστος άνθρωπος προσεύχεται και ικετεύει, ψηλαφώντας το Θεό›› (Καζαμία, ό.π., σελ.283). Γίνεται εμφανές ότι ο βυζαντινός δημιουργός στοχάζεται πάνω σε πρότυπα κλασικά, αλλά απελευθερώνεται με το συναίσθημα ενόσω ποθεί να γνωρίσει τον κόσμο του επέκεινα. Γεγονός είναι πως η βυζαντινή τέχνη κατά την επώασή της πορεύθηκε εξελικτικά – μέσα από διαδοχικούς μετασχηματισμούς και προσαρμογές- από ένα εικαστικό επίπεδο αντίληψης λακωνικό, κοσμοκεντρικά ειδωλολατρικό και αισθητικά νατουραλιστικό προς ένα αφηγηματικά πλουραλιστικό και πνευματικά θεοκεντρικό επίπεδο χριστιανικής βιοθεωρίας. Ο καλλιτέχνης του Βυζαντίου ξέρει να αφομοιώνει γονιμοποιητικά το παρελθόν: για παράδειγμα, θα πάρει από τα Φαγιούμ (ξύλινα νεκρικά πορτραίτα από Αίγυπτο) το χρυσό φόντο, την μετωπική στάση και τα μεγάλα εκφραστικά μάτια. Άλλωστε, τη βυζαντινή τέχνη τη χαρακτηρίζει η ρώμη της πρωτοτυπίας που προήλθε από εποχές, οι οποίες διατηρούσαν ακόμα το κύρος τους.

Και μπορεί, σύμφωνα με κάποιους ερευνητές, το Βυζάντιο να έδυσε διότι δεν κατάφερε να δώσει ιστορική διάσταση στο ‘’ορθόδοξο’’ πρόσωπο, ωστόσο πιστεύουμε ακράδαντα πως το χαμόγελο του Βυζαντίου που καλείται βυζαντινή τέχνη, μέσα σε όλη τη λάμψη της κλασικής της πληρότητας, κατόρθωσε να οδηγήσει ως maniera  greca την Δυτική Ευρώπη προς τη δόξα της Αναγέννησης—παρά το ότι , όπως συχνά τονίζει στα μαθήματά της η κα.Καζαμία (επίκουρη καθηγήτρια στο Τμήμα Θεολογίας του Α.Π.Θ.), στην αρχαιολογία οφείλουμε να βάζουμε πάντα ένα ‘’μάλλον’’.

 

 

* Ο αΠΟΣΤΟΛΟΣ ζΙΩΓΑΣ είναι βιολόγος-φοιτητής θεολογίας ΑΠΘ (apostolz@theo.auth.gr)

 

 

Ενδεικτική Βιβλιογραφία

-Hesseling C.D., Essai sur la civilization Byzantine, μετάφρ. Σ.Κ. Σακελλαροπούλου (Βυζάντιον και Βυζαντινός Πολιτισμός), Αθήναι 1914

-D.T.Rice, The Art of Byzantium, London 1959

-Π.Μιχελής, Αισθητική θεώρηση της Βυζαντινής Τέχνης, Αθήνα 1946

-Charles Delvoye, Βυζαντινή Τέχνη, μεταφρ.Μαντώ Β.Παπαδάκη, εκδ.Παπαδήμα, Αθήνα 2003

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top