Fractal

Πέντε ποιήματα

Της Μαρίας (Μόιρας) Μπιζάνου //

 

 

 

 

Δεν Υπήρξα παρά μονάχα
μια σκουριά του Νου.
Μάταια αντιστέκομαι στις ενοχές
Μάταια σφυρηλατώ την πέτρα
χαράζοντας “άλλοθι” με τα νύχια μου.
Τώρα διψάω για μια καταδίκη στο Άπειρο
όπου θα δαγκώνω τ΄αστέρια
όπου θα γεύομαι τους κομήτες
όπου θα αποπλανώ τα φεγγάρια
όπου θα γίνομαι λιώμα στο μεθύσι
από ένα Σύμπαν που θα με καταπίνει
κι εγώ τρεκλίζοντας θα σκοντάφτω πάνω του.

Δεν Υπήρξα παρά μονάχα μια σκουριά του Νου
που στάλαξε στην παγωνιά των βράχων.

 

 

Σφάλισε μου τα μάτια
Μπούκωσε το στόμα με άνθη
αγριοντριανταφυλλιάς
Άλειψε το σώμα μου με λιβάνι
Και γυμνή ανάλαφρη εξαϋλωμένη
Παρέδωσε με στο Θάνατο
να βαδίσω σαν μια κραυγή
που πονάει σπαράζοντας.

Και Συ αγαπημένε παίξε φυσαρμόνικα
παίξε φλάουτο και άναψε φωτιές
να χορέψουν ολόγυρα οι όρκοι των κυμάτων
σαν τσιγγάνοι παθιασμένοι χτυπώντας
το ντέφι τους.

Παίξε για μένα …

 

 

ΓΕΝΕΘΛΙΟΣ ΙΚΕΣΙΑ

 

Ο Καλπασμός του Αλόγου
διέλυσε την ομίχλη
από τις μέρες που έφυγαν
ανέκφραστες….
αφήνοντας έρημες τις Νύχτες.
Μισό αιώνα και κάτι περισσότερο
Σκόρπιες μέρες στην αδειοσύνη
Και ούτε μια Καληνύχτα
στη Νύχτα μου.

Έσωσα τον Άνεμο, την Καταιγίδα
το Χιόνι
Να ραίνει με “Καληνύχτες ”
Το ποδοβολητό του Αλόγου
που ακούω στα παραληρήματα μου.

Όλες οι λέξεις μου, κρυμμένες
μέσα στον καλπασμό του Αλόγου
Δάκρυσαν λέξεις οι οπλές του.
Θεέ μου, μισό αιώνα λέξεις
Δέξου την Κραυγή τους!

 

 

Η γυναίκα που έγραφε ποιήματα
Έμπηγε τα νύχια στις πληγές της
Βούταγε με λύσσα στον αιμάτινο ποταμό της
Πυροδοτούσε την Αγωνία της
Τρεφόταν με τις σάρκες του άγριου θηρίου εντός της
Τρεμούλιαζε στον πόνο το φριχτό της
Θρηνούσε σε έρημους δρόμους
Σπιρούνιαζε νικημένη από τ’ άδικο.

Την ονόμασαν Σκουλήκι
Χώθηκε στο λασπωμένο χώμα
Σύρθηκε με κόπο πληγωμένη
Και ο Δαίμονας αλυχτούσε μανιασμένα μέσα της.

Τώρα προσμένει την μεταμόρφωση της σε Πεταλούδα
Η γυναίκα που έγραφε ποιήματα
Πια καταπίνει το “αναίσχυντο” σε μπουκαλάκι δηλητήριο.

 

 

Μέρες ανελέητες.
Τις νύχτες μονολογώ
Πρέπει να προσποιηθώ
πως Υπάρχω.
Γεύομαι τον θάνατο όταν
οι απουσίες απλώνονται
και μένουν μονάχα οι σκιές
καρφωμένες στον τοίχο
Και εγώ προσποιούμαι πως Υπάρχω
γι’ αυτές.
Είμαι το θήραμα τους.

Άκαρπο το κυνήγι τους
Έγινα ο ίσκιος της σκιάς τους
Και ο κρότος στο κάλεσμα τους.

Προσποιούμαι πως Υπάρχω
σ’ ένα σώμα λησμονημένο.

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top