Fractal

“ΠΕΝΤΑΔΑ” // Ποίηση του Στάθη Κομνηνού

 

Μνήμη Δημήτρη Αρμάου, Αισθητή.

 

pentada_1

 

ΤΕΤΡΑΧΡΟΝΟΣ

 

Ψυχή από σάρκα πηχτή

Πηχτή

Όπως τής γης το στήθος

Το φως

Και το σκοτάδι

Ένα φιλί

Που το φιλάς μέχρι να σβήσεις

Ναρκωμένος

 

Κάθε αυλή μιλά με τραγούδια

Κάθε τραγούδι γράφεται με πέταλα και μίσχους

Οι μίσχοι αγρεύουν τον Ωρίωνα

Στον οισοφάγο σου γλιστρά με το ραβδί του ο Αντάρης

Και απλανής τώρα βαφτίστηκες στο Αλλόγλωσσο

 

Ο Άρης κρύβεται πάντα πίσω από πανσέδες

Βυσσοδομεί κρυμμένος στα κυκλάμινα

Και θα το μάθεις βαθιά στη σάρκινη ψυχή σου

Την πηχτή

Όπως η άδολη αγάπη

Όταν πολύ παραδομένος πια

Ξεγραμμένος από τού χώματος

Τη μοίρα που φοράς

Θα ’χεις διαγράψει τα λιμάνια

Και των κάβων τ’ ανθρώπινα θωπεύματα

Θα ’χεις καρατομήσει με σπαθιά

Ακονισμένα στα παιδικά σου βήματα

Στα παιδικά παιχνίδια σου

Στα παιδικά κρυφομιλήματα τής αφωνίας !

 

Ω πόσο όλα παράξενα !

Κυκλοφορούν τα μυστήρια στη λεωφόρο

Σαν αυτοκίνητα

Μα, δίχως άδεια

Δίπλωμα

Ασφάλεια

Και όποιον πατούν

Εσένα δηλαδή, τον έκθαμβο κατ’ επάγγελμα

Τον άφωνο κατά κλήση

Τον πρόθυμα κι ανόητα φιλόξενο

Τον ανοιχτόκαρδο άλαλο

Τον εγκαταλείπουν επί τόπου

Στο δρόμο

Αβοήθητο

Πλημμυρισμένο αίματα

Με διάτρητα σπλάχνα

Να κυλούν από μέσα …άσφαλτα

Κυπαρίσσια ερώτων παιδικών

Πηγάδια

Θάλασσες ομιλητικές

Με τα ασήμια των μάγων

Σειρήνες

Σειρήνες

Σειρήνες συνεχώς…

 

pentada_2

 

Ο ΑΣΦΥΞΙΑΣ

 

Η χωροταξία να φαίνεται φιλική

 

Λαγνεία εμπιστοσύνης

Το Μυστήριο πρόσχαρο

Να φοριέται σ’ όλα τα σχήματα

Φυσικό ουράνιο τόξο

Όπου το μακρινό γαλάζιο να μοσχοβολά υπόσχεση

Το πράσινο να δίνεται σαν πανάγαθη νυμφομανής

Το καφετί ν’ αφήνεται υπηρετικά

Καλόβολα

Δίχως όρους

Όλα να στήνονται στο μέγεθος κάθε καρδιάς

– Προπαντός αυτό : «κάθε»…, για όλα τα …νούμερα –

 

Να κυλά σα χείμαρρος αστεριών

Το Δοσμένο τού Κόσμου

Μέσ’ απ’ τα δάχτυλα

Τα όνειρα

Τα μάτια

Να ’ναι βατές όλες του οι γωνιές

Με γέλια

Και τροχούς

Ποδήλατα

Στραβά ξυλαράκια θαυμάτων

Μπάλες

Σχοινάκια τής μεταφυσικής των δρόμων

Φουστανάκια έρωτα παιδικού

Σαν Άλλη

Δεύτερη

Ζωή

Για πάντα

Αποθηκευμένα

Για το πολύ μετά

… της Ιεράς Εξέτασης

 

Όλα μια Παρα-σημαντική

Όλα

Παρα-σημαντική

Χαράς αχαλίνωτης

Εύκολη σαν ύπνος

Σα νανούρισμα

Αυτονόητη σ’ όλες τις πλευρές της

 

Η χωροταξία να φαίνεται φιλική

Κατορθωτοί οι άθλοι

Όλοι

Οι θαλασσοπορίες μια διασκέδαση

Αδέσμευτο παραμύθι

Να παίζει κομπολόγι κάθε υπερβολή

(«κάθε»…, πάλι;)

Να τη χτυπά

Σα σύριγγα στο αίμα

Και να ! η άλωση κάθε Τροίας στις αλάνες

-Είπαμε : προπαντός αυτό το «κάθε»…, για «κάθε»…νούμερο –…

 

Η χωροταξία να φαίνεται φιλική

Τα όνειρα

Σ’ όλες τις θέσεις τής πραγματικότητας

Καθισμένα

Να κρατούν τα εισιτήρια

Όλα

Στα χέρια

Και να φωνάζουν

Κάνοντας πειράγματα

«πιασμένες ! πιασμένες !»

 

Ανύπαρκτο το αδύνατο

Μόνο

Πάντα

Κι όλα, μα όλα στοιχηδόν

Παραταγμένα

Στρατιωτάκια εύπλαστα για … «κάθε»

( μα πάλι αυτό το «κάθε» μπρος μου ;…! Αβάσταχτο ! )

Για «κάθε» αποστολή

 

Η χωροταξία να φαίνεται φιλική

Μα τόσο φιλική

Τόσο

Που να στήνεται σα ΔΙΧΤΥ

Καρ[μαν]ιόλα

Αγγρίφωμα

Βρόχος πηχτός

Κατάπηχτος

Η χωροταξία να φαίνεται φιλική

Μα τόσο φιλική

Τόσο

Ίδια δόκανο

Καρ[μαν]ιόλα

 

Η χωροταξία να φαίνεται φιλική

Και τί πια απομένει άλλο

Τί άλλο λείπει για να κλείσει ο κύκλος

Ποιός απομένει, ποιός

Από τον οικιστή

Εσένα

Τον αγγριφωμένο

Τον προκαταβολικά ηλίθιο

Τού ουράνιου τόξου τον επενδυτή

Και … «κάθε»

(πάλι ; πάλι αυτό το βάσανο ;

Γαμώ τα εικονοστάσια τού Έκδοτου !…)

Και «κάθε» θάλασσας παιδικής

 

Και να ’σαι πια

Τσουπ !

Μ’ ένα τοσοδούλι άλμα στο χρόνο

Γεμάτος τις θηλιές

Τής φιλικής χωροταξίας

Περασμένες στα πνευμόνια σου

Άλυτες

Σφιχτές

Τριπλόκομπες

Από τα επιδέξια χέρια

Τού Χωρομέτρη

Τού Ασφυξία

Κατά το λαϊκότερον

Κατά το παμπληθές

Τού Ασφυξία

Που κοιτά

Κοιτά

Κοιτά

Ξανακοιτά

Και μοναχά κοιτάζει

Που είσαι πια εκτός

ΕΚΤΟΣ

Στον ανοιχτόν αέρα

Με καρατομημένες τις επιστροφές

Δίχως τιμόνι

Σπασμένο φρένο

Ούτε κι αλάρμ

Τού Ασφυξία

 

Που κοιτά

Κοιτά

Κοιτά

Ξανακοιτά

Και μοναχά κοιτάζει

Που είσαι πια εκτός

ΕΚΤΟΣ

Στον ανοιχτόν αέρα

Δίχως μια στέγη τόξου

Ουράνιου

Δίχως μια θάλασσα

Ούτε χαχανιστό εισιτήριο

Δίχως μια τόση δα υπερβολή

Αγγριφωμένος στις παλιές σου ευπιστίες

Σαν κατά συρροή ανόητος

Δίχως καβάντζα μια στην κωλότσεπη

Και κάθεσαι στο παγκάκι

Με δέκα αδιέξοδα στα χέρια σου

Πλεχτά

Μονόκομπα

Ασάλευτος

Άστεγος

«πού την κεφαλήν…»

(δίχως εκείνο το «κάθε», μα τώρα πια το «μόνο»… στη θέση του)

«πού την κεφαλήν…»

«πού την κεφαλήν…»

 

Σφίξιμο

Σφίξιμο

Έξοχο σφίξιμο

Παντού κατάκλειστα

Όλ’ η χωροταξία

ασφυξία

Με την υπογραφή τού Ασφυξία

 

Σινιέ χαχαχαχαχαχαχαχαχαχαχαχαχαχαχα

Πνιγμένος…

 

Όλο το βλέμμα μια κουφάλα

 

Επιτέλους, είναι τα ουράνια τόξα άχρωμα ; 

 

+ Δημήτρης Αρμάος, 2015

+ Δημήτρης Αρμάος, 2015


 

                                                                                     Καθώς θα ξεκινάς

Καθώς θα ξεκινάς

Βελονιά πανικόβλητη

Τη μορφή της θα χάνει

Στο ατέλειωτο κέντημα

 

Κρεμασμένο φιλί

Στης φωτιάς το αγκίστρι

-Έκτακτη μαρμαρωμένη απογείωση –

Δεν θα απαγχονίζεται

Στο υγρό σου ικρίωμα

 

‘Hχος θα σαλπίζει το βήμα σου

Τη γνωστή εισαγωγή

Αναμονής κρουστής να εκτονώσει

Κι εκείνο κωφάλαλο

Απ’ την ομoβροντία του έξαφνου

Σαν μαέστρος του τέλους

Άψογα θα υποκλίνεται

 

Ικέτης αέρας

Διανυκτερεύοντας θα αναζητεί

Να φορέσει το σώμα σου

Στ’ ακριβή του τα σχήματα

Δραπέτης ακούσιος

Απ’ τον εαυτό του εκείνο

Θα φωλιάζει ασάλευτος

Σε φινάλε προσχήματα

 

Ανείπωτες λέξεις

Δεν θα βρίσκουν φωνή

Να εκστρατεύουν τα άστρα τους

Σαν ανύμφευτος ουρανός

Που τα πετράδια του έχασε

Απ’ τούς κύκλους τους άστατους

 

Καθώς θα ξεκινάς

Τον πυρετό σου θ’ αφήνεις

Να φλογίζει τα πράγματα

Ιστορία ανιστόρητη

Που η δροσιά της θα γράφεται

Με τ’ αοράτου τ’ ανάμματα

 

Καθώς θα ξεκινάς

Θά ’σαι πάντα εδώ

Όμως χαμένος ολότελα

Μικελάντζελο ατερμάτιστος

Σε καμβάδες ολόλευκους

Να λειτουργούν ανεξίτηλα

Ανατολή προσεδαφίζεται

Μεσουρανεί η απορία

Ξεβρασμένη βάρκα η ομορφιά

Με σκαρμούς που τους δένει

Της άκαιρης, ως φαίνεται, Δύσης

Η κουτσή μαεστρία

 

pentada_4

 

Τα μάτια της Αθηνας

 

Δίχως γαλάζιο κάτω από τις φτέρνες του

δεν προχωρά

Κανείς

Δίχως τα πέλματα γαλάζια ίχνη

Στο χώμα ν’ αφήνουν

Κομμένες θάλασσες στη γη

Μικροί κομμένοι ουρανοί

Στη σκόνη

Μιαν εικόνα να ζωγραφίσουν οι λέξεις

Αδύνατον

 

Αδύνατον κόσμος να στηθεί δίχως γαλάζιο

 

Ανάμεσα στα δάχτυλα μπλέκονται

Τα μάτια της Αθηνας

Γαλαζωποί ιμάντες

Που γαλαζώνουν βήμα

Κι η ποδοβολή μας

Αντηχεί

Του αλατιού και των άστρων τον απόηχο

Και το κροτάλισμα των δρόμων μας

Αποτυπώνει θάλασσα

Αποτυπώνει ουρανό

Μιαν Αθηνα

 

Να ξεστρατίζουν γεννήθηκαν οι κόρες

Και μες στη κόχη τους η Μοίρα καταγάλανη

Υπνωτισμούς

Μαγείες

Στροβιλίζουν

Ψέμα ουρανός

Ψέμα η γη

Γαλάζια αλήθεια αλληλοπλέκουν

Ψέμα τα τάγματα των αστεριών

Των σπάρων το σπαρτάρισμα

Αφού όλα γίνονται τροχός γαλαξιακός

Κι αλατισμένος κύκλος

Για κάποιο βήμα Επόμενο

Άγαλμα

Που τόσο μας λοξοδρομεί

Που μπαίνουμε στην αλήθεια μας !

 

Όπου μας σπρώχνει ο κερατοειδής

Οφείλουμε να στήνουμε καλύβι αχυρένιο.

 

Ω πια δεν απορώ : με ψύχρα στήνεται η αλήθεια

Κατάψυχρη

Μαγνητική

Ληθώδη

 

Μιλώ με τα μάτια εκείνης που με κοιτά

Απ’ έξω

Απ’ το σημείο που αμυγδαλωτός ο κόσμος σχηματίζεται

Και στο βωμό του ΔΥΟ αρμόζεται το ΕΝΑ

Το τωρινό για πάντα

 

Δίδυμη μουσική

«Μην εμπιστεύεσαι ποτέ λόγο αγαλάζευτο»

Μου κρένει

«Σε ίριδες που ακυρώνουν

Θυσιάσου για ν’ αποτελεστείς»

 

Κι είδα τα χρώματα να κατοικούν

στο Άσπρο το άστικτο

Τα πνεύματα κι οι λέξεις

ν’ απολήγουν σε επιφώνημα

Οι ζωφόροι των πηλών μας

να οριζοντιώνονται

Οι σφαίρες ν’ αποβαίνουν σε πλατώματα

Οι ορθοστάτες στου καστανού την ησυχία να λυγάν

Στο Άηχο να χύνονται οι λύρες

Όλα ν’ αναλευκανθούν

Απ’ τ’ αναποδογύρισμα

Μες στους γαλάζιους κρυστάλλους της Αθηνας

Που αναδιατάσσουν το Άριστον !

Και τ’ όνειρο εμπιστεύθηκα

Ιεροφάντης

 

Μα πώς αλλιώς να ψελλίσει το λόγο του κανείς

Αν πλεγμένα στων ποδών του τα δάχτυλα

Στους αστραγάλους

Και στη φτέρνα του δεν έχει

Της Αθηνας τα μάτια ;

Αλήθεια πάντα είναι μόνο η τελευταία

 

pentada_5

 

ΜΕΛΙΣΜΟΣ

 

Κι εγκολπώνεσαι

Έναν Αρχάγγελο μαύρο

Όταν η γλώσσα σου πλέκεται κόμπος

Ψάρι στο δίχτυ

Πουλί στ’ αγκίστρι

Αρπακτικό στο δόκανο

Μέσα στο πάμφωτο δυο σχοινιών

(δυο λέξεων όπως τα βλέπουν οι πολλοί)

Που στήνονται στην Ποίηση

Αλληλοπλεγμένοι κόσμοι !

 

Σςςς εδώ κοιμάται  Μυστικό :

Δεν είν’ και τόσο για αναρρίχηση

Όσο για πλεύση

Αχαρτογράφητη

Ή στάμπα δασόβια στην αορτή

Που σε τραβά απ’ τη μύτη

 

Γεμίζουν οι φλέβες κατάφωτα μαύρα φτερώματα

Τυλιγμένος ο Ραφαήλ στη γλώσσα σου

Η δεσιά των σχοινιών σπαρταρά

Μες στα δόντια σα λυθρίνι

Και τόσο ξέρεις τού κόμπου τους τον κόσμο

Που να τον μιλήσεις  αδύνατον !

 

Μα κουβαλάς την αφωνία του πτερυγιοφόρος

Κι ο ουρανίσκος σου τόσο λαμπρά στολίζεται

Με τα σκοτάδια των φτερών

Με των πτητικών σχοινιών τα ερέβη

Με τις κορδέλες ανέμων αρχαγγελικών

Που λαγαρίζουν τους κόλπους του κόσμου

Ώστε της ευφωνίας των μαύρων αρχαγγέλων

Στου στόματός σου τη σπηλιά

Γίνεσαι Πλάτωνας !

 

Ω  μ’ οδοντωτά σκοτάδια

Λέγεται καταγάλανη θάλασσα ο κόσμος

Κι η διαύγεια του Ανέκφραστου

Δεμένη προβάλλει σα σχοινί ερωτευμένο

Που τ’ αγκαλιάσματά του κόβουν της γλώσσας την ανάσα

Μα ξαμολούν της αλαλίας την πνοή

Με μόνο δύο λέξεις !

 

Τότε στο δυο σχοινιών το δέσιμο

Δεν στήνεσαι σαν ήχος

Παρά σα θαμπωμένος δρόμος

Σαν έκθαμβο στρατί

Σαν επανάληψη

Σα δίφυλλος μαγνήτης

Σα μέλι αμετακίνητο στο κόμπιασμα

Σα σχίσιμο σκοταδερό

Π’ αρμέγει φως δετό

Ευεξήγητα ανεξήγητο

 

Το πεύκο στον ήλιο

Στον ύπνο μια θάλασσα

Η νύχτα στο κρίνο

Κορίτσια ελάσματα

Αστέρια στην πόσθη

Αιδοία ταχύνοια

Τζιτζίκια το βλέμμα

Αρμύρα στο φύλλωμα

Αγγέλοι βαμμένοι

Ο νους μου με χρώματα

Ο θάνατος φίλος

Ηφαίστεια μ’ αρώματα

Νησιά κουρδισμένα

Η μέθη σαν Άρπυια

Αχ κόσμε θα λιώσω

Σπαρτά είν’ τα θαύματα !

 

Αν υπάρχει ελεύθερη ζωή

Αδέσμευτη

Αδούλωτη

Ανυπότακτη

Αυτή είναι στην Ποίηση και μόνον

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top