Fractal

Διήγημα: «Πεινασμένα συναισθήματα»

Της Δέσποινας Βέλλα // *

 

f1

 

Κοίταξε το ηλεκτρονικό ρολόι πάνω στο κομοδίνο του. Ήταν τρεις τα ξημερώματα… Όχι πως είχε κοιμηθεί και πολύ… Λαχταρούσε ακόμη ένα κομμάτι πίτσα! Είχε φάει και το τελευταίο τα μεσάνυχτα, λίγο πριν κοιμηθεί, μετά το τέλος της ενημερωτικής εκπομπής που παρακολούθησε με μειωμένο ενδιαφέρον. Οικονομική κρίση, ανεργία, αβεβαιότητα. Δεν άκουγε και τίποτε άλλο τα τελευταία έξι χρόνια. Συζητήσεις, αναλύσεις επί αναλύσεων, αμφιλεγόμενα συμπεράσματα που ποτέ δεν οδήγησαν σε λύση. Ώρες-ώρες φανταζόταν πως όλα αυτά συνέβαιναν μόνο στο κεφάλι του, πως αποτελούσαν κομμάτι ενός εφιάλτη. Δεν ήταν δυνατόν να μην άλλαζε κάτι! Κι όμως …

Πήγε στην κουζίνα. Άνοιξε τον καταψύκτη και τα μελαγχολικά του μάτια στιγμιαία ζωήρεψαν ! Το παγωτό σοκολάτα που είχε αγοράσει πριν από μία εβδομάδα τον περίμενε να το καταβροχθίσει! Το άρπαξε κι έκλεισε το πορτάκι του καταψύκτη. Ύστερα πήρε ένα μεγάλο κουτάλι απ’ το πρώτο συρτάρι, δίπλα στην ηλεκτρική κουζίνα, και κατευθύνθηκε προς το σαλόνι. Έπρεπε κάπως να γεμίσει το άδειο του βράδυ.

Άνοιξε πάλι την σαράντα τριών ιντσών, LED τηλεόρασή του. Ένα απόκτημα των κόπων του, το εισιτήριο για μια καλύτερη ζωή, μια σανίδα σωτηρίας για να μην μένει αποκλεισμένος, μια ψευδαίσθηση παρέας να μαλακώσει τη μεταμεσονύχτια μοναξιά του. Μόνος στο σπίτι, μα όχι στη ζωή, τουλάχιστον όχι ακόμη. Είχε σχέση εδώ και τρία χρόνια με μια κοπέλα που γνώρισε στο γραφείο, τη Λένα. Εκείνη εργαζόταν σε άλλο τμήμα, στον δεύτερο όροφο του κτιρίου της πολυεθνικής, αυτός στον πρώτο. Την ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα. Δεν της φανέρωσε, όμως εξαρχής, τα συναισθήματά του. Ο δεσμός τους ξεκίνησε ένα βράδυ στο καθιερωμένο Χριστουγεννιάτικο πάρτι που είχε οργανώσει η εταιρία για τους υπαλλήλους της· για να περάσουν όλοι καλά, για τη σύσφιξη των μεταξύ τους σχέσεων, για να αισθάνονται όλο και πιο υποχρεωμένοι.

Η Λένα είχε φύγει. Της πρότειναν από το γραφείο να αναλάβει μια θέση στην Ολλανδία αντίστοιχη με τη δική της στην Ελλάδα. Δέχτηκε. Για να εμπλουτίσει το βιογραφικό της, για να βγάλει περισσότερα χρήματα, να ξεφύγει από τη μιζέρια, να κρατήσει τις αποστάσεις. Θα της πρότεινε να συγκατοικήσουν. Την ήθελε κοντά του, να μοιράζονται τον ίδιο χώρο, να αναπνέουν τον ίδιο αέρα. Μα πριν προλάβει να της το πει, εκείνη του ανακοίνωσε πως φεύγει. «Θα μας κάνει καλό», είχε πει παρηγορητικά.

Θα άντεχε η σχέση τους στο χρόνο ή θα μετατρεπόταν σε ένα απωθημένο, μαζί στο σωρό με τα υπόλοιπα; Είχε την εντύπωση πως όλα πήγαιναν καλά. Φαινόταν ευτυχισμένη μαζί του, ικανοποιημένη, ασφαλής, χωρίς πολλές έννοιες. Εκείνος στην αρχή ήταν τρελαμένος μαζί της, για την ομορφιά της, την ενέργειά της, για όλα όσα απέπνεε εκείνη και παρέμεναν απόρθητα για εκείνον. Τον τελευταίο καιρό, όμως, κάτι είχε αλλάξει. Ο τρόπος που τον αντιμετώπιζε, τα υποτιμητικά βλέμματά της, μια αδιαφορία διάχυτη στις κινήσεις της. Όταν η αυτοπεποίθησή του περνούσε κρίση αναρωτιόταν μήπως δεν ήταν αρκετά ικανός, δεν ήταν διατεθειμένος να αλλάξει τόσο για να μεταλλαχτεί σε αυτόν που εκείνη ήθελε κι όταν πάλι ανέκαμπτε το θάρρος του, τολμούσε να παραδεχτεί πως δεν ήταν φτιαγμένοι από το ίδιο υλικό: αυτός ήταν ικανοποιημένος με όσα είχε κατακτήσει, εκείνη επιθυμούσε πάντα το κάτι παραπάνω. Ίσως ο κύκλος της κι ο τρόπος που ‘χε μεγαλώσει να την έπεισαν πως αυτό της άξιζε. Τον έτρωγε αυτός ο φόβος, γιατί την αγαπούσε κι ακόμη χειρότερα φοβόταν πως τα δικά του ελλείμματα θα την απομάκρυναν από κοντά του.

Είχε πάρει την κάτω βόλτα. Αργά αλλά σταδιακά ξεχνούσε ποιος πραγματικά ήταν κι αφηνόταν να τον παρασύρει το ποτάμι των καταστάσεων. Δούλευε στο λογιστήριο μιας μεγάλης πολυεθνικής. Στην αρχή του άρεσε, του παρείχαν μιαν ασφάλεια, έναν καλό μισθό και ένα «καλό όνομα» στην αγορά εργασίας. Ύστερα άρχισαν οι υπερωρίες που δεν πληρώνονταν ποτέ, τα μαχαιρώματα πίσω από την πλάτη από υποτιθέμενους έμπιστους συναδέλφους, η υπερφόρτωσή του με καθήκοντα χωρίς ανταμοιβή. Δεν άνηκε σε καμία κλίκα, δεν είχε κάποιον «σημαντικό άνθρωπο» με το μέρος του να τον αναδείξει, να μιλήσει και στους άλλους για την εργατικότητα και την υπευθυνότητά του. Δεν ήταν ένας από «αυτούς», μα ένας απ’ τους «άλλους»! Αμφιταλαντευόταν μεταξύ της αποδοχής της κατάστασης, και της προσπάθειάς του να αναπροσαρμόσει τις ιδέες του, τον τρόπο σκέψης του, την καθημερινότητά του. Δεν ήξερε αν μπορούσε, αν ήθελε, αν ήταν προορισμένος για τέτοια ανατροπή.

Τέτοιες σκέψεις τριβέλιζαν το μυαλό του τώρα τελευταία. Παράξενο… Οι βάσεις του κατέρρεαν. Μεγάλωσε σε μια κλασσική ελληνική οικογένεια, με τη μητέρα του να είναι πάντα κοντά του, αφού δεν εργαζόταν, και τον πατέρα του υπάλληλο σε μια δημόσια υπηρεσία. Είχε χρόνο να περάσει μαζί τους, είχαν χρόνο να επενδύουν στη σχέση τους. Δεν ήταν η δουλειά η ζωή τους, αλλά το μέσο για να τη βελτιώσουν. Κι αυτός ήταν το καμάρι τους, ο άνθρωπος που θα τους έβγαζε ασπροπρόσωπους στην κοινωνία: πολύ καλός μαθητής στο σχολείο, ευγενικός και με τρόπους, διακριτικός, με πτυχίο από Ανώτατο Εκπαιδευτικό Ίδρυμα, με Μεταπτυχιακό τίτλο από το εξωτερικό! Όλες οι ελπίδες τους, τα δικά τους μικρά όνειρα που κάποτε φάνταζαν μεγάλα, ήρθαν και κούμπωσαν στον «κανακάρη» τους. Κι αυτός; Πού βρισκόταν άραγε αυτός; Τι επιθυμούσε πραγματικά για εκείνον; Είχε λόγους να προβληματίζεται έτσι και να χάνεται σε συλλογισμούς και μπουκιές γεμάτες θερμίδες, ή όποιος δυσκολεύεται στην πορεία του αναπόφευκτα απομυθοποιεί ότι παλαιότερα θεωρούσε σπουδαίο;

Συνέχιζε να σπρώχνει τη σοκολάτα στον ανικανοποίητο ουρανίσκο του. Το μισό δοχείο παγωτού είχε αδειάσει, όπως και το μέσα του. Απορούσε με ορισμένους συναδέλφους του. Πήγαιναν ανελλιπώς στο γυμναστήριο, έπαιρναν συμπληρώματα διατροφής, πρόσεχαν πολύ τι κατανάλωναν. Γιατί αυτός είχε αφεθεί τόσο πολύ; Μάλλον δεν τον ένοιαζε, ή όλοι οι υπόλοιποι παρα-νοιάζονταν για τα πρότυπα που τους επιβάλλονταν. Μήπως η στάση του φανέρωνε κρυμμένες, επαναστατικές πτυχές του εαυτού του;

Το φαγητό για κάποιον ανεξήγητο λόγο τον γαλήνευε. Του πρόσφερε την ηρεμία που αναζητούσε. Θυμόταν τη μητέρα του. Όταν είχε πάρει καλό βαθμό σε ένα διαγώνισμα, όταν τον έβλεπε προβληματισμένο, όταν ήθελε να τον επιβραβεύσει για την αφοσίωσή του σε αυτήν, έφτιαχνε το αγαπημένο του φαγητό: μπιφτέκια με πατάτες τηγανιτές. Όταν πάλι είχε τα κέφια της του έφτιαχνε γλυκό: κέικ σοκολάτα, τούρτα αμυγδάλου, καρυδόπιτα. Μοιραζόταν μαζί της τη χαρά της. Αφού τα γευόταν έβλεπε αλλιώς τα πράγματα, πιο χορτάτα, με πληρότητα. Δεν ήταν λίγες οι φορές που μετά από μια κοπιαστική και αγχωτική μέρα στο γραφείο αδημονούσε να γυρίσει σπίτι και να παραγγείλει κάτι απ’ έξω. Να λαχταρά κάτι και να το γεύεται ως το τέλος ήταν μια αίσθηση που τον κρατούσε ακόμη σε εγρήγορση.

Το παγωτό τελείωσε. Είχε σκάσει πια, δεν ήθελε άλλο. Κοίταξε πόσο πρησμένα ήταν τα άκρα του. Ένιωσε να τον σφίγγει το λάστιχο της φόρμας του στη μέση. Θα είχε πάρει τουλάχιστον δέκα κιλά το τελευταίο εξάμηνο. Να ‘ταν η αύξηση του βάρους του η αρχή της κατρακύλας του, η διάψευση του «λαμπρού» μέλλοντός του; Κι αν ναι, τότε τι άλλο θα ακολουθούσε; Έμεινε για καμιά ώρα στον καναπέ του να σκέφτεται, να κάνει αναδρομή σε κομβικά σημεία της πορείας του, τι κέρδισε, τι στερήθηκε, τι πέτυχε. Μια ματαιότητα αιωρούνταν στο δωμάτιο. Αλλιώς τα είχε υπολογίσει… Η πραγματικότητα τον είχε προδώσει, το φαγητό, όμως, όχι. Αυτό δεν έχασε ποτέ τη γεύση του, αντίθετα του προσέφερε μια ποικιλία επιλογών που πουθενά αλλού δεν συναντούσε πλέον. Ξαφνικά, ένας φόβος τον κυρίευσε: «Λες κάποια στιγμή ούτε αυτό να μην μπορούμε να ευχαριστηθούμε;» μονολογούσε πανικόβλητος. «Τότε όλα θα έχουν τελειώσει», συνέχισε το παραμιλητό του. Ταράχτηκε, έπιασε το κινητό του να πάρει τηλέφωνο τη Λένα, να πιαστεί από ένα κλαδί να μην κατρακυλήσει στο γκρεμό που ήταν τώρα φανερός μπροστά του. Μα δεν το πατούσε το ρημάδι το πράσινο κουμπί, δεν είχε πια κανένα νόημα. Ήξερε πως θα μενε πλέον πεινασμένος από συναισθήματα, από τρυφερότητα, από αποδοχή.

Έκλαψε σα μωρό παιδί και σκούπιζε τα δάκρυά του με τα κρύα του σεντόνια. Ήταν σκληρό να συνειδητοποιεί πως 35 χρονών άντρας ήταν στο σημείο μηδέν. Ποιος έφταιγε για τούτη την κατάσταση: οι γονείς του που του παρουσίασαν ένα ευοίωνο μέλλον, εκείνος που τους πίστεψε, ή η κοινωνία που έχανε μέρα με τη μέρα την ανθρωπιά της; Και ποιος ήταν αυτός να βρει τις απαντήσεις, ή να τολμήσει ένα βήμα προς την αντίθετη κατεύθυνση; «Είμαι πλέον μόνος μου! Εγώ κι ο κόσμος. Πρέπει να ισορροπήσω» είπε στον εαυτό του και κατευθύνθηκε προς την κρεβατοκάμαρα. «Το φαΐ πάντως θα το κόψω» σκέφτηκε λίγο πριν αποκοιμηθεί. Δεν άργησε βέβαια να ξυπνήσει και πάλι, αφού στον ύπνο του είδε πως σαν άλλος Χάνσελ καταβρόχθιζε γλυκά φυλακισμένος στο σπίτι της γριάς μάγισσας.

 

 

 

Δέσποινα Βέλλα έχει σπουδάσει Μάρκετινγκ και Επικοινωνία στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών και Διοίκηση Επιχειρήσεων στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς. Ανακάλυψε πως αγαπά τη γραφή από τα 9 της χρόνια. Από τότε πειραματίζεται μαζί της θέλοντας αυτή η σχέση να διαρκέσει και να εξελίσσεται στο χρόνο.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top