Fractal

«Η μοίρα των μεγάλων εραστών είναι ο θάνατος»

Γράφει η Πέρσα Κουμούτση //

 

axosΠαύλος Πεζάρος «O Αχός και ο βυθός», εκδόσεις Κέδρος

 

Εν αρχή ην ο έρως,
αυτοκίνητη ψυχή μου.

Άραγε θα προλάβω να πεθάνω
μ’ αυτά που πρωταγάπησα;

Με παφλασμούς απλώθηκα
στο σώμα σου να ξεμουδιάσω.
Όμως δε θέλω πιο πολύ να σ’ αγαπήσω
γιατί η μοίρα των μεγάλων εραστών
είναι ο θάνατος
και μες στην κόλαση
δεν ξεχωρίζεις
ποια η αιτία των αγκομαχητών,
οδύνη να είναι ή ηδονή;

Άσε να στήσω την παράδεισο εδωνά,
μ’ όλη τη δύναμη των επιθυμιών μας
να δώσω μια να βυθιστώ
στην αγκαλιά της έγνοιας σου.
Άσε με να κατέβω μέσα σου βαθιά
και με κουπιά να λάμνω απαλά
έως το νέκταρ να εντοπίσω που αναβλύζει
απ’ των ματιών σου την αχερουσία.
Μία εξαίσια σταγόνα του αρκεί,
ξόρκι στην τρισκατάρατη φθορά.

 

Κατ’ εξοχήν υπαρκτική είναι η ποίηση του ποιητή Παύλου Πέζαρου, ενίοτε ερωτική, πολιτική (με ιστορικές αναφορές / ή προεκτάσεις), σε κάθε περίπτωση, όμως νοσταλγική, με μια ανεπαίσθητη, κι όμως έντονα ευδιάκριτη μελαγχολική διάθεση να διαπνέει όλους σχεδόν τους στίχους του .

«Η μοίρα των μεγάλων εραστών είναι ο θάνατος» υποστηρίζει ο ίδιος με ένα μάλλον κατηγορηματικό τρόπο στο ποίημα «Δώρα Θεώ», της πρώτης ενότητας, μια θέση που ωστόσο, αναιρεί λίγο πιο κάτω στο ίδιο ποίημα, όταν αναφέρεται στον έρωτα ως ξόρκι στην «τρισκατάρατη» φθορά. «Μία εξαίσια σταγόνα του αρκεί,/ξόρκι στην τρισκατάρατη φθορά του». Οδύνη κι ηδονή, συνταυτίζονται στον έρωτα, ενώ ζωή και θάνατος, το αιώνιο δίπολο που διέπει την ύπαρξη μας, συνυπάρχουν σε ένα αέναο παιγνίδι και παραμονεύουν σε όλο το φάσμα της ποιητικής του δημιουργίας. Η νηφαλιότητα του ποιητή, η επίγνωση του για την αμετάβλητη αυτή φύση τους ανιχνεύεται σε όλα του σχεδόν τα ποιήματα ακόμα και σε εκείνα τις δεύτερης ενότητας που διαθέτουν πολιτική και ιστορική χροιά..

Τρεις ενότητες συγκροτούν την ποιητική συλλογή του Παύλου Πέζαρου. Στην πρώτη που είναι άτιτλη- εικάζω ότι δεν έχει δώσει τίτλο επειδή καταθέτει σκόρπιες σκέψεις για διάφορα ζητήματα που τον απασχολούν – ο ποιητής μας καθιστά κοινωνούς και συμμέτοχους στους υπαρξιακούς προβληματισμούς του, στη μαθητεία του στη ζωή, τα βιώματα και τις εμπειρίες του. Είναι  φανερή η ανάγκη του να μοιραστεί τον στοχασμό, το καταστάλαγμα των εμπειριών με τον αναγνώστη του, να τον καταστήσει μάρτυρα των πεπραγμένων της ζωής του, ακόμα και των λαθών ή των λανθασμένων εκτιμήσεων του.. έτσι θα έλεγα ότι στην πρώτη ενότητα, ο ποιητής ξεκινά με έναν απολογισμό ζωής για αυτό και η έννοια του χρόνου εδώ είναι κυρίαρχη κι απανταχού παρούσα. Ο ποιητής σε ένα από τα ποιήματα της ενότητας διερωτάται, αλλά μοιάζει επίσης να απευθύνει (ρητορικό) ερώτημα στον αναγνώστη του:«Σε ποια περίοδο του γαλαξιακού μας χρόνου/ ν’ αποθηκεύτηκαν τα χρόνια που ξοδέψαμε/ αλόγιστα, γύρω από τραπέζια/ συνεδριάσεων. Με τις τσαλακωμένες/ ιδέες να εκτοξεύονται/ μέσα και γύρω από τα καλάθια των αχρήστων;

(…) Τι να γίναν, πού και πώς κατατάχτηκαν/ ποιες μορφές να χουν πάρει/οι σκόρπιες αισθήσεις μας; / και ιδίως εκείνες που τις λένε κατώτερες;»

Λίγο πιο κάτω, στο νοσταλγικό ποίημα του που τιτλοφορείται «Δεξαμενή ονείρων» , ο ποιητής επιχειρεί  και πάλι ένα ταξίδι στο χρόνο, ανακαλώντας το παρελθόν κι αναβιώνοντας την παιδική του ηλικία που εύστοχα χαρακτηρίζει πηγή και δεξαμενή ονείρων στην οποία πάντα επιστρέφουμε ως «ερασιτέχνες δύτες». Στο ίδιο αυτό ποίημα αποτιμά εκείνα τα όνειρα και τις ελπίδες που δεν πραγματοποιήθηκαν ποτέ ή που μας οδήγησαν σε άλλους δρόμους από εκείνους που πιστέψαμε αρχικά με σχετική ευκολία λόγω απειρίας, αθωότητας ή ευπιστίας, για αυτό και η αποτίμηση αυτή συνοδεύεται από έναν ανεπαίσθητο αυτοσαρκασμό που προδίδει, ωστόσο, την πικρία του για τη συνειδητοποίηση της συγκεκριμένης αλήθειας, ίσως πάλι και μια μεταμέλεια  που φαίνεται να αναδύεται σχεδόν αδιόρατα, σαν να τελείται ερήμην του. Έτσι καταλήγει μάλλον σκωπτικά (…) ψέματα λέγανε οι παλιοί ότι τα όνειρα προλέγουν το μέλλον/ τα όνειρα είναι η μηχανή το χρόνου/ή τα μουλάρια μας/που μας γυρίζουν πάντα στο παχνί μας ξέρουν αυτά τον δρόμο». Στην ίδια αυτή ενότητα υπάρχουν και δυο μικρής έκτασης ποιήματα που θυμίζουν  τα ποιήματα στο ξεχωριστό βιβλίο του ποιητή Μάρκου Μέσκου «Συνηγορία Ποιήσεως», αφού μέσα σε αυτά διακρίνονται κατασταλαγμένα βιώματα για τη σχέση ζωής με τη δημιουργία, αλλά και της δικής του αντίληψης για το τι συνιστά ποίηση. Έτσι στον παρακάτω στίχο την προσωποποιεί και τη συγκρίνει με τη θλίψη καταλήγοντας «Τι άλλο είναι η ποίηση απ τη θλίψη μας/που βγαίνει στο καθημερινό σεργιάνι.» Η ενότητα κλείνει με το έξοχο ποίημα του «Αποχαιρετισμός στον Χρόνο», όπου ο ποιητής επίσης προσωποποιεί τον χρόνο, απευθύνοντας του συνάμα την κατηγορία του εμπαιγμού και της εξαπάτησης, «(…) Άρχοντα χρόνε σμιλευτή/ φύσης νεκρής και ζωντανής,/ σωμάτων και ασωμάτων,/ μας παγίδεψες θαρρώ, αριστοτεχνικά,/ ή έστω, αφεθήκαμε πες να παγιδευτούμε.»

Στη δεύτερη ενότητα που τιτλοφορείται «Του στοχασμού και της  άνοιξης» τα ποιήματα  – όπως προδιαθέτει ο τίτλος – στρέφονται επίσης γύρω από προσωπικούς συλλογισμούς σε μια «άνοιξη», που για τον ποιητή σημαίνει   πολύ περισσότερα από μια εποχή του χρόνου. Η άνοιξη του εδώ συμβολίζει την ελπίδα, τις προσδοκίες μας που διαψεύδονται διαρκώς σε μια πατρίδα κουρασμένη, εξαντλημένη. Για αυτό είναι μια άνοιξη φθαρτή, πεπερασμένη, ενώ όλα σχεδόν τα ποιήματα της ενότητας προοιωνίζονται το τέλος της. Στα ποιήματα της συγκεκριμένης ενότητας υπάρχουν αναφορές σε πρόσωπα και γεγονότα από την αρχαία ιστορία και ο ποιητής πετυχαίνει εδώ να αντιμεταθέτει διαρκώς ένα ιστορικό γεγονός που σχετίζεται με την κεντρική ιδέα της ενότητας με ένα άλλο ‘ισοδύναμο ‘που κυριαρχεί στο σήμερα. Στο ποίημα του «Στην άνοιξη αρχίζει το κακό,» για παράδειγμα, αναφέρεται στην εισβολή των Σπαρτιατών από την Οινόη,. αλλά σκοπός του είναι να την παραλληλίσει ή να βρει αντιστοιχίες της το σήμερα. Η μελαγχολία και η πικρία του ποιητή διαφαίνονται έντονα στους στίχους

«Το έαρ ερεθίζει/τους ήρωες των δρόμων./ μες σε πολύβουες πλατείες ενεδρεύουν,/κι έτσι που υπόκωφα αλλάζουν οι εποχές,/μας παγιδεύουν σε γωνιές/ να μας εκμηδενίσουν./φτύνουν μπροστά μας λες επίτηδες/ Το σάλιο εκτοξεύεται /ανέξοδα/ως σπέρμα.

Εντούτοις, το ερωτικό στοιχείο δεν απουσιάζει και σε αυτή τα ενότητα. Στις «Γλαυκές νύχτες» για παράδειγμα, δημιουργώντας μια εικόνα εξαίρετης ομορφιάς, μιλά για τον έρωτα, ενώ ταυτοχρόνως υιοθετεί το ‘τρίτο πρόσωπο’ σαν να μιλά εξ ονόματος κάποιο άλλου- «..Δε θα σκεφτώ τούτο το βράδυ, είπε / θα σβήσω το βαθύ σκεπτικισμό μου/ στα καντηλέρια του ουρανού/.. θα αφήσω μόνους τους ερωτευμένους  /να τραγουδήσουν με τα σώματα τους.»

 

axos_cover

 

Η Τρίτη ενότητα, που τιτλοφορείται «Γενέθλια πόλη» αποτελείται από ποιήματα ‘μακράς πνοής’, κοινώς, πεζόμορφα ή αφηγηματικά, κυρίως εκείνα  που αναφέρονται στο παρελθόν και στην πόλη όπου γεννήθηκε, τη μήτρα και τις ρίζες του, γιατί τι άλλο είναι η γενέθλια πόλη από μήτρα. Και εδώ η νοσταλγία για ό,τι βίωσε  στην παιδική ηλικία και την πρώτη του νεότητα είναι εμφανής, ο ποιητής επιχειρεί να αναβιώσει το παρελθόν, τους δρόμους που περπάτησε μικρός, τις κατοικίες που γνώρισε και που δεν υπάρχουν πια και στέκεται με δέος και συγκίνηση στο δικό του σπίτι, το οποίο εύστοχα παρομοιάζει με Καίκι. Στο μικρό αυτό αλλά άκρως ποιητικό κείμενο που τιτλοφορείται «Το σπίτι που έγινε καίκι» μας περιγράφει γλαφυρά αλλά κυρίως με έναν έντονο λυρισμό, το πατρικό του σπίτι και τους ενοίκους του. Τα αγαπημένα πρόσωπα που έζησαν εκεί και έφυγαν: τη μάνα, τον πατέρα, την αδελφή και τη γιαγιά Ολυμπία: την «ιθαγενή βασίλισσα» όπως την αποκαλεί «των ανθρώπων που κινούνται μέσα στο σπίτι, κάνοντας νεύματα και ορίζοντας τι πρέπει να γίνει σε κάθε περίσταση, περιστοιχιζόμενη πάντα από την παρέα της, την οικογένεια της.» Στον επίλογό του, ένα μικρό αφηγηματικό ποίημα, υπάρχει το καταστάλαγμα της σκέψης του ΠΠ και ί  θαρρώ ότι συνοψίζει την ποίηση του, «Πάντα εραστής/πραγμάτων και εικόνων και υποθέσεων/που ούτε ήταν ούτε έγιναν ποτέ δικά σου/να ακούς σου μένει τις σειρήνες/δεμένος στο κατάρτι».

Πράγματι ο ποιητής είναι ‘εραστής’ των εικόνων, αφού εικονοποιεί έξοχα   σκέψεις, ιδέες και συναισθήματα και παρότι οι εκτυπωμένες αυτές εικόνες, συχνά αναδίδουν αδρή δόση πικρίας ή μελαγχολίας, δεν απουσιάζει ποτέ από αυτές το φως και η αισιοδοξία ότι ίσως δεν έχουν όλα χαθεί. Η ποίηση του ΠΠ είναι ‘εσωτερική’, το μεγαλύτερο μέρος της διενεργείται εσωτερικά, και βέβαια συμβολική παρά τον ρεαλισμό που αποπνέει. Ενώ σε όλα διακρίνεται μια θαυμαστή αξιοπρέπεια, έτσι όπως πρέπει να αντιμετωπίζει κανείς τη ζωή και τα όσα παράδοξα και αναπάντεχα του επιφυλάσσει..

Eπίλογος:

Πάντα εραστής πραγμάτων και εικόνων και υποθέσεων

που ούτε ήταν ούτε έγιναν δικά σου,

να ακούς σου μένει τις σειρήνες

δεμένος στο κατάρτι,

σ’ ένα δέντρο,

σ’ ένα γιούσουρι βυθού

να χαϊδεύουν τα αφτιά σου

και επιμόνως να σε προκαλούν,

έστω κι αν τίποτε να κάνεις

δεν μπορείς

 

p_pezarosΟ Παύλος Δ. Πέζαρος είναι γέννημα θρέμμα του Πειραιά όπου έζησε μέχρι το 1978. Απόφοιτος του Οικονομικού Πανεπιστημίου της Αθήνας, ακολούθησε μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο Lancaster της Βρετανίας και στο Ινστιτούτο Περιφερειακής Ανάπτυξης του Παντείου Πανεπιστημίου Αθηνών. Εργάστηκε ως οικονομολόγος στο Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων επί 33 και πλέον έτη, περνώντας από όλες τις ιεραρχικές βαθμίδες της Διοίκησης. Έχει συγγράψει ικανό αριθμό βιβλίων και άρθρων πάνω στον επιστημονικό του τομέα σε έντυπα, συλλογικές και ατομικές εκδόσεις στα ελληνικά και στα αγγλικά.
Με την ποίηση και τα γράμματα ασχολείται από την εφηβεία του, δημοσιεύοντας κατά καιρούς, σε λογοτεχνικά περιοδικά και έντυπα, ποιήματα, άρθρα, κριτικές παρουσιάσεις, μεταφράσεις. Μεταφρασμένα από φίλους ποιήματά του έχουν δημοσιευθεί σε περιοδικά και έντυπα της αλλοδαπής (Αγγλία, Αυστραλία, Αργεντινή, Βραζιλία, Κολομβία, Βουλγαρία, Τουρκία). Υπήρξε ιδρυτικό μέλος της εκδοτικής ομάδας του περιοδικού Διαβάζω και μέλος της συντακτικής του επιτροπής (1976-1983).
Παράλληλα με την επιστημονική και εκπαιδευτική δραστηριότητα, έχει εκδώσει τρεις ποιητικές συλλογές και μία πρωτόλεια, καθώς και ισπανική μετάφραση της πρώτης εξ αυτών στην Αργεντινή.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top