Fractal

Alaiye : 11 ποιήματα του Paul Cendrier

 του Paul Cendrier // *

 

poetic-pen

 

Σοφία εκ του Μηδενός

Έτσι ήταν
Σκεφτόμουν πως θα μοιάζεις όταν γελάς
Πως να μοιάζεις όταν γελάς;

Και τώρα σκέφτομαι πως θα μοιάζεις
όταν με σκέφτεσαι να σε σκέφτομαι
Πως να μοιάζεις;

Ούτε εσύ θα το ήξερες
Όχι προηγουμένως
Μπορεί όμως κάτι να σου έμοιασε

Κάτι μπορεί να σου φάνηκε οικείο στο πρόσωπό σου
όταν με σκεφτόσουν να σε σκέφτομαι
Έτσι ήταν;

Θα είσαι όμορφη
όταν με σκέφτεσαι
να σε σκέφτομαι;

 

Alaiye

Πως έμεινα χρόνια μακριά
από την ποίηση
Τόσα χρόνια
Από την αρχή της ζωής μου

Σα να είχα σκεπάσει τα μάτια μου
με μια φωτογραφία
κι αποκοιμήθηκα
Που να τα ξεχάσω τα όνειρα έτσι;

Τώρα περιμένω
με τα χέρια μπουνιές μέσα στις τσέπες
με την ευρυχωρία της ομοιότητας
Πόσο ίδια είναι η αναμονή μου

με το ευκτικό της διατύπωσης
“Όμως δεν ήμουν μόνη”
Χαμογελώ
Με αγαπάει η γραμματική

 

Ίσως

Με έναν άτοπο τρόπο
καθόλου ανάρμοστο
ανάμεσα στο κόκκινο
και το πορτοκαλί
μίλησαν περί αμφιβολίας
υπαινικτικά και λίγο παιχνιδιάρικα
σαν φόρεμα στο σήκωμα του αέρα
Ζητάει είπαν
την βεβαιότητα που την σκοτώνει
κι ίσως έτσι ομολόγησαν
πως κάπως αμφιβάλουν

 

Κυριακή

Στάθηκε να κοιτάξει ένα περιστέρι
πού ‘χε κατέβει στο πεζοδρόμιο
και περπάτησε
προσπέρασε απροσχημάτιστα
τον ζητιάνο που κάτι πήγαινε να του πει
χαμογέλασε στην ξανθιά αστυνομικό
που μπήκε βιαστικά να πάρει πρωινό
χωρίς ανταπόδοση
Τόσο είχε ερωτευτεί
αβάσταχτα
την Αναρχία

 

Ρετιρέ

Από τ’ αυτί μπαίνει
τα μάτια ξέρουν να φυλάγονται
από παράξενα κουρδίσματα
νύχτες εκλογών
όπως ο κλειδαράς που βρήκες
να κρέμεται απ’ την πόρτα
όσο ήταν το παιδί σχολείο
(πάλι καλά, να λες)
κι ήταν κι αυτή η άμμος
που πάτησες Γενάρη μήνα
κι έχωσες στις τσέπες για να ‘χεις
να πιάνεις
Αλλιώς λες είν’ τα χώματα του νότου
κι εγώ χρειάζομαι ουρανό
Την ανάγκη σου την αγάπησα
αυτή είναι που με θέλει

 

Διαπίστωση

Κάθονταν, όλοι κι όλοι δυο άνθρωποι
πάνω απ’ το σώμα που χρόνιζε
και ποιός να τόλμαγε να πει στον άλλον
πως ήταν ένα πτώμα
και που και που αναταράζονταν
από το καφέ του απογεύματος
το κόκκαλο που είχε αρχίσει να δείχνει
και την απρόσκοπτη αγένεια
της μυρωδιάς
Θυμόντουσαν, ο καθένας τους
πως κάποτε θα πρέπει νά ‘ταν σώμα
μα ήταν ακριβή η διαπίστωση
Έτσι περνούσε η νύχτα
Μπλαβιά κι απαίσια

 

Θυσία

Μόνο τα τσιγάρα είχε
Αυτά με σύνεση
Και να ‘βγαινε μια λέξη
απ’ την θλίψη

 

Επίμετρο

Το καλοκαίρι βγαίνει από το καλό κερί
είπε και του κράταγε το χέρι
μην της φύγει πάλι μάλλον
Απ’ τον καλό καιρό είναι αντέκρουσε
τότε είναι ο καιρός καλός
κι εκείνη σαν να χαμογέλασε λίγο
με μια σχεδόν λάθρα διαύγεια
11 ποιήματα του Paul Cendrier

για τη μωρία
Μας λιώνει ωραία η ζέστη του είπε
σαν να ‘μασταν καλό κερί
Έφυγε μαζί της το δίκιο
Ομοίως και η σκέψη

 

Kafadan

Θα μιλήσετε γι’ αυτόν που δεν υπάρχει
Ορίστε, λοιπόν
Στην κορυφή του κεφαλιού μας χύνει
ο Θεός
πόσες φορές την ημέρα
και δεν είναι τόσο το φαλλικόν
της κατασκευής
ή η εγγενής ηλιθιότης του ιμάμη
όσο είναι το εκσπερματικό
της φωνής
που έκανε το κοριτσάκι να στριγγλίζει
“Σκάσε, βλάκα”
πόσες φορές τη μέρα
Το έχυνε κι αυτό, βλέπετε
στην κορυφή του κεφαλιού
κι ας είχε ψείρες
Και, δεν λέω, μ’ εκνευρίζουν κι οι καμπάνες
μα μ’ εκνευρίζουν από καύλα
με την αδιακρισία τους
που φέρει τη διάκριση βογγητού
οργαζόμενης γυναίκας
έτσι όπως πάλλεται η κλειτορίδα
ανάμεσα στα χείλη
και σφίγγει με τα μπούτια της
το κεφάλι του εραστή

 

Σχόλιο καυστικό κι ανάρμοστο

Στους δρόμους μικρών πόλεων
είναι πυκνές οι στάσεις
κι έχουν κώδικα ένδυσης
τα λεωφορεία
Ούτε υψίπεδα έχει
ούτε απόγνωση
και δεν ποδοβολεί
η δημοκρατία

 

Σάστισμα

Πόσο κοντό ήταν το χέρι του
μέχρι πού έφτανε
κι ας μην το είχε κόψει
έδειχνε ο λεκές στο μανίκι του
στο ύψος του αγκώνα
από επιθέσεις που διέταζαν
η μέση και η υγρασία
(έξω ξύριζε σύριζα η ελπίδα
εκείνο τον καιρό)
λατρευτικά όπως έσκυβε
λες και πήγαινε
ν’ αρπάξει μια λέξη με το στόμα
από σφιχτό υπογάστριο
θνήσκουσας νεάνιδος
και πως τον παίδευε που ξημέρωνε
εξόριστη η αθυροστομία

 

 * Ο Paul Cendrier είναι ένα αδιευκρίνιστου γένους και είδους κατοικίδιο, που ζει αυτοεξόριστο στην Alanya της Τουρκίας. Στην όψη θυμίζει λίγο ψαροκόκαλο, και ο βίος του ακολουθεί το ενδόμοιχο των απολαύσεων. Κατά πόδας. Ενίοτε γράφει ποιήματα.

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top