Fractal

Πολ Όστερ: “Στη διαδικασία της γραφής ο καθένας πορεύεται μόνος του”

Γράφει η Ελένη Γκίκα //

 

Auster1

Για “την μεγάλη Ιστορία της χώρας και την μικρή ιστορία του ανθρώπου”, για “το ελαττωματικό σύστημα που έχουμε δημιουργήσει” και για το ενδεχόμενο “να χρειαζόμαστε έναν καινούργιο Κάρολο Μάρξ”, για “την φαντασία που είναι πραγματικότητα και για την πραγματικότητα που είναι φαντασία”, για την εποχή μας και για την κρίση, για “τους ανθρώπους που έχασαν τα σπιτικά τους και τα σπίτια τους”, για τον φόβο του κομμουνισμού, τον μακαρθισμό και τα Νόμπελ, για όλα μίλησε ο σπουδαίος και απ’ ό,τι αποδείχθηκε πολυαγαπημένος αμερικανός συγγραφέας Πολ Όστερ συνομιλώντας με τον Ηλία Μαγκλίνη στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών. Ακόμα και για τα προσωπικά και οικογενειακά μυστικά του. Για την εμπειρία θανάτου που είχε στη κατασκήνωση το καλοκαίρι του 1961 όταν ήταν δεκατεσσάρων χρονών και σκοτώθηκε ο διπλανός του από κεραυνό στη καταιγίδα “πέντε, έξι δευτερόλεπτα να είχα καθυστερήσει και θα ήμουν εγώ” αλλά τότε δεν το σκεφτόταν, ήταν ο πρώτος του θάνατος, έβλεπε για πρώτη φορά στη ζωή του πεθαμένο. “Θα μπορούσε να πει κάποιος πως στάθηκα τυχερός, δεν έζησα θάνατο, οι δικοί μου δεν υπέστησαν διώξεις, όμως, εκείνη η ημέρα ήταν η δική μου εκδοχή του πολέμου”.

Το ξεκίνημα μιας νέας εκδοτικής πορείας στη χώρα μας ήταν η αφορμή. Από το “Μεταίχμιο” και σε καινούργιες μεταφράσεις του Σπύρου Γιανναρά και της Σταυρούλας Αργυροπούλου κυκλοφόρησαν πρόσφατα “Ο αόρατος”, “Η τριλογία της Νέας Υόρκης”, το “Σάνσετ Παρκ” και τα “Ημερολόγια του χειμώνα”.

Στο μυθιστόρημα “Σάνσετ Παρκ” η κρίση και η οικονομική κατάρρευση. Είναι το πιο σύγχρονο μυθιστόρημά του γραμμένο στον ενεστώτα. Το ξεκίνησε μέσα στην κρίση με τους ανθρώπους να χάνουν τα σπίτια τους και τα σπιτικά τους. “Μετά την 11η Σεπτεμβρίου όλα επιτρέπονται, μπορεί η Κυβέρνηση να παρακολουθεί τα τηλέφωνα, ακόμα και το ποια βιβλία διαβάζει ο καθένας” θα πει και αναφερόμενος στον Ομπάμα ότι είναι “ένα εξαιρετικά ικανό άτομο” όμως “το πρόβλημα είναι οι ρεπουμπλικάνοι”. “Τώρα είμαστε περισσότερο διαιρεμένοι κι απ’ όταν είμαστε στον εμφύλιο, Ρεπουμπλικάνοι και Δημοκρατικοί δεν συναντούνται ποτέ, συνομιλούν παράλληλα”, θα επιμείνει αποκαλύπτοντας ότι και σ’ όλο τον κόσμο η κρίση είναι το ίδιο. “Πριν έρθω σε σας ήμουν στην Πολωνία και στη Γαλλία και παντού ακούω τα ίδια”.

Αναφερόμενος στη γραφή του θα επιμείνει πως έχει γράψει 16 κάθε άλλο παρά αυτοβιογραφικά μυθιστορήματα, τα αυτοβιογραφικά του αφορούν μόνο πέντε χωρίς να είναι, εντούτοις, αυτοβιογραφία. Παρ’ όλα αυτά, μιλώντας στη Στέγη και στον Ηλία Μαγκλίνη υπήρξε γενναιόδωρα αποκαλυπτικός, αναφέρθηκε ακόμα και στο οικογενειακό μυστικό, το ότι η γιαγιά του είχε σκοτώσει κάποτε τον άπιστο παππού του: “Από τα πέντε παιδιά τους δεν μιλούσε κανείς, τα ξαδέλφια δεν ξέραμε τίποτα κι όταν ρωτούσα τον πατέρα μου, έλεγε πότε ότι ο παππούς μου πέθανε στον πόλεμο, πότε σε κυνηγετικό ατύχημα και πότε ότι έπεσε από μια στέγη”. Μια εξαδέλφη του το έμαθε από έναν ηλικιωμένο σε ένα αεροπορικό ταξίδι: “πώς λέγεστε; Όστερ; από πού είστε; α είστε συγγενείς με εκείνη την κοκκινομάλλα τρελή που στις αρχές του αιώνα είχε σκοτώσει τον άντρα της!” “Το περίεργο είναι”, θα αποκαλύψει, “ότι στους γονείς μας δεν το είπε κανείς κι όταν το έγραψα στην “Επινόηση της μοναξιάς”, βέβαια, δεν ζούσε ο πατέρας μου αλλά θύμωσε ο θειός μου”.

AUSTRIA LITERATURE

Θα θυμηθεί όλα τα αλλόκοτα και παράδοξα της προσωπικής του ζωής, τον πατέρα του να πέφτει από την οροφή ενός πeνταόροφου κτηρίου. “Τη πτώση του ανέκοψε ένα μπουγαδόσκοινο και δεν έπαθε τίποτα, όμως, την ίδια χρονιά κάποιοι γείτονες έβαφαν το σπίτι τους και κάποιος έπεσε και πέθανε”. Θ’ αναφερθεί στην συμπτώσεις και στο τυχαίο που διακρίνει το έργο του, στο παράδοξο και στα μεγάλα ζητήματα όπως η πτώση, η απώλεια και ο θάνατος, στην ανάγκη του γράφοντας να επανεφεύρει τα πράγματα. Στις παράδοξες ιστορίες που αγαπά και στα φιλοσοφικά παζλ, στους συγγραφείς, “η λογοτεχνία είναι υπερεθνική”, θα τονίσει. Στην τραγωδία που ξεσπά εκεί που κανείς δεν την περιμένει. Στο “ελαττωματικό σύστημα που έχουμε δημιουργήσει αλλά κανείς δεν ξέρει πώς να το αλλάξει”. Στην παλιά θρησκευτική σχεδόν πίστη στο μέλλον “κανείς πια δεν πιστεύει στο μέλλον, όλοι είμαστε λιγότερο ή περισσότερο καπιταλιστές, ίσως χρειαζόμαστε έναν καινούργιο Κάρολο Μαρξ”. Θα αποδεχθεί ότι το να γράφεις λογοτεχνία σημαίνει “μια ζωή μοναξιάς, χωρίς χρήματα και ενδεχομένως και χωρίς αναγνώστες” και δεν θα το συνιστούσε σε κανέναν. Αν πάλι κάποιος θέλει να γράφει, ας το κάνει, “δεν μπορεί εξάλλου να κάνει αλλιώς” αλλά να ξέρει “ότι ο κανένας πορεύεται μόνος του, δεν υπάρχουν συνταγές και κανόνες”.

Η Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών ήταν κατάμεστη, ανάμεσα στο κοινό πάρα πολλοί συγγραφείς. Στα προσεχώς των εκδόσεων “Μεταίχμιο”, “Το παλάτι του φεγγαριού” και “Η επινόηση της μοναξιάς” για το άμεσο μέλλον.

* Δημοσιεύθηκε στο Έθνος.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top