Fractal

Οι τέσσερις εκδοχές του Φέργκιουσον

Γράφει η Γιόλα Πετρίτση //

 

Paul Auster «4321», Μετάφραση: Μαρία Ξυλούρη, Εκδόσεις Μεταίχμιο, σελ. 1224

 

Ο συγγραφέας σ’ αυτό το υπέροχο μυθιστόρημά του  περιλαμβάνει όλα τα πολιτικά δρώμενα και σημαντικά γεγονότα που συνέβησαν αυτήν την εποχή στην Αμερική, όπως για παράδειγμα αναφέρεται στον Κένεντι και στον θάνατό του, στη διένεξη Αμερικής – Κούβας, στην ομιλία του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, στο διάγγελμα του Ραβίνου Γιόαχιμ Πρινς, στη βομβιστική επίθεση σε εκκλησία μαύρων στο Μπέρμιγχαμ της Αλαμπάμα, στον φυλετικό πόλεμο που εξαπλωνόταν στο Νότο, στο χτίσιμο του τείχους στο Βερολίνο το 1961,στην αυτοκτονία του Χέμινγουεϊ, στην εξέγερση φοιτητών στο Κολούμπια, ως επίσης έκανε αναφορά για τα Σοβιετικά τανξ, που μπήκαν στην Τσεχοσλοβακία, για να εξολοθρεύσουν την Άνοιξη της Πράγας, για τις απεργίες των Δημοσίων Υπαλλήλων, για τις εξεγέρσεις των φυλακισμένων επειδή  οι φυλακές ήταν υπερπλήρεις, για τον πόλεμο στην Κορέα και στο Βιετνάμ με τις συνεχείς αντιπολεμικές διαδηλώσεις, επίσης τα ψέματα της Κυβέρνησης  και του FBI,για τον πόλεμο στο Βιετνάμ, που αποκαλύφθηκαν με τα απόρρητα έγγραφα που διέρρευσαν και  βγήκαν στην δημοσιότητα, ως  και άλλα πολλά.

Στο μυθιστόρημά του αυτό χρησιμοποίησε τον τρόπο του εγκιβωτισμού, βάζοντας μέσα στο μυθιστόρημά  του, το μυθιστόρημα  που επινόησε ο ήρωάς του, για να μας δείξει, πως αν δεν ήταν έτσι τα πράγματα, όπως εξελίχθηκαν λόγω πεπρωμένου ή συμπτώσεων, ίσως ήταν αλλιώς. Όλα ξεκίνησαν από την ημέρα που ανακάλυψε ο ήρωας, με ποιόν τρόπο απέκτησε αμερικανικό όνομα και επώνυμο ο Εβραίος παππούς του, ο πατέρας του πατέρα του.

Είχε δικό του όνομα και επώνυμο, όταν ξεκίνησε από τη Ρωσία για  να έρθει στην Αμερική, όμως το επώνυμο δεν ήταν κατάλληλο για την Αμερική.  Του πρότεινε ένας γηραιότερος συμπατριώτης του να ονομαστεί Ροκφέλερ, ένα από τα αγαπητά για την Αμερική επίθετα. Επειδή όμως το ξέχασε, είπε κάποιες φράσεις μάλλον στα Γερμανικά, στον υπεύθυνο υπάλληλο, ο οποίος από παρανόηση αυτών που άκουγε,  μετέτρεψε τις λέξεις σε όνομα και επώνυμο, που ήταν  Ίκαμποντ  Φέργκιουσον.

Ο ήρωας λοιπόν στην ιστορία μας ξαφνιάζεται που ο παππούς του είναι ένας άνθρωπος που θα μπορούσε να έχει τρία ονόματα και εμπνεόμενος από αυτό,  αποφασίζει να γράψει ένα μυθιστόρημα , και επινοεί τρεις εκδοχές του εαυτού του και αναφέρει αυτές τις  ιστορίες παράλληλα με τη δική του, μόνο που οι τέσσερις πανομοιότυποι άνθρωποι της ιστορίας του, έχουν ένα επίθετο το Φέργκιουσον. Ένα όνομα το οποίο γεννήθηκε από ένα ανέκδοτο. Έτσι δημιουργήθηκαν  τέσσερα αγόρια με τους ίδιους γονείς και τα ίδια σώματα. Ο καθένας όμως ζει σε άλλο σπίτι, σε άλλη πόλη και με τις δικές τους συνθήκες ο καθένας και σιγά σιγά τους πεθαίνει και μένει ο ίδιος ως ο τελευταίος επιζήσας, εξού και ο τίτλος του βιβλίου: 4,3,2,1.

Βρισκόμαστε στο 1900. Ένας Ρωσοεβραίος φτάνει στην Αμερική με πλοίο για ένα καλύτερο αύριο. Δεν γνωρίζει γλώσσα και κάποιοι συμπατριώτες του τον συμβουλεύουν να αλλάξει το όνομά  του να το κάνει πιο Αμερικάνικο. Μια και δεν ξέρει γλώσσα μιλώντας κάπως παράξενα ο αρμόδιος  υπάλληλος καταλαβαίνει κάτι διαφορετικό και τον καταγράφει  Ίκαμποντ Φέργκιουσον.

Στα είκοσι έξι του παντρεύτηκε τη Φάνι κι έκανε τρεις γιους. Τον Λούις ή Λου, τον Άαρον ή Άρνολντ και τον Στάνλεϊ ή Σόνι. Όμως η μοίρα ήταν αμίληκτη μαζί του, γιατί στα σαράντα δύο του τον βρήκε ο θάνατος από μια σφαίρα, στο Σικάγο, όταν έγινε ληστεία στην αποθήκη που δούλευε, ως νυχτοφύλακας. Ο άτυχος αυτός Εβραίος είχε δοκιμάσει την τύχη του σε έξι πόλεις της Αμερικής, είχε δουλέψει σκληρά σε πολλές κουραστικές δουλειές, από τις οποίες έβγαζε πενταροδεκάρες, οπότε δεν είχε να αφήσει τίποτα στη γυναίκα του και στα παιδιά του πεθαίνοντας.

Έτσι η Φάνι πήρε τα παιδιά της κι έφυγε από το Σικάγο. Πήγε στο Νιούαρκ σε συγγενείς. Για να βιοποριστεί έπλενε και μαντάριζε ρούχα. Δούλευαν και τα αγόρια μετά το σχολείο. Η Φάνι ήταν γυναίκα δύσκολη με μανιακά ξεσπάσματα, χτύπαγε τα αγόρια με το σκουπόξυλο και μάλιστα χτύπησε τον Σόνι στο δεξί μάτι, που τον τύφλωσε.

Όταν μεγάλωσαν τα αγόρια παντρεύτηκαν. Ο Σόνι πήρε για γυναίκα τη Ρόουζ, ο Λου τη Μίλι και ο Άρνολντ τη Τζόαν. Ο Σόνι, όταν τελείωσε το σχολείο κι επειδή είχε ταλέντο στα ηλεκτρονικά, άνοιξε ένα μαγαζί που επισκεύαζε ραδιόφωνα. Του άρεσε να χορεύει και να παίζει τένις. Αυτός γνώρισε τη Ρόουζ σ’ ένα ραντεβού στα τυφλά κι αμέσως την ερωτεύτηκε.

Η Ρόουζ ήταν παιδί μεταναστών κι αυτή. Όμως οι δικοί της παππούδες γρήγορα ενσωματώθηκαν στο Αμερικανικό πνεύμα και γρήγορα έμαθαν  τη γλώσσα του τόπου υποδοχής και οι δουλειές τους ήταν τέτοιες που η Ρόουζ δεν πέρασε τη φτώχια, που πέρασε ο Σόνι. Η Ρόουζ είχε και μια αδελφή την Μίλντρεντ που ήταν καλή μαθήτρια και έγινε καθηγήτρια Αγγλικών. Η Ρόουζ ήθελε να κερδίζει χρήματα, γι’ αυτό από πολύ νέα άρχισε να εργάζεται σ’ ένα φωτογραφείο, παράλληλα με το σχολείο.

Ο Σόνι κάποια στιγμή κατάφερε να συνεργαστεί με τ’ αδέλφια του κι άνοιξαν ένα μεγάλο κατάστημα επίπλων και οικιακών σκευών με την ονομασία «ο κόσμος του σπιτιού τα τρία αδέλφια». Επειδή τα αδέλφια του δεν ήταν σε θέση να έχουν διοικητική θέση στο μαγαζί, κουμάντο έκανε ο Στάνλεϊ, ο οποίος μάλιστα είχε αναλάβει να τους ξεχρεώνει τα χρέη και τις ζημιές που προκαλούσαν ο ένας από το ποτό και ο άλλος από τα χαρτιά, χωρίς να βαρυγκωμά.

Τον Ιανουάριο του  1944  επειδή ο Στάνλεϊ ήταν πολύ ερωτευμένος με τη Ρόουζ τη ζήτησε σε γάμο, παρ’ όλο που η Ρόουζ δεν τον αγαπούσε, εντούτοις δέχτηκε και ο γάμος έγινε στις έξι Απριλίου. Εκείνο που δεν μπορούσε να χωνέψει η Ρόουζ ήταν το σόι του άντρα της και ιδιαίτερα τη μητέρα του, που ήταν βλοσυρή και ανάποδη, μέχρι και τα εγγόνια της δεν την πλησίαζαν, γιατί φοβόντουσαν μην τα κοπανήσει. Ούτε τα αδέλφια του μπορούσε να τα συμπαθήσει, γιατί ο μεν Λου ήταν ρηχός και ανέντιμος και από το τζόγο έχανε πολλά ποσά και ο δε Άρνολντ ήταν μισοηλίθιος, σάτυρος, που έπινε υπερβολικά και δεν ήξερε τι έκανε. Επιπλέον στεναχωριόταν που κορόιδευαν τον Στάνλεϊ πίσω από την πλάτη του και αυτός ή δεν καταλάβαινε τίποτα ή έκανε πως δεν καταλάβαινε. Αντίθετα με τις γυναίκες τους έκανε παρέα γιατί βρήκε δύο νέες φίλες. Η Μίλι είχε δυο παιδιά και η Τζόαν τρία.

 

Paul Auster

 

Η Ρόουζ δεν μπορούσε να κρατήσει κανένα παιδί από τις εγκυμοσύνες της, γιατί πάντα όταν έφτανε στον τρίτο μήνα τα έχανε. Όταν το 1946 ο φωτογράφος στον οποίο δούλευε της ανακοίνωσε ότι θα έκλινε το μαγαζί λόγω σύνταξης και της είπε αν ήθελε να το αγοράσει, εκείνη την περίοδο ήταν έγκυος και ο καινούριος γιατρός που την είχε αναλάβει της πρότεινε να σταματήσει τη δουλειά, αν ήθελε να κρατήσει το παιδί. Στις δύο Μαρτίου η Ρόουζ έφερε στον κόσμο ένα υγιές αγοράκι, που το ονόμασαν Άρτσιμπαλντ ή Άρτσι, Ισαάκ Φέργκιουσον.

Όταν μεγάλωσε κάμποσο ο Άρτσι δεν ήθελε να είναι μόνος στο σπίτι και ζήτησε από την μητέρα του ένα αδελφάκι. Όταν πληροφορήθηκε από την μητέρα του ότι δεν ήταν δυνατόν να αποκτήσει άλλο παιδί, τότε ο ίδιος επινόησε έναν φανταστικό  αδελφό, που τον ονόμασε Τζον ήθελε να είναι τέσσερα χρόνια  μεγαλύτερός του, να είναι ψηλότερος και δυνατότερος. Μάλιστα αυτός ήξερε να γράφει και να διαβάζει και ήταν πρώτος στο μπέιζμπολ και στο φούτμπολ. Δεν ήθελε να ξέρει κανείς γι’ αυτόν. Το εμπιστεύτηκε μόνο στην αγαπημένη του εξαδέλφη  Φράνσι, που ήταν μεγαλύτερή του και τον πρόσεχε, όταν έλειπαν οι γονείς του.

Η Μίλντρεντ η θεία του, που ήταν καθηγήτρια Αγγλικών, παντρεύτηκε τον Χένρι Ρος, που ήταν καθηγητής σε Κολλέγιο και πίστευε ο Άρτσι ότι μπορεί να αποκτούσε από αυτούς κανένα ξαδελφάκι, για να το έχει σαν αδελφάκι, αλλά απογοητεύτηκε όταν έμαθε ότι θα μετακόμιζαν μακριά κάπου τρεις χιλιάδες μίλια απόσταση και δεν επρόκειτο να γυρίσουν.  Όταν ξεκίνησε το σχολείο ο Άρτσι, η μητέρα του άνοιξε φωτογραφείο στο κέντρο της πόλης και μάλιστα  ήταν η πρώτη, που μετέτρεψε την ασπρόμαυρη φωτογραφία σε έγχρωμη.

Εκείνη την εποχή όμως υπήρξε και μια ατυχία για την οικογένεια. Κάποιοι διέρρηξαν την αποθήκη του μαγαζιού, που είχαν όλο το εμπόρευμά τους και την άδειασαν. Ευτυχώς που το εμπόρευμα ήταν ασφαλισμένο, όμως δεν βρέθηκαν ποτέ οι ληστές.  Πάρθηκε και δάνειο από την Τράπεζα για να συνεχίσουν το εμπόριο, όμως ο πατέρας του από τότε άλλαξε πολύ. Σχεδόν δεν μιλούσε καθόλου και ήταν πάντα πολύ θλιμμένος κι απόμακρος. Είχε καταλάβει ότι κάποιος από μέσα είχε διαπράξει τη ληστεία. Η Ρόουζ υποψιαζόταν τον Άρνολντ, αλλά ο Σόνι δεν το παραδεχόταν. Μία εβδομάδα μετά ο Άρνολντ πήρε την οικογένειά του και μετακόμισε στο Λος Άντζελες και ο αδελφός του ο Λου τράκαρε σε αυτοκινητόδρομο και πέθανε στο ασθενοφόρο, που τον μετέφερε στο νοσοκομείο.

Ο ίδιος ζούσε κανονικά με τους γονείς του. Όταν ήταν μικρός πήγαιναν όλοι μαζί τα Σαββατοκύριακα για τένις και μετά για  φαγητό. Το κορίτσι που είχε ερωτευτεί ήταν η Έιμι η κόρη του Ντον, που ήταν γιος του πρώην αφεντικού της μητέρας του. Πήγαινε συχνά στη Νέα Υόρκη και τη συναντούσε και όταν έφτασαν στο Πανεπιστήμιο εκείνος στο Κολούμπια κι εκείνη στο Μπάρναρντ συζούσαν, μέχρι που στην κατάληψη του Πανεπιστημίου Κολούμπια η επαναστατική Έιμι έλαβε ενεργό μέρος και επειδή ο Άρτσι ήταν πιο συντηρητικός κάπου εκεί χώρισαν και γνώρισε κάποιον άλλον. Μετά από έναν τραυματισμό του χάνοντας δύο δάχτυλα κρίθηκε ανίκανος στράτευσης κι έτσι δεν πήγε ποτέ στον πόλεμο του Βιετνάμ. Ήθελε να γίνει συγγραφέας κι έγραφε διηγήματα που μάλιστα κάποια είχαν εκδοθεί και παράλληλα έκανε και τον δημοσιογράφο. Όσο για τους άλλους Φέργκιουσον τον μόνο που τον πέθανε νωρίς ήταν ο δεύτερος, που τον σκότωσε κεραυνός στην καλοκαιρινή του κατασκήνωση, στα δεκατρία του χρόνια.

Ο τρίτος Φέργκιουσον αποκτά πατριό τον Γκιλ, γιατί  τη μητέρα του Ρόουζ τον παντρεύτηκε επειδή ο πατέρας του Σόνι κάηκε στην αποθήκη του μαγαζιού του, όταν έγινε εμπρησμός. Ο άλλος Φέργκιουσον έχει πατριό τον Ντον  που τον παντρεύτηκε η Ρόουζ, γιατί χώρισε με τον Σόνι μια και δεν περνούσαν καλά, αλλά   και  επειδή η γυναίκα του Ντον πέθανε από καρκίνο.

Ο Φέργκιουσον αγαπά την Έιμι, αλλά η Έιμι δεν θέλει να έχει ερωτικές σχέσεις στην περίπτωση που είναι αδέλφια εξ αγχιστείας και μένουν στο ίδιο σπίτι.

Στην εκδοχή που ο Φέργκιουσον έχει πατριό τον Γκιλ είναι ερωτευμένος με την Έιμι, και φαίνεται να έχουν ερωτικές σχέσεις, αλλά όταν πέρασε στο Πανεπιστήμιο η Έιμι του είπε πως θα ήθελε να γνωρίσει κι άλλους άντρες και βλέπουμε τον Φέργκιουσον να χαίρεται τον έρωτα και με άντρες και να δηλώνει αμφίδρομος. Όλοι οι Φέργκιουσον διαβάζουν πολύ και γίνονται συγγραφείς και δημοσιογράφοι και οι σπουδές τους είναι λογοτεχνικές και φιλολογικές σπουδές με αναζητήσεις δημοσιογραφικές.

Έτσι προκειμένου να γράψει  το μυθιστόρημά του με τους άλλους Φέργκιουσον ο συγγραφέας του βιβλίου τον οδήγησε να πάει πρώτα στον Καναδά στο Μόντρεαλ και μετά στο Παρίσι, όπου έμεινε πεντέμισι χρόνια. Το βιβλίο του όταν τελείωσε αριθμούσε χίλιες τριάντα τρεις δαχτυλογραφημένες σελίδες. Στα κομμάτια που δυσκολεύτηκε ήταν εκεί που έπρεπε να πεθάνει τα αγαπημένα του αγόρια.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top