Fractal

Εκτός ιστορίας, μοίρας, εαυτού, εποχής, ενοχής.

Γράφει η Ελένη Γκίκα //

 

«Η βίλα της θλίψης» του Πατρίκ Μοντιανό. Μετάφραση: Βάσω Νικολοπούλου- Νίκη Ντουζέ. Εκδ. «Α.Α.Λιβάνη», σελ. 222

 

vila-tis-thlipsis«Αυτές είναι οι μοναδικές καθαρές εικόνες. Μια ομίχλη σκεπάζει όλα τα υπόλοιπα. Το χολ και το δωμάτιο στο Ερμιτάζ. Τους κήπους του Γουίντσορ και του ξενοδοχείου Αλάμπρα. Τη βίλα θλίψη. Το Σεν- Ροζ. Το Σπόρτινγκ. Το Καζίνο. Το Βραβείο Ιλιγκάν. Και τη σκιά του Κιστικέρ (μα ποιος ήταν άραγε αυτός ο Κιστικέρ;), της Υβόννης Ζακέ κι ενός κόμη Σμάρα».

«Όχι, αυτό που μέτραγε ήταν ότι δεν έπρεπε να ξέρω τίποτα απ’ όσα γίνονταν στον έξω κόσμο. Να μη μεγαλώσει αυτός ο φόβος, εκείνο το αίσθημα της επικείμενης καταστροφής».

Κανείς τους δεν ήξερε «τίποτα απ’ όσα γίνονταν στον έξω κόσμο», βοηθούσε εκείνη η μικρή επαρχιακή λουτρόπολη ξεχασμένη στη μέση του πουθενά, βοηθούσε κι αυτή η μικρή καλοκαιρινή ζωή σαν παρένθεση, εκτός ιστορίας, τόσο, όσο. Έστω για ένα μεγάλο σκοτεινό καλοκαίρι για τρεις: Ο Ρενέ Μεντ, που πάντοτε δήλωνε γιατρός και φίλος της Υβόννης, ο οικοδεσπότης της βίλας της θλίψης. Ο δεκαοχτάχρονος Βίκτορας Σμάρα με την αμφιλεγόμενη πριγκιπική του καταγωγή, το ένα κοστούμι και τον πόλεμο με την Αλγερία που, ως αντυπότακτος, είχε αφήσει πίσω. Και η λαμπερή Υβόννη, ηθοποιός, με το σκοτεινό παρελθόν. Κανείς τους δεν ήθελε να κοιτάξει ούτε έξω ούτε και πίσω. Ούτε καν μέσα του. Συναντήθηκαν, χόρεψαν, σύρθηκαν, αγαπήθηκαν, συμμετείχαν σε ένα επαρχιακό διαγωνισμό ζευγαριού, νίκησαν και κάποτε εκόντες άκοντες επέστρεψαν: Η Υβόννη στο πατρικό της, μεταμφιέζεσαι και στον τόπο σου αν αγαπάς τόσο πολύ τις μεταμφιέσεις. Ο αμφιλεγόμενος κόμης στην ενηλικίωση και στην πραγματικότητα. Και ο Ρενέ Μεντ σε εκείνο το μακρινό Καλοκαίρι για να πεθάνει. Οι παρενθέσεις εξάλλου πάντοτε κλείνουν. Πόσο να επιλέξεις την δική σου παρένθεση για ζωή;

Η ιστορία αρχίζει με επιστροφή’ εκεί όπου κάποτε υπήρξε το όνειρο, η παρένθεση ή η μεταμφίεση. Τίποτε δεν είναι πια το ίδιο. Ακόμα και η φύση και τα κτήρια μεταμφιέζονται μέσα στον χρόνο. Το μόνο που απομένει είναι η Μνήμη να κρατά τσιγκούνικα τα κοστούμια μιας μακρινής εποχής.

Μια ιστορία σαν όνειρο καλοκαιρινής νύχτας, σαν πρωϊνό ξύπνημα στην ομίχλη. Με τρεις αδιευκρίνιστους, ανοχύρωτους πρωταγωνιστές. Έχουν θέσει εαυτόν εκτός Ιστορίας και προσωπικής Ιστορίας. Προσπαθούν να επικεντρωθούν στο από παντού βαλλόμενο, εντέλει, παρόν.

Ένα κομψό, σκοτεινό μυθιστόρημα απ’ εκείνα που αγαπά να κάνει ο Μοντιανό. Με ανθρώπους που βρέθηκαν κατά λάθος στη μοίρα τους, με μια ενοχή αδιευκρίνιστη πάντα και μια πλευρά σκοτεινή. Μολυβένια στρατιωτάκια όλοι τους σε μια σκακιέρα με άγνωστο πάντοτε σκακιστή. Είναι ό,τι δηλώνουν, όπως συστήνονται. Μέσα στον χρόνο όμως μόνο τα ίχνη, αλλάζει η εικόνα, «ο έξω κόσμος δεν είναι παρά μια συγκεχυμένη μάζα. Το ξέρω καλά αυτό το κόλπο, γιατί το μεταχειρίζομαι συχνά», δεν πιάνει το παιδικό κόλπο, μεταβάλλονται όλα. Παραμένοντας ακόμα ωστόσο «σκοτεινά μέρη, όπου μείναμε πρόσκαιρα και που έπρεπε πάντα να τα εγκαταλείψουμε πριν έρθουν οι Γερμανοί, και που δεν κράτησαν κανένα δικό μας ίχνος». Ακόμα και το πρόσωπο του άλλου κι αυτό αποσπασματικά θα φανεί, σαν αγγελία για την αυτοκτονία ενός σχεδόν ξένου, ενός άλλου. Έτσι όπως γίναμε άλλοι μέσα στον χρόνο κι εμείς.

Μια ιστορία σαν κινούμενη άμμος. Με αιώνιους ερωτικούς όρκους σαν σε θεατρική σκηνή. Με το τοπίο ν’ αλλάζει σαν παιδικό καλειδοσκόπιο, εξάλλου όλα περνούν: «Πώς να της εξηγούσα πως για μένα, που δεν έχω πατρίδα, το Χόλυγουντ, οι ρώσοι πρίγκιπες και η Αίγυπτος του Φαρούκ έμοιαζαν τόσο θαμπά και τόσο μαραμένα δίπλα σ’ ένα τόσο εξωτικό και σχεδόν απλησίαστο πλάσμα, μια μικρή Γαλλίδα;».

Οι γοητευτικοί φυγάδες και απάτριδες του Πατρίκ Μοντιανό.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top